Μάνος Κατράκης
14 Αυγούστου 1908 Κίσσαμος, Κρήτη - 2 Σεπτεμβρίου 1984, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 2.IX.2017 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)
|
*
Από Μποτίλια: Κατράκης Μάνος
*
...Το μόνο παρήγορο είναι ότι καλλιτέχνες, άνθρωποι και αγωνιστές σαν τον σύντροφο Μάνο Κατράκη δεν τους παίρνει ο Χάρος. Γίνονται εθνικά και λαϊκά σύμβολα και ζουν πάντα ανάμεσά μας.
Χαρίλαος Φλωράκης, Ρίζος της Δευτέρας, 3-9-1984
Χαρίλαος Φλωράκης, Ρίζος της Δευτέρας, 3-9-1984
*
Από Μποτίλια: Κατράκης Μάνος
*
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΚΑΤΡΑΚΗ
Σύντροφε Μάνο, κρητικόπουλο, Ερωτόκριτέ μας, άξιε γιε της
Ρωμιοσύνης
έρωτας είσαι και ομορφιά και λεβεντιά κι αγάπη·
στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά κι η τέχνη·
μες στη φωνή σου ακέριος ο λαός βρίσκει την πιο σωστή φωνή του
μες στη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί κι ένα λιοντάρι δένουν τη
Σύντροφε Μάνο, εσένανε σου πρέπουν αψηλόκορφοι ύμνοι σαν τον πάππο
σου τον Ψηλορείτη,
λόγια τρανά για την αντρειά σου και την τέχνη σου, καθώς αυτά στις
ραψωδίες του Ομήρου,
όμως εγώ φτωχές ακούω τις λέξεις μου μπροστά στην ελατόφυτη
καρδιά σου
κι έτσι, μονάχα δέκα στίχους σου αφιέρωσα κι ένα μεγάλο «Γεια σου
ωρέ Λεβεντο-Μάνο»,
ένα μεγάλο «Γεια σου» που αναβλύζει απ’ τις καρδιές και από τα
στόματα όλων των συντρόφων.
ΑΘΗΝΑ, 14. IV.81
Ριζοσπάστης 23.4.81
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1988 (σελ. 193)
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1988 (σελ. 193)
Η ρήση του Χαρίλαου και οι άλλες γνώμες που ακολουθούν προέρχονται από τον τόμο:
ΜΑΡΤΣΑΚΗΣ Β., ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΟΥ Μ., ΔΕΜΕΣΤΙΧΑ ΑΙΚ.
ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ
ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ
Στη ζωή, τη σκηνή και την οθόνη
(Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2004)
*
Κι ένα κείμενο της Αριστούλας Ελληνούδη για την έκδοση.
*
Κι ένα κείμενο της Αριστούλας Ελληνούδη για την έκδοση.
*
Ο ΣΗΜΑΤΩΡΟΣ
Του
ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
Το ωραιότερο ίσως κείμενο που γράφτηκε για τον Μάνο Κατράκη, ένας ύμνος στον καλλιτέχνη) και πυξίδα μεγαλείου για κάθε ηθοποιό, θεωρούμε ότι είναι «Ο Σηματωρός» του θεατρικού κριτικού και δασκάλου μας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, Κώστα Γεωργουσόπουλου. Το παραθέτουμε αυτούσιο, ως δείγμα εμπνευσμένης δημιουργίας, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημ. Ριζοσπάστης (9-9-1984), επτά ημέρες μετά το θάνατο του Κατράκη.
Οφείλουμε να ευχαριστήσουμε για την ευγενική παραχώρηση τόσο το συγγραφέα όσο και την εφημερίδα. (Από την έκδοση της ΣΕ).
*
«Κάθε απόπειρα κωδικοποίησης ενός ύφους τέχνης και ιδιαίτερα της πιο θνητής, όπως του ηθοποιού, χρειάζεται την επιμαρτυρία των συγχρόνων. Αν σήμερα, λίγες ώρες, αφού κηδέψαμε το φθαρτό κορμί του Μάνου Κατράκη, αποπειρώμαι να προσεγγίσω τον υποκριτικό του κώδικα, το κάνω για να έχω τη μαρτυρία όλων όσοι παρέστησαν σαν θεατές στο θαύμα της τέχνης του, ώστε, όπου ψευτίσω την εικόνα, να τη διορθώσουν. Οι νέες γενιές θα πρέπει να μπορούν με τη δυνατή ακρίβεια να φανταστούν αυτό το μέγα - Σήμα που ευτυχήσαμε να δούμε και να ακροασθούμε εμείς, οι περιλειπόμενοι.
