του Βιτόριο ντε Σίκα
Από Πέμπτη 1 Ιουνίου στον ΖΕΦΥΡΟ
Επανέκδοση από τη NEW STAR
Επανέκδοση από τη NEW STAR
*
Ένα από τα τελευταία αριστουργήματα του Ιταλικού Νεορεαλισμού.
Το μελόδραμα σε όλο του το μεγαλείο.
Μια από τις συγκλονιστικότερες αντιπολεμικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, με ρεσιτάλ ερμηνείας από το πρωταγωνιστικό ζεύγος
Σοφία Λόρεν-Μαρτσέλο Μαστρογιάνι
Το σύμβολο της γυναικείας σαγήνης, η Σοφία Λόρεν «συστέλλεται» για να μεταδώσει πληθώρα συναισθημάτων σε μια συνταρακτική ιστορία αγάπης, από τον ανέμελο έρωτα έως την αγωνία της ιστορικής πραγματικότητας, σε ένα κόσμο που αγωνίζεται, φθείρεται και συνεχίζει να ζητά απαντήσεις.
Η Σοφία Λόρεν βραβεύεται με David di Donatello καλύτερης ηθοποιού.
Ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι, ο (κατά Κατρίν Ντενέβ) ελληνικής καταγωγής, ο κορυφαίος του ιταλικού κινηματογράφου, μεταμορφώνεται από νεαρό νεοσύλλεκτο, σε χαμένη ψυχή που αργοσβήνει στο ρωσικό χειμώνα και εν συνεχεία σε ανώνυμο εργάτη με την κρυφή ζωή που γκρεμίζεται.
Λουντμίλα Σαβέλιεβα η ηθοποιός που έγινε γνωστή μέσα από το ρόλο της Νατάσα Ρόστοβα στην επική ταινία «Πόλεμος και Ειρήνη».
Στα χέρια του Βιτόριο Ντε Σίκα, το «Ηλιοτρόπιο» μετατρέπεται από φτηνό μελόδραμα σε μια δυνατή, σπαραχτική ιστορία.
Η μουσική του Χένρι Μαντσίνι (υποψήφια για Όσκαρ) βρίσκεται ανάμεσα στις καλύτερες στιγμές μιας ανεπανάληπτης καριέρας.
Από τους παραγωγούς του ΔΟΚΤΩΡ ΖΙΒΑΓΚΟ
*
ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ
ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ
Σκηνοθεσία: Βιτόριο ντε Σίκα
Σενάριο: Τονίνο Γκουέρα
Μουσική: Ενρίκο Νίκολα Μαντσίνι
Πρωταγωνιστούν: Σοφία Λόρεν, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Λουντμίλα Σαβέλιεβα, Γκαλίνα Αντρέγιεβα και Κάρλο Πόντι τζιούνιορ.
ΣΥΝΟΨΗ
Ένα νεαρό ζευγάρι, η Σοφία Λόρεν και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, παντρεύονται το 1940, λίγο πριν την έναρξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, λίγο πριν αυτός σταλεί με τις ιταλικές δυνάμεις να πολεμήσει, στο πλευρό των Γερμανών στο Ανατολικό Μέτωπο.
Οι περισσότεροι από τους Ιταλούς βρέθηκαν να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν τις πολεμικές συνθήκες κάτω από το δύσκολο παγωμένο ρώσικο χειμώνα. Μαζί με αυτούς εικάζεται ότι χάθηκε και ο νεαρός σύζυγός της που δεν γύρισε ποτέ.
Η ηρωίδα δεν πείθεται και προσπαθεί να μάθει την αλήθεια, με κάθε τρόπο. Πεισματικά θα καταφέρει να εξασφαλίσει να πάει να τον βρει, παίρνει βίζα για τη Σοβιετική Ένωση και ξεκινά την αναζήτηση του αγαπημένου της.
