Δεκέμβρης 1944 (17)

Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

Άγγελος Σικελιανός: Γιατί ποτέ δε λόγιασε το πότε και το πώς — 7 Ποιήματα από τον Λυρικό Βίο

Άγγελος Σικελιανός

Λευκάδα, 28 (15) Μαρτίου 1884 - Αθήνα, 19 Ιουνίου 1951

Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 28.III.1972 (Μολύβι, 33χ23 εκ.)

 

*

 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

7 ποιήματα από τα ΛΥΡΙΚΑ

Ενότητα

ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΟΥΡΑΝΙΑΣ

 

*

 

 

«ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΟΥΡΑΝΙΑ»

 

Ά ! σαν ο πρώτος ήχος ανατείλει,

με την πρώτη, ανεκύμαντη πνοή,

που ως σε φιλί ιερό, μου ανεί τα χείλη,

σα φύλλο που σαλεύει, μα δε θροεί·

 

εικόνα ατάραχη θεϊκή, που μέσα

στα φρένα μου, αναφαίνεις ξαφνικά,

όλη γυμνή, στη γαληνήν ανέσα,

με σαλέμματα, αργά και μυστικά!

 

Του πόθου ως λυέται ολόγυρά μου η ζώνη,

του λυτρωμού μου η μυστική ποριά,

βρίσκει το μάγο πνεύμα, οπού με ζώνει

την ηδονή, σαν πέλαο τη στεριά·

 

Και πια, τη ζωή τριγύρα μου δεν ψάχνω,

μα ολάκερος, σα ρίζα σε πηγή,

δροσολογάω σ’ ωκεανό το σπλάχνο,

κρυφή γιομάτο γλύκα και σιγή!

 

Και να· σαν ο περίστερος, που γρούζει

στον ήλιο, με το στήθος φουσκωτό,

η ευτυχιά, η αθάνατη ως με λούζει

Χαρά η χαρά που μήτε τη ζητώ

 

καθώς χιμάνε μέσα μου τα μύρα

κι αναρροεί βαθιά μου ο γλυκασμός,

από τα πλάσματα που νιώθω γύρα,

μου γιομίζει, όλος άξαφνα, ο λαιμός!

 

Τέλος, ξεσπάει, στην πλάση, η πιθυμιά μου!

Να με ισκιάσει ένας κόσμος, δε βολεί!

Ήλιος, φωτάει δεξά, ήλιος, ζερβά μου,

από παντού, με ζώνει ανατολή!

 

Της θεότητας ως διάπλατη τη θύρα,

τού νου μου ανοίγει Ολύμπιος ο σεισμός,

ξάφνου το στήθος μου, ω, γαλήνια λύρα,

και το Τραγούδι μου, άγριος ποταμός!...

 

Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος Β΄

Φιλολογική Επιμέλεια, Γ. Π. Σαββίδης

(Ίκαρος, 1966, σελ. 96)

 

 

 

ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

 

Άντρες ορτοί στ’ αλέτρια τους, καλόγνωμοι οργωτήδες,

γυναίκες που βυζαίνονταν με τα βυζιά στον ήλιο,

όλοι σταθήκανε να ιδούν τον άξιο αλογολάτη...

Κι ως στέκει ανάερο το τσαπί, γλιστράει το κλαδευτήρι

σύντας περνάνε οι γερανοί επάνω απ’ τα χωράφια

κι η αργατιά στο φτέριασμα σηκώνει το κεφάλι

και χαιρετάει το διάβα τους με την καλή την ώρα,

όμοια οι σκαφτιάδες στάθηκαν, κι αγνάντια οι ζευγολάτες,

να ιδούν το νιο πού διάβαινε καβάλα στ’ άλογό του...

Κι ως χρυσοπούλι πέτεται πλάι στου πελάου τον όχτο,

και πότε γράφει στα νερά με το φτερό στεφάνια,

πότε χιμά σαϊτεύοντας την πελαγίσια πέτρα,

όμοια επερνούσε την πλαγιά κι αφάνιζε τη στράτα...

Και στη δεξιά τη χέρα του κρατάει κλειστό δεφτέρι,

μες σε φηκάρι ολάργυρο, μαλαμοκαπνισμένο.

Και το δεφτέρι μέσα του προικιό μεγάλο γράφει:

«Άξιε, παράξιε πεθερέ, συμπεθεριό σου στέλνω

του πρώτου γιου μου του ακριβού, με το μικρό του αδέρφι.

Στέλνω και πλούσιο το προικιό, στήν ασημένια θήκη.

