Δεκέμβρης 1944 (17)

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Νικόλαος Κάλας: Ένας ουρανός με δυο φεγγάρια ανόμοια − Ανδρέας Εμπειρίκος: Δεν ήταν δυνατόν να πάμε πίσω (Μια συνομιλία)

Νίκος Καλαμάρης
(ή Νικήτας Ράντος ή Nicolas Calas ή Νικόλαος Κάλας ή Μ. Σπιέρος)
27 Μαΐου 1907, Λωζάνη, Ελβετία - 31 Δεκεμβρίου 1988, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 27.V.2016 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ


ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


Όλη η γης του ματιού, όλη η γης – σταυροί
κι η γης άλλων ματιών σταυροί κι αυτή
μέσα απ’ τη γη τα νεκρά ζεστά κορμιά στρατιωτών.
Από τη γη όρθιοι ξεπετιούνται οι σταυροί
σταυροί σε τάφους σε γάμους και πριν και μετά σταυροί.
Και στα δυο στεφάνια άνθη λεμονιάς αμάραντα άνθη τώρα
για τις πεπλοφορούσες νύφες των σταυρών.
Σφιχτά, σφιχτά, τα μελανοβαμμένα κάτασπρά των πέπλα
– πάνου στα ίδια τα κορμιά, τ’ ακόρεστο κορμί της νύφης
ριγμένο πάνου στο χώμα, το ερωτικό κάλεσμα των λυγμών των
και στις άλλες κλίνες, οι άλλοι γάμοι.
Τα φιλιά της αδερφής για τον αδερφό κι η κόρη στον πατρικό
      σταυρό
ο τραγικός γάμος, τα φιλιά της μάνας στο γιό
οι άλλοι γάμοι, ο αδερφός με τον αδερφό
τα ουρλιαχτά των πέπλων, το κάλεσμα της νύχτας
τα μαύρα σεντόνια νύχτας οργίων, τους μυστικούς ερωτικούς
      ασπασμούς
το νεκροφίλημα κι οι σταυροί, όλη η γης του ματιού σταυροί
η γη ο ουρανός κι εκεί φεγγαροστολισμένοι άγγελοι
ημισέληνα και αγγέλοι και τραγούδια
ως εν τοις ουρανοίς και επί της γης, και κατεβαίνουν τ’ άστρα
και ρυθμικά κινούνται τα μισοφέγγαρα
καθένα απάνου από τον οικείο του σταυρό
και κόβει το σταυρό σα να ’ταν στάχυ, ω να ’ταν στάχυ
και τα μαύρα ξερά ξύλα κατάφορτα καλάμια
και τα μάτια των γυναικών λουλούδια του αγρού
και το κλάμα των γυναικών κελάηδημα πουλιών
κι οι προσευχές των να ’τανε φιλιά
και τα φιλιά προεόρτια παιδιών, ω χαρά
χτυπάει η καρδιά μου, χτυπάει σα σφυρί.

Θα ’θελα να φτιάξω έναν ουρανό
να ’χω τώρα που νύχτωσε ένα στερέωμα να κοιτάζω
θα το ’καμνα μεγάλο, γιομάτο άστρα με σχήματα παράξενα
θα του ’βαζα αντίς από ’να, δυο φεγγάρια ανόμοια
το ’να μικρό σαν παιδί, τ’ άλλο μεγάλο σαν παράπονο.
Δε θα πήγαιναν τα δυο πάντα μαζί
το πρώτο θα πλάγιαζε κοντά στο βορρά
και το μεγάλο θα ’ρχότανε απάνου απ’ το ρολόι μου να σημάνει
      μεσάνυχτα.
Την εποχή όπου θα πήγαιναν πλάι πλάι
σα δυο μάτια γλαυκά – της τύφλας τα μάτια
θα βλέπαν όσα ο φόβος έχει φτιάξει
θα βλέπαν ριγμένα κοντά μου
λόγια – της μέρας τα λόγια
και θα με κυνηγούσαν τα φεγγάρια
και το φέγγος τους θα με κάρφωνε
και το ένα σιωπηλά θα μίλαγε γλώσσα μετάνοιας
και το άλλο με πάθος θα ’τρεχε μέσ’ στο στερέωμα
πάνου σε καινούργιες τροχιές
έτσι που του διφέγγαρου ουρανού
η νεόβγαλτη τάξη να μοιάζει σαν τρέλα
και λιβανισμένα από την αρμονία τους θ’ ανεβοκατέβαιναν τα
      βλέφαρά μου.
Διπλό παιχνίδι κύκλων τώρα σκεπάζει τον ουρανό
ζευγαρωτές μελωδίες πρωτάκουστες στ’ αυτιά μου
γεννούν οι αόρατες χορδές των φεγγαριών
αιώνια μοτίβα για μαντολίνα και σερενάτες
κι ενώ αυξάνουν οι αριθμοί των φεγγαριών –
στεφάνι ολόκληρο από άσπρες μπάλες ο ουρανός
κυλούνε κι ανεβαίνουν ρόδες φωτεινές
κι ανεβάζουν τον ουρανό.
Προτού ξημερώσει ακούγονται φιλιά
είν’ τα φεγγάρια που πέφτουν και χτυπιούνται.
Όταν ξυπνώ, ξυπνώ από κούραση το κορμί μου μοιάζει σα να υπέφερε.

