Δεκέμβρης 1944 (17)

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Αλκυονίς - STUDIO για μεγάλους και μικρούς: Καλές ταινίες καινούργιες και παλιές − 1968 − 70 χρόνια ζωντανός Αϊζενστάιν μετά μουσικής − Γράμμος, 34η εβδομάδα − Θέατρο για παιδιά και Καραγκιόζης

ΑΛΚΥΟΝΙΣ new star art cinema
ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ 42-46, ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ (ΜΕΤΡΟ Βικτώρια)
Τηλ. 210 8220008, 210 8220023
Εισ.: €7.00,
Παιδ.-φοιτ./ άνω των 65 & Εκπαιδευτικοί/Ατέλεια/Στρατιωτικό
 €5.00,
για ανέργους
 €3.00,οικογενειακό πακέτο τριών ατόμων €10.00
Κάθε ΔΕΥΤΕΡΑ τα δύο άτομα € 7,00, κάθε ΤΡΙΤΗ-ΤΕΤΑΡΤΗ €5.00
Parking διαθέσιμο κάτω από τον κινηματογράφο

8/2 έως 14/2/2018


1) «1968» του ΤΑΣΟΥ ΜΠΟΥΛΜΕΤΗ
(Βλέπε στο τέλος)
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ 18.00
*
ΠΕΜΠΤΗ έως ΚΥΡΙΑΚΗ 16.00 και
ΚΥΡΙΑΚΗ και ΔΕΥΤΕΡΑ 22.30
*
    ΠΕΜΠΤΗ έως ΚΥΡΙΑΚΗ 20.00
*
ΠΕΜΠΤΗ έως ΣΑΒΒΑΤΟ  22.30
*

ΤΡΙΤΗ και ΤΕΤΑΡΤΗ 20.00
*

ΤΡΙΤΗ και ΤΕΤΑΡΤΗ 22.00
*
ΠΕΜΠΤΗ έως ΚΥΡΙΑΚΗ 15.00
*
Ειδικές προβολές
70
 χρόνια από τον θάνατο του Σεργκέι Αϊζενστάιν
Αφιέρωμα
11 - 14 Φεβρουαρίου 2018
ΔΕΥΤΕΡΑ, 12/2 20.00
Με συνοδεία ζωντανής μουσικής
Από τους διεθνούς φήμης μουσικούς
Τηλέμαχο Μούσα και Δημήτρη Βασιλάκη 
Είσοδος:
 5 Ευρώ -3 Ευρώ για ανέργους
*
ΔΕΥΤΕΡΑ, 12/2, 16.00 και ΤΡΙΤΗ, 13/2, 14.00
ΤΡΙΤΗ, 13/2 16.00, και ΤΕΤΑΡΤΗ, 14/2, 14.00
ΔΕΥΤΕΡΑ, 12/2, 14.00 και ΤΕΤΑΡΤΗ, 14/2, 16.00
Είσοδος για κάθε ταινία: 2 Ευρώ
*
Θεατρικές Παραστάσεις
 

1) «Jazz for kids: Η ιστορία ενός ρυθμού» της ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΠΗΛΙΩΠΟΥΛΟΥ
(Βλέπε στο τέλος)
ΚΥΡΙΑΚΗ 11.30
*
STUDIO new star art cinema
ΣΠΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ 33 ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Τηλ
 210-8640054 Εισ.:  7.00, 
Παιδ.-φοιτ./ άνω των 65 & Εκπαιδευτικοί/Ατέλεια/Στρατιωτ
 ικο €5.00, 
Άνεργοι
 €3.00. Οικογενειακό πακέτο τριών ατόμων €10.00.
Κάθε ΔΕΥΤΕΡΑ
 τα δύο άτομα € 7,00, κάθε ΤΡΙΤΗ-ΤΕΤΑΡΤΗ €5.00.
Parking διαθέσιμο κάτω από τον κινηματογράφο 

1) «1968»
 του ΤΑΣΟΥ ΜΠΟΥΛΜΕΤΗ
(Βλέπε στο τέλος)
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ 17.00
*
2) «ΕΓΩ, Η ΤΟΝΙΑ» του ΚΡΕΓΚ ΓΚΙΛΕΣΠΙ
(Βλέπε στο τέλος)
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ 20.30
*
3) «THE DISASTER ARTIST» του ΤΖΕΙΜΣ ΦΡΑΝΚΟ
(Βλέπε στο τέλος)
ΠΕΜΠΤΗ έως ΚΥΡΙΑΚΗ 18.30
*
4) «MOLLY'S GAME» του ΑΑΡΟΝ ΣΟΡΚΙΝ
(Βλέπε στο τέλος)
ΠΕΜΠΤΗ έως ΚΥΡΙΑΚΗ 22.30
*
ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΤΗ 18.30
*
ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΤΗ 22.30
*
34η εβδομάδα
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ  15.00