Τι εχίλιασαν τα πρόβατα και μίλιασαν τα γίδια,

και βαριεστήσαν το βουνό κι αναθυμούνται αλάτι.

Μηδ’ από λύκο τα κρατώ, μηδέ φυλάω τον κλέφτη.

Κι αν πέσει κι όρνιο στο βουνό, καλό κρατάει μερίδι·

παίρνει ζυγούρι απάρθενο, κι ο σταυραϊτός μανάρι...

Πολύ τ’ αμπέλια επλήθυναν και τρυγημούς δεν έχουν,

κι ωσάν τα κριάρια τα τσαμπιά το ’να χτυπάει με τ’ άλλο...

Στείλε κυβέρνια του σπιτιού την κάλλια σου την κόρη!»

 

Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος Β΄

Φιλολογική Επιμέλεια, Γ. Π. Σαββίδης

(Ίκαρος, 1966, σελ. 107-108)

 

 

 

FUGA

 

Το χέρι στον σγουρόπλοκον αυχένα

κρατώντας, ή στο μελαψό της ώμο,

με τα μάτια στο πέλαο καρφωμένα,

του πόθου μου έδινα καινούριο δρόμο...

Κι αυτή γυρνούσε κάποτε το βλέμμα

το μαύρο και το υπάκουο προς εμένα,

σα να ’λεε: «Πώς σ’ ανοίγουν τα ρουθούνια

στην πνοή της πιθυμιάς και της αβύσσου,

κ’ εγώ, σαν άτι κάτου απ’ τα σπιρούνια,

παντού, παντού θα ’ρχόμουνα μαζί σου,

στη δύναμή σου δίπλα και τη γλύκα

και τον αέρα τρεμάμενη μυρίζει...

καθώς στο λόγκο μέσα η λαγωνίκα,

κάτου απ’ τα θάμνα ή πάνω από τα βάτα,

ή στ’ ορθό τ’ ανηφόρου μετερίζι,

ακλουθώντας σε τ’ άγριά μου τα νιάτα!»

 

Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος Β΄

Φιλολογική Επιμέλεια, Γ. Π. Σαββίδης

(Ίκαρος, 1966, σελ. 116)

 

 

 

ΠΑΝ

 

Στα βράχια του έρμου ακρογιαλιού και στης τραχιάς χαλικωσιάς

τη λαύρα,

το μεσημέρι, όμοιο πηγή, δίπλα από κύμα σμάραγδο,

τρέμοντας όλο, ανάβρα’...

 

Γαλάζια τριήρη στο βυθόν, ανάμεσα σ’ εαρινούς αφρούς,

ή Σαλαμίνα,

και της Κινέτας, μέσα μου κατάβαθος ανασασμός,

πεύκα και σκίνα.

 

Το πέλαγο έσκαγ’ όλο αφρούς και, τιναχτό στον άνεμο,

ασπροβόλα’

την ώρα που τ’ αρίφνητο κοπάδι των σιδέρικων

γιδιών ροβόλα’...

 

Με δυό σουρίγματα τραχιά που —κάτουθε το δάχτυλο

απ’τη γλώσσα

βάνοντας— βούιξ’ ο μπιστικός, τα μάζωξ’ όλα στο γιαλό,

κι ας ήταν πεντακόσα!

 

Κι όλα εσταλιάσανε σφιχτά τριγύρ’ απ’ τα κοντόθαμνα

κι απ’ το θυμάρι,

κι ως εσταλιάσανε, γοργά, τα γίδια και τον άνθρωπο

το κάρωμα είχε πάρει.

 

Και πια, στις πέτρες του γιαλού κι απάνου απ’ των σιδέρικων

γιδιών τη λάβρα,

σιγή· κι ως από στρίποδα, μέσ’ απ’ τα κέρατα, γοργός

ο ήλιος καπνός ανάβρα’...

 

Τότε είδαμε —άρχος και ταγός— ο τράγος να σηκώνεται

μονάχος,

βαρύς στο πάτημα κι αργός, να ξεχωρίσει κόβοντας, κι εκεί

όπου βράχος,

 

σφήνα στο κύμα μπαίνοντας, στέκει λαμπρό για ξάγναντο

ακρωτήρι,

στην άκρη απάνου να σταθεί, που η άχνη διασκορπά τ’ αφρού,

κι ασάλευτος να γείρει,

 

μ’ ανασκωμένο, αφήνοντας να λάμπουνε τα δόντια του,

τ’ απάνω χείλι,

μέγας και ορτός, μυρίζοντας το πέλαγο το αφρόκοπο,

ως το δείλι!

