Μάιος 1911. Ο Εμιλιάνο Σαπάτα στο αρχηγείο του στην Κουερναβάκα, πρωτεύουσα της πολιτείας Μορέλος του Μεξικού. (Φωτό: Hugo-Brehme. Πηγή: https://www.kcet.org/shows/artbound/searching-for-soldaderas-the-women-of-the-mexican-revolution-in-photographs) |
*
Ο Εμιλιάνο Σαπάτα (Ζαπάτα εις τα καθ’ ημάς) γεννήθηκε στο Μεξικό, 8 Αυγ. 1879 και δολοφονήθηκε σε ενέδρα στις 10 Απρ. 1919
*
Η γη μοιράζεται με το ντουφέκι.
Μην περιμένεις, χωριάτη λασπωμένε
το φως το αληθινό απ’ τον ίδρωτά σου,
μπροστά σου ο ουρανός να γονατίσει.
Μην περιμένεις, χωριάτη λασπωμένε
το φως το αληθινό απ’ τον ίδρωτά σου,
μπροστά σου ο ουρανός να γονατίσει.
*
Διέγο Ριβέρα, Γη και Ελευθερία. Λεπτομέρεια τοιχογραφίας με θέμα την κατάκτηση του Μεξικού (1930) στο Palacio Nacional του Μεξικού. |
*
Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα του Πάμπλο Νερούδα
Από το Canto General
Μετάφραση – Σημειώσεις – Φωτό – Σχέδιο
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
Γκράφιτι σε τοίχο κτηρίου, απέναντι από το σπίτι του Νερούδα, στη συνοικία Μπέγια Βίστα, στο Σαντιάγο. (Φωτό Μπ.Ζ.) |
Canto General: Οικουμενικό Τραγούδι. Άρχισε να γράφεται το 1938. Πρώτη έκδοση στο Μεξικό το 1950 και στη συνέχεια κυκλοφόρησε κρυφά στη Χιλή. Αποτελείται από δεκαπέντε μέρη, Cantos, αριθμημένα από το I-XV. 231 ποιήματα συνολικά (πάνω από 15.000 στίχοι), που δεν αφορούν μόνο τους λαούς της Λατινικής Αμερικής –γι’ αυτό άλλωστε και Οικουμενικό, με πέντε αναφορές στην Ελλάδα: Βλέπε πιο κάτω στον πρώτο σύνδεσμο.
– IV –
Οι Ελευθερωτές
XXXVI
Στον Εμιλιάνο Σαπάτα με μουσική του Τάτα Νάτσο
Πάμπλο Νερούδα
Κι όταν γίναν αβάσταχτες οι πίκρες
στη γη, και μόνο αγκάθια ρημαγμένα
ήταν των χωρικών ο μόνος κλήρος,
κι όπως ξαναφανήκανε τα όρνια
με τις γενειάδες τις φριχτές και τα μαστίγια,
ήρθε καλπάζοντας έν’ άνθος και μια φλόγα...
Μεθυσμένο πηγαίνω
και στην πόλη τραβώ...
χλιμίντρησε η ανατολή που αχνοφαινόταν
και σείστηκε η γης απ’ τα μαχαίρια,
βγήκε ο παρίας απ’ τη μαύρη του την τρύπα
κι έπεσε σαν ξεσπυρισμένο καλαμπόκι
στην άγρια μοναξιά που βασιλεύει.
και σείστηκε η γης απ’ τα μαχαίρια,
βγήκε ο παρίας απ’ τη μαύρη του την τρύπα
κι έπεσε σαν ξεσπυρισμένο καλαμπόκι
στην άγρια μοναξιά που βασιλεύει.
στον αφέντη να πω
που με κάλεσ’ εκεί
Τότε ο Σαπάτα έγινε αυγή κι έγινε η γη του.
Και φάνηκε στου ορίζοντα το βάθος
η αρματωμένη φύτρα του λαού του.
Με τα νερά και με τα σύνορα χυμάνε
η σιδερένια νερομάνα της Κοαουίλας
και τ’ αστρικά λιθάρια της Σονόρας:
μες στο σαρωτικό του βήμα μπαίνουν όλοι,
της αγροτιάς τ’ αλογοπέταλα τυφώνας.