*
Θεατρικές Παραστάσεις
 «ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ / ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Το Στοιχειωμένο Δέντρο» του ΤΑΣΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ 12.00
*
Κριτική Ταινιών
1968
του Τάσου Μπουλμέτη
7 στα 10
Ο Τάσος Μπουλμέτης συνεχίζει τον περίπατο στον ελληνικό ιστορικό χρόνο εισηγούμενος στα ελληνικά κινηματογραφικά κιτάπια ένα υβρίδιο πρωτόγνωρο.
Γράφει ο Ρόμπυ Εκσιέλ
Παραγωγή: AEK BC, Mάκης Αγγελόπουλος, Ελλάδα, 2018
Σκηνοθεσία: Τάσος Μπουλμέτης
Σενάριο: Τάσος Μπουλμέτης
Φωτογραφία: Γιάννης Δασκαλοθανάσης
Μοντάζ: Λάμπης Χαραλαμπίδης
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα
Πρωταγωνιστούν: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Αντώνης Καφετζόπουλος, Γιώργος Μητσικώστας, Στέλιος Μάινας, Μανώλης Μαυροματάκης, Βασιλική Τρουφάκου, Γιάννης Βούρος, Ορφέας Αυγουστίδης, Θέμης Πάνου, Ταξιάρχης Χάνος, Αντώνης Αντωνίου, Ερρίκος Λίτσης, Θοδωρής Κατσαφάδος
Διάρκεια: 94 λεπτά
Διανομή: Feelgood Entertainment
Σαν κινηματογραφικός όρος, ο νεολογισμός docufiction, που αφορά έναν συνδυασμό ντοκουμέντων και μαρτυριών με μικροϊστορίες ολότελα επινοημένες, είναι νεώτερος του docudrama, που έχει ραδιοφωνική βασικά καταγωγή και αφορά κυρίως την τηλεόραση στον τρόπο που δραματοποιεί κομμάτια του υπό καταγραφή γεγονότος ή της υπό παρατήρηση καθημερινότητας. Σαν τεχνοτροπία, ωστόσο, έχει ιστορία μακρά, που ξεκινά από τον πάπα του λαογραφικού ντοκιμαντέρ Ρόμπερτ Φλάχερτι και περνά από τον ιταλικό νεορεαλισμό και τον Ζαν Ρους για να φθάσει μέχρι τον Αμπάς Κιαροστάμι. Χωρίς να αμφισβητούν την αξία των παραπάνω, θεωρητικοί του σινεμά έχουν εντούτοις εκφράσει ανά τις δεκαετίες τις επιφυλάξεις τους για το «ήθος» τούτης της τεχνοτροπίας, που προϋποθέτει τη «μυθοποίηση» ενός συμβάντος ή μιας καθημερινότητας ενίοτε σε βαθμό που μύθος και πραγματικότητα να μην διαχωρίζονται.
Για να αποφύγει τούτο τον σκόπελο, ο Τάσος Μπουλμέτης, που ανέλαβε αρχικά να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για λογαριασμό της ΚΑΕ ΑΕΚ πάνω στην κόντρα στις πιθανότητες, εμβληματική για τον ελληνικό αθλητισμό νίκη της ομάδας μπάσκετ της ΑΕΚ επί της Σλάβια Πράγας στον τελικό ευρωπαϊκού κυπέλλου πρωταθλητριών τον Απρίλιο του 1968, αλλά επέμενε να το διανθίσει με μυθοπλαστικά στοιχεία εν είδη docufiction, προσπάθησε να κάνει όσο το δυνατόν πιο διακριτά τα όρια μεταξύ του πραγματικού και του επινοημένου. Να ξεχωρίζουν εξαρχής, δηλαδή, στην εντύπωση του θεατή, το αρχειακό υλικό και οι μαρτυρίες των επιζώντων του ιστορικού συμβάντος (μεταξύ άλλων οι Ζούπας, Τρόντζος, Τσάβας, Λαρεντζάκης, Ζίντεκ, αλλά και ο θρυλικός αθλητικογράφος και εκφωνητής Βασίλης Γεωργίου) από τα σκετς του εκτελούντος την «περιμετρική» λεωφορείου τη σημαδιακή βραδιά, του μπουζουκτζίδικου της εποχής, του υποσχεμένου γάμου, του προποτζίδικου με τους ΑΕΚτζήδες θαμώνες, του αγχωμένου εργολάβου κηδειών.
Με ποιον τρόπο; Επιλέγοντας καταρχήν ηθοποιούς πασίγνωστους για τα επεισόδια αυτά, και όχι ερασιτέχνες άγνωστους όπως οι περισσότεροι κινηματογραφιστές του παραδοσιακού docufiction. Και, στη συνέχεια, στιλιζάροντάς τα με χρώματα ζεστά στην εικονογραφία και δόσεις νατουραλισμού στο παίξιμο και την εκφορά. Αντιρεαλιστικά, με άλλα λόγια. Κι ας βασίστηκαν κάποιες ιστορίες σε αυθεντικά περιστατικά που πέρασαν από στόμα σε στόμα, όπως λέει ο κ. Μπουλμέτης, κι ας ενέχουν άλλες ψήγματα από βιωματικά στοιχεία του 11χρονου τότε και ΑΕΚτζή σκηνοθέτη, που άκουγε με τον πατέρα του τον αγώνα από το ραδιόφωνο και έζησε όλο τον αντίκτυπο του θριάμβου.
Κι όμως, το εντυπωσιακό εδώ είναι πως στην αντίληψη ημών των θεατών τίποτα το ντοκουμενταρισμένο δε φαντάζει ξεχωριστό από το μυθοποιημένο. Ενώ ξέρουμε διαρκώς που σταματά το ένα για να παρεμβληθεί το άλλο, χαιρόμαστε την ταινία –κυριολεκτικά, απορροφώντας όλες τις πληροφορίες, το κλίμα, τις συγκινήσεις που εκπέμπει- σαν ένα ενιαίο κινηματογραφικό θέαμα. Αόρατες οι «ραφές» και αδιατάραχτη η ρευστότητα, στην υπηρεσία μιας εξιστόρησης που πατά γερά στην (μουσική) έννοια της αντίστιξης, νοούμενης ως αρμονικής συνήχησης ετερογενών αφηγηματικών στιλ, και μιας τεχνικής (όπως και στην «Πολίτικη Κουζίνα» και τον «Νοτιά») που συνδράμει αυτήν την εξιστόρηση δημιουργικά.