 

Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος Β΄

Φιλολογική Επιμέλεια, Γ. Π. Σαββίδης

(Ίκαρος, 1966, σελ. 117-118)

 

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΗΤΣ

 

Κλώνος του Απόλλωνα το χέρι·

πλατάνου κλώνος λείος και τροφαντός,

απλωμένος απάνω σας, να φέρει

την αμβροσία γαλήνη του παντός...

 

Στης Πύλου τον πλατύ γιαλό, το φωτεινό, στοχάζομουν

να φτάνεις συντροφιά μου,

με το καράβι τ’ αψηλό του Μέντορα αραγμένο αργά

στην αγκαλιά της άμμου·

 

δεμένοι με των έφηβων, που πέτονται με τους θεούς,

φτερουγιαστή φιλία,

προς τα θρονιά να βαίνομε τα πέτρινα, οπού ο καιρός

κι ο λαός εκάμαν λεία,

 

τον άντρα ν’ αντικρίσουμε που και στην τρίτη γενεάν

ατάραχα εκυβέρνα,

και για ταξίδια ο λόγος του και γι’ άγιες γνώμες μέστωνε

στα φρένα όσον εγέρνα...

 

Στης τριέτικης προς τους θεούς δαμάλας να βρεθούμε, αυγή,

και τη θυσία παρέκει,

ν’ ακούσουμε τη μια κραυγή που σύρανε οι τρεις κόρες του

σα βούισε το πελέκι,

 

την αργογύριστη ματιά τη μαυροτσίνορη, άξαφνα

στα σκότη πνίγοντάς τη,

με των κεράτων άνεργο το μισοφέγγαρο το αχνό,

περίχρυσο που επλάστη...

 

Τ’ απάρθενό σου το λουτρό σαν αδερφή τον αδερφό

η αγάπη μου λογιάστη,

σύντας γυμνό θα σ’ έλουζε και μ’ όμορφο θα σ’ έντυνε

χιτώνα η Πολυκάστη.

 

Να σε ξυπνώ, στοχάζομουν, με το ποδάρι σπρώχνοντας,

σύντας αυγή χαράξει,

την ώρα να μη χάνομε, ζεμένον αφού προσδοκάει

το φωτεινόν αμάξι·

 

κι ολημερίς με τη σιωπήν ή με το λόγο τον απλόν,

οπού έρχεται και πάει,

να κυβερνάμε τ’ άλογα οπού όλο σειούνε το ζυγό

στο ’να και στ’ άλλο πλάι...

 

Μα πιότερο στοχάζομουν, σύντας τα μάτια σου τα δυο,

που τα ’χες σαν αλάφι,

στου Μενελάου τα δώματα θ’ αποξεχνιόνταν στο χαλκό

και στο λαμπρό χρυσάφι

 

και θα τηράγαν άσειστα, βυθίζοντάς τα σε βυθόν

αγύριστο στη μνήμη,

τα κεχριμπάρια τα βαριά, το φλώρο ή τ’ άσπρο φίλντισι,

το ιστορισμένο ασήμι...

 

Στοχάζομουν σα, σκύβοντας στ’ αυτί, θα σου ’λεγα μ’ αργή

φωνή χαμηλωμένη:

«Κράτει τα μάτια σου, ω καλέ, γιατί σε λίγο θα φανεί

στα μάτια μας η Ελένη,

 

αγνάντια μας θε να φανεί του Κύκνου η κόρη η μοναχή,

σε λίγο, εδώ μπροστά μας·

και τότε πια βυθίζουμε στον ποταμό της Λησμονιάς

τα βλέφαρά μας».

 

*

 

Έτσι μου ανάφαινες λαμπρός· όμως ποιοι μ’ έφεραν σ’ εσέ

χορταριασμένοι δρόμοι!

Τα πύρινα εκατόφυλλα που σό’στρωσα στον τάφο σου,

κι ανθεί για σένα η Ρώμη,

 

μου δείχτουνε τα ολόχρυσα τραγούδια σου, σαν τα κορμιά

που αδρά κι αρματωμένα

σε τάφο αρχαίο πρωτάνοιχτο κοιτάς τα ακέρια, κι ως κοιτάς

βουλιάζουνε χαμένα...

 

Κι όλο τον άξιο θησαυρό το Μυκηναίο, που λόγιαζα

ν’ απίθωνα μπροστά σου,

τα κύπελλα και τα σπαθιά και τα πλατιά διαδήματα·

και στη νεκρή ομορφιά σου

 

μια προσωπίδα σαν αυτή που σκέπασε των Αχαιών

το βασιλιά αποκάτου,

ολόχρυση κι ολότεχνη, πελεκητή με το σφυρί

στο αχνάρι του θανάτου!