Και φάνηκε στου ορίζοντα το βάθος
η αρματωμένη φύτρα του λαού του.
Με τα νερά και με τα σύνορα χυμάνε
η σιδερένια νερομάνα της Κοαουίλας
και τ’ αστρικά λιθάρια της Σονόρας:
μες στο σαρωτικό του βήμα μπαίνουν όλοι,
της αγροτιάς τ’ αλογοπέταλα τυφώνας.
πως κι αν φύγει απ’ το ράντσο
θα γυρίσει ξανά
Μοίρασ’ εσύ ψωμί και γη:
κι εγώ κοντά σου.
Τα γλαυκά μάτια της αγάπης μου αφήνω.
Τώρα, Σαπάτα, πάω με τη δροσούλα
που πίνουν οι αυγινοί καβαλαραίοι,
απ’ τις φραγκοσυκιές ρίχνω ένα σμπάρο
μέχρι τα σπίτια με τα ρόδινα ντουβάρια.
κι εγώ κοντά σου.
Τα γλαυκά μάτια της αγάπης μου αφήνω.
Τώρα, Σαπάτα, πάω με τη δροσούλα
που πίνουν οι αυγινοί καβαλαραίοι,
απ’ τις φραγκοσυκιές ρίχνω ένα σμπάρο
μέχρι τα σπίτια με τα ρόδινα ντουβάρια.
...στα μαλλιά κορδελάκια
μην κλαις για τον Πάντσο...
Πάνω στις σέλες το φεγγάρι αποκοιμιέται.
Ο θάνατος το στρώνει κι έχει αράξει
μαζί με τους στρατιώτες του Σαπάτα.
Κάτω απ’ της μαύρης νύχτας τα ταμπούρια
το όνειρο κρύβει καλά το ριζικό του,
υφαίνοντας το ζοφερό του πέπλο.
Τρώει η φωτιά τον άγρυπνον αγέρα:
ιδρώτας, ξίγκι και της νύχτας το μπαρούτι.
Χωρίζει το μαχαίρι σου τον κλήρο
οι ντουφεκιές κι οι καβαλάρηδες τρομάζουν
τους μπράβους και το δήμιο με τα γένια.
Η γη μοιράζεται με το ντουφέκι.
Μην περιμένεις, χωριάτη λασπωμένε
το φως το αληθινό απ’ τον ίδρωτά σου,
μπροστά σου ο ουρανός να γονατίσει.
Σήκω και κάλπασε με τον Σαπάτα.
πατρίδα μου στους σκλάβους μοιρασμένη:
πίσω απ’ το αραποσίτι ήρθαν στον ήλιο
οι ιδρωμένοι κεντυρίωνές σου.
Έρχομαι να σε τραγουδήσω απ’ το χιόνι.
Στη μοίρα σου άφησέ με να καλπάσω
μπαρούτι και αλέτρια φορτωμένος.
Πάμπλο Νερούδα: Οικουμενικό Τραγούδι (1950), IV.─ Οι Ελευθερωτές
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 16 Αυγούστου 2019
Ο θάνατος το στρώνει κι έχει αράξει
μαζί με τους στρατιώτες του Σαπάτα.
Κάτω απ’ της μαύρης νύχτας τα ταμπούρια
το όνειρο κρύβει καλά το ριζικό του,
υφαίνοντας το ζοφερό του πέπλο.
Τρώει η φωτιά τον άγρυπνον αγέρα:
ιδρώτας, ξίγκι και της νύχτας το μπαρούτι.
...Μεθυσμένο πηγαίνωΠατρίδα ζητάμε για τον ταπεινωμένο.
να ξεχάσω ζητώ...
Χωρίζει το μαχαίρι σου τον κλήρο
οι ντουφεκιές κι οι καβαλάρηδες τρομάζουν
τους μπράβους και το δήμιο με τα γένια.
Η γη μοιράζεται με το ντουφέκι.
Μην περιμένεις, χωριάτη λασπωμένε
το φως το αληθινό απ’ τον ίδρωτά σου,
μπροστά σου ο ουρανός να γονατίσει.