Κάθε κατάθεση είναι βέβαια υποκειμενική· διαφορετικά εγγράφεται σε κάθε συνείδηση το γεγονός της τέχνης. Η ευαισθησία του καθενός, η προσληπτικότητα, η ειδητική ικανότητα στην αφομοίωση των καλλιτεχνικών μορφών δημιουργούν ένα πλέγμα, έναν ιστό αισθητικών κριτηρίων που μέσα στην ιστορική και κοινωνική συγκυρία συγκροτεί τον προσωπικό μας δέκτη. Δεν μπορώ να αποφύγω τον κανόνα. Αφομοίωσα την υποκριτική του Κατράκη τμηματικά. Κάθε φορά αποσπούσα από την τεχνική ταυ ένα στοιχείο, και πέρασε καιρός ώσπου να κατορθώσω να εντοπίσω το κέντρο, τον πυρήνα, το ποιητικό αίτιο της τέχνης του.
Όπως σ’ ένα μεγάλο έργο τέχνης χρειαζόμαστε απανωτές αναγνώσεις για να το κατανοήσουμε, όπως σε κάθε έργο, τυχαία ή συνειδητά, διαλέγουμε ένα δρόμο για να διεισδύσουμε στα γνωστικά του, σ’ ένα πίνακα το χρώμα ή το σχέδιο, σε μια γλωσσική σύνθεση το ηχόχρωμα, το ρυθμό, ή την αρχιτεκτονική του, σ’ ένα ποίημα τις λέξεις, τους ρυθμούς ή τις εικόνες, έτσι και με ένα μεγάλο ηθοποιό· φτάνουμε στην ουσία τη; τέχνης του από διάφορες πύλες εισόδου.
Το στήθος του Προμηθέα
Προμηθέας, 1977 |
Το δεύτερο ήταν τα χέρια του. Περιόδευε στην επαρχία με την Ευγενία Γκραντέ, διασκευή από το μυθιστόρημα του Μπαλζάκ. Έπαιζε βέβαια τον Γκραντέ, την εντελέστερη πύκνωση του Γάλλου αστού. Καχύποπτος, σκληρός, αφύσικος και παθολογικός φιλάργυρος. Ο Μπαλζάκ λέει κάπου στο κείμενο πως κάθε φορά που ο Γκραντέ ανέβαινε από το υπόγειο όπου φύλασσε τα φλουριά του τα μάτια του είχαν μιαν απόχρωση χρυσαφιά. Ο Κατράκης ήξερε πως αυτή η παρατήρηση δεν μπορεί να περάσει στο θέατρο, γι’ αυτό μετατόπισε το υποκριτικό σήμα στα χέρια.
Τα χέρια του είχαν ιδεολογία· αεικίνητα, γαμψά, αρπακτικά. Ψαχούλευαν συνεχώς τα έπιπλα για να βεβαιωθούν πως είναι εκεί, δικά τον. Τα χέρια του Κατράκη αφηγούνταν την ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από την ιστορία του ανθρώπινου χεριού· από εργαλείο επιβίωσης και άμυνας, είχαν γίνει όργανο αρπαγής, επίθεσης, κτήσης και εκμετάλλευσης. Ήταν στιγμές όμως στην παράσταση που αυτά τα χέρια γινόντουσαν τρυφηλά, αρρωστιάρικα. Ήταν όταν γύριζε από το υπόγειο με το χρυσάφι. Ένιωθες πως η αφή τους είχε κάτι το ιδιαίτερο, μια τεχνητή ευαισθησία, μια κεκτημένη συνήθεια στο μέτρημα. Όπως τα χέρια των ασκητών μετρώντας τις χάντρες του κομπολογιού μετρούν το χρόνο με την προσευχή, ο Κατράκης - Γκραντέ μετρούσε το χρόνο με το χρυσάφι.
Όταν αυτά τα χέρια αγκάλιαζαν αποκτούσαν, κατακτούσαν, έλιωναν.
Κι όταν ακόμα έδιναν είχες την εντύπωση πως έπαιρναν, πως άρπαζαν.
Τα χέρια του ήταν το δεύτερο σήμα που ανέγνωσα από την υποκριτική του Κατράκη.
