Δεκέμβρης 1944 (17)

Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Μπάμπης Ζαφειράτος: Ζαν-Πιερ και Λυκ Νταρντέν - Οι (συν)αδελφοί της εργατικής τάξης και η Ροζέτα – Επίμετρο για τις άλλες ταινίες τους (34 Φωτό)


*
Παρουσίαση της ταινίας για την
Κινηματογραφική Λέσχη Καισαριανής
Σκοπευτήριο
Μπάμπης Ζαφειράτος
(29 Μαρ. 2017)
Εδώ με συμπληρωματικά στοιχεία
(Δημοσίευση: 12/4/2017 / Ανανέωση, 13/4/2017)
*
Οι προηγούμενες παρουσιάσεις
*
Ροζέτα
(Rossetta, 1999)
Σκηνοθεσία: Ζαν Πιέρ και Λυκ Νταρντέν
Ηθοποιοί: Εμιλί Ντεκέν (Ροζέτα), Φαμπρίτζιο Ροντζιόνε (Ρικέ), Αν Υερνό (μάνα), Ολιβιέ Γκουρμέ (αφεντικό). Γαλλία - Βέλγιο, Έγχρ. 95'.
Χρυσός Φοίνικας (δεύτερος) στο Φεστιβάλ των Καννών 1999. Βραβείο της οικουμενικής επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών Ειδικής Μνείας, 1999.
Εμιλί Ντεκέν (1981): Βραβείο Φεστιβάλ των Καννών Καλύτερης ηθοποιού, 1999. Βραβείο της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου του Σικάγου, Πλέον Υποσχόμενης Ηθοποιού, 1999.
Η Δεύτερη –βελγική– Πνοή του γαλλικού σινεμά
Oι Βέλγοι αδελφοί, Ζαν-Πιερ και Λυκ Νταρντέν, είναι –κατά κοινή ομολογία– οι μόνοι γνήσιοι συνεχιστές του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Και από αυτούς ακριβώς τους μη Γάλλους, το νεκρό από τη δεκαετία του 1960 γαλλικό σινεμά, με διαμορφωτές (κυρίως) τους Ρομπέρ Μπρεσόν, Ζαν-Λυκ Γκοντάρ (από Μποτίλια), Αλέν Ρενέ (από Μποτίλια), Ζαν Πιερ Μελβίλ, παίρνει τη δεύτερη πνοή του –για να θυμηθούμε και την εμβληματική ταινία του τελευταίου με τον Λίνο Βεντούρα.
Ο σημαντικός νέος Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός ταινιών Ντάρεν Αρονόφσκι [Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο (2000), Η Πηγή της Ζωής (2006), Ο Παλαιστής (2008), Μαύρος Κύκνος (2010)], είναι μεγάλος θαυμαστής των Νταρντέν, τους αποκαλεί «ήρωές του» και δηλώνει ότι αφότου είχε δει τη δουλειά τους για πρώτη φορά, επηρεάστηκε τόσο, ώστε από τον Παλαιστή [1] κι έπειτα άλλαξε ριζικά το σκηνοθετικό του στυλ.
O Ζαν-Πιερ, είναι γεννημένος το 1951, με σπουδές υποκριτικής και ο Λυκ, τρία χρόνια αργότερα, 1954, με σπουδές φιλοσοφίας.
Το 1975 ιδρύουν δική τους εταιρεία, το 1978 γυρίζουν το πρώτο τους ντοκιμαντέρ και το 1987 την πρώτη τους ταινία Falsch, με θέμα το ξεκλήρισμα μιας εβραϊκής οικογένειας από τους Ναζί. Ουσιαστικά όμως το μεγάλο τους ξεκίνημα θα γίνει το 1996 με την Υπόσχεση.
11 ταινίες μέσα σε 20 χρόνια και ένα μοναδικό ρεκόρ: Επτά από αυτές έχουν προταθεί για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών: Ροζέτα (1999), Ο Γιος (2002), Το Παιδί (2005), Η Σιωπή Της Λόρνα (2008), Το Παιδί Με Το Ποδήλατο (2011), Δύο Μέρες, Μία Νύχτα (2014) και Το Άγνωστο Κορίτσι (2016). [2]
Το 2005 με το Παιδί κέρδισαν για δεύτερη φορά Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Η πρώτη ήταν με τη Ροζέτα το 1999. Και στην ιστορία του θεσμού (από το 1939) συγκαταλέγονται ανάμεσα στους οχτώ σκηνοθέτες που έχουν τιμηθεί δύο φορές στο διεθνές αυτό Φεστιβάλ: Αν όμως εξαιρέσουμε τον Σιόμπεργκ, τον Κόπολα και τον Ιμαμούρα που είχαν μοιραστεί με άλλον το βραβείο, τότε απομένουν οι Νταρντέν και 4 ακόμη! [3]
Με το Δύο Μέρες, Μια Νύχτα ήταν η πρώτη φορά που έφυγαν από το Φεστιβάλ με άδεια χέρια, παρά την ομόφωνη αναγνώριση του κοινού που επί 15 λεπτά επευφημούσε και χειροκροτούσε όρθιο. Η περσινή (2016) τελευταία δημιουργία τους, Το Άγνωστο Κορίτσι, επίσης δεν κέρδισε κανένα βραβείο.
