Δεκέμβρης 1944 (17)

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Κάρολος Κουν: Η κοινωνική θέση και η αισθητική γραμμή του Θεάτρου Τέχνης − Νίκος Γκάτσος: Το αστέρι και η λεοπάρδαλις (2 VIDEO) − Ανανέωση με ολόκληρα τα κείμενα

Κάρολος Κουν (Κάρολος Κοέν)
Προύσα, 13 Σεπ. 1908 - 14 Φεβ. 1987, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 26.II.2017 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)
____________
Δημοσίευση, Κυριακή 26/02/2017 - 13:34
Ενημέρωση: Κυριακή 26/02/2017 - 21:07
____________________
«Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέριος πολιτισμός στον τόπο μας. Μόνος ο καθένας μας είναι ανήμπορος. Μόνος, ο καθένας από σας τους πιο κοντινούς στην προσπάθειά μας, είναι ανήμπορος. Μαζί ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε. Το θέατρο, ως μορφή Τέχνης, δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, ν' αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να νιώσουμε μαζί μια αλήθεια. Να γιατί διαλέξαμε το θέατρο σα μορφή εκδήλωσης του ψυχικού μας κόσμου [...]».
Κάρολος Κουν
*

Για τον κοινωνικό χαρακτήρα του θεάτρου και την καινοτόμα συμβολή του Κουν
Στις 14 του Φλεβάρη συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από το θάνατο του μεγάλου σκηνοθέτη και καινοτόμου δασκάλου του ελληνικού θεάτρου, του Κάρολου Κουν. Με αφορμή αυτή την επέτειο, ο «Ριζοσπάστης» ανατρέχει σε αποσπάσματα από τα λόγια του ίδιου του Κουν, που δείχνουν πώς έβλεπε την κοινωνική διάσταση του θεάτρου, αλλά και από τα λόγια του ποιητή Νίκου Γκάτσου για τον καινοτόμο ρόλο του Κουν στο θέατρο.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 25-26/2/2017
*
Η Μποτίλια αναζήτησε τα κείμενα από την ιστοσελίδα του Θεάτρου Τέχνης από όπου (με αλλαγή στον αρχικό τίτλο και προσθήκη 18 επιπλέον φωτό του Κουν) τα αναδημοσιεύει εν τέλει χωρίς περικοπές, οι οποίες, όπως διαπιστώνεται –ιδιαίτερα από το τεράστιο κείμενο του Κουν– κρίθηκαν αναγκαίες από την εφημερίδα, λόγω του περιορισμένου της χώρου. (Κυριακή 26/02/2017 - 21:07)

*
Κάρολος Κουν
Η κοινωνική θέση και η αισθητική γραμμή του Θεάτρου Τέχνης
Διάλεξη που δόθηκε στις 17 Αυγούστου 1943 για τον Όμιλο Των Φίλων του «Θεάτρου Τέχνης»
Όταν πέρυσι τον Ιούνιο, ύστερ' από εντατική προπαρασκευαστική δουλειά με τους μαθητές της Σχολής κάναμε την πρώτη μας συνάντηση, νέοι και παλαιοί μαθητές και νέοι ηθοποιοί συνεργάτες μου στο επαγγελματικό θέατρο, και θέσαμε τις βάσεις της εργασίας μας στο «Θέατρο Τέχνης», μείναμε σύμφωνοι αρχικά, πως το θέατρό μας δε θα 'χε κανένα λόγο ύπαρξης αν δε διέφερε απόλυτα από τα υπάρχοντα θέατρα.
M’ αυτό μη μας καταλογισθεί ούτε αυθάδεια μήτε αναίδεια. Δεν επιθυμούμε να επιρρίψουμε μομφή ή να θίξουμε κανένα. Εννοούμε μόνο, ότι δεν ξεκινήσαμε με την προοπτική να προσθέσουμε ένα ακόμα θέατρο στα τόσα υπάρχοντα, ούτε θέσαμε ως απώτερη φιλοδοξία μας να επιτύχουμε να δώσουμε παραστάσεις κατά τι καλύτερες από τον Α ή το Β. Ύστερ’ απ’ αυτή την άρνηση –και βάση κάθε νέας δημιουργίας είναι μια άρνηση– ύστερα λοιπόν απ’ αυτή την άρνηση κι όλα τα δεν, ας εξηγήσουμε το θετικό μέρος της αποστολής μας.
Λέμε αποστολή κι ούτε σκιαζόμαστε τη λέξη, μήτε μας ενοχλεί η ιδέα, γιατί μονάχα με απόλυτη πίστη, με απόλυτη θυσία του εαυτού μας σε μια ανώτερη ιδέα, μπορούμε να αποχτήσουμε τη δύναμη, την οντότητα και να φέρουμε στην επιφάνεια τον ψυχικό πλούτο που βρίσκεται θαμμένος μέσα μας για την πραγματοποίησή της. Πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα για να γίνουν θαύματα. Πρέπει να ξεφύγουμε από κάθε μαρασμό δυσπιστία, άρνηση και εγωκεντρισμό, για να βοηθήσουμε να ξεπετάξει ο μικρός θεός που ο καθένας κρύβει μέσα του. Πριν από κάθε άλλο χρειάζεται πίστη σε κάτι έξω από μας, μεγαλύτερο από μας.