Και το πράσινο έπεφτε μέσ’ στο γαλάζιο
και γινότανε γκρίζο εκείνο το μάτι
ένα γκρίζο αλαφρύ
απλή σκιά απάνου στην έκφραση
κυλούσε το μάτι παντού – δεξιά και ζερβά, απάνου και κάτου
τώρα που λευτερώθηκε από το ανυπόφορό του κορμί
πλανήτης μεγάλος και φωτεινός
άστρο για βήματα μάγου
– μα πεθάναν οι μάγοι
και σέρνω τα πόδια μου στην άσκοπή τους πορεία
μέσα στην πόλη στα βουνά στην ακτή
ως το αφιλόξενό μου γυμνό μου κρεβάτι
και το μάτι πλανιέται σα σφαίρα στο χάος
σαν ήλιος λαμπρός – που το γλυκό φως, τ’ ανώδυνο φως του
      φεγγαριού –
σαν ήλιος που καίει, που κοιτάς, που δε βλέπεις
σαν ήλιος σα μάτι θεϊκό
το μάτι της αγάπης
χαρίζει στον ύπνο αγρύπνια
και στ’ όνειρό μου βραχνά
πριν το σβήσει η αυγή μεταπλάθει το χρώμα του
όπως στις ακτίνες το χάδι ένα ωραίο οπάλι
και γίνεται μπλού
με κάτι τριανταφυλλένιες γραμμές που θυμίζουν κοράλλι
μετά επικρατεί το σμαραγδένιο κείνο πράσινο
που περιφέρεται στα δροσόλουστα χορτάρια
το πράσινο διαδέχονται τα ανυπόφορα κίτρινα σημάδια
      βαριεστημένης ζωής.

Όταν ξυπνώ – ξυπνώ από κούραση
ορθάνοιχτο το μάτι ακόμα με κοιτάζει
παίζοντας με τα χρώματα που το βάψαν οι τόσες του αγάπες
παίζοντας με τα χρώματα που ξεδιπλώνουν τις πτυχές των άλλων
      ματιών
τ’ αγαπητά τα μάτια ξένων κορμιών
μάτια που ελπίσανε
και κλεισθήκαν για να μή δουν μα είδαν
μάτια που αγαπήσανε
και τώρα δεν ξέρουν ποιο είναι προτιμότερο
να μείνουν ανοιχτά ή κλειστά.

Λίγο ασήμι μέσα στη νύχτα κοντά σε μια στήλη αρχαίου ναού
η φιδίσια γραμμή που δίνει στο πεσμένο φώς του φεγγαριού το λίγο
      αυτό ασήμι
το ασήμι χρώμα αγαπητού μετάλλου
αγαπητού
το μόνο χρώμα που δίχως γογγυσμούς δέχεται η νύχτα
τι γάμος!
Ασήμι κάτου στη γη – ασήμι που πέφτει από τον ουρανό
κι η αρμονία αυτή να τη γεννάει μια αλυσίδα
οι ανοιχτές αλυσίδες αυτής της αγάπης
ανοιχτές
δε βρέθηκε το χέρι που θα τις δέσει, που θα τις σφίξει
με κάποια αόριστη ή περιττή ευλογία
γύρω στα κορμιά
αυτά τα κορμιά.

Υπάρχει μόνο το τοπίο
φεγγάρι, αλυσίδα και στα πόδια μου σπασμένα μάρμαρα.
                                                                                    

(ΤΕΤΡΑΔΙΑ 1933-1936, Τετράδιο Α΄, 1933)

––––––––––––––––––––––––––––––––––––––
Από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων:
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ
ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΡΑΝΤΟΥ
Ίκαρος, Αθήνα 1977, σελ. 22-25
(Πρόλογος Οδυσσέα Ελύτη)
––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––

*

Ανδρέας Εμπειρίκος
2 Σεπτεμβρίου 1901, Βραΐλα, Ρουμανία - 3 Αυγούστου 1975, Κηφισιά
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 30.IV.2017 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


ΚΡΑΥΓΗ
          Του Ν. Καλαμάρη


Ήρθανε τα συνθήματα κι από το βέλο
Που σύρθηκε στα πόδια μας το βράδυ
Ξεπήδησε κι απλώθηκε φτερούγισμα
Μίας γεννωμένης παρουσίας.

Κι έτσι σιγά μ’ ακώλυτα και δίχως αμφιταλαντεύσεις
Σηκώθηκε το δάχτυλο σαν σμήνος υπερβέβαιο
Κι ορθόπλωρος εφάνη ταυτοχρόνως
Όλβος μακάρων που δεν είχε χτες ακόμη ξεκινήσει.

Λύθηκε τότες η σιωπή
Λύθηκε το σύρμα που μας συνέδεσε κι αυτό στους πόλους
Κι απ’ την πηγή ξεχύθηκε ραγδαία
Σαν αίμα μέσ’ σε γδούπο καρμανιόλας
Κραυγή στιλπνή.

Στο δρόμο που διασταυρωθήκανε τα κάρα
Με τ’ άλλα οχήματα και με τα δάκρυα
Μιας τόσον ατελείωτης αναμονής
Δεν ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά
Δεν ήταν δυνατόν να πάμε πίσω.

                                                     Αθήνα 8/8/1934


________________________________
Από το βιβλίο:
1934 - Προϊστορία ή Καταγωγή του ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ
Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2014
Εισαγωγή – Φιλολογική επιμέλεια: Γιώργης Γιατρομανωλάκης
(σελ. 98)
___________________________________

*
Περισσότερα για Νικόλαο Κάλα
*
Βλέπε και Εμπειρίκος
*

*


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.