Τέσσερεις ταινίες τους έχουν επιλεγεί να εκπροσωπήσουν το Βέλγιο για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας: Ροζέτα, Ο Γιος, Το Παιδί και Δύο Μέρες, Μία Νύχτα, η μόνη που προτάθηκε και κρίθηκε υποψήφια για το χολυγουντιανό βραβείο, αλλά και στην κατηγορία καλύτερης ηθοποιού (2014) για τη Μαριόν Κοτιγιάρ, την πιο διάσημη, μέχρι σήμερα, συνεργασία τους.
Ζερεμί Ρενιέ (1981)
Οι Νταρντέν συνεργάζονται εμμονικά σχεδόν με τους ίδιους «άγνωστους» –Βέλγους πάντα– ηθοποιούς, που λες πως τους έπλασαν και πλάστηκαν μαζί τους: Ο Ολιβιέ Γκουρμέ –το αφεντικό της Ροζέτας– είναι από τα τρία πρόσωπα φετίχ των Νταρντέν, σε 8 από τις 11 ταινίες τους. Ο άλλος είναι ο Ζερεμί Ρενιέ που μεγάλωσε μαζί τους –το παιδί στην περσινή μας από εδώ Υπόσχεση (με θέμα την εκμετάλλευση των μεταναστών στο Βέλγιο)– σε 5 ταινίες. Και τρίτος, ο σημερινός «αντίπαλος» της Ροζέτας, Φαμπρίτζιο Ροντζιόνε (Ρικέ), σε 6 ταινίες τους.
Όλες οι ιστορίες διαδραματίζονται στη Σερέν της Λιέγης, τη βελγική πόλη στην οποία τα δυο αδέλφια γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό τους είναι ότι τους απασχολούν πολύ συχνά οι σχέσεις γονέων - παιδιών: Ο Γιος, Το Παιδί, Το Παιδί Με Το Ποδήλατο και η Ροζέτα βέβαια.
«Είμαστε όλοι γιοι και κόρες κάποιων –λένε. H κοινωνία θέλει πρότυπα από μεμονωμένα άτομα. Ίσως σαν αντίδραση σε αυτό, ψάχνουμε πάντα την έννοια του συνδέσμου. Ακόμη κι αν δεν είναι βιολογικός, όπως συμβαίνει [στο Παιδί Με Το Ποδήλατο] με την κομμώτρια Σαμάνθα και τον Συρίλ ».
Εδώ μάλιστα γίνεται για πρώτη φορά σποραδική χρήση της μουσικής, η οποία (σε αντίθεση με τον Καουρισμάκι) είναι ανύπαρκτη στις ταινίες τους.
«Σε ένα παραμύθι –λέει ο Λυκ– πρέπει να υπάρχει μια εξέλιξη με συναισθήματα και νέες αρχές. Μας φάνηκε, ότι σε ορισμένα σημεία, η μουσική θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ηρεμιστική δύναμη για τον θυμωμένο Συρίλ».
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν την κριτική στην τελευταία τους ταινία δείχνει ανθρώπους ιδιαίτερα ευαίσθητους, που έχουν κατακτήσει μια σπάνια για την εποχή μας αυτογνωσία και γι αυτό δεκτικότητα:
Μετά τη χλιαρή υποδοχή που επιφύλαξαν οι κριτικοί στο Άγνωστο Κορίτσι, τα δυο αδέλφια έκαναν –πράγμα ανήκουστο– 32 κοψίματα και κόντυναν την ταινία κατά 7 λεπτά, από τα αρχικά 113.
Κάννες 2016. Με την Αντέλ Ενέλ - Το Άγνωστο Κορίτσι
Με την Αντέλ Ενέλ στον βασικό ρόλο είναι η τρίτη φορά από το 1992, κατά την οποία οι Νταρντέν συνεργάζονται με ηθοποιούς μη βελγικής καταγωγής (αν εξαιρέσουμε την Ασίτα Ουεντραόγο, δασκάλα στη Μπουργκίνα Φάσο, που ερμηνεύει τη γυναίκα του νεκρού μετανάστη στην Υπόσχεση, βλ. σημ. [2]). Οι δυο προηγούμενες συνεργασίες τους είναι η Άρτα Ντομπρόσι στη Σιωπή Της Λόρνα (2008) και η Μαριόν Κοτιγιάρ στο Δυο Μέρες Μια Νύχτα (2014). Την είχαν γνωρίσει ως συμπαραγωγοί στο Σώμα Με Σώμα (2012), του σπουδαίου Γάλλου συναδέλφου τους Ζακ Οντιάρ, και το αρχικό σχέδιο προέβλεπε να πρωταγωνιστήσει αυτή στο στο Άγνωστο Κορίτσι.
Και οι (συν)αδελφοί της εργατικής τάξης
Δυο λόγια για την ταινία
ή
Από τη Ροζέτα στη Σάντρα
Η Ροζέτα. Μια νεαρή έφηβη, ένα ανημέρευτο αγρίμι, παλεύει με νύχια και με δόντια, προσπαθώντας να ξεκολλήσει απ’ τις σκιές του δάσους, όπου κατοικεί σε τροχόσπιτο με την αλκοολική μάνα της, για να περάσει στο φως του «πολιτισμένου» κόσμου, διεκδικώντας μια θέση στον ήλιο.