Ακολουθεί τα βήματα του ‘’καταδικασμένου’’ τάγματος στο Ανατολικό Μέτωπο και φθάνει σε ένα απέραντο κάμπο με ηλιοτρόπια, που είναι και μνημείο ταφής των ιταλών στρατιωτών. Η ζωή όμως απρόβλεπτη τη φέρνει μπροστά σε μια επώδυνη συνάντηση με τον σύζυγο της, που ζει πια παντρεμένος με μια ρωσίδα και την κόρη τους…
Λίγα λόγια για την ταινία
Με τη σκηνοθετική δεξιοτεχνία του ο Βιτόριο ντε Σίκα δημιουργεί ένα κινηματογραφικό αριστούργημα, ένα αποκαλυπτικό πεδίο μάχης στον παγωμένο ρώσικο χειμώνα και μετατρέπει μια συνηθισμένη ίσως ιστορία σε μια δυνατή ρεαλιστική πραγματικότητα της βαρβαρότητας του πολέμου. Χαρακτηριστική η σκηνή με τους Ιταλούς στρατιώτες σε μια ακολουθία να οδηγούνται ο ένας μετά τον άλλο. στον παγωμένο θάνατο.
Στο «Ηλιοτρόπιο» ο Ντε Σίκα καταφέρνει ένα εντυπωσιακό πολλαπλό επίτευγμα. Με τις οδηγίες του η Σοφία Λόρεν, το σύμβολο της γυναικείας σαγήνης, «συστέλλεται» για να μεταδώσει πληθώρα συναισθημάτων, σε μια συνταρακτική ιστορία αγάπης, από τον ανέμελο έρωτα έως την αγωνία της ιστορικής πραγματικότητας, σε ένα κόσμο που αγωνίζεται, φθείρεται και συνεχίζει να ζητά απαντήσεις. Είναι ίσως ο αμέσως δυνατότερος ρόλος της, δέκα χρόνια μετά της «Ατιμασμένης» (1960), που της είχε χαρίσει το Όσκαρ και αυτή τη φορά βραβεύεται με David di Donatello καλύτερης ηθοποιού. Η, έτσι κι αλλιώς, εντυπωσιακή θηλυκή παρουσία της, μεταγγίζει πλήθος συναισθημάτων με τη ‘’γλώσσα’’ του σώματος και της υποκριτικής της, ξεφεύγοντας από οποιαδήποτε δραματική συνηθισμένη μορφή.
Ο αγαπημένος της γοητευτικής Λόρεν, ο εξίσου γοητευτικός, Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι, ο ελληνικής καταγωγής, κορυφαίος του ιταλικού κινηματογράφου, μεταμορφώνεται από νεαρό νεοσύλλεκτο, σε χαμένη ψυχή που αργοσβήνει στο ρωσικό χειμώνα και εν συνεχεία σε ανώνυμο εργάτη με την κρυφή ζωή που γκρεμίζεται. Ο Μαστρογιάνι μας οδηγεί στην αναπόφευκτη φθορά που αφήνει πίσω η κτηνωδία του πολέμου, ένας νέος που χαίρεται τη ζωή απομένει ένα ράκος και η ζωή του μετατρέπεται σε τραγωδία.
Όμως ο Ντε Σίκα δεν στάθηκε μόνο πάνω από τους πρωταγωνιστές αλλά σαν πραγματικός δημιουργός επέλεξε να εμπιστευτεί τον Ενρίκο Νίκολα Μαντσίνι να δημιουργήσει τη μουσική εκείνη που έντυσε κατάσαρκα με φυσικότητα τις σκηνές και ακολούθησε τις εναλλαγές των συναισθημάτων από σεκάνς σε σεκάνς. Ο ιταλικής καταγωγής Μαντσίνι, Αμερικανός μουσικοσυνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και διασκευαστής μουσικής, γνωστός κυρίως για τη μουσική που έγραψε για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, βρέθηκε στο «Ηλιοτρόπιο» να διεκδικεί Όσκαρ, σε μια ταινία σταθμός στην ιστορία του.
Μια από τις άγνωστες λεπτομέρειες της ταινίας, το παιδί που υποδύεται τον γιο της Σοφία Λόρεν, δεν ήταν άλλος από τον, 2 χρονών τότε, πραγματικό της γιο, Κάρλο Πόντι τζούνιορ.