Αυτό μόνο θα μας βοηθήσει τους ίδιους να πλατύνουμε. Είμαστε μικροί, πολύ μικροί από κάθε πλευρά από κάθε άποψη μπροστά στο έργο που τάξαμε στους εαυτούς μας. Έξω απ’ αυτό είμαστε τίποτα. Χάρη σ’ αυτό αποκτάμε οντότητα και ζωή. Η συνείδηση αυτού του πράγματος μας δίνει την πίστη στην αποστολή μας.
Μ’ αυτό τον τρόπο ξεκαθαρίζεται ίσως η αφετηρία του ξεκινήματός μας, αφετηρία και ανάγκη καθαρά ψυχική. Ψυχική ανάγκη γιατί; Για μια πιο πλούσια, πιο ωραία, πιο βαθιά, πιο ολοκληρωμένη ζωή, μια ανάταση του εαυτού μας, μια πιο πλατιά κατανόηση των γύρω μας, μέσα απ’ την τέχνη, συγκεκριμένα μέσα από το θέατρο. Με άλλα λόγια το «Θέατρο Τέχνης» είναι μια εκδήλωση ζωής, και θέλω να πιστεύω πως οι εργάτες του θα μπορούσανε να επιδοθούν με τον ίδιο ζήλο σε οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, φτάνει αυτό να εκπλήρωνε τους απαραίτητους όρους μιας ψυχικής ανάτασης, ενός κοινωνικού προορισμού. Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στο χώρο μας.
Μόνος του ο καθένας είναι ανήμπορος. Μόνος του ο καθένας από σας τους πιο κοντινούς στην προσπάθειά μας, είναι ανήμπορος. Μαζί ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε. Το θέατρο, ως μορφή Τέχνης, δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, ν’ αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να νιώσουμε μαζί την αλήθεια. Να γιατί διαλέξαμε το θέατρο σα μορφή εκδήλωσης του ψυχικού μας κόσμου.
Απ’ όλα τα δείγματα συμπάθειας προς το θέατρό μας, ίσως εκείνο που με συγκίνησε περισσότερο ήταν όταν πριν από καιρό με σταμάτησαν στο δρόμο ένας νέος και μια κοπέλα, άγνωστοί μου κι οι δύο, και με πλατύ χαμόγελο γεμάτο χαρά μου είπαν: «Μας συγχωρείτε, αλλά θέλαμε μονάχα να σας πούμε πόσο σας αγαπούμε για τις ωραίες στιγμές που μας έδωσε το Θέατρο Τέχνης». Εκείνη τη στιγμή κατέβαινα μουτρωμένος, γιομάτος έγνοιες για τα οικονομικά του θεάτρου μας. Αυτή η συνάντηση ήταν αρκετή για να μου δώσει τόση δύναμη όση δεν είχα. Κι όχι επειδή κολακεύονταν ο εγωισμός μου. Γιατί ότι γίνηκε δε γίνηκε μονάχα από μένα, αλλά μέσα από μια συνενωμένη προσπάθεια πού βοήθησε όλους μας ν’ αποκτήσουμε αίσθηση του εαυτού μας.
Η συνάντηση αυτή με γέμισε δύναμη και χαρά, γιατί έβλεπα να ζωντανεύει ο κρίκος μεταξύ σκηνής και πλατείας, γιατί καταλάβαινα πως άρχιζε να πραγματοποιείται ο σκοπός του θεάτρου μας. Εκτελεστές και θεατές συνδεότανε στο μοίρασμα μιας χαράς που πήγαζε απ’ τη βαθύτερη κατανόηση των αξιών της ζωής, κι ακόμα περισσότερο άρχιζε να δημιουργείται ένα αίσθημα αγάπης, συνενοχής αν θέτε, μπροστά στο μυστήριο του ξεσκεπάσματος μιας πνευματικής αλήθειας. Και εκείνο το βράδυ σαν βρέθηκα με μερικούς από πιο εύπορους φίλους μου δεν εδίστασα καθόλου να τους φορολογήσω με την πιο μεγάλη αναίδεια για την οικονομική ενίσχυση του Θεάτρου μας. Ένιωθα πως έκανα πράξη ηθική και επιβεβλημένη. Αν ενδιαφερότανε για τον τόπο μας, για τους εαυτούς των, όφειλαν να συντρέξουν στην προσπάθεια. Η ψυχική ανάσταση των συνανθρώπων μας είναι τόσο πολύτιμη ώστε καμιά θυσία, ακόμα κα της ζωής μας αυτής, δε μπορεί να την εξαγοράσει. Έπρεπε να πληρώσουν τα χαμόγελα αυτών των παιδιών και μεταξύ μας, τα πλήρωσαν πολύ ακριβά.
Ξεκινώντας απ’ την πίστη πως δεν μπορεί να υπάρξει θέατρο χωρίς κοινό, σκεφθήκαμε να δημιουργήσουμε τον «Όμιλο των φίλων του Θεάτρου Τέχνης». Για να μην μείνει ο σύνδεσμός μας απλά θεωρητικός, για να αποκτήσουμε με τον καιρό στενότερη επαφή, για να γίνουν σιγά σιγά εκτελεστές και θεατές ένα, αποφασίσαμε να καθιερώσουμε ομιλίες σαν τη σημερινή, με θέματα γύρω από την Τέχνη, κυρίως γύρω από τη δουλειά μας, έτσι που να ενημερωθείτε και σεις στο κάθε τι που αφορά την προσπάθειά μας, την καλλιέργειά μας, και να δημιουργηθεί πάνω στην εξέλιξή μας την πνευματική κι από τις δύο πλευρές ένας στενότερος δεσμός. Εσείς οι φίλοι, σήμερα 2000 αύριο 3000 κι ολοένα περισσότεροι, αποτελείται το συνδετικό κρίκο μεταξύ του Θεάτρου και του μεγάλου κοινού. Και κάτι περισσότερο. Αποτελείται μαζί με τους εργάτες του θεάτρου, το «Θέατρο Τέχνης».