Η πλάτη του Μίσκιν
Το τρίτο ήταν οι πλάτες του. Έπαιζε στο Ρεξ τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, στη διασκευή του Σκουλούδη. Ήταν η τελευταία πράξη, στο σαλόνι της Ναστάζιας Φιλίποβνας. Αριστερά το τζάκι και δεξιά δύο τρία σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην έξοδο. Πολλοί ηθοποιοί στην σκηνή. Δεξίωση. Εκεί, θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια η Χατζηαργύρη, ο Καρούσος, η Ξανθάκη, ο Μπαλαδήμας, ο Κ. Παπάς, ο Πλούμπης κ.ά. Η Χατζηαργύρη παίρνει ένα μάτσο χρήματα από τον Καρούσο και τα πετάει με μια εξαίσια και υπερήφανη κίνηση στο τζάκι. Γενική αίσθηση! Και όμως, κι ας με συγχωρέσουν όλοι οι καλοί ηθοποιοί, ζωντανοί και μακαρίτες, όλοι είχαν εξαφανιστεί και κυριαρχούσε στην απέραντη σκηνή η πλάτη του Κατράκη (Μίσκιν). Καθόταν σιωπηλός κοντά στη σκάλα με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Κυριαρχούσε με την απουσία του. Χρησιμοποιώ τον όρο με την έννοια που του έδωσε ο Σαρτρ στον υπαρξισμό. Αυτές οι πλάτες γέμισαν τη σκηνή ένα σκοτεινό κενό που όμως δέσποζε. Μια απέραντη κίνηση την ώρα της χειρονομίας της Φιλίποβνας ήταν το σημαντικότερο σχόλιο που έγινε ποτέ για τη ματαιότητα του πλούτου. Ένας καγχασμός για την ανθρώπινη υποκρισία, τον κοινωνικό ανταγωνισμό, τα φαύλα αισθήματα και την ηλιθιότητα του αστικού βίου. Και μαζί καημός για τη ζωή που ξοδεύεται, για τα αισθήματα που ψευτίζουν και για την αγάπη που νοθεύεται.
Όταν... μιλούσαν τα πόδια
Το τέταρτο σήμα ήταν τα πόδια του. Μάθημα διπλό. Πρώτα, τον θυμάμαι στο ρόλο του Γερμανού - Κρέοντα στην Αντιγόνη της Κατοχής του Περγιάλη. Μέσα στις σφιχτές μπότες ήταν πόδια βλάσφημα. Πατούσαν με περιφρόνηση την ξένη γη κι όμως ένιωθες πως κάθε βήμα του πάνω της τον ερέθιζε, τον ηλέκτριζε να την κατασκάψει. Ήταν πόδια που δεν είχαν ποτέ οργώσει και σπείρει, δεν είχαν χαρεί τη φρέσκια μυρουδιά της ανοιγμένης βραγιάς. Πατούσε με τις μύτες μπροστά, διστάζοντας μήπως η φτέρνα του ξυπνήσει τους πεθαμένους αυτού του τόπου. Πόδια που περιφρονούσαν αλλά που έτρεμαν. Και το έβλεπες αυτό στην κλίση των γονάτων και στον πανικό της οσφύος. Δεύτερο μάθημα ήταν τα πόδια του στον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη. Κατάγονταν από τη γη, φύτρωναν, άπλωναν βλαστούς. Χαίρονταν που την πατούσαν με το πέλμα ολόκληρο, με σεβασμό και δέος. Έπαιρναν από τη γη αμπάριζα. Η επαφή τους με το χώμα δημιουργούσε μια συνεχή ροή που διοχέτευε χυμούς στον εγκέφαλο. Ο Κατράκης πατούσε και χόρευε, χόρευε και στοχαζόταν.
Στον Οθέλλο τα πόδια του πραγμάτωσαν μια σοφή σύνθεση των δύο παραπάνω σημάτων. Ξεκομμένα από τα οικεία χώματα τα πόδια του Μαύρου προσπαθούσαν να στεριώσουν σε ξένη γη. Συνεχώς τρίκλιζε και παραπατούσε γιατί γυμνασμένος στις αμμουδιές της πατρίδας έχανε την επαφή στα χαλιά και στα πλακόστρωτα της Βενετιάς. Έπρεπε να προσέξετε τις καμπύλες του πέλματός του. Ψαχούλευαν το έδαφος, όπως η τίγρη στο κλουβί. Διστακτικά και περήφανα. Αμήχανα και «βασιλικά».
Τα μάτια του Δον Κιχώτη
«Δον Κιχώτη», 1973. Μάνος Κατράκης, Παντελής Ζερβός (Σάντσος), Τζόλλυ Γαρμπή (Τερέζα Σάντσαινα) (Πηγή) |
Το θαύμα της φωνής
Το τελευταίο, ήταν η φωνή του. Έγραψα κι αλλού γι’ αυτό το θαύμα και τόνισα την αίσθηση της συνέχειας της γλώσσας που μετέφερε. Ο Κατράκης με τη φωνή του κατάργησε την τυπογραφία. Ξαναέκανε τη γλώσσα μουσική της αγοράς λαού, έδωσε στη γλώσσα, που οι περιπέτειες της αστικοποίησης και της κατανάλωσης την έκαναν εργαλείο συναλλαγής, τη διάσταση της ψυχικής επικοινωνίας που είχε πάντα στη συνείδηση του λαού μας. Την ουσίωσε. Την πήρε από τα μάτια των αναγνωστών και την ακούμπησε στα αυτιά των ανθρώπων. Από το λίχνο της μοναχικής παρηγοριάς μετάφερε την νεοελληνική ποίηση στην Εκκλησία τον Δήμου. Η φωνή του, ένα φυσικό προϊόν που έγινε, με το συναίσθημα, την εμπειρία και την καλλιέργεια, πολιτισμικό φαινόμενων αποκατέστησε τη σχέση των ποιητών με τους φυσικούς τους αποδέκτες, το λαό.