Βιτόριο Ντε Σίκα
Ο Βιτόριο ντε Σίκα (1901-1974) δεν χρειάζεται συστάσεις. Ή μήπως χρειάζεται; Δυστυχώς, όσο ο καιρός περνά τόσο οι θεμελιωτές κινημάτων και τάσεων που χάραξαν τομές στην ιστορία της τέχνης ανοίγοντας - χωρίς απαραιτήτως να το καταλαβαίνουν -δρόμους στους νεότερους δημιουργούς απομακρύνονται από τη μνήμη μας. Ο Ντε Σίκα ανήκει σε αυτούς τους θεμελιωτές. Ο χαρακτηρισμός «πατέρας του νεορεαλισμού» ίσως να ακούγεται κάπως λαϊκίστικος, δεν είναι όμως. Αυτό ακριβώς υπήρξε και για; αυτόν ακριβώς τον λόγο κατηγορήθηκε από τους επικριτές του. «Κατηγορήθηκε» για θεματική ρηχότητα και συναισθηματική «ευκολία» στην προβληματική και στην προσέγγιση των θεμάτων του. Χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι ο Ντε Σίκα δεν σκηνοθέτησε τέσσερα κινηματογραφικά αριστουργήματα στη σειρά, μέσω των οποίων μάθαμε για τη μεταπολεμική Ιταλία περισσότερα από όσα μας έδωσε στο σύνολό του όλος ο υπόλοιπος ιταλικός κινηματογράφος («Ο κλέφτης των ποδηλάτων», «Sciuscia», «Θαύμα στο Μιλάνο», «Ουμπέρτο Ντ.»).
Μια προσεκτική επιλογή των κορυφώσεων της καριέρας του είναι ένα μικρό κινηματογράφο φιλικό ταξίδι με αφετηρία την πρώτη ταινία του «Τα παιδιά μας βλέπουν» («Ι bambini ci guardano», 1943). Ανάμεσα στους σταθμούς θα βρούμε τον αντιπροσωπευτικότερο τίτλο του, «Ο κλέφτης των ποδηλάτων» («Ladri di biciclette», 1948), ενώ τελευταία χρονολογικά ταινία της όψιμης φάσης του είναι ο «Κήπος των Φίντσι Κοντίνι» («Il giardino dei Finzi Contini», 1970).
Ο Ντε Σίκα, ο οποίος γεννήθηκε έξω από τη Ρώμη το 1901, εισχώρησε από μικρός στον χώρο του θεάματος και η άνοδός του ήλθε σύντομα. Κατ΄αρχήν ηθοποιός και μάλιστα σταρ της προπολεμικής περιόδου, άρχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία το 1940 συμμετέχοντας στη δημιουργία τεσσάρων κωμωδιών. Από την πρώτη κιόλας προσωπική ταινία του, «Τα παιδιά μάς βλέπουν» (πικρό σχόλιο επάνω στον τρόπο ζωής μιας μικροαστικής οικογένειας), φάνηκε το ρεαλιστικό ύφος που αργότερα θα γινόταν το σήμα κατατεθέν του ιταλικού κινηματογράφου. Ο ιταλικός νεορεαλισμός γεννήθηκε μέσα στο χάος. Η ιταλική κοινωνία μετά τον πόλεμο ψυχορραγούσε αλλά δεν λύγιζε στην προσπάθειά της να σταθεί και πάλι όρθια. Σκηνοθέτες όπως ο Ντε Σίκα, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, ο Τζιουζέπε ντε Σάντις και (πριν από αυτούς) ο Λουκίνο Βισκόντι εισχώρησαν με τον φακό τους σε φυσικούς, άθλιους χώρους και με ερασιτέχνες ηθοποιούς έδωσαν μέγεθος στην «ασημαντότητα της καθημερινότητας». Απλά γεγονότα, όπως η προσπάθεια ενός οικογενειάρχη να ξαναβρεί το κλεμμένο εργαλείο για τη δουλειά του, ένα ποδήλατο, απέκτησαν μέσω του νεορεαλισμού οικουμενικό χαρακτήρα, οξειδώνοντας το ασημί της κινηματογραφικής οθόνης.