Μόνο με πλήρη κατανόηση μεταξύ μας, μπορεί το θέατρο να σταθεί και να εκπληρώσει το σκοπό του.
Μόνο με ενεργό στάση εκ μέρους σας, μπορεί να νοηθεί η ύπαρξή του. Δεν πρέπει να είστε απλοί θεατές. Πρέπει να είστε συνεργοί στη δημιουργία μιας εκπολιτιστικής προσπάθειας. Πιστεύω πως οι φίλοι του Ομίλου είναι επιβεβλημένο να λάβουν ολοένα και πιο ενεργό μέρος στη ζωή του θεάτρου.
Σήμερα ο σύνδεσμός μας είναι οι παραστάσεις και οι ομιλίες. Αύριο, θα πρέπει να σκεφτούμε κάτι που να μας φέρει ακόμα πιο κοντά. Αυτό είναι και υποχρέωσή σας και δική μας υποχρέωση. Γιατί πιστεύουμε απόλυτα ότι το «Θέατρο Τέχνης» είμαστε εσείς κι εμείς μαζί. Τις ίδιες υποχρεώσεις που έχουμε εμείς για την εξυπηρέτηση του θεάτρου έχετε και σεις. Οφείλετε να προσπαθήσετε να κατανοήσετε την προσπάθεια, να την πιστέψετε, να φανατισθείτε. Και φανατισμός δε θα πει ένας περαστικός ενθουσιασμός, που μια κούραση ή μια αδυναμία δικιά σας ή του θεάτρου, εύκολα κατορθώνει να σβήσει. Δυστυχώς αυτόν τον εύκολο και εφήμερο ενθουσιασμό, προεξέχον χαρακτηριστικό μας, χρόνια τώρα οι τόσο επιτήδειοι επιχειρηματίες του πνεύματος εκμεταλλεύονται αποτελεσματικά, για να παρεμποδίσουν κάθε αγνότερο πνευματικό ξεκίνημα στον τόπο μας. Όχι εύκολους ενθουσιασμούς αλλά φανατισμό, πίστη, αυτοκριτική και αντικειμενική κριτική πριν κάθε επίκριση. Γιατί αλλιώς δεν κάνουμε τίποτα.
Μίλησα για τον «Όμιλο των Φίλων». Σαν θέατρο, δεν αποτεινόμαστε σε ορισμένη τάξη ή σε ορισμένη κατηγορία ανθρώπων. Όλοι όσοι είναι πρόθυμοι να χαρούν και να εργαστούν μαζί μας, πλούσιοι και φτωχοί, πονηροί και αφελείς, αλήτες και νοικοκυραίοι, όλοι είναι ευπρόσδεκτοι. Φτάνει μονάχα να καταλάβουν και να πιστέψουν τον προορισμό ενός Θεάτρου Τέχνης.
Με το ίδιο πνεύμα προχωρήσαμε και στην εσωτερική οργάνωση του θεάτρου. Όποιος δεν πιστεύει φανατικά στην ύπαρξή του, θα μείνει αναγκαστικά στο περιθώριο και θα σβήσει από τη δουλειά μας. Χρειάζεται σκληρότητα και πνεύμα αγωνιστή. Για να φτάσουμε να είμαστε καλλιτέχνες άξιοι της αποστολής μας, πρέπει πρώτα να φτιάξουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, πρέπει να πλουτύνουμε τους εαυτούς μας και να αποβάλουμε τις φτήνιες που ο καθένας μας σέρνει πίσω του. Αμάρτημα αταβισμού, αμάρτημα κακής διαπαιδαγώγησης, αμάρτημα αμορφωσιάς. Η Τέχνη είναι μεγάλη. Θα την πλησιάσουμε με ευλάβεια και σεβασμό. Δεν έχουμε το δικαίωμα να την κατεβάσουμε στο ανάστημά μας.