Τελικά, ακριβώς docufiction δεν είναι το «1968» όπως θα το ήθελε ο δημιουργός του, και τις παραχωρήσεις του στο docudrama τις κάνει εδώ κι εκεί, όπως στις (αναπαραστατικές) σκηνές της ίδρυσης της ομάδας το 1924 ή της ομολογίας του καρκινοπαθούς Γιώργου Μόσχου στους συμπαίκτες του (που θα μπορούσε να λείπει και να δίνεται μονάχα ως ντοκουμέντο). Ομως υβρίδιο μοναδικό στα χρονικά του εθνικού μας σινεμά είναι αναμφίβολα, όπως και μια ταινία ικανή να αφοπλίσει οποιονδήποτε «οπαδό» τούτης της τέχνης που (ξανα)χτίζει κόσμους και διηγείται ιστορίες όπως καμία άλλη.
*
Εγώ, η Τόνια
I, Tonya
του Κρεγκ Γκιλέσπι
Γράφει η Πόλυ Λυκούργου
7 στα 10
Η.Π.Α., 2017
Παραγωγή: Τομ Ακερλεϊ, Μάργκο Ρόμπι, Στίβεν Ρότζερς, Μπράιαν Ανκελες
Σκηνοθεσία: Κρεγκ Γκιλέσπι
Σενάριο: Στίβεν Ρότζερς
Φωτογραφία: Νικόλας Καρακατσάνης
Μοντάζ: Τατιάνα Σ. Ρίγκελ
Μουσική: Πίτερ Νάσελ
Πρωταγωνιστούν: Μάργκο Ρόμπι, Σεμπάστιαν Σταν, Αλισον Τζάνεϊ
Διάρκεια: 121 λεπτά
Διανομή: Seven Films
H απίστευτη κι όμως αληθινή ιστορία της πρωταθλήτριας του καλλιτεχνικού πατινάζ Τόνια Χάρντινγκ, γυρισμένη ως ένα θρίλερ μαύρης κωμωδίας, κάνει το τριπλό αξελ άλμα της και προσγειώνεται με αυτοπεποίθηση στα Οσκαρ.
Στις 6 Ιανουαρίου του 1994, η αμερικανίδα πρωταθλήτρια του καλλιτεχνικού πατινάζ Νάνσι Κέριγκαν δέχεται επίθεση από άγνωστο με λοστό, ο οποίος σπάει το γόνατό της και βάζει σε κίνδυνο την υποψηφιότητά της για τους επικείμενους Ολυμπιακούς αγώνες. Λίγο αργότερα, η έρευνα του FBI αποκαλύπτει το δράστη (έναν πληρωμένο μπράβο) και τον ηθικό αυτουργό: τον σύζυγο της Τόνια Χάρντινγκ - της βασικής της αντιπάλου της Κέριγκαν στην Ολυμπιακή ομάδα. Οποιος θυμάται τα δημοσιεύματα της εποχής πιστεύει ότι ξέρει την ιστορία: η πριγκίπισσα του πάγου που σακατεύτηκε από τη white-trash ημίτρελη ανταγωνίστριά της. Η Κέριγκαν κατέληξε με το αργυρό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς. Η Χάρντινγκ δήλωσε ένοχη στο δικαστήριο και καθαιρέθηκε, όχι μόνο από την ολυμπιακή ομάδα, αλλά με ισόβιο αποκλεισμό από το πατινάζ γενικότερα. Κατέληξε σε εξευτελιστικούς αγώνες θεάματος γυναικείου wrestling, πριν αποσυρθεί εντελώς από το δημόσιο βίο. Σήμερα, μια ταινία, λέει τη δική της πλευρά της ιστορίας.
Το δηλώνει κι ο τίτλος από την αρχή: το «Εγώ, η Τόνια» σενάριο του Στίβεν Ρότζερς δεν έχει καμία διάθεση να σου αντιπαραθέσει και την πλευρά της Κέριγκαν. Αντιθέτως, θέλει να σε υποχρεώσει, για πρώτη φορά, να μπεις στα στενά, φτηνιάρικα μποτίνια της Χάρντινγκ από τότε που ήταν τριών ετών. Και να νιώσεις την κοφτερή λεπίδα στον πολύ λεπτό πάγο μεταξύ κακοποίησης και δόξας. Ναι, η Τόνια ήταν white trash. Γεννήθηκε και μεγάλωσε (και σοκαριστικά επέστρεφε μετά από κάθε μετάλλιο) στην εξαθλιωμένη οικονομικά γειτονιά του Πόρτλαντ, σ' ένα χαμόσπιτο και κάτω από το γερακίσιο βλέμμα μίας υστερόβουλης, σατανικής μητέρας (η «Λαβόνα» είναι από τις περιπτώσεις που η πραγματική ζωή ξεπερνά και τη φαντασία του πιο σκανδαλολάγνου σεναριογράφου), η οποία έβλεπε στην κόρη της κάτι περισσότερο από την ευκαιρία να ξεσπά τη βία της δική της αποτυχίας: η μικρή είχε ταλέντο και θα μπορούσε να αποδειχθεί λύση στο οικονομικό τους πρόβλημα. Την έσπρωξε στον πάγο, την πίεσε, την τσάκισε. Και την παρέδωσε σ' έναν εξίσου βίαιο σύζυγο για να συνεχίσει το μοτίβο: κακοποίηση, τσίτα, τραύμα, εκτόνωση στον πρωταθλητισμό. Η μία της έκλεψε την παιδική της ηλικία, ο άλλος αποτέλειωσε το ενήλικο όνειρο με μία εγκληματική κίνηση. Ενδιάμεσα στεκόμασταν όμως κι όλοι εμείς: το κοινό που αγαπά ιστορίες με πριγκίπισσες κι όχι πεισμωμένες, μυώδεις, αγενείς, κακόγουστες, αθυρόστομες μαχήτριες... κλόουν.
Ολα αυτά είναι αλήθεια (και σύμφωνα με αντίστοιχα ντοκιμαντέρ και μαρτυρίες η απόδοσή τους είναι επίσης ανατριχιαστικά ειλικρινής) όμως ούτε ο Ρότζερς, ούτε ο σκηνοθέτης Κρεγκ Γκιλέσμπι έχουν την παραμικρή διάθεση να καταθέσουν ένα νατουραλιστικό δράμα ή ένα θλιμμένο μελόδραμα. Ο τόνος είναι σαφής και ξεκάθαρος, τόσο στο σενάριο, όσο και στη σκηνοθεσία: πρόκειται για κατάμαυρη κωμωδία που ακροβατεί μεταξύ της σοβαρότητας όλων όσων θέλει να πει και της αστείας mocumentary διάστασης ενός media τσίρκου που κατασκευάζει ηρωίδες και, ταυτόχρονα, καταστρέφει ζωές. Οπως ακριβώς το τριπλό αξελ που κατάφερε για πρώτη φορά γυναίκα στην ιστορία του καλλιτεχνικού πατινάζ, και η κινηματογραφική Τόνια είναι ένας άθλος: ενώ το σώμα της ιστορίας είναι «βαρύ», άκαμπτο και κανείς δεν πιστεύει ότι μπορεί να διασκεδάσει το θεατή, η καλογραμμένη πρόζα, η φόρμα της κωμωδίας (με τους κύριους παίκτες να σπάνε τον 4ο τοίχο μιλώντας στο κοινό) η σαρκαστική ματιά στους χαρακτήρες, η τρυφερή ειλικρίνεια απέναντι στην -ένοχη για πολλά, αλλά όχι για όλα- ηρωίδα, απογειώνει την ταινία σε απρόβλεπτο χιτ της χρονιάς που έφτασε μέχρι την οσκαρική κούρσα.