Και το Βέλγιο. Λίγο μετά την ίδρυση της ΕΕ (συνθήκη Μάαστριχτ, 7 Φεβ. 1992), με τον καινούργιο κόσμο που μας υποσχέθηκε: Ένα τροχόσπιτο στο Γκραν Κάνυον, το μεγάλο φαράγγι, που μέσα του ρίχνονται οι νεοάστεγοι του θαυμαστού γενναίου καπιταλιστικού μας κόσμου.
Ένας κόσμος χωρισμένος στα δυο. Σύνορο –μεταφορικά και κυριολεκτικά– η γραμμή ενός περιφερειακού δρόμου. Ο «παράδεισος» απ’ τη μια, το περιθώριο απ’ την άλλη. Το δάσος με τα αγρίμια απ’ τη μια, η ανθρώπινη εργασιακή ζούγκλα απ’ την άλλη…
Αυτό το όριο το περνοδιαβαίνει καθημερινά η Ροζέτα, αλλάζοντας τις γαλότσες της λασπωμένης ζωής της με τα καθαρά πολιτισμένα μποτάκια της.
Κι όταν, μετά από μια τραυματική μέρα, κατεβαίνει απ’ το λεωφορείο στη στάση της, κρύβεται πριν διασχίσει το δρόμο για να φωλιάσει στο δάσος, μην τύχει και τη δουν οι άγνωστοι συνεπιβάτες της.
Η Ροζέτα δεν ζητάει τίποτα περισσότερο από το δικαίωμα στη δουλειά. Και παρά το ότι προσπαθεί να παραμείνει ακέραια, θα προδώσει γι’ αυτό το δικαίωμα. Προδίνοντας ταυτόχρονα την ίδια την ύπαρξή της.
«Ζούμε σαφώς σε μια εμπόλεμη κατάσταση, λένε οι Νταρντέν, σε συνθήκες αδίστακτου καπιταλισμού όπου κυριαρχεί το δόγμα ο θάνατός σου η ζωή μου».
Στο αφεντικό της δίνει ψεύτικη διεύθυνση κατοικίας. Αφού γι αυτήν, στον πλούσιο κόσμο της ΕΕ, το τροχόσπιτο που μπάζει από παντού δεν είναι εναλλακτικές διακοπές, αλλά  στεγαστική ανάγκη. Κάτι καλύτερο δηλαδή από το κρύο πεζοδρόμιο. Όπως, άλλωστε συμβαίνει με όλες τις παραγκουπόλεις του κόσμου.
Η Ευρώπη του σήμερα σε συνθήκες Ελλάδας του 1960. Όπως πλένεται η ροζέτα πλενόμαστε στη γειτονιά μου στους Αμπελοκήπους (αλλά κι εδώ στην Καισαριανή) το 1963. Όπως τότε που στα Άσπρα Χώματα ο κόσμος στέγαζε το επαρχιακό του όνειρο σε σκουριασμένα κουφάρια λεωφορείων, που προσπαθούσε το χειμώνα να ζεσταθεί με εφημερίδες και το καλοκαίρι κοιμόταν απ’ έξω.
Και η Ροζέτα. Ένα μικρό τρυφερό ρόδο. Παλεύει να μην καεί στην παγωνιά ενός κόσμου τυλιγμένου σε βαρύ (όχι πολικό) πολιτικό ψύχος, κοιμάται ανήσυχα και προσπαθεί να διώξει τον εφιάλτη της αυριανής απόλυσης, με μια προσευχή - ξόρκι:
Σε λένε Ροζέτα. -Με λένε Ροζέτα.
Έχεις ένα φίλο. -Έχω ένα φίλο.
Ζεις μια κανονική ζωή. -Ζω μια κανονική ζωή.
Δεν θα ξαναπέσεις στο ίδιο λούκι. -Δεν θα ξαναπέσω στο ίδιο λούκι.
Καληνύχτα. -Καληνύχτα.
Και λίγο μετά, «Θέλω να μείνω. Θέλω τη δουλειά, μια κανονική ζωή, σαν τη δική σας!», θα μας φωνάξει με σπαραχτικό παρακλητικό θυμό. Συνεχίζοντας να διεκδικεί αυτή τη ζωή που ιδιαίτερα στις μέρες μας είναι συνδεδεμένη με την κακοπληρωμένη και ανασφαλή εργασία.
Όμως η Ροζέτα «είναι ένας πολεμιστής που δεν παραδίνεται, αλλά επιτίθεται πάντα –θα πει ο Λυκ. Ένας επιζών που καλύπτει μόνο τις βασικές του ανάγκες: νερό, στέγη, τροφή. Έχει βρει τα δικά του όπλα και ένα σύστημα επιβίωσης. Και διαλέξαμε το κάμπινγκ γιατί θέλαμε τη Ροζέτα να ζει σε δύσκολες συνθήκες. Να αισθάνεται πως πέφτει σε τρύπα».