Όταν επήλθε το τέλος του νεορεαλισμού, ο κινηματογράφος του Ντε Σίκα διαφοροποιήθηκε, έγινε περισσότερο προσιτός στο πλατύ κοινό. Υπέγραψε δράματα και κωμωδίες με δημοφιλείς σταρ, σαν την «Ατιμασμένη» που χάρισε στη Σοφία Λόρεν το Οσκαρ πρώτης γυναικείας ερμηνείας και το «Χθες, σήμερα, αύριο» («Oggi, ieri, domani», 1963) το οποίο τιμήθηκε με το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης παραγωγής (το ίδιο βραβείο κέρδισαν τρεις ακόμη ταινίες του Ντε Σίκα, το «Sciuscia», ο «Κλέφτης των ποδηλάτων» και ο «Κήπος των Φίντσι Κοντίνι»).
Αδιαφιλονίκητα, ο Ντε Σίκα υπήρξε ένας αφοσιωμένος μαχητής του κινηματογράφου, εκείνος που έδωσε στο ιταλικό σινεμά αίγλη και του χάρισε διεθνή αναγνώριση στην πιο απίθανη εποχή. Αν το καλοσκεφθούμε, η μόνη ήττα του ήταν απόρροια ενός πάθους που ποτέ δεν ξεπέρασε. Ο τζόγος εν τέλει τον κατέστρεψε.
Πέθανε καταχρεωμένος στο Παρίσι το 1974. Άφησε όμως σε όλους μας μια ανεκτίμητη κληρονομιά.
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
I Girasoli - Το Ηλιοτρόπιο (1970)
Il Giardino dei Finzi-Contini - Ο Κήπος των Φίντσι Kοντίνι (1970)
Matrimonio all`Italiana - Γάμος αλά Ιταλικά (1964)
Ieri, oggi, domani - Χθες, σήμερα, αύριο (1963)
Il Giudizio Universale - Η Ωρα της Μεγάλης Κρίσεως (1961)
La Ciociara - Η Ατιμασμένη (1960)
Anna di Brooklyn - Η Ωραία του Μπρούκλιν (1958)
Stazione Termini - Ο Τελευταίος Σταθμός (1953)
Umberto D. - Οτι Μου Αρνήθηκαν οι Ανθρωποι (1952)
Miracolo a Milano - Θαύμα στο Μιλάνο (1951)
Ladri di Biciclette - Κλέφτης Ποδηλάτων (1949)
Sciuscia - Λούστρος Παπουτσιών (1946)
Σοφία Λόρεν
Η Σοφία Λόρεν, γεννημένη στις 20 Σεπτεμβρίου 1934, είναι Ιταλίδα ηθοποιός. Θεωρείται από πολλούς η πιο δημοφιλής Ιταλίδα ηθοποιός της γενιάς της.
Η Λόρεν γεννήθηκε με το όνομα Sofia Villani Scicolone στην Κλινική Βασίλισσα Μαργαρίτα (Regina Margherita) της Ρώμης στις 20 Σεπτεμβρίου 1934 με γονείς τους Riccardo Scicolone και Romilda Villani. Ο Riccardo αρνήθηκε να παντρευτεί τη Romilda, αφήνοντάς τη χωρίς υποστήριξη. Η μητέρα της ήταν καθηγήτρια πιάνου που προσπαθούσε να γίνει ηθοποιός. Η Romilda μαζί με τις δύο κόρες της, Σοφία και Μαρία, επέστρεψαν στην πατρίδα της στο Ποτσουόλι (Pozzuoli), κοντά στη Νάπολη όπου και μεγάλωσαν με τη βοήθεια της γιαγιάς της Σοφίας.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου,το λιμάνι και τα εργοστάσια πυρομαχικών στο Ποτσουόλι έγιναν συχνά στόχοι βομβιστικών επιθέσεων από τους συμμάχους. Κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής, καθώς η Σοφία έτρεχε προς το καταφύγιο, χτυπήθηκε από μια οβίδα στο σαγόνι. Στη συνέχεια, η οικογένεια μετακόμισε στη Νάπολη και παρακάλεσε κάποιους μακρινούς συγγενείς να τους περιμαζέψουν. Μετά τον πόλεμο, η Σοφία και η οικογένειά της επέστρεψαν στο Ποτσουόλι. Η γιαγιά Λουίζα διασκεύασε σε αίθουσα το σαλόνι του σπιτιού, πουλώντας σπιτικό λικέρ από κεράσι. Η Ρομίλντα έπαιζε πιάνο, η Μαρία τραγουδούσε και η ντροπαλή Σοφία σέρβιρε και έπλενε τα πιάτα.