Κι, επιπλέον, ο Γκιλέσμπι μας έχει στην τσίτα. Κάτω από τους τόνους μίας υπέροχα κινηματογραφημένης επιδερμίδας (η εικόνα είναι φαντασμαγορική, χάρη στον δευθυντή φωτογραφίας Νικόλα Καρακατσάνη και στην καλλιτεχνική διεύθυνση της Τζέιντ Χέιλι) ελλοχεύει ένα θρίλερ. Ο Γκιλέσπι ξεδιπλώνει την πλοκή με την ταχύτητα ενός μαφιόζικου σασπένς - όπως θα γύριζε κανείς τα «Καλά Παιδιά» στον πάγο. Η κάμερα είναι χαμηλά όσο τρέχει πίσω από τους ήρωες, στατική όσο ακούει τις ανατριχιαστικές ιστορίες τους, σε γερανό τις λίγες στιγμές που η Τόνια πετά, ευτυχισμένη, επιτυχημένη.
Κι ας σταθούμε εδώ. Στις στιγμές. Στις ερμηνείες που δικαιωματικά έχουν στείλει τις πρωταγωνίστριες στο χορό των μεγάλων βραβείων. Η Αλισον Τζένεϊ ως διαβολογυναίκα μάνα επιτυγχάνει να δώσει ψήγματα κοινωνικού σχολιασμού για μία άγνωστη τρομακτική Αμερική, σ' έναν ρόλο που θα παρέμενε εύκολα και αβίαστα μόνο γραφική καρικατούρα από οποιαδήποτε λιγότερο ικανή ηθοποιό. Η Μάργκο Ρόμπι όμως επιτυγχάνει κάτι ακόμα πιο δύσκολο. Πέρα από την προσωπική της μεταμόρφωση ή τη συνέπειά της να μάθει πατινάζ (οι σκηνές της είναι μία μίξη από δικά της γυρίσματα, κασκαντέρ και ειδικά εφέ) η πραγματική της μαεστρία ήταν στις στιγμές. Κλεμμένες στιγμές που το βλέμμα της ξέφευγε μέσα από τη μιζέρια της ηρωίδας της για να ανάψει ένα μικρό θλιμμένο φως: πόσο διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη μίας ταλαντούχας γυναίκας αν είχε γεννηθεί σε μία άλλη κοινωνική τάξη; Αν της είχε δοθεί αγάπη, αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση; Οταν καταφέρνει το τριπλό άξελ, η Ρόμπι χαρίζει ένα τέτοιο βλέμμα στην κάμερα. Οταν βάφεται κλαίγοντας για τους τελευταίους της αγώνες δεν μας ξανακοιτά ποτέ. Το φως έχει σβήσει.
Η Τόνια Χάρντινγκ κακοποιήθηκε, υποτιμήθηκε, χλευάστηκε, ξεφτιλίστηκε, έγινε ανέκδοτο. Και πολλά από αυτά τα άξιζε. Μία εξωφρενική, ηλεκτρισμένη, σκοτεινή κωμωδία όμως της χάρισε το μεγάλο έπαθλο: να είναι εκείνη που σήμερα γελάει τελευταία...
*
The Disaster Artist
του Τζέιμς Φράνκο
Γράφει ο Δημήτρης Δημητρακόπουλος
8 στα 10
Η.Π.Α., 2017
Παραγωγή: Τζέιμς Φράνκο, Βινς Τζολιβέτ, Σεθ Ρόγκεν, Εβαν Γκόλντμπεργκ, Τζέιμς Γουίβερ
Σκηνοθεσία: Τζέιμς Φράνκο
Σενάριο: Σκοτ Νιουστάντερ, Μάικλ Χ. Γουέμπε
Φωτογραφία: Μπράντον Τροστ
Μοντάζ: Στέισι Σρέντερ
Μουσική: Ντέιβ Πόρτερ
Πρωταγωνιστούν: Τζέιμς Φράνκο, Ντέιβ Φράνκο, Σεθ Ρόγκεν, Αλισον Μπρι
Διάρκεια: 103 λεπτά
Διανομή: Tanweer
Η ταινία για τα γυρίσματα του «χειρότερου φιλμ όλων των εποχών» είναι η σαφής, ένδοξη και εξαντλητικά αστεία απάντηση του Τζέιμς Φράνκο σε όλους όσους κατά καιρούς τον αμφισβήτησαν. Χρυσό Κοχύλι στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, Χρυσή Σφαίρα Α' Ανδρικού Ρόλου σε Κωμωδία για τον Τζέιμς Φράνκο, υποψηφιότητα για Οσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου για τους Σκοτ Νιουστάντερ και Μάικλ Χ. Γουέμπερ. Ζητούμε ειλικρινά συγγνώμη, Τζέιμς.
To «The Room» του 2003 ίσως δεν είναι η χειρότερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ, αν και από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του το φιλμ διεκδικούσε τον τίτλο σχεδόν κάθε φορά που αναφερόταν η ύπαρξή του, είναι όμως σίγουρα η ταινία που αρνείσαι να πιστέψεις καν ότι υπάρχει, ακόμα και κατά τη διάρκεια της προβολής της, καθώς καταρρίπτει με χαρακτηριστική άνεση κάθε έννοια αφήγησης, συνοχής ή ερμηνευτικής λογικής όσο προχωρά με τόλμη και άγνοια κινδύνου από σκηνή σε σκηνή.
Αντίστοιχα, κατά κάποιον ειρωνικό τρόπο, το – βραβευμένο με το Χρυσό Κοχύλι του San Sebastian – «The Disaster Artist», μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ, όμως είναι η ταινία που σχεδόν δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις κατά τη διάρκεια της προβολής της πόσο ιδιοφυής είναι, όντας η κατάλληλη ταινία την κατάλληλη στιγμή στην καριέρα του Τζέιμς Φράνκο κι ένα πολυεπίπεδο φιλμ που, πίσω από την αγάπη του για μία από τις πιο παράδοξες προσωπικότητες που πέρασαν ποτέ (έστω και από τύχη) από την μεγάλη οθόνη, κρύβει μια μεγάλη καρδιά για το όνειρο του Hollywood και για όλους τους περιθωριοποιημένους του ήρωες. Και είναι απλά διαολεμένα αστείο.
Κανείς δεν ξέρει από πού προέρχεται η – σίγουρα όχι από την Νέα Ορλεάνη – προφορά του Τόμι Γουιζό. Κανείς δεν ξέρει από πού προήλθαν τα ατελείωτα χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό. Κανείς δεν γνωρίζει καν την πραγματική του ηλικία. Και ο Τζέιμς Φράνκο δεν ενδιαφέρεται να δώσει απάντηση σε κανένα μυστήριο. Το «The Disaster Artist» ακολουθεί με προσήλωση τη διαδικασία δημιουργίας του «The Room» χωρίς πολύπλοκους διερευνητικούς σκοπούς ή διάθεση ειρωνείας αλλά με μια γνήσια αγάπη για το παράδοξο κόντρα σε όλους τους κανόνες, σαν να ήταν (που ήταν) η προσωπική σταυροφορία ενός ανθρώπου απέναντι στο κατεστημένο του θεάματος.