Σήκω και κάλπασε με τον Σαπάτα.
...Να τον πάρω μαζί μουΜεξικό, έρημη αγροτιά, αγαπημένη
μ’ αυτός μου ’πε ποτέ...
πατρίδα μου στους σκλάβους μοιρασμένη:
πίσω απ’ το αραποσίτι ήρθαν στον ήλιο
οι ιδρωμένοι κεντυρίωνές σου.
Έρχομαι να σε τραγουδήσω απ’ το χιόνι.
Στη μοίρα σου άφησέ με να καλπάσω
μπαρούτι και αλέτρια φορτωμένος.
...κι αν είναι να κλάψει
γιατί να γυρίσει;...
Πάμπλο Νερούδα: Οικουμενικό Τραγούδι (1950), IV.─ Οι Ελευθερωτές
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 16 Αυγούστου 2019
_____________________
Κι άλλοι Ελευθερωτές
Δύο ακόμη ποιήματα από το Canto General:
Χοσέ
δε Σαν Μαρτίν - Απελευθερωτής Λαών: Η αλήθεια του σαν φρέσκια φλέβα
πηλού και σιταριού − Δύο ποιήματα: Πάμπλο Νερούδα, Νικολάς Γκιγιέν
Πάμπλο Νερούδα: Από Κατιούσα και από Μποτίλια Στον Άνεμο
*
Άλλες μεταφράσεις του Μπάμπη Ζαφειράτου από Κατιούσα και από Μποτίλια Στον Άνεμο
*
Πάμπλο Νερούδα: Από Κατιούσα και από Μποτίλια Στον Άνεμο
*
Άλλες μεταφράσεις του Μπάμπη Ζαφειράτου από Κατιούσα και από Μποτίλια Στον Άνεμο
*
Μίκης Θεοδωράκης - Πάμπλο Νερούδα
Χορωδία - Emiliano Zapata
*
The Museum of Modern Art, New York. Abby Aldrich Rockefeller Fund. © 2011 Banco de México Diego Rivera & Frida Kahlo Museums Trust, México, D.F./Artists Rights Society (ARS), New York. Photograph courtesy The Museum of Modern Art, Department of Imaging Services (John Wronn) (Πηγή: https://www.moma.org/collection/works/80682) |
– Εμιλιάνο Σαπάτα (Ζαπάτα στα καθ’ ημάς), Μεξικό, 8 Αυγ. 1879 – Δολοφονήθηκε σε ενέδρα στις 10 Απρ. 1919.
– Κοαουΐλα: Βορειοανατολική πολιτεία του Μεξικού στα σύνορα με το Τέξας (ΗΠΑ). Σονόρα: Ανατολική πολιτεία του Μεξικού στον Κόλπο της Καλιφόρνιας. Με μια ευρηματική αντιστροφή, ο Νερούδα αποδίδει τα νερά στην Κοαουΐλα και τις πέτρες στη Σονόρα.
Βλέπε και από Μποτίλια: Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα του Πάμπλο Νερούδα (4 VIDEO) σε μετάφραση Άννας Βάλβη, Cloe Varela Docampo (ΤΟΛΙΔΗΣ, 1971).– Τάτα Νάτσο – Ignacio Fernández Esperón (Οασάκα, 14 Φεβ. 1894 – Πόλη του Μεξικού, 5 Ιουν. 1968): Γνωστός ως Tata Nacho (παρατσούκλι από τα παιδικά του χρόνια). Μεγάλωσε στην Οασάκα, σε μια οικογένεια της μεσαίας τάξης. Έκανε το ντεμπούτο του το 1937, στον πιο γνωστό ραδιοσταθμό της πόλης. Το 1947 απόκτησε δικό του ραδιοφωνικό πρόγραμμα. Έγραψε πάνω από διακόσια τραγούδια, μουσική για τον κινηματογράφο και ήταν μαχητικός υπερασπιστής των πνευματικών δικαιωμάτων. Μέχρι το θανατό του ήταν πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων και Συνθετών του Μεξικού (SACM –Sociedad de Autores y Compositores de México).