Σε ηλικία 14 ετών η Λόρεν συμμετείχε σε διαγωνισμό ομορφιάς στη Νάπολη και παρότι δεν κέρδισε, αναδείχθηκε σε μία από τις πρώτες. Αργότερα ξεκίνησε μαθήματα υποκριτικής και επιλέχθηκε για την ταινία Quo Vadis, αφετηρία στην κινηματογραφική της καριέρα. Τελικά άλλαξε το όνομά της σε Σοφία Λόρεν.
Η Λόρεν συνάντησε τον Κάρλο Πόντι το 1950 κατά τη διάρκεια ενός διαγωνισμού ομορφιάς στον οποίο εκείνος ήταν κριτής. Αφού είχε βοηθήσει την καριέρα της Τζίνα Λολομπρίτζιτα να εκτοξευθεί, βοήθησε και τη Λόρεν να πάρει πολλούς μικρούς ρόλους. Αργότερα, ενώ ήταν στην Ατλάντα των ΗΠΑ το 1957, έβαλε δικηγόρους να του βγάλουν το διαζύγιό του στο Μεξικό από την τότε σύζυγό του Τζουλιάνα και ένα πιστοποιητικό του γάμου κατ' εξουσιοδότηση της Λόρεν. Η Ιταλία δεν αναγνώριζε τα διαζύγια, εκείνη την εποχή, και η Καθολική Εκκλησία αποκήρυξε το γάμο. Το 1962 λύθηκε. Μετά από αυτό, ο Πόντι πρότεινε στη Τζουλιάνα να μετακομίσουν οι τρεις τους στη Γαλλία, όπου επιτρέπονταν τα διαζύγια, και να γίνουν Γάλλοι πολίτες. Το 1965 η Τζουλιάνα Πόντι χώρισε τον άντρα της, επιτρέποντας στον Πόντι να παντρευτεί τη Λόρεν το 1966 με πολιτικό γάμο στις Σέβρες.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, το αστέρι της Λόρεν στο Χόλιγουντ άρχισε να λάμπει με ταινίες όπως αυτές του 1957: Το παιδί και το δελφίνι (Boy on a Dolphin) και Υπερηφάνια και πάθος (The Pride and the Passion), στο οποίο συμπρωταγωνίστησε με τον Φρανκ Σινάτρα και τον Κάρι Γκραντ.
Η Λόρεν απέκτησε παγκόσμια φήμη χάρη σε ένα συμβόλαιο για πέντε ταινίες με την Paramount Pictures.
Το 1960, η ερμηνεία της Λόρεν στην ταινία του Βιττόριο ντε Σίκα Η ατιμασμένη (La Ciociara) της έφερε πολλά βραβεία συμπεριλαμβανομένων κι αυτών στα κινηματογραφικά φεστιβάλ των Καννών, της Βενετίας και του Βερολίνου. Η ερμηνεία της βραβεύτηκε, επίσης, με το Βραβείο Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, το πρώτο σημαντικό Όσκαρ που δόθηκε σε μη-αγγλόφωνη ερμηνεία. Αρχικά, η θλιβερή, έντονη ιστορία μιας μητέρας και μιας κόρης που επιβιώνουν σε μια διαλυμένη από τον πόλεμο Ιταλία με την Άννα Μανιάνι στο ρόλο της μητέρας της Σοφία. Οι διαπραγματεύσεις, όμως, πιθανόν εξαιτίας της αμοιβής της, κατέρρευσαν και το σενάριο ξαναγράφτηκε για να υποδυθεί η Λόρεν τη μητέρα και η Ελεονόρα Μπράουν την κόρη.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60, η Λόρεν ήταν μια από τις πιο δημοφιλείς ηθοποιούς του κόσμου και συνέχιζε να κάνει ταινίες και στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α παίζοντας μαζί με γνωστούς πρωταγωνιστές. Το 1964, η καριέρα της έφτασε στο ζενίθ της, όταν έλαβε 1.000.000 δολάρια για να παίξει στην ταινία Η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (The Fall of the Roman Empire).