Παγκοσμιότητα
Περίμενα τον Ληρ, αυτό το έργο Διαθήκης, για να μελετήσω την τέχνη του Κατράκη ως σύνολο. Δεν το επέτρεψε ο θάνατος. Έτσι ο συνθετικός τον υποκριτικός κώδικας θα μας μείνει, όπως τον πρότεινε στο Ντα. Πήρε ένα ποιητικό διαμαντάκι ηθογραφικό και του έδωσε παγκοσμιότητα.
Εκεί τα στοιχεία που απαρίθμησα δέθηκαν σε διαλεκτική σχέση. Έγραψα τότε πως ο τρόπος με τον οποίο εισήλθε ο Κατράκης στη σκηνή, ο τρόπος που πρόβαλε στον ορίζοντα του ποιητικού χώρου, ήταν το άπαντο της υποκριτικής τέχνης. Το σώμα-σήμα έδωσε εξαίφνης το στίγμα του. Ο λόγος εγένετο Σαρξ. Γεννήθηκε ένας άνθρωπος πλήρης, αθάνατος. γιατί το ποιητικό γεγονός γίνεται από φθαρτά υλικά αλλά τα υπερβαίνει.
Μίλησαν πολλοί για το ταλέντο του Κατράκη και άφησαν μια υπόνοια μεταφυσικής σ’ αυτή την εκτίμηση. Επειδή δεν πιστεύω στη μαγεία, νομίζω πως το υποκριτικό φαινόμενο τον Κατράκη είναι προϊόν μιας αντιφατικής, δηλαδή πολύ ανθρώπινης ζωής, προϊόν μιας πλούσιας εμπειρίας. Οι αγώνες του, τα βάσανά του, οι έρωτές του, τα πάθη του, ο αξεδίψαστος βίος του, ήταν η μοναδική του προίκα.
Μικρός ήθελε να γίνει ναυτικός. Η μάνα του τον εμπόδισε. Κι όμως ταξίδεψε πολύ με ούριο άνεμο μέσα στο καράβι της τέχνης και της ζωής και εκόμισε μέγα πλούτος και μας τον χάρισε αφειδώλευτα. Τώρα που άραξε στο στερνό λιμάνι, τώρα που έκλεισαν για πάντα τα μάτια του, το ένα θλιμμένο, το άλλο γελούμενο, εμείς θα συνεχίζουμε το ταξίδι μέσα στα θαυμάσια πλούτη που μας κληροδότησε.
***
ειπαν και εγραψαν για τον μανο κατρακη
«Δον Κιχώτη», 1973. Μάνος Κατράκης, Παντελής Ζερβός (Σάντσος) (Πηγή) |
«... Γεννήθηκε, έζησε και ζει πάντα στην Ελλάδα την πηγή της τραγωδίας. Όμως το ταλέντο του ξεπέρασε τα όρια της χώρας του και τον έφερε στο επίπεδο μιας διεθνούς προσωπικότητας. Πολλοί είναι οι ξένοι και ιδιαίτερα οι Γάλλοι συγγραφείς που μπορούν να υπερηφανεύονται ότι υπήρξε ο ερμηνευτής και υπέρμαχός τους. Το θέατρο είναι η πραγματική πατρίδα του Μάνου Κατράκη, δηλαδή βρίσκεται παντού σαν στο σπίτι του...»
(εφημ. Ελεύθερος, 14-2-81)
*
Η Τζένη Καρέζη αναφέρθηκε στον Κατράκη με τα παρακάτω λόγια:
«Χάθηκε ένας από τους δυο ή τρεις μεγαλύτερους ηθοποιούς μας. Ένας σπουδαίος άνθρωπος και ο ωραιότερος άνδρας του ελληνικού θεάτρου. Ήταν φτιαγμένος από γνήσια αρχέγονα υλικά και στο μυθικό μέταλλο της φωνής του πάλλονταν όλη η Ελλάδα. Ανθρώπους με το ύφος και το ήθος τον Κατράκη πολύ δύσκολα τους αποκτάει ένας τόπος.
Γι’ αυτό και όταν τους χάνει το πένθος είναι ασήκωτο».
(εφημ. Ρίζος της Δευτέρας, 3-9-1984)
*
Ο δημοσιογράφος Κώστας Σταματίου έγραψε για το θάνατο του μεγάλου ηθοποιού:
ΑΝΤΙΟ, ΜΑΝΟ!