Για τον Φράνκο, ο Γουιζό θα μπορούσε να ήταν, όπως συχνά αναφέρεται, ένας αληθινός βρικόλακας. Θα μπορούσε όμως εξίσου να είναι και ο πιο καλόκαρδος άνθρωπος του κόσμου, ο οποίος πιστεύει στην καλοσύνη της καρδιάς του και επιθυμεί διακαώς να την αποτυπώσει στην μεγάλη οθόνη. Ο Γουιζό του Φράνκο είναι ένα μόνιμο αίνιγμα, μια κινούμενη πηγή υστερικού γέλιου και υπόκωφου δράματος, ο χαρακτήρας στον οποίο οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια ολόκληρη η άνιση καριέρα του ηθοποιού και, με διαφορά, ό,τι καλύτερο έχει παρουσιάσει ποτέ. Το «The Disaster Artist», η ταινία για τα γυρίσματα του «Πολίτη Κέιν των κακών ταινιών» αποδεικνύεται τελικά ο θρίαμβος του Τζέιμς Φράνκο, τόσο ερμηνευτικά όσο και σκηνοθετικά.
Γιατί υπάρχει μια απόλυτη αίσθηση μόνιμου ελέγχου πίσω από την αναρχία της ταινίας και μια ακριβής αίσθηση του χιούμορ πίσω από κάθε φαινομενική χοντράδα. Υπάρχει μια λεπτή διαφοροποίηση της ερμηνείας του Τζέιμς Φράνκο ως Γουιζό εκτός κάμερας και ως Γουιζό μπροστά από την κάμερα, μαρτυρώντας ακόμη περισσότερο τη σημασία αυτού που κατάφερε . Υπάρχει μια ανατριχιαστική αντιπαραβολή της πραγματικότητας του «The Room» με την «πραγματικότητα» του «The Disaster Artist», κάτι που γίνεται ακόμα πιο εμφανές στο τελικό μοντάζ που αποθεώνει κάθε πιθανή σύγκριση. Η δημιουργία του Τζέιμς Φράνκο είναι η επιβεβαίωση του σινεμά πως το χειρότερο και το καλύτερο μπορούν να συνυπάρξουν για να χαραχτούν ταυτόχρονα στην ιστορία.
Ο βαθμός στον οποίο η ιστορία πίσω από την δημιουργία του μύθου είναι αληθινή, δεν είναι κάτι που αφορά πραγματικά τον Φράνκο. Για εκείνον, το «The Disaster Artist» είναι η υπογράμμιση της δημιουργικής τρέλας, η δίψα για κάτι που ενδεχομένως είναι απραγματοποίητο και η αποκάλυψη ότι όλες οι λάθος συνθήκες μπορούν να οδηγήσουν σε κάτι πραγματικό μοναδικό, το οποίο που είναι τελικά και το πιο σημαντικό. Είναι ενδιαφέρον ο τρόπος που υπόγεια ο Φράνκο μεταφέρει μέσω του Γουιζό το δικό του δημιουργικό πάθος και απαντά έμμεσα σε όλες τις κριτικές που έχει λάβει κατά καιρούς, αγκαλιάζοντας και αναιρώντας τις ταυτόχρονα. Το «The Disaster Artist» του είναι η πιο σαφής κατάθεση του δημιουργικού του διχασμού.
Πέρα από κάθε διάθεση ανάλυσης ωστόσο, η ταινία λειτουργεί γιατί είναι αυθεντικά αστεία, γιατί δε φοβάται να κοροϊδέψει τον εαυτό της, γιατί δε διστάζει να κοιτάξει στον καθρέφτη και να αποδεχτεί περήφανα αυτό που είναι. Ναι, η σαχλαμάρα ανήκει στο Hollywood. Ναι, τα υπέρμετρα όνειρα επίσης, όπως και η πολυτέλεια της αυταπάτης. Το «The Disaster Artist» φέρνει τον θεατή ένα βήμα πιο κοντά στον ίδιο τον Γουιζό και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί όλες τις παθογένειες του «The Room» μετατρέποντάς τις σε αγνή, κινηματογραφική δύναμη. Στο τέλος της ταινίας, θα είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς το χειροκρότημα μέσα στην ταινία και τις ενθουσιώδεις ιαχές εντός της αίθουσας. Ο Τόμι Γουιζό κάπου θα χαμογελάει σαρδόνια γεμάτος ικανοποίηση.
*
Molly's Game
του Ααρον Σόρκιν
5 στα 10
Γράφει η Πόλυ Λυκούργου
Η.Π.Α., 2017
Παραγωγή: Μαρκ Γκόρντον, Εϊμι Πασκάλ, Ματ Τζάκσον
Σκηνοθεσία: Ααρον Σόρκιν
Σενάριο: Ααρον Σόρκιν
Φωτογραφία: Σαρλότ Μπρουούς Κρίστενσεν
Μοντάζ: Αλαν Μπάουμγκαρτεν, Ελιοτ Γκρέιαμ, Τζος Σέφερ
Μουσική: Ντάνιελ Πέμπερτσον
Πρωταγωνιστούν: Τζέσικα Τσαστέιν, Ιντρις Ελμπα, Κέβιν Κόστνερ, Μάικλ Σέρα
Διάρκεια: 140 λεπτά
Διανομή: Tanweer
Με καλές προθέσεις να αποτυπώσει την αληθινή ιστορία μίας γυναίκας που έπαιξε το αμερικανικό όνειρο με τους δικούς της όρους, ο Ααρον Σόρκιν χάνει τις ισορροπίες μεταξύ δικαίωσης κι αγιοποίησης. Και για αυτό και το παιχνίδι.