Ανάμεσα στις πιο γνωστές ταινίες της Λόρεν από εκείνη την περίοδο είναι η επική παραγωγή του Σάμιουελ Μπρόνστον Ελ Σιντ (El Cid,1961) με τον Τσάρλτον Ίστον, Η εκατομμυριούχος (The Millionairess, 1960) με τον Πίτερ Σέλλερς, Διακοπές στη Νάπολη (It started in Naples, 1960) με τον Κλαρκ Γκέιμπλ, το Χθες, Σήμερα, Αύριο (Ieri, oggi, domani, 1963) του Βιττόριο ντε Σίκα με το Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, η Λαίδη Λ. (Lady L, 1965) του Πίτερ Ουστίνοφ με τον Πωλ Νιούμαν, η κλασική ταινία του 1966 Αραμπέσκ (Arabesque) με τον Γκρέγκορι Πεκ, και στην τελευταία ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, Η Κόμισσα από το Χονγκ Κονγκ (A Countess from Hong Kong,1967) με τον Μάρλον Μπράντο.
Παρά την αποτυχία πολλών ταινιών της να γεμίσουν τα ταμεία, η Λόρεν έχει μια εντυπωσιακή λίστα με συνεργασίες με διάσημους πρωταγωνιστές. Αδιαμφισβήτητα, έχει δώσει γοητευτικές ερμηνείες και έχει φορέσει μερικά από τα πιο πλουσιοπάροχα κοστούμια που δημιουργήθηκαν ποτέ για τον κινηματογράφο. Μερικές από τις πιο ελκυστικές της ερμηνείες περιλαμβάνουν τις ταινίες Η Πριγκίπισσα Ολυμπία (A Breath of Scandal, 1960), Madame Sans-Gêne (1962), Η Διαβολογυναίκα (Heller in Pink Tights, 1960), και το Μια φορά κι έναν καιρό (More than a Miracle, 1967).
Το 1991, η Λόρεν έλαβε ένα Τιμητικό Όσκαρ για τη συνεισφορά της στον παγκόσμιο κινηματογράφο και την αποκάλεσαν "έναν από τους θησαυρούς του παγκόσμιου κινηματογράφου". Το 1995, έλαβε το τιμητικό Βραβείο Cecil B. DeMille στις Χρυσές Σφαίρες.
Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει εικοστή πρώτη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.
Μαρτσέλο Μαστρογιάνι
Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους Ιταλούς ηθοποιούς της γενιάς του που κατάφερε να γνωρίσει παγκόσμια επιτυχία και να συνδυάσει το υποκριτικό ταλέντο με την αρρενωπότητα.
Γεννημένος στις 28 Σεπτεμβρίου του 1924 στη Fontana Liri, ένα μικρό χωριό στην επαρχία Frosinone της Lazio, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Τορίνο και τη Ρώμη. Γονείς του ήταν η Ίντα και ο Οτόνε Μαστρογιάνι Ο πατέρας του διατηρούσε ένα ξυλουργείο, ενώ ο θείος του Οτόνε Μαστρογιάνι, ήταν γνωστός Ιταλός γλύπτης.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κατόπιν της διαίρεσης της Ιταλίας σε εκείνη των Δυνάμεων του Άξονα και των Συμμάχων αντίστοιχα, ο Μαστρογιάνι κρατήθηκε έγκλειστος σε ένα γερμανικό στρατόπεδο με χαλαρή φύλαξη από το οποίο κατάφερε να δραπετεύσει και να βρει καταφύγιο στη Βενετία. Αυτά θα είναι ίσως και τα πιο δύσκολα χρόνια για τον μεγάλο αυτό ηθοποιό του ιταλικού κινηματογράφου.
Εκτός από την απόκτηση της πρώτης του κόρης, ο Μαστρογιάνι απέκτησε και μία κόρη με την ηθοποιό Κατρίν Ντενέβ, με την οποία διατηρούσε μακροχρόνια σχέση τη δεκαετία του 1970, την Κιάρα Μαστρογιάνι.