Έπρεπε να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη ο Μάνος Κατράκης. Γιατί ο θεός τον Ψηλορείτη θα ’χε έτσι κανονίσει, που όσο γερνούσε τόσο ομόρφαινε. Σωστός άγγελος ήταν φέτος με "τα καλά του" στο φεστιβάλ των Κανών.
Όλος ο κόσμος γύριζε και τον κοίταζε. "Le vieux Grec", ο "Γέρο- Έλληνας", ψιθύριζε ο ένας στον άλλον, κι εμένα μου φαινόταν πως έλεγαν: "Le dieux Grec" ο "Έλληνας θεός" Με το θείο κεφάλι, στο λευκό υπογένειο και την κορμοστασιά του δεν έμοιαζε αλήθεια τον Αία ή του Ποσειδώνα; Και πόσο τον καμαρώναμε τα βράδια, με τη Λίντα Άλμα, ανταλλάσσοντας βλέμματα και χαμόγελα. Έφυγε όμορφος. Πάνω στη δόξα του. Αφήνοντάς μας για τελευταία ανάμνηση τη χαραγμένη στον ουρανό μορφή τον Πρόσφυγα -Πατέρα στο Ταξίδι στα Κύθηρα. Ήδη στην έσχατη εικόνα, της σχεδίας στο πέλαγος, μάς αποχαιρετούσε για πάντα, μπαίνοντας στην περιοχή του θρύλου. Αντίο, Μάνο! Κουράγιο, Λίντα!
(εφημ. Τα Νέα, 4-9-1984, στη στήλη «Ο τόνος του πνεύματος»)
*
Η Μελίνα Μερκούρη (υπουργός, τότε, Πολιτισμού και Επιστημών) ανέφερε μεταξύ άλλων στον επικήδειο που εκφώνησε:
Ήσουν ένα παράστημα λεβεντιάς, έτοιμος πάντα για τη μάχη. Είχες δυο χέρια, που ήταν ταυτόχρονα τα πιο τρυφερά και τα πιο δυνατά. Ήσουν η φωνή η πιο αντρίκεια κι η πιο στέρεη, η μοναδική. Άρθρωσες ανεπανάληπτα τον ελληνικό λόγο. Τα κείμενα της λογοτεχνίας μας που εσύ έχεις διαβάσει, δεν μπορούμε να τα νιώσουμε χωρίς το δικό σου μέταλλο. Ήσουν μια συνείδηση ελεύθερη, αλύγιστη, ανυπόταχτη. Πρωτομάστορας του πολιτισμού μας. Πρωτοπόρος σ’ όλους τους λαϊκούς αγώνες.
(εφημ. Ριζοσπάστης, 5-9-1984)
*
Ο ύστατος αποχαιρετισμός του ΚΚΕ στον Μάνο Κατράκη από τον Γρηγόρη Φαράκο, μέλος τότε του ΠΓ της ΚΕ:
Στον Μάνο Κατράχη
Οδυνηρό και σχεδόν ακατόρθωτο είναι, σύντροφε Μάνο, να σ’ αποχαιρετίσω από μέρους της ΚΕ του ΚΚΕ. Ιδιαίτερα σε μένα, που, κείνες τις ύστατες στιγμές σου, πριν ζητήσεις λίγο νερό να ξεδιψάσεις, μου ’δίνες το μέγα μάθημα: Έλεγες χι έδειχνες, ως τις τελευταίες σου ώρες, όλη την έγνοια, την αγάπη και το πάθος σου για του συντρόφους σου, για το Κόμμα σου, που το τίμησες σαν μέλος του.
Πώς να εκφράσω, αγαπημένε μας, αυτό που ήσουν για μας, για όλους μας: Ένας λεβέντης θεότρανος. Ένας μεγάλος καλλιτέχνης, σημαιοφόρος του λαϊκού μας πολιτισμού. Μια βαθιά, ζεστή ανεπανάληπτη φωνή της Ρωμιοσύνης. Ένας ακατάβλητος αγωνιστής, συνεπής ως το τέλος κομμουνιστής. Ένας πραγματικός άνθρωπος.
Παιδί του λαού, ξεκινώντας για τη ζωή, βοηθήθηκες απ’ αυτήν κι από τις νέες ιδέες της κοινωνικής προόδου. Συνδέθηκες φυσιολογικά, από τα νιάτα σον, με ό,τι πιο προχωρημένο είχε το ελληνικό θέατρο, το υπηρέτησες πιστά και τίμια πάνω από 55χρόνια και μεγαλούργησες σ’ αυτό, –αληθινός καλλιτέχνης του λαού.
