Δεκέμβρης 1944 (17)

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Ο Άγιος Ρίτσος της Πρωτομαγιάς: Από τον κάθε στίχο του ρέει ένα ποτάμι (13 ποιήματα)

Γιάννης Ρίτσος
Πρωτομαγιά 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα
Σχέδιο (4ο από 4 του Ρίτσου), Μπάμπης Ζαφειράτος, 29.IV.2016 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)

Γιάννης Ρίτσος
ΠΕΤΡΕΣ - ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ - ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ
(Δέκα τρία ποιήματα)
*
ΠΕΤΡΕΣ

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ζωή, – ένα τραύμα στην ανυπαρξία.

                                                                     27.VII.68

ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΟ

Πού με πας από ’δω; Πού βγάζει αυτός ο δρόμος; Πες μου.
Δε βλέπω τίποτα. Δεν είναι δρόμος. Πέτρες μονάχα.
Μαύρα δοκάρια. Φανοστάτης. Να ’χα τουλάχιστον
εκείνο το κλουβί, – όχι αυτό των πουλιών, τ’ άλλο
με τα μεγάλα σύρματα, με τα γυμνά αγαλμάτια. Τότε
που ρίχναν τους νεκρούς απ’ την ταράτσα, εγώ δε μίλησα,
μάζευα εκείνα τ’ αγαλμάτια – τα λυπήθηκα. Τώρα, το ξέρω:
το τελευταίο που πεθαίνει είναι το σώμα. Μίλα μου, λοιπόν.
Πού με πας από ’δω; Δε βλέπω τίποτα. Τι καλά που δε βλέπω.
Το πιο μεγάλο εμπόδιο για να σκεφτώ ως το τέλος, είναι η δόξα.

                                                                                        19.V.68

ΝΥΧΤΑ

Ψηλός ευκάλυπτος μ’ ένα φαρδύ φεγγάρι.
Ένα άστρο τρέμει στο νερό.
Ουρανός άσπρος, ασημένιος.
Πέτρες γδαρμένες ως επάνω.
Ακούστηκε πλάι στα ρηχά
δεύτερο, τρίτο πήδημα ψαριού.
Εκστατική, μεγάλη ορφάνια – ελευθερία.

                                                              21.Χ.68

Οι Πέτρες γράφτηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στο Παρθένι της Λέρου από τις 15 Μαΐου ως τις 21 Οκτωβρίου του 1968.

***
ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ

Ο ΗρακλΗς κι εμεΙς

Μεγάλος και τρανός, σου λένε, τέκνο του Θεού, κι ένα σωρό δασκάλοι       
      από πάνω:
Ο γέρο-Λίνος, γιος του Απόλλωνα, ναν του μαθαίνει γράμματα·
      ο Εύρυτος
την τέχνη του τοξότη· ο Εύμολπος, γιος του Φιλάμμωνα,
τραγούδι και λύρα· και, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, ο γιος του Ερμή,
      ο Αρπάλυκος,
που τα παχιά, τα τρομερά του φρύδια πιάναν το μισό του κούτελο,
του ’μαθε για καλά την τέχνη των Αργείων: –την τρικλοποδιά·
      με τούτην
κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη, και στα
      Γράμματα ακόμα.
Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας μόνο
      θέληση,
μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου
δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες
περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.
      Κι αν αδέξιοι
μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν
κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.
Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες –πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι
πιότερα ο Θουκυδίδης ο στεγνός θα σας πει απ’ τον περίτεχνο τον
      Ξενοφώντα.