Η καριέρα του ξεκίνησε το 1945, όταν ο νεαρός ακόμα Μαστρογιάνι, ξεκίνησε να εργάζεται για την κινηματογραφική εταιρεία ‘Eagle Lion Films’, λαμβάνοντας παράλληλα και μαθήματα υποκριτκής. Ο πρώτος του ρόλος ήταν στην ταινία του 1948, Meserabili, η οποία σύντομα θα του άνοιγε τις πόρτες για κάτι πολύ μεγαλύτερο, αφού το έμπειρο μάτι του Luchino Visconti θα τον ανακάλυπτε.
Το 1957, ο Visconti του έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Le notti bianche, που αποτελούσε προσαρμογή του ομώνυμου έργου του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι για να ακολουθήσει η ταινία I soliti ignoti.
Σύντομα στο πρόσωπό του οι εταιρείες παραγωγής βρήκαν τον επόμενο ζεν πρεμιέ με ένα εξαιρετικό συνδυασμό υποκριτικού ταλέντου και φυσικής χάρης. Η φήμη του ξέφυγε από τα στενά όρια του Ιταλικού κινηματογράφου θέτοντάς τον στην ελίτ των παγκόσμιων διασημοτήτων της έβδομης τέχνης, ύστερα από τις συμμετοχές του στις ταινίες Big Deal on Madonna Street και La Dolce Vita, του Φελλίνι το 1960 δίπλα στην Anita Ekberg, υποδυόμενος έναν απογοητευμένο κοσμικογράφο που περνά τις μέρες του εξερευνώντας την υψηλή κοινωνία της Ρώμης.
Μετά το La Dolce Vita, ο Μαστρογιάνι δεν θα μπορούσε εύκολα να αποχωριστεί τον Φελλίνι με τον οποίο ξανασυνεργάστηκε για την ταινία 8½.
Ανάμεσα στις ταινίες που ξεχωρίζουν κατά τη διάρκεια της καριέρα του βρίσκονται τα έργα, La Notte, Divorzio all’ italiana, Ieri, Oggi, Domani, Marriage Italian Style, Una giornata particolare και Oci ciornie με παρτενέρ του την Σοφία Λόρεν. Μαζί το κινηματογραφικό αυτό δίδυμο υπήρξε ένα από τα πιο επιτυχημένα αλλά και μακροβιότερα της εποχής του με χιλιάδες θαυμαστές αλλά και κριτικούς να τους αποθεώνουν.
Ο Μαστρογιάνι και η Σοφία Λόρεν γύρισαν μαζί 14 ταινίες σε περισσότερα από 20 χρόνια ενώ, ο Μαστρογιάνι μαζί με τους Jack Lemmon και Dean Stockwell αποτέλεσαν τους μοναδικούς ηθοποιούς που κατάφεραν να κερδίσουν εις διπλούν το Βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού στο Φεστιβάλ των Καννών κατά τη διάρκεια της καριέρας τους.
Ο Μαστρογιάνι απέσπασε το Βραβείο για τις ταινίες του Dramma della gelosia- tutti I particolari in cronaca και Dark Eyes το 1970 και το 1987 αντίστοιχα.
Τρεις φορές προτάθηκε για Βραβείο Όσκαρ για τις ταινίες Divorzio all’ italiana, το 1961, Una giornata particolare, το 1977 και Oci ciornie το 1987, ενώ την τελευταία δεκαετία της ζωής του συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο Bertrand Blier και ο Raoul Ruiz.
Το Φεστιβάλ της Βενετίας θέσπισε δύο χρόνια μετά τον θάνατό του το Βραβείο Marcello Mastroianni για τον καλύτερο πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό.
Λουντμίλα Σαβέλιεβα
Η Λουντμίλα Σαβέλιεβα γεννήθηκε το 1942 στην Σοβιετική Ένωση. Έγινε γνωστή μέσα από τον ρόλο της Natasha Rostova στην επική ταινία «Πόλεμος και Ειρήνη».
Η φυσική ομορφιά της και το στυλ της απέσπασαν πολλά θετικά σχόλια από κριτικούς ανά τον κόσμο. Το 1969, πήγε στα βραβεία της Ακαδημίας Κινηματογράφου στο Χόλυγουντ, για να αντιπροσωπεύσει την ταινία «Πόλεμος και Ειρήνη» η οποία και απέσπασε το βραβείο για την Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.