Πήρες μέρος στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση. Κι ήταν αυτό για τους απόντες βαρύ παράπτωμα. Και σ’ αντάμειψαν με διωγμούς και στερήσεις, με κατατρεγμούς κι άγριους ξυλοδαρμούς. Κι ήπιες ως το τέλος, παλικαρίσια, αγέρωχος, τις πίκρες της Μακρονήσου, της Ικαριάς, του Αϊ-Στράτη. Γιατί, εσύ «ποιούσες ήθος» σα μεγάλος της Τέχνης. Μα γιατί, πρώτ’ απ’ όλα, είχες κάνει την επιλογή σου, στρατευμένος στα ιδανικά του δίκιου, της πανανθρώπινης λευτεριάς, του κομμουνισμού. Κι ήξερες πως όταν δεν υπόγραφες, θυσίαζες, εκείνη την ώρα, ακόμα και το μεγάλο πάθος σου για την τέχνη, τα όνειρά σου να συνδέσεις τ’ όνομά σου με τον Προμηθέα Δεσμώτη, τον Καπετάν-Μιχάλη, το Βασιλιά Ληρ...
Στο βασανιστή σου, στη Μακρόνησο, που σε προκαλούσε «τι μας παρασταίνεις, τον Μαρίνο Κοντάρα» απαντούσες αποστομωτικά: «Τον άνθρωπο»!
Και νίκησες, σύντροφε. Μπόλιασες μέσα σον την ελευθεροφροσύνη του λαού της Κρήτης με τα πλατιά επαναστατικά ιδανικά του σοσιαλισμού. Δοσμένος ολόψυχα στον ελληνικό λαό, «λαό-βασιλιά», στην υπόθεση του ανθρώπου και της ειρήνης, της φιλίας των λαών.
Τώρα, είμαστε υποχρεωμένοι να σε χειροκροτήσουμε για τελευταία φορά. Λάθος το είπα. Θα σε χειροκροτάμε πάντα. Από πουθενά δε θα λείπεις. Κι αν μπορούσαμε, σύντροφε, δε θα λέγαμε πως ερχόμαστε σήμερα στο νεκροταφείο. «Δημόσιο Σήμα» θα ονοματίζαμε το χώρο που θα σε δεχτεί και πάνω από την πέτρα που θα σε σφαλίσει δεν θα γράψουμε μοιρολόγια. Θα λαξέψουμε: ΧΑΙΡΕ!
(εφημ. Ριζοσπάστης, 5-9-1984)
ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ
Στη ζωή, τη σκηνή και την οθόνη
(Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2004)
*
Η Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ για την έκδοση της ΣΕ
Ο «Ερωτόκριτος» του αγώνα και της τέχνης
Πολύτιμη βιοεργογραφία του, από τη «Σύγχρονη Εποχή»
Παραλληλόγραμμο το σχήμα του. Βαθυκόκκινη η καλλιτεχνική, πανόδετη βιβλιοδεσία του. Και πάνω στο ύφασμα πιστά χαραγμένη η καλλιγραφική υπογραφή του, το αρχικό του ονόματός του και ολογράφως το επίθετό του: «Μ. Κατράκης». Κοιτάς το, σαν το αίμα της καρδιάς, βαθυκόκκινο χρώμα της βιβλιοδεσίας, κοιτάς και την όμορφη υπογραφή του και θερμαίνεται η καρδιά σου. Ανασκιρτά η μνήμη, όχι μόνο του νου, αλλά και των αισθήσεων της όρασης και της ακοής. Τον ξαναβλέπεις ζωντανό. Εκείνον τον ψηλό, λεβεντόκορμο, τον καλόγουστα και λιτά κομψό, γοητευτικό άντρα, με το «αετίσιο» βλέμμα, τα μακρυδάχτυλα εκφραστικά χέρια, που «μιλούσαν» τη μέσα - μέσα «γλώσσα» του νου και της ψυχής. Και, προπαντός, θαρρείς πως ξανακούς εκείνη τη μοναδική μαγική φωνή του, που άλλη τέτοια δεν ξανάκουσες και ίσως δε θα ξαναϋπάρξει ποτέ. Θαρρείς πως ανασταίνεται... Πλήθος εικόνες περνούν μπρος στα μάτια σου. Από φωτογραφίες του, από παραστάσεις και ταινίες του, από εκδηλώσεις του ΚΚΕ, των φεστιβάλ της ΚΝΕ, δήμων και άλλων φορέων, που τους τίμησε «δωρίζοντας» τη φωνή του σε εκδηλώσεις τους, ή τον τίμησαν με εκδηλώσεις για εκείνον και μετάλλιά τους.
Και ύστερα αναριγάς, «ξαναβλέποντας» τις εικόνες που αποτύπωσε μόνον η μνήμη, κι όχι ο φωτογραφικός φακός, από τις επισκέψεις και τις κουβέντες μαζί του στο μικρό γραφείο του, στην οδό Εμ. Μπενάκη, από την καθημερινή πρωινή έγνοια του να ταΐσει τα αμέτρητα περιστέρια στο μπαλκονάκι του γραφείου, και εκείνον να τους μιλά, και εκείνα να του «απαντούν» με τιτιβίσματα και γουργουρητά και έτσι ξαναλυπάσαι, όχι μόνο για το χαμό του, αλλά και για τα περιστέρια, που δεν ξαναπάτησαν στο μπαλκονάκι του γραφείου του, όταν, λόγω της αρρώστιας του, το ξενοίκιασε...