                                                                                                    23.ΙΙΙ.68


ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΩΔΩΝΗΣ, ΙΙ

Έτσι που γκρεμίστηκαν οι θεοί, δεν ήξερε κανένας κατά που να
      στρέψει.
Οι άρρωστοι μέναν στα κρεβάτια τους με τα μάτια κλεισμένα.
Μες στα παπούτσια τους σαπίζαν τα τσουράπια τους, και δυο
      λουλούδια στο ποτήρι.
Οι πονηροί προσαρμόστηκαν γρήγορα. Βάλανε πάλι τα καλά τους,
περνοδιαβαίνουν στο παζάρι, συζητούν, εμπορεύονται. Ανάλαβαν
την υπεράσπιση του επιδρομέα. Αλλάξανε τα ονόματα των δρόμων
και των ναών – πρόχειρες αντικαταστάσεις. Ο Δίας κι η Διώνη
δώσαν τη θέση τους στον Ιησού και στην Παρθένο. Ο Θεοδόσιος
τ’ αποτελείωσε όλα – τι βωμούς και τι ιερά, και το μεγάλο εκείνο
      δέντρο
το καταστόλιστο απ’ τα τόσα αφιερώματα.
                                                                   Κι ωστόσο ακόμα
υπάρχουν κάμποσοι (κι οι πιο καλοί) που δε συνετιστήκαν. Περιμένουν
      πάλι
άλλους καλύτερους θεούς κι ανθρώπους· δυσανασχετούν
      διαμαρτύρονται,
ονειρεύονται, ελπίζουν. Εμείς, οι λίγοι (πού, όσο να ’ναι, κάτι
      σκεφτόμαστε)
παραιτηθήκαμε από τέτοιες πολυτέλειες, κι απ’ την ίδια τη σκέψη·
σκάβουμε το μικρό χωράφι μας· καμιά φορά κοιτάζουμε τα
      σύννεφα,
γαληνεμένοι, σχεδόν ασφαλείς. Μια μέρα βρήκαμε σ’ ένα χαντάκι
ριγμένο κείνο το αγαλμάτιο, που χτύπαγε με το ραβδί του τα
      μετάλλινα σκεύη
δίνοντας ήχους μαντικούς. Για λίγο μας συγκίνησε. Είπαμε
κάπου να το φυλάξουμε. Προς τί; Κειμήλια τώρα θα κρατάμε;
Κι αν μας το βρίσκανε; Τ' αφήσαμε κειδά. Ρίξαμε και δυο
      φούχτες χώμα.
Το σκυλί βιάζονταν. Οσμίζονταν τα δέντρα. Πέφταν κιόλας μεγάλες
      σταγόνες.

                                                                                                   7.Χ.68

ΤΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΑΡΟΤΡΟ

Όλα ήταν θεσπισμένα, κατοχυρωμένα, λογικά επεξεργασμένα,
μπορείς να πεις κι ανθρώπινα. Παίζαν το ρόλο τους και οι
      εκκλησίες του Δήμου·
προστάτευε το δίκιο η Αθηνά· παρούσα η ίδια, αν και αόρατη,
      πάντα
προήδρευε στις συνεδριάσεις του Άρειου Πάγου· κι αν οι ψήφοι
μοιράζονταν στα δυο ίσα κι ίσα, τότε η πλάστιγγα της δικαιοσύνης
έγερνε προς το μέρος του κατηγορούμενου.
                                                                     Καλές μέρες περάσαμε –
σαν ψέματα μοιάζουν κι ηχούν· – υπήρξαν τάχα; δεν υπήρξαν; –
      μήπως
τα ονειρευτήκαμε απλώς; – μη κι η συχνή τα αλλοίωσε αναπόληση
σε βροχερά φθινοπωριάτικα λιογέρματα;
                                                                Σαν γιορτάζαμε τ’ όργωμα,
καθώς σκυμμένος ο ιερέας χάραζε το πρώτο αυλάκι στα ριζά
      της Ακρόπολης,
όμορφα λόγια απάγγελνε: «Ποτές φωτιά και νερά μην αρνηθείς
      σε κανένανε.
Ποτές δρόμο στραβό μη δείξεις σ’ όποιον σε ρωτήσει. Νεκρόν
      άταφο
μην αφήσεις ποτέ. Μη σκοτώσεις τον ταύρο που σέρνει τ’ αλέτρι».
Όμορφα λόγια, αλήθεια· – μόνο λόγια· και στην πράξη, σαν τώρα
      και τότες,
η φωτιά για του γειτόνου τα σπαρτά και το νερό για την πλημμύρα,
κι ο ταύρος με τις κόκκινες ταινίες να κοχλάζει στο καζάνι
      του κλέφτη.

Μόνο το αλέτρι, καταμόναχο, (μπορεί κι από αόρατο χέρι
      όδηγημένο)
οργώνει ακόμη τον άγονο αγρό με τις μολόχες και με τ’ άγρια κρίνα.