Αυτή η τάση, ιδίως στο θέατρο, είναι κάτι το συνηθέστατο. Κατά γενικό κανόνα κανένας ηθοποιός δε θεωρεί κανένα ρόλο πάνω απ’ τις δυνάμεις του. Έτσι σχεδόν μια έμφυτη τόλμη για το κάθε τι, μια τόλμη που πηγάζει από τη βαθύτερη αμάθεια, και τον πιο φτηνό αριβισμό. Το όλο θέατρο, και το λέω με πόνο, χωρίς να επιρρίψω και πάλι σε κανέναν μομφή, στηρίζεται σε βάσεις σαθρές. Και το ξέρουμε λίγο πολύ όλοι μας, όσοι εργαζόμαστε σε αυτό. Το θέατρο, όπως εμφανίζεται, δεν είναι Τέχνη, δεν έχει σκοπό να ανυψώσει το πνευματικό επίπεδο του λαού μας, δεν επιδιώκει να μορφώσει ολοένα περισσότερους ανθρώπους ψυχικά πλατιά. Το θέατρο, όπως είναι, ενδιαφέρεται απλώς να τέρψει και να δημιουργήσει αυτό που λέγεται κοινά «εμπορικές επιτυχίες». Κι η προσπάθεια αυτή συντελείται μέσα μια πνιγερή, παρασκηνιακή ατμόσφαιρα, ενώ ο αγώνας της επικράτησης ανάμεσα σε ηθοποιούς κι επιχειρηματίες, που βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση μεταξύ των, εξακολουθεί. Ένας ηθοποιός που έχει εμπορικότητα, βγαίνει στο σφυρί, ανήκει σε αυτόν που θα προσφέρει τα περισσότερα χρήματα και ρεπερτόριο με περισσότερους ρόλους. Καταντήσαμε να κάνουμε ένα μάταιο αγώνα δρόμου για ποιον θα αναγραφεί ότι πήρε μια δραχμή περισσότερη στο συμβόλαιό του. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται το καλλιτεχνικό κύρος και η εμπορική διατίμηση του κάθε ηθοποιού. Κι η Τέχνη; Ο προορισμός του καλλιτέχνη; Πού να σηκώσουμε όμως κεφάλι, μας τρώει τέτοιος βεντετισμός, τέτοια ανθρώπινη φτήνια. Και το κακόμοιρο το κοινό; Το κολακεύουμε με τα έργα που γράφουμε, το κολακεύουμε με το παίξιμό μας, του κολακεύουμε τα φτηνότερά του γούστα και το αποκοιμίζουμε. Δεν αυταπατώμαι διόλου με καμιά ρομαντική ουτοπία πιστεύοντας, όπως μερικοί, ότι το πλατύ κοινό έχει ένα σωστό κριτήριο και διψά για κάτι καλύτερο. Όχι!! Το πλατύ κοινό είναι ναρκωμένο, εμείς το ναρκώσαμε. Κι αν βαθύτερα, όπως κάθε άνθρωπος, ζητά κάτι καλύτερο, δεν έχει συναίσθηση ακόμα όχι το τι ζητά αλλά μήτε το ότι ζητά κάτι.
Ασφαλώς το θέατρο, όπως υπάρχει σήμερα με το φτηνό βεντετισμό από τη μία μεριά και το επιχειρηματία από την άλλη, δε θα προσπαθήσει ποτέ να του ξυπνήσει μια τέτοια αίσθηση. Οι καλλιτέχνες για να ενσαρκώσουν κάτι ανώτερο πρέπει να το καταλάβουν και να το πιστέψουν. Πώς μπορούν όμως, όταν οι φτασμένοι ηθοποιοί αμπαρώνονται και αμύνονται πίσω από τις θέσεις τους, τρέμοντας μην τάχα από πουθενά ξεμπουκάρει κανένας επικίνδυνος αντίπαλος. Κι οι νεώτεροι συνάδελφοί τους προσπαθούν να τους μιμηθούν, για να μην χάσουν ένα κομμάτι ψωμί που ο επιχειρηματίας τούς το μεγαλώνει φειδωλά, σύμφωνα με την εμπορική ζήτηση.
Οργανώνονται οι επιχειρηματίες και οι μεγάλοι ηθοποιοί, οργανώνονται και οι μικροί. Περιορισμούς στο επάγγελμα. Να μην μπουν νέοι ηθοποιοί. Να κλείσουν οι δραματικές Σχολές. Να περιοριστούν οι ώρες δουλειάς. Τι θέατρο, τι μπακάλικο. Τα δύο έγιναν ένα και το αυτό.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση, μέσα σε αυτή την τρομακτική άγονη πάλη και λύσσα, που χρόνια τώρα μαστίζει το θέατρό μας, όλοι μαζί προσπάθησαν να βρουν συμβιβαστικές λύσεις, χωρίς να βρεθεί ένας χριστιανός που να αναρωτηθεί καν «Τι κάνουμε; Αν είμαστε καλλιτέχνες, όχι πώς μπορούμε, αλλά πώς τολμούμε και θέτουμε περιοριστικούς Νόμους στην Τέχνη»; Σε ποιο ζωγράφο ετέθη ποτέ περιορισμός να ζωγραφίσει; Σε ποιο ποιητή ειπώθηκε ποτέ πόσες «τόσες ώρες το ημερονύχτιο θα δουλεύεις»; Αν ένας καλλιτέχνης αγαπά τη δουλειά του, και βέβαια εξυπακούεται πως μόνο αγάπη και πίστη θα τον φέρει να διαλέξει ένα τέτοιο επάγγελμα, θα ήταν ευτυχισμένος να προσφέρει όχι μόνο όλες τις ώρες που έχει το ημερονύκτιο στη δουλειά του, αλλά, αν ήταν δυνατό, κι ακόμα τις ώρες που δεν έχει.