La Borrachita – Το μεθυσμένο (1917): Η νέα κοπέλα, μεθυσμένη αφήνει τον αγαπημένο της, ο οποίος αρνείται να την ακολουθήσει στην πόλη που πάει για να δουλέψει και όπου το αφεντικό, μεταξύ άλλων, θα ασκήσει και το νόμιμο δικαίωμά του να είναι αυτός που θα... την κάνει γυναίκα.
Το τραγούδι το βρίσκουμε στον Νερούδα με παραλλαγές, που περιλαμβάνουν και 4 στίχους επί πλέον. Βλέπε κάτω από το ισπανικό κείμενο του ποιήματος:
PEDRO INFANTE - La Borrachita
(Με παραλλαγές από τους ένθετους στίχους του Νερούδα, που περιλαμβάνουν και 4 στίχους επί πλέον)
LA BORRACHITA
Borrachita me voy
para olvidarle,
le quiero mucho,
también me quiere.
para olvidarle,
le quiero mucho,
también me quiere.
Borrachita me voy
hasta la capital,
a servirle al patrón
que me mandó llamar anteayer.
hasta la capital,
a servirle al patrón
que me mandó llamar anteayer.
Yo le quise traer,
me dijo que no;
que si había de llorar:
pa’ qué volver.
me dijo que no;
que si había de llorar:
pa’ qué volver.
Borrachita me voy
hasta la capital,
pa’ servirle al patrón
que me mandó llamar anteayer.
hasta la capital,
pa’ servirle al patrón
que me mandó llamar anteayer.
*
Πάμπλο Νερούδα
- IV -
Los libertadores
XXXVI
A Emiliano Zapata con música de Tata Nacho
Pablo Neruda
Cuando arreciaron los dolores
en la tierra, y los espinares desolados
fueron la herencia de los campesinos,
y como antaño, las rapaces
barbas ceremoniales, y los látigos,
entonces, flor y fuego galopado...
Borrachita me voy
hacía la capital
se encabritó en el alba transitoria
la tierra sacudida de cuchillos,
el peón de sus amargas madrigueras
cayó como un elote desgranado
sobre la soledad vertiginosa.
a pedirle al patrón
que me mandó llamar
que me mandó llamar
Zapata entonces fue tierra y aurora.
En todo el horizonte aparecía
la multitud de su semilla armada.
En un ataque de aguas y fronteras
el férreo manantial de Coahuila,
las estelares piedras de Sonora:
todo vino a su paso adelantado,
a su agraria tormenta de herraduras.
que si se va del rancho
muy pronto volverá
muy pronto volverá
Reparte el pan, la tierra:
te acompaño.
Yo renuncio a mis párpados celestes.Yo, Zapata, me voy con el rocío
de las caballerías matutinas,
en un disparo desde los nopales
hasta las casas de pared rosada.
...cintitas pa’ tu pelo
no llores por tu Pancho...
La luna duerme sobre las monturas.
La muerte amontonada y repartida
yace con los soldados de Zapata.
El sueño esconde bajo los baluartes
de la pesada noche su destino,
su incubadora sábana sombría.
La hoguera agrupa el aire desvelado:
grasa, sudor y pólvora, nocturna.
...Borrachita me voy
para olvidarte...
para olvidarte...
Pedimos patria para el humillado.
Tu cuchillo divide el patrimonio
y tiros y corceles amedrentan
los castigos, la barba del verdugo.
La tierra se reparte con un rifle.
No esperes, campesino polvoriento,
después de tu sudor la luz completa
y el cielo parcelado en tus rodillas.
Levántate y galopa con Zapata.
...Yo le quise traer
dijo que no...
dijo que no...
México, huraña agricultura, amada
tierra entre los oscuros repartida:
de las espaldas del maíz salieron
al sol tus centuriones sudorosos.
De la nieve del Sur vengo a cantarte.
Déjame galopar en tu destino
y llenarme de pólvora y arados.
...Que si habrá de llorar
pa’ qué volver...
pa’ qué volver...
Pablo Neruda: Canto General (1950), IV.─ Los Libertadores
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.