15 χρόνια αργότερα, με ώριμη πλέον την καπιταλιστική κρίση, σε μια Ευρώπη που τώρα κατοικεί σε τροχόσπιτα με τροχούς υποθηκευμένους στις τράπεζες, θα ξανασυναντήσουμε στον φιλμικό κόσμο των Νταρντέν αυτό το πλάσμα. Πρόκειται για το Δυο Μέρες Μια Νύχτα (2014):
Η Σάντρα-Μαριόν Κοτιγιάρ, επιστρέφει στην δουλειά της μετά από αναρρωτική άδεια κατάθλιψης, αλλά θα μπει σε νέους εφιάλτες, καθώς αντιμετωπίζει την απειλή μιας απόλυσης. «Δεν πρέπει να κλαις», ψιθυρίζει και υπενθυμίζει στον εαυτό της. Είναι η Ροζέτα με άλλο όνομα, αλλά με το ίδιο (σχεδόν) ξόρκι. Και θα ξεχυθεί σε έναν αγώνα ταχύτητας, για να κάνει τους συναδέλφους της να αντιληφθούν το ταχυδακτυλουργικό κόλπο μιας αδίστακτης εργοδοσίας, που μετατρέπει τη συναδελφική αλληλεγγύη σε πριμ αλληλοσπαραγμού. Η απλή (ατομική) συμπαράσταση του Ρικέ στη Ροζέτα γίνεται τώρα κοινωνική αλληλεγγύη και συλλογικός τρόπος δράσης.
Στο παρελθόν, οι σκηνοθέτες μιλώντας για τη Ροζέτα είχαν αναρωτηθεί: «Η κινηματογράφηση της Ζωής, θα ευοδωθεί άραγε μια μέρα;»
Και επιμένουν –όπως κι ο Καουρισμάκι– να στέκονται δίπλα στην εργατική τάξη, παρακολουθώντας την αγωνία και τον αγώνα της.
«Το οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο της δυτικής κοινωνίας –θα πουν– έχει λάβει διαστάσεις αρχαίας ελληνικής τραγωδίας».
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι στις πρώτες τους δουλειές, γυρισμένες σε βίντεο, την περίοδο 1978-1983 κατέγραψαν τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις και τα προβλήματα του βιομηχανικού προλεταριάτου της χώρας τους.
Με το ίδιο πάντα λεω-φορείο της ΕΕ
Το «μαξιλάρι» της εργασιακής ασφάλειας, ένα τσουβάλι αλεύρι:
«Θέλω να μείνω. Θέλω τη δουλειά, μια κανονική ζωή, σαν τη δική σας!»
Όμως το κεκτημένο της ΕΕ σήμερα δεν είναι καν ένα λεωφορείο για το σπίτι, αλλά ένα φορείο για τους λαούς της Ευρώπης, που σωριάζονται περιμένοντας στην ουρά της ανεργίας για ένα εργολαβικό εξάμηνο.
Και με αφορμή τις φετινές φιέστες για τα 60χρονα της ΕΟΚ-ΕΕ, να πούμε ότι αυτό το περίφημο ευρωπαϊκό κεκτημένο, κεκτημένο των Αγορών ήταν πάντα. Των χρηματιστών και των τραπεζιτών, με άλλα λόγια. Αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση, καπιταλιστική κολεγιά ήταν ανέκαθεν.
Γι αυτό εν τέλει, το ιδεολόγημα περί της Ευρώπης των Λαών που ανήκουν πλέον με νόμους και μνημονιακά συντάγματα στις Αγορές είναι επιτακτική ανάγκη να αντικατασταθεί από μια ιδεολογία των Λαών της Ευρώπης. 
Που θα προτάξουν έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης, με αυτοδύναμες οικονομίες. Πάνω από τις Αγορές, και με τους εργαζόμενους να κατέχουν τα μέσα παραγωγής.
Ρόλοι που διαμορφώνουν ηθοποιούς
Οι ερμηνείες κάτι περισσότερο από ρεαλιστικές. Με μια αμεσότητα που φέρνει τους χαρακτήρες να κάθονται δίπλα μας, αναγκάζοντάς μας να ανασαίνουμε στο ρυθμό τους. Η Ροζέτα, όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς, είναι γυρισμένη με φορητή κάμερα κολλημένη, λες, στο σώμα του κοριτσιού.
Εμιλί Ντεκέν (1981)
Τρεις είναι οι βασικοί ρόλοι: Η Εμιλί Ντεκέν στο ρόλο του αγριμιού (έκτοτε, στη μόνη αξιόλογη ταινία που την ξαναείδαμε ήταν το 2012 το Πέρα από τη Λογική) κέρδισε το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου στις Κάννες. Και όπως αποκαλύπτει, τα δυο αδέλφια, έλαβαν περισσότερες από 2.000 φωτογραφίες υποψηφίων· καθεμιά τους πέρασε από δοκιμαστικό αυτοσχεδιασμού ενός τετάρτου· το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να δοκιμάζει ένα ζευγάρι γαλότσες.
Ο Λυκ Νταρντέν έγραφε:
«Ροζέτα είναι το όνομα ενός προσώπου που θα κινηματογραφήσουμε, είναι μια ταινία που αφορά ένα πρό­σωπο. Σχεδόν ένα ντοκιμαντέρ με θέμα ένα κορίτσι της σύγχρονης εποχής. Πιστεύω ότι η νεαρή άγνωστη που θα υποδυθεί αυτό το πρόσωπο θα καταλήξει να ταυτιστεί με τη Ροζέτα».