 

Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος Β΄

Φιλολογική Επιμέλεια, Γ. Π. Σαββίδης

(Ίκαρος, 1966, σελ. 127-129)

 

 

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΩΣ

 

Το ευρύχωρο άντρο γέμιζεν από τα κυπαρίσσια

μιαν ήρεμη ευωδιά,

κι από των ξέρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια

πνοήν η θεία βραδιά...

 

Έτσι, ως μπροστά της έπλεχε μια κι άλληνε πλεξούδα

γιομάτη και χρυσή,

αργά, το ηλιοβασίλεμα, η Νύφη ορτή ετραγούδα,

και βόγκαε το νησί...

 

Και καθώς πλέρια, στα πυκνά του δάσου, αχτίδα νά ’μπει

στο γέρσιμο του ηλιού,

μέσα της ξάφνου απόκρυφος χορός φτεράει και λάμπει

σα διάνεμα πουλιού,

 

κι απ’ την ισκιά ζερβόδεξα, στων μούσκλων τα βελούδα

αν ακουμπά ο κρουνός,

άγνωρη ανάβρα ολόγυρα σαλεύει η πεταλούδα,

και κόσμος εαρινός

 

μ’ ανεβρυτό περνάει φτερό κι ανεβοκατεβαίνει

στη φλόγινη αστραπή

χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη

διαβατική σιωπή·

 

κι όπως, αν γείρει στ’ ανοιχτά, σε πέλαγο ή σε κάμπο,

τα πάντα διαπερνά,

τα ξερά ’γκάθια, διάφωτα, με κρουσταλλένιο λάμπο,

σαλεύουν φωτεινά·

 

τ’ άσπρα τα πέλαα των σταχυών και τα βουνά, τελειώνει

με διαμαντένια ακμή,

κι η αχτίδα σα βροχόσταλα στου πεύκου το βελόνι

γλιστράει κάθε στιγμή·

 

τ’ άγριο το κύμα, ως τ’ άλογο που ορτώθη στα καπούλια

κρεμάει, κι από ψηλά

σα βρύση αφήνει τον αφρόν από άμετρα κανούλια

φλογάτος να κυλά—

 

έτσι απ’ την άκρατη λαμπρή φωνήν ό,τι διαβαίνει

διαβαίνει δίχως σκιά,

και στης αθάνατης χαράς τον ήλιον ανεβαίνει

που τραγουδά η θεά,

 

και μ’ άγνωρο βαθύ παλμό τριγύρα σταματάνε

στη βαθουλή σπηλιά

τ’ αλάφια· Διοκατέβατα, να ποτιστούνε ως πάνε,

και τα τρανά πουλιά...

 

«Λαμπρέ θνητέ, σε χαιρετώ... Σου θέρισε σα στάχυα

τα κύματα μακριά

η ευκή μου, και τραβήχτηκε πάνω απ’ τα μαύρα βράχια

η θλιβερή σου σκιά....

 

Με το καλόν οπό’φυγες και πια δε σου προσμένω

τα μέλη τα γερά,

οπό’σβηνα τον πόθο τους σα σίδερο αναμμένο

μέσα στα κρύα νερά...

 

Μαζί σου, αν γεύτηκα, θνητέ, της γης αδρό το μέλι

στη βαθουλή σπηλιά,

των Ολυμπίων τον έρωτα κι αν ένιωσες στα μέλη

σε αργόπορη αγκαλιά,

 

δε χάρηκες μ’ ελεύτερη καρδιά, με αστρίτη μάτι

τη θεϊκή μου ορμή

που ως κύμα εγλίστρα απάνω σου, κι η νοσταλγία σ’ επάτει

για μιας θνητής κορμί;

 

Όμως έτσ’ είναι η μοίρα σας... Με τα έργα σας μεθάτε·

και μόνη σας χαρά,

της λιγοστής σας δύναμης που εδόθη, να λυγάτε

στην έγνοια τα φτερά...

 

Ω, πόσο ήταν λαμπρότερο το μέγα σου το τόξο

πά στ’ αργυρό καρφί,

σαν από κάθε πάλεμα και κάθε οργήν απόξω,

με μια αρετή κρυφή

 

έδειχν’ ορμήν ανώτερη κι απ’ την ορμή του Ευρύτου,

ως άνεμος σφοδρός

τ’ άγγιζε, κι ήχος έβγαινεν αργός απ’ τη νευρή του,

ήχος γλυκός κι αδρός,

 

σαν όλο το μουρμουρητό του πέλαου στ’ ακρογιάλι

την πρωινή ερημιά,

κι ήταν η βούληση μια ευκή, μιαν άγια γνώρα η πάλη,

η νίκη επιθυμιά...

