Δεκέμβρης 1944 (17)

Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

Γιώργος Κοτζιούλας: Τρία ποιήματα δικά του και ένα του Κάτουλου

Γιώργος Κοτζιούλας,
23 Απριλίου 1909, Πλατανούσα Ηπείρου – 29 Αυγούστου 1956, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.
V.2015 (Μελάνι, 29χ21 εκ.)

 

*

Βλέπε και:
Γιώργος Κοτζιούλας: Δύο ανέκδοτα ποιήματα από το αρχείο του ποιητή ‒ Επίμετρο: Αλέκος Ξένος, Μανόλης Αναγνωστάκης, Σπύρος Σαμοΐλης

 

*

 

Γιώργος Κοτζιούλας

 

 

ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ

 

Τώρα ποιά πρόφαση μπορεί για λίγο ν’ απαλύνει

τον πόνο τον ασώπαστο που σα λυγμός με πνίγει;

Μου μίλησε ένα απόγεμα γεμάτη καλοσύνη

κι ενώ είχε ’ρθεί να μου δοθεί, την άφησα να φύγει.

 

Σαν έτοιμο γιά προσφορά το χέρι μού απλωνόταν

και παιγνιδίζοντας τρελά το βλέμμα μ’ επρασκάλει

μα ήτανε τόσο ξαφνικό το μήνυμα που ερχόταν

κι εγώ δεν πίστευα για ’με τέτοια χαρά μεγάλη.

 

Τώρα μού μένει την ωραία ν’ αναπολώ φωνή της

που μου ερεθίζει πιο πολύ την πειραγμένη θλίψη,

κι όσες στιγμές γλυκύτατες επέρασα μαζί της

ξανάρχονται στη μνήμη μου για να ενωθούν σε τύψη.

 

Έφυγε πριν να της ειπώ το φλογερό έρωτά μου

και μ’ άφησε άλαλο, σε μια φριχτήν αμηχανία.

Α, στον ανόητο φόβο μου που εκρύβονταν βαθειά μου

μπορούσε πιο βαρύτερη να πέσει τιμωρία;

 

(Περιοδικό «Μπουκέτο», 1930)

 

 

 

ΕΡΩΤΙΚΟ

 

Συλλογισμένη πρέπει να ’σαι

και κάτι σα να καρτερείς·

είσαι άνθος χώρας ισκιερής

και το πολύ το φως φοβάσαι.

 

Ήχοι σού πρέπει να σε φτάνουν

απόκρυφοι, αλληγορικοί

και να μην ξέρεις ποιοι είν’ εκεί

που όλο απαντέχουν να πεθάνουν.

 

Σήμερα ο ήλιος πριν να γείρει

—τότε ο καημός είναι βαθύς—

θέλω να βγεις και να σταθείς

ολόρθη εμπρός στο παραθύρι.

 

Λέω να φανεί κάποιος διαβάτης

πού τριγυρίζει αποβραδύ

μες στα στενά, μήπως ιδεί

μια κόρη απάνω στ’ άνθισμά της.

 

(Σιγανή Φωτιά, 1938)

 

 

 

ΜΗΝΕΣ ΠΟΛΛΟΥΣ ΕΠΕΡΑΣΑ

 

Μήνες πολλούς επέρασα μέσα σε υγρές παράγκες

μαζί  με τη φτωχολογιά, μ’ αρρώστιες και μ’ ανάγκες.

 

Δεν είχε εκείν’ η γειτονιά γαρδένιες η άλλα τέτοια,

που ’ναι γι’ αριστοκρατικό ρουθούνι μαραφέτια.

 

Λάσπη και βρώμα ήταν εκεί, ψυχές βασανισμένες

πού ’χαν αρχαία ονόματα, Μερόπες, Μελπομένες.

 

Σε μηχανές εδούλευαν, φορούσαν κάτι τσίτια,

ποιος ξέρει αν τα θυμούντανε τα πατρικά τους σπίτια.

 

Μια το μικρό της αδερφό νανούριζε στο λίγο

το φως, την άκουγα, η καρδιά δε μού ’κανε να φύγω.

 

«Νάνι, μικρό μου κι ορφανό, νάνι, μωρό μου, κάμε

κι άμα ξυπνήσεις το πρωί στήν αγορά θα πάμε».

 

Η μάνα τους εβιάστηικε να ξαπλωθεί στο χώμα

κι αύτη τα δεκατέσσερα δεν τα ’χε κλείσει ακόμα.

 

(Σιγανή Φωτιά, 1938)



 

ΚΑΤΟΥΛΟΣ

ΣΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙ ΤΗΣ ΛΕΣΒΙΑΣ

 

Σπουργίτι εσύ, που διασκεδάζεις την καλή μου

και σ’ έχει για να παίζει ή σε κρατεί στον κόρφο,

που τ’ ακροδάχτυλο σου δίνει να τσακώσεις

και της αρέσει να ερεθίζει τις τσιμπιές σου,

κάθε φορά που τι κέφι κι εγώ δεν ξέρω

κάνει την ώρια ποθητή μου αστεία να θέλει,

σάμπως ξαλάφρωμα του πόνου της, πιστεύω,

το πάθος το δεινό της για ν’ αποκοιμίσει.

Ω, ας έπαιζα κι εγώ μαζί σου όπως εκείνη,

τις έγνοιες μου τις βαρετές για ν’ αποδιώξω!

Θα ευχαριστιόμουν τόσο όσο η κοπέλα η σβέλτη

με το χρυσόμηλο που, ως λεν, εγίνη αιτία

τη ζώνη, τη σφιχτή τόσον καιρό, να λύσει.

 

(Από τις Μεταφράσεις του Γιώργου Κοτζιούλα)

 

[Κάτουλος: Λατίνος ποιητής (87 - 47 π.Χ.), κομψογράφος και συχνά ελευθερόστομος]


*

Μεταγραφή Μπ.Ζ. από την Ανθολογία Περάνθη, Γ΄τόμος, σελ. 215 κ.ε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.