Και προσθέτουν για τη σκιαγράφηση του ρόλου:
«Όσο λιγότερα λέμε για κάποιον χαρακτήρα, τόσο περισσότερο υπάρχει στο πανί. Αντί να περιγράφουμε τα γεγονότα, προτιμάμε να συλλάβουμε τις καθοριστικές και ουσιαστικές στιγμές ενός τέτοιου ανθρώπου».
Φαμπρίτζιο Ροντζιόνε (1973)
Ο Φαμπρίτζιο Ροντζιόνε - Ρικέ εξαιρετικός. Τον επέλεξαν ξανά οι Νταρντέν για το Δυο Μέρες, Μια Νύχτα» (2014) στον ρόλο του συντρόφου της Σάντρα-Μαριόν Κοτιγιάρ· άλλη μια ομοιότητα με τη Ροζέτα.
Για τον ρόλο του Ρικέ έχει πει ο Λυκ:
«Ο Ρικέ είναι κάποιος που βοηθά τους άλλους. Λέει: Εδώ είμαι. Αλλά η Ροζέτα δεν μπορεί να το καταλάβει. Και ο Ζαν-Πιερ συμπληρώνει: Το ότι ο Ρικέ ξαναπηγαίνει στη Ροζέτα, είναι γιατί δεν δέχεται αυτά που του έχει κάνει. Την ακολουθεί. Είναι θύμα του κατά κάποιον τρόπο. Με την πίεσή του τη βοηθάει να επιβιώσει. Με ιδιαίτερη επιμονή. Τελικά θα δεχτεί τη βοήθειά του».
Ολιβιέ Γκουρμέ (1963)
Και τέλος ο εκπληκτικός Ολιβιέ Γκουρμέ (βραβείο Α’ Ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ των Καννών για τον Γιο, το 2002), στο ρόλο του αφεντικού, και ο οποίος –όπως προαναφέρθηκε– δεν λείπει σχεδόν από καμιά ταινία των Νταρντέν. Στους βασικούς κυρίως ρόλους του «εκτιμήθηκε –όπως σημειώνουν οι Νταρντέν– περισσότερο η φυσική του παρουσία παρά η εμπειρία του ως ηθοποιού του θεάτρου».
(Περισσότερα για την ερμηνευτική μέθοδο των Νταρντέν, σημ. [4])
*
Η ΡοζέταΣάντρα, όσα ονόματα κι αν πάρει στο πέρασμα των αιώνων, παραμένει η ίδια καταπιεσμένη γυναίκα, το ίδιο ταξικά καταπιεσμένο άτομο.
Το φιλμ εξελίσσεται με την ταχύτητα ενηλικίωσης ενός κοριτσιού χωρίς παιδική ηλικία και με την τραχύτητα μιας ζωής που επιστρέφει ηλικιακά στην εποχή της δουλοκτησίας.
Η Ροζέτα, τέταρτη ταινία των αδελφών Νταρντέν –οι οποίοι ποτέ δεν αθέτησαν τη δική τους Υπόσχεση– είναι ένα καθαρό ταξικό σινεμά που γδέρνει επίμονα τις κλειστές μας πόρτες.
25 (29) Μαρτίου 2017
Φιλμογραφία
Κάννες 2005. Χρυσός Φοίνικας - Το Παιδί
2016   La Fille InconnueΤο Άγνωστο Κορίτσι - Επίσημο διαγωνιστικό Φεστιβάλ Καννών
2014   Deux Jours, Une Nuit - Δύο Ημέρες, Μία Νύχτα - Υποψήφια για Όσκαρ Α’ Γυναικείου ρόλου (Μαριόν Κοτιγιάρ)
2011   Le Gamin au Velo - Το Παιδί με το Ποδήλατο - Μέγα Βραβείο Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών (Grand Prize of the Jury)
2008   Le Silence de Lorna - Η Σιωπή της Λόρνα - Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου Φεστιβάλ Καννών, Βραβείο LUX
2007   To Each His Own Cinema (segment "Dans l'Obscurité")
2005   L`Enfant - Το Παιδί - Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ Καννών
2002   Le Fils - Ο Γιος - Βραβείο Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας Φεστιβάλ Καννών
1999   Rosetta - Ροζέτα - Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ Καννών
1996   La Promesse - Η Υπόσχεση
1992   Je Pense a Vous - Σας Σκέφτομαι
1987   Falsch
1987   Il court, il court, le monde (Short)
1983   Regard Jonathan/Jean Louvet, son oeuvre (Documentary)
1982   Leçons d'une université volante (Documentary)
1981   R... ne répond plus (Documentary)
1980   Pour que la guerre s'achève, les murs devaient s'écrouler (Documentary)
1979   Lorsque le bateau de Léon M. descendit la Meuse pour la première fois (Documentary short)
1978   Le chant du rossignol (Documentary)
Falsch (1987) 
***
Επίμετρο - Μπ. Ζ.
