Sergei Alexandrovich Buzulukov (1925-1978) |
Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόβσκη
(19 Ιουλ. 1893 – 14 Απρ. 1930)
Απάνθισμα
Απόδοση: Γιάννης Ρίτσος
(Κέδρος 1970)
*
Σύγνεφο με Παντελόνια
Τετράπτυχο
Εμείς,
καθένας από μας,
κρατάμε μέσα στη γροθιά μας
τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος.
[…]
Ε, σεις που σουλατσέρνετε,
βγάλτε τα χέρια από τις τσέπες.
Πάρτε μαχαίρι, πέτρα, μπόμπα,
κι αν είν’ κανείς σας δίχως χέρια
να ’ρθεί να χτυπηθεί με κουτουλιές.
(σσ. 40, 41-42)
***
Ο Άνθρωπος
Απ’ τους
μεσημβρινούς αναπηδώντας
κι απ’ τους θόλους του Άτλαντα
αφρίζει
κι αντιλαλεί ο χρυσόδετος ανεμοστρόβιλος:
φράγκα
δολάρια
ρούβλια
κορώνες
γιέν
μάρκα.
Οι μεγαλοφυΐες, oι πόρνες, τ’ άλογα και τα βιολιά
κι οι ελέφαντες
και τα μικροζητήματα της ζωής,
όλα εκεί μέσα πνίγονται.
Αυτός ο γλοιώδης θόρυβος
στουμπώνει το λαρύγγι
και τα ρουθούνια.
Μαγιακόβσκη, Ο
Άνθρωπος
(Μτφ. Γιάννης Ρίτσος. Κέδρος 1970, σσ. 61)
***
Μ’ όλη μου τη φωνή
Tου Μαρξ
τον κάθε τόμο
ανοίγαμε,
όπως ανοίγουμε
τις γρίλιες
του σπιτιού,
μα και χωρίς διαβάσματα
εμείς το ξεδιαλύναμε
σε ποια παράταξη να πάμε
και να καταταχθούμε πού.
*
Μεις, με τη δόξα,
θα λογαριαστούμε αλλιώς, −
δικιά μας δα κι αυτή μάς έχει λάχει –
ας γίνει για όλους μας ένα μνημείο κοινό
ο σοσιαλισμός
που εδραιώσαμε στη μάχη.
(σσ. 61, 129-130)
***
Καλά Πάμε
Το Ποίημα του Οχτώβρη, 1926 – 1927
Χειμώνας
τσουχτερός. Μεγάλη παγωνιά.
Μα τα κορμιά όλο ιδρώτα κολλάνε από τις μπλούζες κάτου.
Κάτω απ’ τις μπλούζες οι κομμουνιστές καυσόξυλα φορτώνουνε βαριά
στην εθελοντική εργασία του Σαββάτου.
Δε θα σκολάσουμε αν και πέρασε η ώρα της δουλειάς
κι είναι το σκόλασμα δικαίωμά μας.
Δ ι κ ά μ α ς τα βαγόνια και δ ι κ ό ς μ α ς δρόμος, όπου πας,
κι εμείς φορτώνουμε τα ξύλα τα δ ι κ ά μ α ς.
Μπορούμε να σκολάσουμε κατά τις δυο –
μα ε μ ε ί ς αργά θα φύγουμε τη νύχτα.
Παγώνουν τα συντρόφια μας, κρύο τσουχτερό.
Χρειάζονται τα ξύλα μας. Μες στη φωτιά τους ρίχτα.
Βαριά δουλειά, δουλειά εξαντλητική να πεις·
κι ούτε καπίκι για όλη αυτή την αγγαρεία.
Όμως ε μ ε ί ς δουλεύουμε σάμπως ε μ ε ί ς
να φτιάχνουμε την πιο μεγάλη εποποιΐα.
Έτσι όλο θα δουλεύουμε όλα υποφέροντάς τα
για να τρέχει η ζωή μες στα δ ι κ ά μας τα
βαγόνια βιάζοντας με σιδερένια εμβα-
τήρια, των ημερών τις ρόδες, στις δ ι κ έ ς μ α ς
τις στέππες και τις πολιτείες τις παγωμένες τις δ ι κ έ ς μ α ς.
(σσ. 103-104)
*
Κόντρα στην πρώτη
τη δημοκρατία των εργατών και χωρικών
ξιφολόγχες, αστραπές, ντουφεκιές· όλοι
του κόσμου οι αφεντάδες, κι αυτοί εκεί κι αυτοί εδώ
ρίχτηκαν πάνω μας στρατιές και στόλοι.