H Μόλι Μπλουμ, μία 30χρονη τότε γυναίκα, συνελήφθη το 2013 από το FBI σε μία επιχείρηση-σκούπα, που επιχείρησε να αποδεκατίσει την οργάνωση υπόγειων παιχνιδιών πόκερ, τα οποία γιγαντιώθηκαν τόσο, ώστε έφτασαν να ενισχύσουν τη δύναμη και τη δράση της ρωσικής μαφίας στο απατηλό αμερικανικό όνειρο. Η Μόλι ήταν το κλειδί: εκείνη οργάνωνε τα εβδομαδιαία παιχνίδια, εκείνη έθετε τα αυστηρά όρια, εκείνη εξασφάλιζε την μπάνκα. Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Επιστρέφοντας πίσω στο χρόνο, όσο η ίδια αφηγείται την ιστορία της στον (μοναδικό) δικηγόρο που δέχεται να την υπερασπιστεί, τη συναντάμε σε χιονισμένες πλαγιές να προπονείται σκληρά από τον απαιτητικό πατέρα της που θέλει να κάνει την κόρη του Ολυμπιονίκη του σκι, μέχρι που ένα γύρισμα της τύχης οδηγεί στο μοιραίο ατύχημά της. Τη βλέπουμε σε home video γενεθλίων των 5 της χρόνων να ομολογεί ότι δεν έχει ήρωες, ούτε φίλους, κι ούτε εμπιστεύεται τους ανθρώπους. Και, φυσικά, την παρακολουθούμε επί μία δεκαετία να στήνει την επιχείρησή της: πώς τοποθετούσε τον εαυτό της στη διεκδίκηση ενός κομματιού από την πίτα του κέρδους, σ' έναν ανδρικό κόσμο. Πώς πόνταρε συνεχόμενα τα κότσια, την ευφυία, το ήθος και την αφέλειά της σαν μάρκα, πάνω στην τσόχα ενός μέχρι τότε ανδρικού παιχνιδιού. Οταν το FBI χτύπησε την πόρτα της, η Μόλι Μπλουμ τα έχασε όλα. Ή μήπως όχι;
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Ααρον Σόρκιν επιλέγει αυτή την ιστορία για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Πρώτον, γιατί ο οσκαρικός σεναριογράφος έχει μία μεγάλη προτίμηση στις αληθινές ιστορίες και στους σύγχρονους (αντι)ήρωες (από τον Μαρκ Ζούκεμπεργκ του «Social Network», μέχρι τον «Steve Jobs») και, δεύτερον, γιατί, αντίθετα με την δριμύτατη κριτική που δέχθηκε πριν ένα χρόνο περίπου για το focus των ιστοριών σε ανδρικά πρότυπα, ο ίδιος είναι ξεκάθαρα φεμινιστής. Αρκεί να (ξανα)δεί κάποιος το «West Wing» (όπου την παράσταση σε κάθε επεισόδιο κλέβει η υπεύθυνη γραφείου τύπου Σι Τζέι Κρεγκ της Αλισον Τζένι). Ή, αν δεν έχει χρόνο, να πατήσει το play στον ευχαριστήριο λόγο του όταν κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα για το «Social Network».
Τοποθετώντας την Τζέσικα Τσαστέιν στα ψηλά τακούνια, τα βαθιά ντεκολτέ και την αρχικά αδιάβλητη ακεραιότητα της ηρωίδας (η Μόλι Μπλουμ δεν έστηνε παιχνίδια, δεν χρηματιζόταν, δεν επέτρεπε ναρκωτικά ή παράνομα στοιχήματα στις σουίτες της, δεν εμπλεκόταν ποτέ προσωπικά με τους παίκτες), ο Σόρκιν ξέρει τι κάνει. Δεν επιλέγει απλώς μία από τις πιο ταλαντούχες και φιλόδοξες πρωταγωνίστριες για το ρόλο, αλλά και ένα κορίτσι που έχει πλασάρει τον εαυτό της εξ αρχής στο χολιγουντιανό παιχνίδι με παρόμοιους όρους με τη Μόλι: δεν έκρυψε τις καμπύλες της, αλλά δεν πόνταρε ποτέ σε αυτές. Δεν πούλησε επικεφαλίδες, μέχρι πρόσφατα δεν ξέραμε τίποτα για την προσωπική της ζωή. Στεκόταν απέναντι στις ανοιχτές κάμερες πάντα έξυπνη, φωτεινή, δυνατή κι με ηχηρή άποψη για τα γυναικεία θέματα, όταν αυτό ακόμα ήταν δύσκολο ή και γραφικό.
Οταν λοιπόν βλέπεις την Τζέσικα Τσαστέιν απέναντι στη ρωσική μαφία, την πιστεύεις. Κι ο Σόρκιν τη βυθίζει (μαζί κι εμάς) στον γοητευτικό, απατηλά λαμπερό (καθόλου τυχαίο ότι τα συγκεκριμμένα παιχνίδια κατοικούνταν από χολιγουντιανούς σταρ, όπως οι Τόμπι Μαγκουάιρ, Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Μπεν Αφλεκ) εθιστικό κόσμο του εγκεφαλικού τζόγου, εκεί όπου ο πειρασμός του εύκολου χρήματος πάλευε ολονύχτια με τις συγκρούσεις των εγωισμών. Με όπλο του τη διαβότητη του ικανότητα να γράφει πανέξυπνους, κοφτερούς, καταιγιστικούς μονολόγους (σε αυτή την περίπτωση επιβάλλεται το πυκνό, σπιντάτο voice over), και με μία ξεκάθαρη επιρροή στο σκηνοθετικό του βλέμμα από το σινεμά των Σόντερμπεργκ, Ο. Ράσελ, Σκορσέζε, ο Σόρκιν θέλει απεγνωσμένα να δικαιώσει τη φιλόδοξη γυναίκα που έλεγχε το παιχνίδι - έστω κι αν στο τέλος γκρεμίστηκε.
Η λέξη κλειδί όμως είναι το «απεγνωσμένα». Οι κινηματογραφικοί μύθοι, οι λαβωμένοι για παράδειγμα σκορσεζικοί αντιήρωες, έγραψαν ιστορία γιατί ο σκηνοθέτης δεν τους χαρίστηκε, δεν χαλάρωσε το χαλινάρι του αυστηρού του κοινωνοπολιτικού του σχολίου, η κάμερα και η πένα του δεν τους φέρθηκαν ποτέ «πατρικά». Ο συνήθως πολύ εύστροφος και ανελέητα σαρκαστικός Σόρκιν, χάνει τις ισσοροπίες και το χέρι στο παιχνίδι γιατί δεν στηρίζει απλά τη Μόλι, την αγιοποιεί. Σε αυτό που μπορεί να φταίει η πρώτη ύλη, η οποία είναι η αυτοβιογραφία της ίδιας. Ή το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης (κι ο ίδιος πατέρας κοριτσιών) θέλει να τα πει όλα: να ρίξει φροϋδικό φως στο πώς κάποιοι άντρες σακατεύουν από μικρά τα κορίτσια τους, να φυτιλιάσει τους αμερικανούς πολίτες για το πώς η Αμερική πάντα μπλόφαρε και δεν είχε να ρεφάρει απέναντί τους, να μιλήσει για το δικαίωμα στις προσωπικές αρχές δικαιοσύνης, απέναντι σ' έναν άδικο κόσμο.
Το αποτέλεσμα όμως καταλήγει μελό και, σε στιγμές, διδακτικά επεξηγηματικό - μία συγκατάβαση που στην μεγάλη οθόνη μεγενθύνεται και, ειρωνικά, καταλήγει να μικραίνει τη σκιά της ηρωίδας.
*
Η παιδική μουσικοχορευτική παράσταση