Χρειάζονται άλλα μέτρα πιο ριζικά για να γιατρευτεί το κακό, κι όχι να τσακώνονται οι μεν με τους δε εις βάρος της τέχνης, εις βάρος του πολιτισμού ενός τόπου. Χρειάζεται απ’ αρχής να μορφωθεί ο καλλιτέχνης. Να μάθει να αγαπά, και πρώτα από όλα, να σέβεται τη δουλειά του. Να νιώσει το βάρος της αποστολής του. Η Κοινωνία, από την άλλη μεριά, πρέπει να του δώσει τα μέσα να καλλιεργηθεί, να πλουτύνει τον ψυχικό του κόσμο και να του προσφέρει μια υποφερτά άνετη ζωή. Να τον βοηθήσει να αποκτήσει την πεποίθηση πως ο μόνος τρόπος για να προκόψει και να καλλιεργήσει τον εαυτό του και την τέχνη του. Και θα προκύψει μόνο σαν παραμείνει μακριά από παρασκηνιακές ραδιουργίες, από μποεμισμούς, γλεντάκια και φτηνοσκορπίσματα του εαυτού του. Η ατμόσφαιρα πού μέσα της θα ζήσει και θα αναπτυχθεί ο καλλιτέχνης, πρέπει να είναι καθαρή, σεμνή και σοβαρή. Όπως ο αθλητής που τρέχει τα 100 κάνει δίαιτα στο σώμα του, έτσι κι ο ηθοποιός που ερμηνεύει ένα μεγάλο ρόλο, πρέπει να κάνει δίαιτα στην ψυχή του. Γνωρίζω θέατρα στο εξωτερικό όπου οι ηθοποιοί , ένα μήνα πριν παίξουν ένα ρόλο, τον ζουν μέρα και νύχτα στη ζωή τους, στο πως θα φάνε, στο πως θα πιάσουν το πιρούνι τους, στο περπάτημά τους, στην αίσθηση του ματιού τους. Εδώ είμαστε ικανοποιημένοι όταν μας δίνονται όλο κι όλο τρεις βδομάδες για να αποστηθίσουμε και να παρουσιάσουμε οποιοδήποτε έργο ολκής. Κι ούτε πολυεξετάζουμε πια τέτοιες μικρολεπτομέρειες, σαν κι αυτή που ανέφερα. Φτάνει, βρε αδελφέ, να κινούμεθα με κομψότητα, και με λίγη άνεση που συχνά πρέπει να μεταφράζεται αναίδεια. Σε ορισμένα θέατρα έξω, απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της παράστασης όχι μονάχα να κινείται αλλά ούτε να μιλά ο ηθοποιός, έξω από το χαρακτήρα του ρόλου του. Τόσο απόλυτη πρέπει να είναι η αυτοσυγκέντρωσή του. Κι όταν ζητήσει ένα κραγιόνι από το συνάδελφό του οφείλει να το ζητήσει στον τόνο που του υπαγορεύει ο ρόλος. Εδώ αν δεν έχουμε, στα διαλείμματα του ρόλου που παίζουμε, την τύχη να το ρίξουμε στα χαρτιά, υπάρχει τουλάχιστο η ελπίς να κάνουμε κανένα δύο χωρατά, να πούμε δύο τρεις εξυπνάδες με συναδέλφους ή επισκέπτες. Ο Στανισλάφσκι συχνά επενέβαινε, όπως γράφει, και στην ιδιωτική ζωή των συνεργατών του. Τα φλερτ και τα μικροαισθηματάκια τα θεωρούσε σκόρπισμα και ξέφτισμα της εσωτερικότητας του καλλιτέχνη και τα απηγόρευε. Πριν από όλα όμως, φρόντισε να έχει ο κάθε ηθοποιός ένα καμαρίνι με ήλιο και μια βιβλιοθηκούλα, έτσι που να απαλύνει τον από φύση νευρωτισμό του και να τον κάνει να καταλάβει πως είναι πνευματικός εργάτης.
Πρώτα φωτεινό καμαρίνι στον ηθοποιό κι ύστερα βελούδινη πολυθρόνα στο θεατή. Και πολύ σωστά, γιατί το θεατή ο καλός ηθοποιός μπορεί να τον κάνει να ξεχάσει που κάθεται, ενώ η βελούδινη πολυθρόνα δε μπορεί να βοηθήσει κανένα ηθοποιό να μεταδώσει το μήνυμά του πέρα από τη ράμπα όπως πρέπει.
Αν δεν δημιουργηθούν υγιείς παραδόσεις ανάμεσα σε μας τους καλλιτέχνες του θεάτρου, θα εξακολουθήσουν να γιομίζουν τα θέατρα με πολλούς θεατές στις πολλές βελούδινες πολυθρόνες. Κι ο καθένας από τους θεατές θα παίρνει την αριθμημένη θέση του με τη βεβαιότητα πως ήρθε να απολαύσει την εξυπνάδα του ενός ηθοποιού, το χαμόγελο της άλλης, το νάζι και το φιογκάκι της Χ, κι έτσι να διευκολύνει την πέψη του. Τι Τέχνη και πράσινα άλογα. Έρχεται κόσμος; Ευχαριστιέται ο κόσμος το έργο; Ε, αυτό είναι τέχνη.
Γι’ αυτούς τους λόγους, υπάρχει επιτακτική ανάγκη ενός συνολικού αγώνα, κι ας μη γελιόμαστε, για αγώνα πρόκειται, ενάντια σε κάθε σαθρή εκδήλωση στο θέατρο. Ηθοποιοί, όσοι μπορούν να προσαρμοστούν σε μια πιο υγιή κατάσταση, κριτικοί, θεατές, ας συσπειρωθούνε κι α αποτελέσουνε ένα αδιάσπαστο σύνολο. Μόνο από τέτοιες συνολικές προσπάθειες που μπορούν να εμπνεύσουν ένα γενικό φανατισμό, θα βρει το θέατρο τη γιατρειά του και θα γλιτώσει από το βραχνά του επιχειρηματία από τη μία μεριά, του βεντετισμού από την άλλη, κι από όλα τα αντικαλλιτεχνικά μέτρα που, ίσως και κάποτε δικαιολογημένα, παίρνουν οι μικρότεροι ηθοποιοί για να προασπίσουν τους εαυτούς τους.
