Δεκέμβρης 1944 (17)

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

Μιχάλης Κατσαρός: Οι χωροφύλακες δεν διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα


Μιχάλης Κατσαρός
1919, Κυπαρισσία Μεσσηνίας – 21 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 1973
(Μολύβι σε χαρτόνι, 46χ34 εκ. / Με πλαίσιο 56χ44 εκ.)

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ο ΔΟΥΛΟΣ

Ο Δούλος που δραπέτευσε
έλεγε προσευχές στους φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σε λιγδωμένα προσκέφαλα.
Εγώ δεν ήλπιζα πως μπορεί να σωθεί.
Οι χωροφύλακες έχουν γερή όραση
δεν διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα.

Τώρα αυτός που επέμενε να ρωτάει
φαίνεται θάταν αποφασισμένος για θάνατο
ή θάταν κατάσκοπος που δεν φοβάται.

Εγώ πάντως
εξακολουθώ να βλέπω τον επερχόμενο 
         μεσαίωνα
με φάλαγγες πιστών
με αργυρά δισκοπότηρα αφρίζοντα αίμα
με σημαιοστολισμούς και παρελάσεις
με ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εικόνες από παλιές εκστρατείες
    και τυφεκισμούς
ήρωες με αυστηρά βλέμματα
Άμες δε γ’ εσόμεθα
πληρωμένη εκπαίδευση
θεός αγέρας τα στοιχεία της φύσεως
κλειδωμένα στην εποχή σε χάλκινα
θησαυροφυλάκια.


Αν άξαφνα σας γεννηθεί το ερώτημα
πώς τα κατάφερε αυτός ο θνητός
μέσα σ’ αυτό το βαρύγδουπο διαπασών
         των ύμνων
να δραπετεύσει με αληθινό λαμπερόν ήλιο
με αληθινές εξαρτήσεις του βίου
αν δεν μπορείτε να καταλάβετε
τι τον οδήγησε σ’ αυτό το τελευταίο διάβημα
πού βρήκε την έξοδο αφού γύρω είταν μπετόν
αφού γύρω τραγουδούσε η φοιτήτρια
ένα τραγούδι ιστορικό παλιών ηρώων
τότε
δε θα χετε δει κάτι κρυφές μικρές πόρτες
όμως ολοφάνερες στα μάτια των ειδικών
δε θα χετε δει το ραγισμένο τοίχο
όπου βλασταίνουν κάτι φυτά
πάνω σ’ ασβέστη κίτρινο απ’ την πολυκαιρία.

Το ζήτημα πια έχει τεθεί:

Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
όπως αυτός ο δραπέτης
ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί ​​τους.

Μιχάλης κατσαρός
κατά σαδδουκαίων
Κείμενα, 1971 (σσ. 25-27)

*

ΤΥΦΛΗ ΕΠΟΧΗ

Άγνωστη μέρα δείξε μου το πρόσωπό σου.

Κάτω
στο βάθος
τόσα πέλματα βαριά
τόση βουή με καταρράχτες
ακούγονται να σπάζουν επιφάνειες
κατρακυλάν στις φλέβες μας ποτάμια
εγώ
με φωτεινό το μέτωπο να χάνομαι
να μην μπορώ να καταλάβω
πώς γίνηκε ν’ αναζητάμε όραμα
τώρα που όλα στερεώθηκαν επίσημα
τώρα που ένας πρίγκιπας επέθανε
τώρα που οι δείχτες ύψωσαν τα φέρετρα
κει που βουλιάζουν οι αετοί τις ώρες.

Δείξε μας δείξε μας το μπόι σου
μέρα με τις πληγές ορθές στο βάδισμά σου
εγώ μαζί με το Βλαδίμηρο
θα σε στεγάσουμε
να μη φοβάσαι
οι άλλοι πέτρωσαν δίπλα στους χωροφύλακες
έντρομοι θα σαλπίσουν
θα κλείσουν οι πύλες
θα κλείσουν τα τείχη
θα παρατάξουν τα στρατεύματα
εσύ θα τους διαπερνάς αθόρυβα
θα προβαδίζεις
και πίσω θα σ’ ακολουθάν
οι Ασσύριοι οι Βαβυλώνιοι οι Ιουδαίοι
οι Ισπανοί πριν προδοθούν τα όνειρα
οι Γάλλοι μεταλλωρύχοι
ο σύντροφός μου Γκαρώ πριν γίνει διευθυντήριο
οι πρόεδροι  θ’ αλλάξουν έντρομοι τα διατάγματα
οι άλλοι θα υποκρίνονται τους έμπιστους
εγώ μαζί με την ακολουθία μου
         θ’ ανακηρύσσομαι ήρωας
το αργυρό σπαθί των ιπποτών θα λάμπει
ο πρίγκιπας ένα χλωμό παιδί με πορφυρούν χιτώνα
πάλι θα στερεώνονται οι αυλοκόλακες
κ’ εγώ θα φεύγω
θ’ αναζητάω έντρομος την όψη σου.

Κάτω
στο βάθος
τόσα πέλματα βαριά.

Ακούω να ’ρχεται καινούργιο βήμα.

Μιχάλης κατσαρός
κατά σαδδουκαίων
Κείμενα, 1971 (σσ. 31-33)

*

ΣΤΟ ΝΕΚΡΟ ΔΑΣΟΣ

Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω.
Ανάβω τα χλωμά φανάρια στους δρόμους
         προσπαθώ ν' αναστήσω.
Τα ονόματα που πυρπόλησαν τις καρδιές
         σε μυστικές συνεδριάσεις
το ονόματα που οδήγησαν
 
         όλα δολοφονούνται.
Τώρα κυκλοφορούν σε ανάκτορα ξένοι
ντύνονται επίσημα στις δεξιώσεις
σε διπλωματικά συνέδρια ανταλλάσσονται
         χειραψίες
φρικτά υπομνήματα
παρευρίσκονται στις γιορτές υποκλίνονται

Τώρα πεθαίνουν.

Ω Ρόζα Λουξεμπουργκ, Λένιν, ποιητές.
Ω Τέλμαν Τάνεφ
παγωμένοι σε επίσημες αίθουσες
δαφνοστεφείς ήρωες
μυθικά πρόσωπα
         ελάτε.

Οι εξουσίες σήμερα χαϊδεύονται σαν
         ερωτιάρες γάτες πάνω στις στέγες μας
οι πρόεδροι ανταλλάσσουν επισκέψεις
οι πατριάρχες πάλι ενθρονίζονται
κάτω από τα νόμιμα κάδρα σας
         μας περιπαίζουν.
Εγώ έχω μέσα στη θύμηση μου
την ώρα που ανέβαινε το πλήθος στις σκάλες
 
         με τη φωτιά κρατώντας τη μεγάλη ταμπέλα
Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ.
Έχω στη θύμηση μου την ατμομηχανή που
         έφερε
τη νύχτα τον Λένιν
τον έξαλλο Μαγιακόφσκυ που πυροβολούσε
         τους υπουργούς
τους φοιτητές αγκαλιασμένους με τους

         χωριάτες.

Πως βγήκανε πάλι απ’ αυτή τη φωτιά
ο Κος Διευθυντής
ο διπλωματικός ακόλουθος
ο Κος πρέσβυς;
Και τώρα τι πρέπει να γίνει
         σ’ αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων
σ’ αυτό το νεκροταφείο των λέξεων;

Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές
ελευθερία, ισότητα, Σοβιέτ, εξουσία;

Μιχάλης κατσαρός
κατά σαδδουκαίων
Κείμενα, 1971 (σσ. 42-43)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.