«Jazz For Kids - Η ιστορία ενός ρυθμού»
θα παιχτεί στο θέατρο Αλκυονίς από τις 11/2
 
και κάθε Κυριακή στις 11.30 πμ  και για 7 εβδομάδες.
Μέσα από ένα μεγάλο μαγικό ταξίδι στον χρόνο η Γιαγιά «Jazz» μας αφηγείται την ιστορία της:
«Μια φορά και ένα καιρό στην Αφρική ήταν ένα μικρό παιδί. “Τραγούδι” το έλεγαν και είχε για φίλους κάτι όμορφες νεράιδες τις “Νότες”.
  Αιώνες τώρα μέσα από τα τάμ-τάμ και τους ήχους, ημέρευαν οι άνθρωποι και τα άγρια θηρία σε αυτά τα πράγματα κουμάντο έκανε ένας μάγος ο Ρυθμός».

Το
Jazz for Kids: Η ιστορία ενός ρυθμού είναι μια μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα παιδική παράσταση. Πάνω στη σκηνή ένα Πιάνο, ένα Κοντραμπάσο, ένα Σαξόφωνο και Κρουστά. Τέσσερις καταξιωμένοι μουσικοί με μαέστρο τον Αλέξανδρο Χρηστίδη, τετραμελές μπαλέτο με χορογράφο την Άνουσκα Οικονόμου και τέσσερις ακόμα ηθοποιοί με σκηνοθέτη τον Παναγιώτη Σπηλιώπουλο, σε κείμενα του Δημήτρη Λέντζου.