 

Κι ο θάνατος οπό’δινε με τα γοργά του βέλη

σα μάχονταν τη ζωή,

του πιο ψηλού θερίζοντας στου ενάντιου την αγέλη

την ξαναμμένη πνοή,

 

καθώς η μέλισσα έμοιαζε που, αν μπήξει το κεντρί της,

και η ίδια θα χαθεί...

Κι εσύ, που για την κλίνη μου είχες, γυμνός αντρίτης,

πετάξει το σπαθί,

 

στης λήθης ελουζόσουνα τη δύναμη την πρώτη

όπου αναβράει κρυφή,

να σε ποτίσει αθάνατη κι αστέρευτη μια νιότη,

της σάρκας μου η αφή...

 

Όμως έτσι’ είναι η μοίρα σας... Με τα έργα σας μεθάτε.

και μόνη σας χαρά,

της λιγοστής σας δύναμης, που δόθη, να λυγάτε

στην έγνοια τα φτερά...

 

Λαμπρέ θνητέ, σε χαιρετώ. Τώρα η βαθιά μου κλίνη,

στρωμένη πάντα πλιο,

με τα σεντόνια που ύφανα μ’ αθάνατη γαλήνη

στον πέτρινο αργαλειό,

 

να μου κρατούνε τη δροσιά και να την ξανανιώνουν

σαν του πελάου αφρό

κι ωσάν από τα κύματα τον ύπνο μου να ζώνουν

μ’ ανάσασμα αλαφρό,

 

την πιθυμιά σου δεν κρατεί μηδ’ όσο τ’ άσπρο αυλάκι

π’ αφήνει όπως περά

καράβι γοργοτάξιδο ξοπίσω από το δοιάκι

στα ολόμαυρα νερ...

 

Πώς τη γαλήνη της νυχτός των Ολυμπίων τελειώνει

του γκιώνη αργή φωνή,

οπού απαντάει, αντίλαλος του μικρού, σ’ άλλου γκιώνη

τον πόθο αλαργινή,

 

»έτσι σε κύκλο αθάνατο ο αιώνιος πόθος δένει

το πνέμα φωτεινό,

κι απ’ την ευκή μεστότερος, ο αντίλογος πλουταίνει

τον άσωτο ουρανό...

 

Σα λεύκα αν σειέται ο πόθος μου και στην οκνήν ημέρα

που αγέρας δε φυσά,

με τ’ αλαφρό το σείσμα μου πιότερο σέρνω αγέρα

στα σπλάχνα και δροσιά,

 

κι όπως τη δίψα μου καλούν, αραδικώς, σα θρόνοι

οι αστέρευτοι κρουνοί,

όμοια περνάει ατέλειωτη, χωρίς να με σκλαβώνει,

το νου μου η ηδονή...»

 

*

 

Έτσι τραγούδησεν η θεά με τη φωνή την πλέρια

την ολυμπία βραδιά,

στον ηχηρόν ορίζοντα, που επάλλονταν τ’ αστέρια,

να λούσει την καρδιά...

 

Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος Β΄

Φιλολογική Επιμέλεια, Γ. Π. Σαββίδης

(Ίκαρος, 1966, σελ. 130-135)

 

 

 

ΓΙΑΤΙ ΒΑΘΙΑ ΜΟΥ ΔΟΞΑΣΑ

 

Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη

και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,

μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,

να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,

πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...

 

Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,

μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,

σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,

να τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,

λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,,

βρέχει απ' τα βάθη τ' ουρανού και μέσα μου ο καρπός!...

 

Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει...»

μα «Αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...

μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,

τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός...»

να που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,

να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!...

 

Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος Β

Φιλολογική Επιμέλεια, Γ. Π. Σαββίδης

(Ίκαρος, 1966, σελ. 149)

 

Ο Άγγελος Σικελιανός (1884-1951) από τον Μιχάλη Νικολινάκο (1923-1994)
από τη Φιλολογική πρωτοχρονιά του 1965.
Το απόσπασμα είναι από το ποίημα ΜΕΓΙΣΤΟΝ ΜΑΘΗΜΑ,
αφιερωμένο στη Άννα Σικελιανού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.