Οσοι τον γνώρισαν, τον είδαν στη σκηνή και σε εκδηλώσεις, αυτό θα νιώσουν, αλλά και οι νέοι που δεν πρόλαβαν να έχουν μια ζωντανή εικόνα του, θα μάθουν πολλά και οι πιο αισθαντικοί θα φαντασιωθούν το πώς ήταν ζωντανός, με το εξαιρετικά καλαίσθητο λεύκωμα, που μόλις κυκλοφόρησε η «Σύγχρονη Εποχή». Ο πλήρης τίτλος του, στο χάρτινο εξώφυλλο που προστατεύει την πανόδετη βιβλιοδεσία, είναι «Μάνος Κατράκης (Στη ζωή, στη σκηνή και την οθόνη)». Να σημειώσουμε εδώ ότι την καλλιτεχνική επιμέλεια της έκδοσης υπογράφει ο σπουδαίος ζωγράφος - χαράκτης και αγωνιστής Γιώργος Βαρλάμος.
Πρόκειται, δηλαδή, για βιοεργογραφία για τον μεγάλο ηθοποιό. Για μιαν «αθάνατη» - λόγω του τεράστιου και σπάνιου μεγέθους της - μορφή της θεατρικής τέχνης. Μορφή, την οποία, επιπλέον, «κόσμησαν» η ολότελα ξεχωριστή υπόσταση του ανθρώπου, και το «διάδημα» του αγωνιστή του ΕΑΜ και του αταλάντευτου, μέχρι το τέλος της ζωής του, κομμουνιστή Μάνου Κατράκη. Τη βιοεργογραφία υπογράφουν οι νέοι θεατρολόγοι Βασίλης Γ. Μαρτσάκης, Μαρία Στ. Καραγεώργου, Αικατερίνη Π. Δεμέστιχα.
Πλούτος «πηγών»
Η συγγραφή της βιοεργογραφίας ανατέθηκε πριν από αρκετά χρόνια από τον ανιψιό του αλησμόνητου ηθοποιού, σκηνοθέτη και ηθοποιό Στάθη Λιβαθινό. Οι «πηγές» των ερευνητών ήταν πολλές: Το προσωπικό αρχείο του ηθοποιού (στο οποίο διασώζονται και ποιήματα και σχέδιά του, κυρίως από τα χρόνια της εξορίας, όπου πολλοί εξόριστοι, με τη βοήθεια του Ρίτσου και άλλων συγκρατουμένων λογοτεχνών και εικαστικών, «μυούνταν» στην ποίηση και στη ζωγραφική). Το αρχείο της συντρόφισσάς του Λίντας Αλμα. Αφηγήσεις της Λίντας στους τρεις συγγραφείς. Το φωτογραφικό αρχείο του «Ριζοσπάστη». Συνεντεύξεις του Μ. Κατράκη και της Λίντας Αλμα σε αστικές εφημερίδες και περιοδικά (θεατρικά και μη). Θεατρικού, κινηματογραφικού και άλλου περιεχομένου βιβλία. Θεατρικές κριτικές. Ποιήματα που γράφτηκαν για εκείνον (λ.χ., του Ρίτσου και του ομοτέχνου του Θάνου Κωτσόπουλου). Το Αρχείο του «Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου», του θιάσου του Μάνου Κατράκη, το οποίο - όπως και άλλα θεατρικά κειμήλια του ηθοποιού, κοστούμια, προγράμματα και φωτογραφίες παραστάσεων του «ΕΛΘ», καθώς και έργων που έπαιξε στο Εθνικό Θέατρο, στο ΚΘΒΕ, και σε άλλα θέατρα - βρίσκεται στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά. Η βιοεργογραφία «Μάνος Κατράκης», σε επιμέλεια Κ. Κουτσαυτίκη - Αγ. Κώττη (εκδόσεις Καστανιώτη, 1984). Το Θεατρικό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, αρχεία της ΜΙΝΟΣ-ΕΜΙ, της ΕΡΤ, άλλων φορέων και ιδιωτών.