Εμείς για να εξουδετερώσουμε αυτά τα κακά, δημιουργήσαμε πρώτα πρώτα για να αποφύγουμε την καταστρεπτική επίδραση του επιχειρηματία στη δουλειά μας, το σωματείο «Θέατρο Τέχνης», με σκοπό να αποκλειστεί η ατομική κερδοφορία για κάθε συνδεδεμένο με το θέατρο. Από την άλλη, για την καταπολέμηση του βεντετισμού, θέσαμε σαν αρχή μας ότι το θέατρό μας θα είναι ένα θέατρο συνόλου και οι συνεργάτες του θα αμείβονται σχεδόν ίσα.
Πρόβες για την «Ορέστεια»
Ας μου επιτραπεί να επεκταθώ πάνω σε αυτό το ζήτημα, γιατί και κάπως ελαστικό είναι και παρεξηγήσιμο. Με θέατρο Συνόλου δεν εννοούμε θέατρο όπου δεν θα υπάρχουν κορυφές και προεξοχές, και που χάρη της μετριότητας θα παραγκωνισθεί η πραγματική αξία και το ταλέντο. Είναι και κουτό, και βλαβερό το να πιστεύει κανείς σε πνευματική, διανοητική και καλλιτεχνική ισοπέδωση. Είμαστε πρόθυμοι, θέλουμε και θα το διαθέτουμε με κάθε μέσο για να μπορέσουμε να τραβήξουμε τους αδυνατότερους προς τα πάνω. Κι όσους περισσότερους τραβήξουμε τόσο περισσότερη θα είναι η χαρά μας και η ικανοποίησή μας. Διόλου όμως δε σημαίνει αυτό πως, χάρη μιας θεωρητικής ισότητας, θα πρέπει οι ικανότεροι να σκύψουν. Αυτό αντίκειται και στην εξέλιξη της τέχνης και στην εξέλιξη του πολιτισμού ενός τόπου.
Έπειτα σε ένα έργο τέχνης, δεν υπάρχουν ουσιαστικά μικροί και μεγάλοι ρόλοι, για έναν καλλιτέχνη. Κι ο μικρότερος ρόλος, έχει τόσο περιεχόμενο, που χρειάζεται εκ μέρους του ηθοποιού μεγάλη προσπάθεια για να τον ολοκληρώσει, αν θελήσει να δουλέψει ευσυνείδητα. Έτσι δίνεται αυτόματα η ευκαιρία στον κάθε ερμηνευτή να δουλέψει καλλιτεχνικά και να απολαύσει καλλιτεχνικά.
Φυσικά όπως ξέρουμε, συχνά τα έργα συγκεντρώνονται κάποτε σε πέντε, κάποτε σε τέσσερα και κάποτε σε δύο χαρακτήρες. Αυτοί εννοείται θα ερμηνεύονται πάντοτε από τους ικανότερους ηθοποιούς. Πρώτος σκοπός του θεάτρου κι ας είναι θεάτρου συνόλου, είναι να δώσει με τα μέσα που του παρέχονται κάθε φορά, όσο το δυνατόν πιο άρτια προπαρασκευασμένη πνευματική τροφή στον κόσμο, κι όχι να κάνει καλλιτεχνικές παραχωρήσεις, από φόβο μην δυσαρεστηθούνε οι εργάτες του. Αλλιώς, αντί να δημιουργούμε ένα θέατρο όπου ο κάθε ηθοποιός είναι στη θέση του, διατρέχουμε τον κίνδυνο να φτιάξουμε ένα νέο θέατρο όπου αντικαθιστούμε τη μία βεντέτα με πολλές βεντέτες και το θέατρο συνόλου να αποβαίνει ουσιαστικά μια ουτοπία. Αλλά ούτε ουτοπία είναι, ούτε κάτι που δημιουργείται από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζεται καιρός να δημιουργηθεί μια νέα ηθική τάξη, όπου ο κάθε ηθοποιός θα γνωρίζει τη θέση του, θα αποκτήσει την καλλιέργεια, την απαραίτητη πνευματική μόρφωση, για να κρίνει αντικειμενικά τον εαυτό του και τους άλλους, θα αποκτήσει τόση εμπιστοσύνη στους καθοδηγητές του και τόση πίστη στη δουλειά του, ώστε να καταλάβει ότι, όταν εργάζεται για κάτι τόσο μεγάλο, πρέπει να είναι ικανοποιημένος για την προσφορά πού του επιτρέπουν οι δυνάμεις του, όσο ταπεινή κι αν είναι.
Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ο τρόμος και η αθλιότητα του Γ Ραϊχ, 1975. Πρόβα.
Το «Θέατρο Τέχνης» προσπαθεί να δημιουργηθεί σαν θέατρο συνόλου. Τα άλλα θέατρα που θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσουν κι αυτά να δημιουργηθούν σαν θέατρα συνόλου, έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι, θα αργήσει πολύ να υπάρξει στον τόπο μας, κι ασφαλώς δεν το βλέπω να πραγματοποιείται στο εγγύς μέλλον. Χρειάζεται προπαίδευση, μόρφωση, ηθική και ψυχική καλλιέργεια, ξύπνημα της ευαισθησίας, συνείδηση της αποστολής μας, συνείδηση της μελέτης και της υπέρογκης εργασίας, τεχνικής και πνευματικής, που απαιτεί ο Θεός που βαλθήκαμε να λατρέψουμε, το Θέατρο.