[1] Ο Παλαιστής (2008) του Ντάρεν Αρονόφκσι, 115' – Μίκι Ρουρκ, Μαρίζα Τομέι, Ίβαν Ρέιτσελ Γουντ, Έρνεστ Μίλερ: Καταπληκτικό βουβό δράμα, με τον Μίκι Ρουρκ στην κινηματογραφική του ανάσταση. Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία, δυο Χρυσές Σφαίρες –Μίκι Ρουρκ και το τραγούδι του Μπρους Σπρίνγκστιν–, δυο υποψηφιότητες στα όσκαρ –Μίκυ Ρουρκ, Μαρίζα Τομέι (Β΄ ρόλου) και πολλά ακόμη βραβεία.
[2] Οι ταινίες των Νταρνέν με δυο λόγια:
Η Υπόσχεση (1996), 90' – Ζερεμί Ρενιέ, Ολιβιέ Γκουρμέ, Ασίτα Ουεντραόγο: Ο 15χρονος Ιγκόρ, δεξί χέρι του πατέρα του στην εκμετάλλευση παράνομων μεταναστών, για να τηρήσει την υπόσχεσή του στη γυναίκα ενός εξ αυτών, που θα βρει φριχτό τέλος στην «οικογενειακή επιχείρηση», δεν θα διστάσει να γίνει «πατροκτόνος». Μια επώδυνη ιστορία ενηλικίωσης από τη λάσπη στ’ αστέρια.
*
Ο Γιος (2002), 100' – Ολιβιέ Γκουρμέ, Μοργκάν Μαρίν, Ιζαμπέλα Σουπάρ, Ρεμί Ρενό: Βραβείο ανδρικής ερμηνείας στον Ολιβιέ Γκουρμέ στο Φεστιβάλ Καννών 2002. Ο ξυλουργός Ολιβιέ θα επιδιώξει να προσλάβει τον έφηβο Φρανσίς, που έχει μόλις βγει από το αναμορφωτήριο, πασχίζοντας να «αλλάξει» το τραγικό παρελθόν τους.
Πόσος πόνος και πόση θλίψη μπορούν να χωρέσουν σε μια καρδιά και ως πιο βαθμό αυτή η καρδιά μπορεί να τα ξεπεράσει; Ο Ολιβιέ Γκουρμέ, με το υπερφυσικό ταλέντο του, μας πείθει ότι τίποτα δεν είναι... υπερφυσικό, αφού η ομορφιά του ανθρώπου φτάνει σε τέτοιο μεγαλείο, που μπορεί να «αναστήσει» ένα παιδί, ξαναδίνοντάς του τη χαμένη του αθωότητα.
*
Το Παιδί (2005), 95' – Ο δεύτερος Χρυσός Φοίνικας με τους Ζερεμί Ρενιέ, Ντέμπορα Φρανσουά, Ολιβιέ Γκουρμέ: Ο Μπρούνο, ένα 20χρονο κλεφτρόνι, ασφυκτιώντας στο ρόλο του πατέρα, και για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, θα πουλήσει το μωρό που απόκτησε με τη 18χρονη Σόνια σε κύκλωμα παράνομων υιοθεσιών. Στην προσπάθειά του να γυρίσει πίσω το χρόνο, διαπιστώνει ότι η επιστροφή, δεν περνάει πάντα από τον ίδιο δρόμο.
Οι Νταρντέν επιμένουν να αναζητούν τους χαρακτήρες τους, κι αυτοί τις ζωές τους, στο περιθώριο μιας κοινωνίας που ξεπουλάει όσο όσο τα παιδιά της και δεν θα δείξει ποτέ ειλικρινή μεταμέλεια.
*
Η Σιωπή Της Λόρνα (2008), 105' – Άρτα Ντομπρόσι, Ζερεμί Ρενιέ, Φαμπρίτζιο Ροντζιόνε, Αλμπάν Ουκάι, Ολιβιέ Γκουρμέ: Βραβείο σεναρίου στις Κάννες. Μια επιχείρηση λευκών γάμων θα μπλέξει απρόβλεπτα την Αλβανή μετανάστρια Λόρνα με τον ναρκομανή Κλοντί και τους μαφιόζους συνεργάτες της.
Ο πόθος του ανθρώπου χωρίς πατρίδα, να βρει χώρο για να ακουμπήσει το όνειρό του, θα γίνει βουβός σπαραγμός, όταν ένας άλλος άνθρωπος που έχει πατρίδα, παλεύοντας να κρατηθεί στη ζωή, γυρεύει μιαν αγάπη για να την κατοικήσει και να κατοικηθεί απ' αυτήν. Αλλά η σιωπή θ' απλωθεί παντού και το όνειρο θα μείνει κορμί σκοτεινό κι ακατοίκητο.
*
Το Παιδί Με Το Ποδήλατο (2011), 87' – Σεσίλ ντε Φρανς, Ζερεμί Ρενιέ, Τόμας Ντορέ, Ολιβιέ Γκουρμέ, Φαμπρίτζιο Ροντζιόνε: Μεγάλο βραβείο (Grand Prix) της επιτροπής Καννών. Ο 12χρονος Συρίλ, εγκαταλειμμένος σε ορφανοτροφείο απ’ τον πνευματικά συνομήλικο πατέρα του –και αποδιωγμένος απ’ αυτόν, σε κάθε προσπάθειά του να τον προσεγγίσει– θα ζητήσει να υιοθετηθεί απ’ την κομμώτρια Σαμάνθα, που θα βρεθεί στην αρχή τυχαία στο δρόμο του, αλλά στη συνέχεια θα τον αναζητήσει εκείνη, βλέποντάς την ως μέσον για την πατρική αγκαλιά.