«Αν ο Μάνος Κατράκης μεσουρανούσε στη θεατρική ζωή του τόπου μας, δεν το χρωστάει μονάχα στο λεβέντικο παράστημα και στο συναρπαστικό φωνητικό όργανο, μα στην απόλυτη ψυχική του αφοσίωση στην Τέχνη. Δίχως συμφεροντολογικά κίνητρα, δίχως συμβιβασμούς και αυτοθαυμασμούς, μας πρόσφερε παραστάσεις με πνευματικό μήνυμα, πατριωτικό αίσθημα και ανθρώπινη πνοή. Οσο παράξενο κι αν φαίνεται, η "υποκριτική τέχνη" δε στηρίζεται στην υποκρισία, αλλά στην ψυχική ειλικρίνεια. Και την ειλικρίνεια αυτή - που χαρακτήριζε τον Κατράκη σαν ηθοποιό και σαν άνθρωπο - τη συνδυάζω με κάτι που μου είπε, όταν ετοιμάζαμε μια παράσταση: "Θα προτιμούσα να μην τονίσω τη φράση αυτή όπως τη θέλεις, γιατί, αν την πω έτσι, δε θα είμαι εγώ"», επισημαίνει ο κορυφαίος σκηνοθέτης και συγγραφέας Αλέξης Σολομός, προλογίζοντας το βιβλίο.
Αδάμαστος και ευαίσθητος
Αυτή η ανθρώπινη ιδιότητα του Μ. Κατράκη, η ειλικρίνεια, αναδύεται με την παρακολούθηση, από τους συγγραφείς, όλης της διαδρομής της προσωπικής ζωής του, των ΕΑΜικών του αγώνων, των χρόνων στην εξορία, της πάμπλουτης καλλιτεχνικής πορείας του, της κομμουνιστικής του «ταυτότητας». Η βιογραφία του αρχίζει από τα γεννητούρια και τα παιδικά του χρόνια στο Καστέλι Κισσάμου, όπου ξαναγύριζε όποτε μπορούσε για να ξαναθυμηθεί τον έμπορο πατέρα του, Χαράλαμπο Κατράκη, από τον οποίο ορφάνεψε νωρίς, τα άλλα τέσσερα αδέρφια του και την κυρα - Ειρήνη, τη μάνα του, που τη λάτρευε και της έμοιαζε πολύ στο πρόσωπο, στον πεισματικό χαρακτήρα και στην αδάμαστη ψυχή. Ας θυμίσουμε έναν, καταγραμμένο, σχεδόν δύο δεκαετίες πριν στο «Ρ», διάλογό του με τη μάνα του, ως δείγμα του χαρακτήρα και των δυο (ο διάλογος παρατίθεται και στο βιβλίο). Η κυρά - Ειρήνη, όπως όλες οι μανάδες των κρατουμένων αγωνιστών, υπέφερε με τον εγκλεισμό του παιδιού της. Σε μια συνάντησή τους στην εξορία, ο Κατράκης δοκίμασε την ψυχική αντοχή της μάνας του: -«Τι είναι Μανόλη;» -«Θες να ’ρθω στο σπίτι, μάνα;» -«Πώς θα ’ρθεις;» -«Ε... θα υπογράψω και θα ’ρθω»- «Ίντα να υπογράψεις;» -«Δήλωση» -«Ιντα δήλωση;» -«Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι...» -«Και δεν είσαι;» -«Είμαι» -«Μην υπογράψεις, κερατά, μην υπογράψεις...».
Οι ιδέες, η ειλικρίνεια, το ανυπότακτο του χαρακτήρα, η ανθρώπινη και κοινωνική ευαισθησία, η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, αλλά και η κρητική ποιητική φύση του Κατράκη αντανακλώνται και σε ποιήματά του, τα οποία παρατίθενται στο βιβλίο. Ας πάρουμε μια «γεύση» τους.
Στ’ ακροθαλάσσι του Αϊ - Στράτη
κρυφά από του Θεού το μάτι
Ζουν άνθρωποι και ωριμάζουν
καινούριο κόσμο ετοιμάζουν.
*
Κείνο το βράδυ στη χαράδρα...
Δεν το ξεχνάω φίλε
Είχανε σπάσει δυο μπαμπού
στα κόκαλά μου...
Η ανανδρία θυμάμαι
τα ’βαλε με τη λεβεντιά
κείνο το βράδυ
Μα το νεράκι πού το βρήκες
σύντροφέ μου;
Τώρα που πέρασαν οι πόνοι
σε βλέπω αδύνατο κι ωχρό
να σεργιανάς
Κι είπα να σου ’δινα το χέρι
για να ξοφλήσω τη δροσιά
κείνης της νύχτας
Μα το νεράκι πώς το βρήκες
ο νεράκι
σ’ εκείνο τ’ άνυδρο το ρέμα.
*
Κι ένα ακόμα για την «εκσυγχρονισμένη» Αθήνα:
Πώς έγινες Αθήνα μου
με το καινούριο ρούχο
θυμάσαι πως σε είχαμε
ντυμένη στα παλιά;
Σα να θωρώ μου φαίνεται
ηνίοχο ευνούχο
ή σαν αηδόνι να γροικώ
με κόρακα λαλιά.
*
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.