Δεκέμβρης 1944 (17)

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

Αρθούρος Ρεμπώ: Το μεθυσμένο καράβι της ποίησης (3 ποιήματα)

Αρθούρος Ρεμπώ
20 Οκτωβρίου 1854, Σαρλβίλ-Μεζιέρ, Γαλλία – 10 Νοεμβρίου 1891, Μασσαλία, Γαλλία
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 20.Χ.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)
 
ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ

3 Ποιήματα
 
Πρώτη δημοσίευση, Μποτίλια Στον Άνεμο 20 Οκτ. 2015
 

Αντώνης Κέπετζης, 71

ΕΡΓΑΤΕΣ

Μετάφραση: Εύα Μυλωνά


Ω αυτό το ζεστό πρωινό του Φεβρουαρίου! Ο άκαιρος Νότος έρχεται να ξυπνήσει τις αναμνήσεις μας, παράλογων φτωχών, τη νεανική μας αθλιότητα.
 
Η Henrika είχε μια φούστα μπαμπακερή με άσπρα και καφετιά καρρώ, που έπρεπε να φοριέται τον τελευταίο αιώνα, μια σκούφια με κορδέλες, και ένα μεταξωτό μαντήλι. Ήταν πολύ πιο θλιβερό από ένα πένθος. Κάναμε μια βόλτα στα προάστια. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος, και αυτός ο άνεμος του Νότου ζωντάνευε όλες τις άσχημες μυρωδιές των ρημαγμένων περιβολιών και των ξεραμένων λιβαδιών.
 
Αυτό, δεν έπρεπε να κουράζει τη γυναίκα μου όσο έμενα. Μέσα σε μια λακ­κούβα που είχε μείνει από την πλημμύρα του περασμένου μήνα σ’ ένα αρκετά ψηλό μονοπάτι, μου έδειξε πολύ μικρά ψάρια.
 
Η πόλη, με την καπνιά της και με τους θορύβους της δουλειάς, μας ακολουθούσε πολύ μακριά μέσα στους δρόμους. Ω ο άλλος κόσμος, η κατοικία η ευλογημένη από τον ουρανό και τις σκιές! Ο νότος μού θύμιζε τα θλιβερά γεγονότα της παιδικής μου ηλικίας, τις καλοκαιρινές μου απελπισίες, τη φο­βερή ποσότητα δύναμης και γνώσης που η τύχη απομάκρυνε πάντα από μένα. Όχι! δε θα περάσουμε το καλοκαίρι σ’ αυτή τη φιλάργυρη χώρα όπου δε θα ’μαστε ποτέ παρά αρραβωνιασμένα ορφανά. Θέλω αυτό το σκληραγωγημένο μπράτσο να μη σέρνει πια μια αγαπημένη εικόνα.


Μετάφραση: Εύα Μυλωνά
Ρεμπώ, 20 πεζά ποιήματα, εικόνες Αντώνης Κέπετζης, Εκδόσεις Ερμείας, Αθήνα 1980, σελ. 38



ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης


ΙΙΙ

Είναι κάποιο πουλί στο δάσος που σαν τ’ ακούς να κελαηδά, στέκεις και κοκκινίζεις απ’ το σάστισμά σου.

Είν’ ένα εκκρεμές που δε σημαίνει πια τις ώρες.

Είναι, βαθιά στο χώμα, τρυπωμένη μια φωλιά γιομάτη κάτασπρα ζωάκια.

Είναι μια εκκλησιά που πάει τον κατήφορο και μια λίμνη που όλο ανηφορά.

Είν’ ένα καροτσάκι παρατημένο μες στα δέντρα ή που το βλέπεις καταστόλιστο μ’ ένα σωρό κορδέλες, να κατρακυλάει το μονοπάτι κάτου.

Είν’ ένας θίασος μικρά παιδιά μασκαρεμένα, που τα θωρείς ανάμεσ’ απ’ τ’ ανάρια δέντρα, να περπατάν στη δημοσιά.

Είναι, τέλος, κάποιος, που αν τύχει και πεινάς είτε διψάς, σε διώχνει.


Δεύτερη Γραφή, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1980, σελ. 19


Arthur Rimbaud, Bateau Ivre, 1/47 ξυλογρφίες του Julie Jacques Nozal, από έκδοδση του 1949


ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ

Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας


Σε Ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.

Έγνοια καμμιά για πλήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μιά και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.

Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσυ το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.

Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.

Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,

όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!

Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μού είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδι
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.

Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.

Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.

Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.

Βρώμικα είδα βαλτόνερα, τεράστια καλαμόκλουβα,
μέσα τους ένα ολάκερο Λεβιάθαν να σαπίζουν,
σφοδρά νεροποντίσματα μέσα σε αγέλες βόνασων,
σ’ αβύσσους καταρραχτικά τα μάκρη να γκρεμίζουν.

Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.

Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.

Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.

Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν...

Λοιπόν, ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,

λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,

πού ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ τους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,

εγώ, πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ τη γηραιάν Ευρώπη.

Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη;

Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!

Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.

Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα

και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα! 


Από το βιβλίο: «Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση», Πρόσπερος, Αθήνα 1986, σελ. 55-58.
Πρώτη δημοσίευση: Στο αθηναϊκό περιοδικό «Νέα Εστία», έτος ΚΒ, 1 Ιουλίου 1948, τχ. 504, σελ. 825-827.


Arthur Rimbaud, Bateau Ivre, 2/47 ξυλογρφίες του Julie Jacques Nozal, από έκδοδση του 1949

***


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.