Τώρα όσον αφορά στην αισθητική γραμμή του «Θεάτρου Τέχνης», θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος και σαφής, αν και το θέμα αυτό και ανεξάντλητο είναι και δύσκολα πιάνεται σε ομιλία.
Η επεξήγηση αισθητικών αντιλήψεων έχει για μένα κάτι από το χαρακτήρα μιας εξομολόγησης. Το να μιλάει ο καλλιτέχνης για αλήθειες που συνέλαβε, ή που φαντάζεται πως συνέλαβε, είναι σα να ξεσκεπάζει κάτι ιερό μέσα από τον πιο κρύφιο εαυτό του, κάτι που ο ίδιος συχνά τρέμει να αγγίξει, απωθούμενος από ένα αίσθημα σεβασμού, λατρείας, συγκίνησης, ντροπής και αβεβαιότητας, ίσως μαζί και φόβου, μήπως αγγίζοντάς το ραγίσει ή μήπως σαν τη λευκή μανόλια στο πρώτο άγγιγμα και μιας ανάσας ακόμα, μολυνθεί και μαυρίσει. Ο Κλάιβ Μπελ, ένας από τους πιο εξέχοντες σύγχρονους αισθητικούς, σε μια μελέτη του για το Σεζάν θίγει επιτυχημένα αυτό το σημείο. Αν θυμάμαι καλά, λέει ότι ο καλλιτέχνης είναι ο τελευταίος που μπορεί να αναλύσει ή να επεξηγήσει το έργο του. Ψηλαφεί στα σκοτεινά, Πού και πού, μια μικρή λάμψη τον οδηγεί πιο πέρα. Δεν στέκεται να εξηγήσει τι φώτισε, πως φώτισε, γιατί φώτισε, μόνο προχωρεί ολοένα και πιο πέρα, προτού προκάνει να σβήσει η λάμψη, κυριευμένος ίσως από ένα παράξενο φόβο, μήπως, σαν τη γυναίκα του Λοτ, μεταμορφωθεί σε στήλη άλατος αν γυρίσει πίσω να κοιτάξει και να παρατηρήσει.
Επίδαυρος, Ορέστεια, 1980
Για αυτό δίσταζα να μιλήσω πάνω σε αισθητικές αντιλήψεις, όχι μόνο με τους άλλους αλλά ακόμα και με τον εαυτό μου. Ένιωθα πως η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη ή πως το ξεκαθάρισμα δεν είχε συνειδητοποιηθεί, ίσως κιόλας δε θα έπρεπε να συνειδητοποιηθεί, διαισθανόμενος κίνδυνο μήπως με τη συνειδητοποίηση και την αποκρυστάλλωση στερέψει το υποσυνείδητο, μεταμορφωθώ και εγώ σαν τη γυναίκα του Λοτ, σε στήλη άλατος. Γι αυτό ας μου συγχωρεθεί στη σημερινή κουβέντα μου μαζί σας πάνω στο θέμα αυτό, να είμαι λίγο τσαπατσούλης και, σαν καλός χριστιανός, θα προσπαθήσω να είμαι ειλικρινής και τίμιος και να ανταποκριθώ κατά δύναμη στην ιερότητα αυτών που αισθάνθηκα και πίστεψα.
Και πρώτα πρώτα, ξεκινώντας από την αρχή, τότε που ιδρύθηκε η «Λαϊκή Σκηνή», πριν από μια δεκαετία, θα κάμω ένα σύντομο απολογισμό για το τι επίστεψα τότε, τι εξακολουθώ να πιστεύω σήμερα, που έχει γίνει εξέλιξη –αν υπάρχει εξέλιξη- έτσι που μέσα από τις αντιθέσεις να διευκολυνθείτε και σεις πιότερο και να καταλάβετε τι ζητάμε. Για να είμαι ειλικρινής, τώρα που βλέπω πέρα από τα δέκα χρόνια, εκείνα τα αισθητικά στοιχεία που με συνεπήραν τότε συνδεότανε συγκεκριμένα με το Ελληνικό «Λαϊκό», το κάπως σχηματοποιημένο του, όπως φανερωνότανε στη ζωή, τη γνήσια χωριάτικη και νησιώτικη, στα δημοτικά μας τραγούδια και πιο πίσω, στις Βυζαντινές αγιογραφίες και στα αρχαία αγγεία. Και τα έργα που παίξαμε τότε Ερωφίλη, Άλκηστη, Πλούτος, Όρνιθες κτλ ανταποκρινότανε τέλεια σε αυτό το πνεύμα. Μπορώ να πω, για να μεταχειριστώ έναν πιο ορθόδοξα νοητό όρο, ότι το θέατρό μας τότε ήταν ξεκάθαρα εξπρεσιονιστικό. Αλλά ο εξπρεσιονισμός Ελληνικός, με στοιχεία Ελληνικά, άλλα βγαλμένα από τη ζωή και την πραγματικότητα γύρω μας, κι άλλα βοηθητικά από την παράδοσή μας.