                                                                                                 18.Χ.68

Οι Επαναλήψεις (Β΄) γράφτηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στο Παρθένι της Λέρου από τις 17 Μαρτίου ως τις 29 Οκτωβρίου του 1968.
*
Η ΦΗΜΟΝΟΗ

Κείνα που δεν καταλαβαίνανε, κείνα ακριβώς τους μαγεύανε, ιδίως
αν δεν τους αφορούσανε προσωπικά, − κείνα τα γενικά, τα αφηρημένα
που αφαιρούσαν κι αυτούς απ’ τις πολλές δυσκολίες – κείνα που
      κρύβαν
κι επισημαίναν κάποια περιοχή δική τους (άτρωτη όσο κι άγνωστη),     
      κάποια
περιοχή ησυχίας κι ελευθερίας.
                                                  Η Φημονόη, η μάντισσα (λέγαν)
κατανοούσε τις φωνές των πουλιών, των νερών και των φύλλων,
      κι αφού
έπινε τρεις γουλιές απ’ την πηγή της Κασσωτίδας, κι αφού
      θρονιαζόταν
στον ψηλό τρίποδα, τις εξηγούσε (με άναρθρες κραυγές κι εκείνη)
κρατώντας ένα φύλλο δάφνης στο στόμα της.
                                                                       Γύρω της, οι προφήτες
κατάγραφαν βιαστικά τις φωνές της. Μετά, οι εξηγητές εξηγούσαν
με πλήρη σαφήνεια και συνέπεια τις εξηγήσεις της.
                                                                                  Όταν, μια μέρα,
της έδειξαν γραπτή την ερμηνεία των λόγων της, η Φημονόη
δεν κατάλαβε τίποτα. «Ποιος τα ’πε αυτά;» ρώτησε απορημένη.
Κι όταν: «Εσύ», της είπαν, τότε εκείνη, διφορούμενα χαμογελώντας,
πρόσθεσε: «Ναι, μα εγώ εννοούσα κάτι ακόμη».
                                                                             Αυτό το «κάτι ακόμη»,
πενήντα τόσα χρόνια (ή κι αιώνες) δεν το ανακαλύψανε οι εξηγητές μας,
κι ίσως για τούτο οι ποιητές συνεχίζουν ακόμη να γράφουν
με την κρυφή υποψία πως ούτε η Φημονόη δεν ξέρει αυτό το
       «κάτι».

                                                                                                     6.VΙ.69

Η χαμΕνη ΥπερβΟρειος

Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει
πέρα από τις Ριπαίες οροσειρές, όσο κι αν τα γλαυκά όριά της,
ανάλογα με τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις των γεωγράφων,
μετακινούνταν όλο πιο μακριά.
                                                  Σήμερα βεβαιώθηκε:
μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχόντανε
οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες
Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τούς θεούς
τα πρώτα φρούτα της σοδειάς, προσεχτικά τυλίγοντάς τα
σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί.
                                                    Και τώρα αναρωτιόμαστε
πού τάχατε ν’ αποδημεί ο Απόλλωνας κάθε χειμώνα
με τα' άρμα του που το ’σερναν λάμποντες κύκνοι και γρύπες,
κρούοντας τη χρυσή του λύρα, όταν εμείς μήνες και μήνες
μάταια κατά το Μάρτη καρτερούσαμε το γυρισμό του
συντάσσοντας μέσα στο κρύο τους γιορτινούς του παιάνες;
Ή μήπως πια ούτε Απόλλωνας ούτε και λύρα υπάρχει;

Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα
αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως
βρεθεί κανένα νέο και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,
πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,
μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.

                                                                                   7.VI.69

Οι Επαναλήψεις (Γ΄) γράφτηκαν στο Καρλόβασι από τις 30 Μαΐου ως τις 27 Ιουνίου του 1969.
***
ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ

ΥΣΤΑΤΟΣ ΟΒΟΛΟΣ

Δύσκολες ώρες, στον τόπο μας. Κι αυτός ο περήφανος,
γυμνός, ανυπεράσπιστος, ανήμπορος, αφέθηκε να τον βοηθήσουν·
εγγράψαν υποθήκες πάνω του· πήραν δικαιώματα· αξιώνουν·
μιλάνε για λογαριασμό του· του ρυθμίζουν την ανάσα, το βήμα·
τον ελεούν· τον ντύνουν μ’ άλλα ρούχα ξέχειλα, χαλαρωμένα·
του σφίγγουν μ’ ένα καραβάσκοινο τη μέση. Εκείνος,
μέσα στα ξένα ρούχα, ούτε μιλάει κι ούτε πια χαμογελάει
μη και φανεί που ανάμεσα στα δόντια του κρατάει (ως και την ώρα
       του ύπνου)
σφιχτά σφιχτά, σαν ύστατο οβολό του, (μόνο τώρα βιος του)
γυμνό, απαστράπτοντα κι ανένδοτο, το θάνατό του.