Η κομμώτρια όμως, γιατί το κάνει; Ποια είναι τα κίνητρά της; Τι παιδικά απωθημένα έχει η ίδια; Είχε δυσάρεστη παιδική ηλικία; Μήπως δεν μπορεί να κάνει παιδιά; Οι Νταρντέν όχι μόνο δεν έχουν την απάντηση όλων αυτών των ερωτημάτων, αλλά δεν ενδιαφέρονται καν να τη μάθουν. «Όλοι αυτοί οι λόγοι θα ήταν αρκετοί για να δικαιολογήσουν την απόφασή της να αγκαλιάσει το παιδί» λέει ο Λυκ Νταρντέν. «Δεν μας απασχόλησαν όμως. Εστιάσαμε στην ίδια την απόφασή της να ανταποκριθεί στη φωνή του ενστίκτου της και να βοηθήσει το παιδί που, χωρίς να το λέει, νιώθεις ότι ουρλιάζει για βοήθεια. Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν μιλάμε για προθέσεις, ούτε και για το τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στο κεφάλι των ηρώων μας. Δεν μας απασχολεί η ψυχολογία των ηρώων ούτε και τη συζητάμε ποτέ στις πρόβες. Η μέθοδός μας είναι να προσπαθούμε πάντα να οπτικοποιήσουμε όλα αυτά μέσα από τις κινήσεις των ανθρώπων και τις σχέσεις μεταξύ τους».
*
Δυο Μέρες Μια Νύχτα (2014), 87' – Σεσίλ ντε Φρανς, Ζερεμί Ρενιέ, Τόμας Ντορέ, Ολιβιέ Γκουρμέ, Φαμπρίτζιο Ροντζιόνε: Βλέπε επάνω.
*
Το Άγνωστο Κορίτσι (2016), 113' – Αντέλ Ενέλ, Ζερεμί Ρενιέ, Ολιβιέ Μπονό, Ολιβιέ Γκουρμέ, Φαμπρίτζιο Ροντζιόνε: Η Τζένη, νεαρή γιατρός, θα ξεκινήσει έναν αγώνα για ν’ ανακαλύψει την ταυτότητα και την αιτία θανάτου μιας νεκρής γυναίκας, η οποία την προηγουμένη είχε χτυπήσει την πόρτα του ιατρείου της, αλλά εκείνη την κρατούσε κλειστή.
*
[3]  Οι υπόλοιποι 7 διπλοί χρυσοί Φοίνικες είναι:
Ο Σουηδός Αλφ Σιόμπεργκ: ΜαρτύριοHets, 1944 (σενάριο Ίγκμαρ Μπέργκμαν) και Δεσποινίς Τζούλι −Fröken Julie, 1951· εξ ημισείας με το Θαύμα στο Μιλάνο –Miracolo a Milano, 1951 του Βιτόριο ντε Σίκα.
Ο Αμερικανός Φράνσις Φορντ Κόπολα: Η Συνομιλία, 1974 και Αποκάλυψη Τώρα, 1979· εξ ημισείας με το Τενεκεδένιο Ταμπούρλο του Φόλκερ Σλέντορφ.
Ο Ιάπωνας Σοχέι Ιμαμούρα: Η Μπαλάντα Του Ναραγιάμα, 1983 και Το Χέλι, 1997· εξ ημισείας με το Γεύση Από Κεράσι του Αμπάς Κιαροστάμι.
Ο Σέρβος Εμίρ Κουστουρίτσα: Ο Μπαμπάς Λείπει Σε Ταξίδι Για Δουλειές, 1985 και Underground, 1995.
Ο Δανός Μπιλ Όγκαστ: Πέλε Ο Κατακτητής, 1988 και Οι Καλύτερες Προθέσεις, 1992.
Ο Αυστριακός Μάικλ Χάνεκε: Η Λευκή Κορδέλα, 2009 και Αμούρ, 2012.
Ο Άγγλος Κέν Λόουτς: Ο Ανεμος Χορεύει Το Κριθάρι, 2006 και Εγώ, Ο Ντάνιελ Μπλέικ, 2016.
*
[4] Για τη «διδασκαλία» των ηθοποιών.
Λέγεται ότι οι αδελφοί Νταρντέν δουλεύουν στο σκοτάδι, μακριά απ’ τα αδιάκριτα βλέμματα, σε απόλυτη απομόνωση. Κάστινγκ περιορισμένης δημοσιότητας, διακριτική αναζήτηση τοποθεσιών για τα γυρίσματα, πλατό επιμελώς φυλασσόμενο, περιορισμένο συνεργείο και αρκετή εγκράτεια στις δηλώσεις και στις συνεντεύξεις, συμβάλλουν στη διαμόρφωση του μυστηρίου Νταρντέν.