Η παράσταση έρχεται να ευαισθητοποιήσει και να ψυχαγωγήσει τους μικρούς μας φίλους όπου το παραμύθι πλαισιώνεται ζωντανά επί σκηνής με
Jazz μουσικούς, χορευτές, video Art και σκηνικά εμπνευσμένα από έργα του Kandinsky, που παρασύρουν τα παιδιά σε μια ατμόσφαιρα δημιουργικής έκφρασης.

Το
Jazz for Kids: Η ιστορία ενός ρυθμού μας ταξιδεύει με μελωδίες σε όλη την ιστορία της Jazz και προάγει την έννοια της δημιουργικότητας, της καινοτομίας και της αλληλεγγύης.

Η μελωδία και ο ρυθμός είναι η αφορμή για να έρθουν τα παιδιά σε επαφή με την πολυπολιτισμικότητα και την παγκόσμια γλώσσα των συναισθημάτων.

Στόχος της παράστασης είναι μέσα από την αφήγηση της ιστορίας, τα παιδιά να κατανοήσουν ότι η μουσική και η ζωγραφική είναι παγκόσμιες γλώσσες και ότι ο πολιτισμός δεν έχει χώρα και χρώμα.

Είναι μια παιδική ματιά πάνω στη ζωή, μια αυθεντική και δημιουργική ελευθερία χωρίς όρια και σύνορα.
Μια νέα παραγωγή του Πολιτιστικού Πάρκου (
politistikoparko.com)

Στο Θέατρο Αλκυονίς (Ιουλιανού 42-46,Πεδίον Άρεως, Αθήνα) κάθε Κυριακή από 4 Φεβρουαρίου 2018 στις 11.30πμ

Πληροφορίες - Κρατήσεις : 210 3647200 & 210 9211812 & 22990 42100

Συντελεστές παράστασης:

Κείμενο : Δημήτρης Λέντζος, Μουσική Επιμέλεια: Αλέξανδρος Χρηστίδης, Σκηνοθεσία: Παναγιώτης Σπηλιώπουλος, Κινησιολογία/χορογραφίες: Άνουσκα Οικονονόμου, Οργάνωση Παραγωγής: Νίκος Γιαννακάκης, Ηθοποιοί/Χορευτές: Ελένη Νζάνγκα ,Τίνα Σκλαβούνου, Ευδοκία Ράπτη (ΚΡΑΜΑ
band), Ιωάννα Φλεμοτόμου, Ζακλίν Παλαμάρη, Άννα Κλιάφα, Αράν Μπογοζιάν, Αναστασία Μαργούτα.
Μουσικοί/Κρουστά -Ντράμς: Αλέξανδρος
Xρηστίδης, Σαξόφωνο: Λευτέρης Κρητικός, Πιάνο: Νίκος Δρογώσης, Κοντραμπάσο: Μάρκος Αγραφιώτης, Οργάνωση/ Παραγωγή: Πολιτιστικό Πάρκο.
*
Γραφείο Τύπου NEW STAR
*
Από Μποτίλια:
*
Λευκή ρετροσπεκτίβα σε φόντο κόκκινο
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
***
Το
ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας
και
Μποτίλια Στον Άνεμο: Πρόσωπα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.