Καταραμένοι να ’στε βασίλεια και δημοκρατίες μουχλιασμένες
μ’ όλη σας την «αδελφοσύνη, ισότητα» που παίρνουνε πολύ νερό.
Πάνω μας χύνονται σα λυσσασμένες
οι μπαταριές σας σίδερο καυτό.
Μες στα όπλα, στις βροντές των πυροβόλων, μένει
η Μόσχα, ένα νησίδιο και πάνω στο νησίδιο αυτό,
εμείς οι πεινασμένοι, εμείς οι δυστυχισμένοι
μ’ ένα ρεβόλβερ μοναχά στο χέρι μας
και μέσα στο κεφάλι μας τον Λένιν.
(σ. 105)
*
Πεινάς; Τη ζώνη πιο
σφιχτά. Κι ορθός.
Στα χέρια το ντουφέκι. Kαι στο μέτωπο, εμπρός.
Πρηστήκανε τα
μάγουλα,
και τα ματάκια – χαραμάδες.
Τα χάδια οι πρασινάδες
τα γιάτρεψαν ξανά.
Μεγάλα τώρα σαν τα πιατάκια του τσαγιού
την επανάσταση κοιτούν.
(σ. 107, 113-114)
*
Όμως τη γης
που πολεμώντας την κατάχτησες,
που μισοπεθαμένη την κανάκεψες,
που με το ντουφεκίδι σηκωνόσουν
και με τ’ όπλο κοιμόσουν,
που μες στις μάζες σα μια σταλαματιά χυνόσουν,
με τέτοια γης θα πας μαζί
και στη ζωή
−εγώ στο γράφω−
μαζί στο μόχτο, στη γιορτή,
μαζί στον τάφο.
( σ. 116)
*
Των πλάνων μας την απεραντοσύνη
τραγουδώ
και το πελώριο τάνυσμα των διάπλατων βημάτων.
Χαίρομαι το εμβατήριο, που μας δίνει το ρυθμό
στη δουλειά και στη μάχη. Βλέπω −νάτον−
το νέο καιρό να ξεφυτρώνει εκεί
στη γυμνή γη όπου σαπίζανε οι ακαθαρσίες,
και, μιαν οργιά κάτω απ’ αυτή τη γη,
βλέπω να ξεπηδάνε της κομμούνας οι πολυκατοικίες.
(σ. 117-118)
*
Πάμε καλά.
Σκυμμένος πα-
νω στη βιτρίνα, στων βιβλίων το σωρό,
μες στη ρουμπρίκα των ποιητών και το δικό μου τ’ όνομα θωρώ.
Κι έχω χαρά γιατί ’ναι ο μόχθος της δημιουργίας μου
που χύνεται μέσα στο μόχθο της δημοκρατίας μου.
Σήκωσε σκόνη το λάστιχο το φουσκοχείλικο
−δες,
μες στο δικό μου τ’ αυτοκίνητο
οι δικοί μου βουλευτές.
Στο κόκκινο το χτίριο, να,
η συνεδρίαση αρχινά.
καθίστε. Μη νυστάξετε −ε!−
μες στο δικό μου Μοσοβιέτ.
Ρόδινα πρόσωπα κρουστά
και το ρεβόλβερ κίτρινο φωτά.
Δική μου αστυνομία
με φυλά.
[…]
Η στρατιά μου παρελαύνει
στα μάτια μου μπροστά.
Επάνω στων ταμπούρλων τα πλευρά
ο στρατός γρονθοκοπά.
Το πόδι σταθερό
το κούτελο αψηλό.
Επάνω στους τροχούς
τα κανόνια περνάν.
Οι κόκκινοι φαντάροι προχωράν.
Το βήμα μου ταιριάζω εγώ
στου εμβατηρίου το ρυθμό:
οι δι-
κοί σας εχ-
τροί
και δι-
κοί μου εχ-
τροί.
Κάνουνε να χυμήξουνε;
Σκονάκια θαν τους τρίψουμε.
( σσ. 120, 121-122)
*
Οι χώρες οι άλλες:
εκατό χρονώ γριές.
Η ιστορία, μ’ ανοιχτό
φερέτρου στο-
μα μοιάζει.
Μα η χώρα μου η δική μου έφηβη είναι − δες:
δημιουργεί, εφευρίσκει δοκιμάζει.
Μακριά η χαρά
μας προχωρά
πέρα από μας,
όχι μονά-
χοι μας για να τη μοιραστούμε.
Εξαίσια εί-
ναι η ζωή κι εκπληκτική!
(σ. 124)
***
ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Πρόλογος και Απόδοση
ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ
(ΚΕΔΡΟΣ, 1970)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.