Τίποτα το αινιγματικό, ωστόσο, όσον αφορά τη δουλειά τους η οποία, στο­χεύοντας στην απλότητα, προσπαθεί απλούστατα να θωρακιστεί από ενδεχόμενες εξωτερικές διαταράξεις. Η αλή­θεια είναι ότι η μέθοδος Νταρντέν, η οποία τοποθετεί τον ηθοποιό στο επίκεντρο, είναι πολύ απλή (όχι πολλά μυ­στικά στο τέλος· η κινηματογράφηση της ζωής, όπως γράφει ο Λυκ Νταρντέν, είναι το μόνο που τους απασχολεί) αλλά συγχρόνως άκρως περίπλοκη (επηρεασμένοι από πολυποίκιλες κινηματογραφικές και θεατρικές τάσεις, οι αδελφοί επιδίδονται σε μια πολύτιμη μελέτη της ενσάρκωσης της κίνησης, μετατρέποντας, με κάθε νέα ταινία, τον ηθοποιό του κινηματογράφου σε μοντέλο ενεργού πολίτη). Ο ηθοποιός, υπό την ιδιότητά του ως ηθοποιού, ενδέχεται σ’ αυτή την περίπτωση ν’ αποτελέσει ένα εμπόδιο, το οποίο πρέπει να ξεπεραστεί, να παρακαμφθεί, να υπερκεραστεί.
[…] «Η ταινία είναι ταυτόσημη με τον χαρακτήρα, με τον ηθοποιό, με τον Ολιβιέ Γκουρμέ, με την αγωνία του αινίγματος που κρύβεται στην όψη του προσώπου, του βλέμματος, του σώματος του Ολιβιέ Γκουρμέ», γράφει ο Λυκ Νταρντέν, θεωρώντας έργο, χαρακτήρα και ηθοποιό ένα και το αυτό.
[…] Μόνο το σώμα δύναται να μιλήσει για το τραύμα στον κινηματογράφο των Νταρντέν. Είμαστε σε θέση να δούμε πιο καθαρά για ποιο λόγο οι ηθοποιοί πρέπει να κινούνται αδιάλειπτα, ο Ζερεμί-Ιγκόρ (Η Υπόσχεση) σπρώχνει καροτσάκια οικοδομής, ο Ζερεμί-Μπρυνό (Το Παιδί) σπρώχνει το καροτσάκι του μωρού. Η Ροζέτα (Ροζέτα) περπατάει ακατάπαυστα, ο Ολιβιέ (Ο Γιος) κουβαλάει δοκάρια.
[…] Οι Νταρντέν υποβάλλουν τους ερμηνευτές σε ατέλειωτες επαναλήψεις. Οφείλουν να κάνουν ξανά και ξανά τις ίδιες κινήσεις, να αναπαράγουν συνεχώς τις ίδια πράξεις. Οι εξαντλητικές αυτές επαναλήψεις πραγματο­ποιούνται σε δύο χρόνους. Ο πρώτος πολύ πριν τα γυρίσματα, αρχικά γύρω από ένα τραπέζι (μια εργασία που επι­διώκει να πείσει κι όχι να κατευθύνει), και στη συνέχεια στις τοποθεσίες όπου θα γίνουν τα γυρίσματα, χωρίς συ­νεργείο και χωρίς κάμερα. Οι Νταρντέν περιγράφουν τις κινήσεις, τις μετακινήσεις και ζητούν απ’ τους ηθοποιούς να τις αναπαράγουν, αλλά «ήρεμα», χωρίς διαλόγους και χωρίς να παίζουν ολοκληρωμένες σκηνές. Καμία ένδειξη προθέσεων ή ψυχολογίας. Ο δεύτερος χρόνος, τα γυρίσματα: νέες επαναλήψεις χωρίς τονισμό, χωρίς ερμηνεία και χωρίς την παρουσία συνεργείου, κι ύστερα, επιτέλους, το γύρισμα του πλάνου ή του πλάνου-σεκάνς, με ατέλειωτες επαναλήψεις και τροποποιήσεις, 20 ή και 30 φορές. Πρέπει να υποβάλουν σε δοκιμασία την πραγματικότητα και τον ηθοποιό. Πρέπει να κουράσουν τον ηθοποιό, να τον εξαντλήσουν τελείως, έτσι ώστε να υποκύψει στον χαρακτήρα που καραδοκεί μέσα του.
[…] Η Ροζέτα και ο Ρικέ (Ροζέτα), ο Μπρούνο (Το Παιδί) ή ο Στηβ (Ο Γιος) πέφτουν στο νερό, βρώμικο και παγωμένο. Εξουθενωμένοι, οι ερμηνευτές τους δεν είναι με τη σειρά τους τίποτα παραπάνω από πληγωμένα σώματα, παραδομένα. Είναι η στιγμή λοιπόν που οι Νταρντέν αγγίζουν την κινηματογραφική αλήθεια. (Από το βιβλίο Jean-Piene et Luc Dardenne (2008). Μετάφραση Δημήτρης Ψαρράς)
Κάννες 2008. Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου - Η Σιωπή Της Λόρνα
*
Οι προηγούμενες παρουσιάσεις
*
Από Μποτίλια επίσης
Λευκή ρετροσπεκτίβα σε φόντο κόκκινο
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του
Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
 

***
Το
ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας
και
Μποτίλια Στον Άνεμο: Πρόσωπα διά χειρός

 

*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.