                                                                            7. ΧΙ.68

ΥΠΟΘΗΚΗ

Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο,
γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. Γράφω ένα στίχο,
γράφω τον κόσμο· υπάρχω· υπάρχει ο κόσμος.
Από την άκρη του μικρού δαχτύλου μου ρέει ένα ποτάμι.
Ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος. Τούτη η καθαρότητα
είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια, η τελευταία μου θέληση.

                                                                                    31.IIΙ.69

ΠΟΡΕΙΑ

Μέρες βαδίζαμε ανάμεσα σε πέτρες και καμένα δέντρα.
Βγαίνοντας πια στο δρόμο της ακρογιαλιάς, μας χτύπησε
η βουή κι η λάμψη του νερού· φαρδύναν τα ρουθούνια μας· ανασάναμε.
Εδώ ήταν τ’ όριο. Το καράβι δε φαίνονταν. Περιμέναμε
τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Σώθηκαν τα τρόφιμα. Διπλώσαμε
ξανά τις κουβέρτες μας. Βάλαμε πάλι ρότα για τα πίσω
ανάμεσα σε πιο μεγάλες πέτρες, πιο καμένα δέντρα. Ο μικρότερος
στάθηκε μια στιγμή στο λόφο: «Το καράβι, το καράβι», φώναξε.
Έκαιγε ο ήλιος – ντάλα μεσημέρι· – ούτε πουλί πετούμενο.
Τον βάλαμε σε μια κουβέρτα· τον σηκώσαμε δυο· συνεχίσαμε.

                                                                                                21.V.69

Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

Παίρνει πηλό, φτιάχνει το πρόσωπο, το σώμα
ωραίο, γυμνό, γαλήνιο, – με πρότυπο ποιο;
αυτούς στο καφενείο; ή στο ναό; ή στη διαδήλωση;– 
κι ο μελαμψός εκείνος κωπηλάτης;
                                                  Ο ήλιος
μπαίνει απ την πόρτα λαμπρός, υπογραμμίζει
κοιλότητες και προεξοχές, δίνει ίσκιους
του σώματος πάνω στο σώμα.
                                              Κι ο τεχνίτης
φυσάει στο πήλινο στόμα την ανάσα του,
μια γεύση χώματος του απομένει στα χείλη·
ύστερα παίρνει το καπέλο του, βγαίνει στο δρόμο
μ ένα ένοχο χαμόγελο μυστικής ευτυχίας
σα να υποδύεται τον κωφάλαλο, ενώ είναι τόντι.

                                                                                              30.V.69
 
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Κανείς δε νοιάστηκε τον κήπο, χρόνια τώρα. Ωστόσο
εφέτος – Μάης, Ιούνης – άνθισε από μόνος του και πάλι,
λαμπάδιασε όλος ως τα κάγκελα, – χίλια τριαντάφυλλα,
χίλια γαρύφαλλα, χίλια γεράνια, χίλια μοσχομπίζελα –
μενεξελί, πορτοκαλί, πράσινο, κόκκινο και κίτρινο,
χρώματα – χρώματα - φτερά· – τόσο που πρόβαλε ξανά η γυναίκα
με το παλιό της ποτιστήρι να ποτίσει – ωραία και πάλι,
γαλήνια, με μια αόριστη καλή πεποίθηση. Κι ο κήπος
την έκρυψε ως τους ώμους, την αγκάλιασε, την κέρδισε όλη·
τη σήκωσε στα χέρια του. Κι είδαμε τότε, μέρα μεσημέρι,
που ο κήπος κι η γυναίκα με το ποτιστήρι αναλήφθηκαν –  
κι όπως κοιτούσαμε ψηλά, κάτι σταγόνες απ’ αυτό το ποτιστήρι
έπεσαν ήσυχα στα μάγουλά μας, στο πιγούνι μας, στα χείλη.

                                                                                              3.VI.69

Το Κιγκλίδωμα γράφτηκε στο Καρλόβασι από τις 7 Νοεμβρίου του 1968 ως τις 3 Ιουνίου του 1969.

__________________________
Γιάννης Ρίτσος. Πέτρες - Επαναλήψεις - Κιγκλίδωμα
Αθήνα, Κέδρος, 1972
(σελ. 39, 40, 16, 55, 71, 72 , 82, 83, 101, 135, 147, 153, 154)
Και στον συγκεντρωτικό τόμο:
Γιάννης Ρίτσος. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972)
Αθήνα, Κέδρος, 1989

*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.