Διαμαντίδου, Κουν, Μερκούρη
Και φυσικά, για να πραγματοποιηθεί ένα γνήσιο ελληνικό εξπρεσιονιστικό θέατρο, αποτάθηκα για να μορφώσω ηθοποιούς στις λαϊκές τάξεις, όπου υπήρχαν ακόμα υπολείμματα πλούσια σε εκφράσεις, σε κινήσεις, αισθήματα και ψυχικό κόσμο. Δηλαδή ξεκίνησα παίρνοντας ως βάση την Ελληνική Λαϊκή πραγματικότητα με όλο της τον πλούτο, πρωτόγονο και πηγαίο στοιχείο. Παραμερίζοντας λίγο τις δικές μου πνευματικές και ψυχικές ανάγκες, σκέφτηκα πως θα έπρεπε να αρπαχτώ από μια γνήσια εκδήλωση ζωής, της πιο έντονης που θα μου παρουσιαζότανε. Κι αυτήν, φαντάζομαι, αισθάνθηκα σαν τέτοια πιο συγγενική μου, στην ομορφιά της, στην αφέλειά της, στον πρωτογονισμό της και κυρίως στο πλαστικό της στοιχείο, εξωτερικευμένο σε αδρές γραμμές. Οι κινήσεις, οι στάσεις, η κουβέντα όλα είχαν νόημα, προέρχονται από μια αληθινή ψυχική κατάσταση και ανάγκη, αν όχι βέβαια πνευματική, χωρίς επιτήδευση, χωρίς περιορισμούς, χωρίς απαγορεύσεις καλών τρόπων συμπεριφοράς, που συχνά ναρκώνουν κάθε πλαστικότητα σε άλλες τάξεις. Η πείνα ήταν πείνα, η δίψα δίψα κι πόνος έντονος, ζωντανός, αποτυπωμένος δίχως προσποίηση στη σάρκα, στους μυς και στα νεύρα. Πρωτόγονα αισθήματα, αλλά τουλάχιστον γνήσια, αληθινά και πόσο έντονα ζωντανά.
Χαίρομαι και ευλογώ αυτά που με ώθησαν να αρπαχτώ από αυτή την ποίηση του πρωτογονισμού και τη μορφοποιημένη του έκφραση. Ο Ελληνικός Λαϊκός εξπρεσιονισμός στάθηκε σαν πολύτιμος δάσκαλος για μένα κι αν όχι άλλο, με βοήθησε στο να καλλιεργηθεί μέσα μου η αίσθηση και η ανάγκη της πλαστικότητας στο θέατρο, όχι βέβαια της φτιαχτής πλαστικότητας, αλλά της πηγαίας πλαστικότητας όπως παρουσιάζεται στη ζωή, στα βουνά, στις ρεματιές, στα δέντρα, στα ζώα, στα πουλιά και στους ανθρώπους.
Και πρέπει να ομολογήσω ότι όσο βοήθησα εγώ τους, τότε, κάπως άξεστους μαθητές μου, να καλλιεργηθούν, να μορφωθούν, να συνειδητοποιήσουν-για όσους είχαν-τον ψυχικό τους πλούτο, αλλά τόσο με βοήθησαν και κείνοι να αισθανθώ την αισθητική μιας πρωτόγονης αλήθειας.
Ελύτης, Χατζιδάκις, Κουν
Από το 33. Από τότε πέρασαν 10 χρόνια και θα ήταν ψέμα να έλεγα ότι αυτά που μου αποκαλύφθηκαν καλλιεργημένα και πιο συνειδητοποιημένα τώρα μέσα μου, δεν επηρεάζουν τη μορφή της σημερινής μου εργασίας μου. Βέβαια τώρα παίζουμε Ίψεν, Σω, Πιραντέλλο, ασχολούμεθα κυρίως με το ψυχολογικό δράμα που πολύ λίγη σχέση έχει με τις πρωτόγονες μορφές του θεάτρου. Τότε παίζαμε με τόνους, τώρα με ημιτόνια. Τότε δίναμε συναισθήματα αδρά, μονοκόμματα, πρωτόγονα. Σήμερα προσπαθούμε να δώσουμε τις χίλιες δύο ψυχικές διακυμάνσεις του σύγχρονου καλλιεργημένου ανθρώπου. Το απαιτεί η ζωή, η πραγματικότητα, τα αεροπλάνα, οι μηχανές, τα βιβλία, ο ρυθμός της εξέλιξης γύρω μας, ο ρυθμός της εξέλιξης μέσα μας. Το να κάνει κανείς από μας σήμερα πρωτόγονη Λαϊκή Τέχνη, είναι-ας μου συγχωρεθεί η έκφραση-αναχρονισμός που πλησιάζει τη μανιέρα. Είναι σα να απονεκρώνει θεληματικά τα τρία τέταρτα του εαυτού του, για να μπορέσει να κουτσοβλαστήσει το άλλο τέταρτο.
Εγώ ο ίδιος, τότε πολλές φορές ένιωθα ένα μεγάλο κίνδυνο, μια αίσθηση ότι έκανα προσπάθεια να μην αφήσω να ξυπνήσει κάτι άλλο βαθύτερα μέσα μου, κι ότι δεν ήμουνα τίμιος. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο ζητούσα να ξεφύγω την κλούβα όπου είχα τάξει τον εαυτό μου, λογικά και συνειδητά. Σιγά σιγά, κατάλαβα ότι αυτό που αγάπησα δεν ήταν το τέρμα, ότι υπήρχε μια πόρτα που ξανανοιγόταν πάρα πέρα, κι ασφαλώς πως πίσω από εκείνη την πόρτα, θα υπήρχε άλλη κι έπειτα κι άλλη κι ούτω καθεξής.
Ήτανε μια αναγκαία σταδιοδρομία της ψυχής μου, για να αποκτήσει ορισμένα συστατικά που της έλειπαν. Έτσι συχνά ο περίπλοκος ψυχικά μηχανισμός μας, λειτουργεί στα τυφλά και μας οδηγεί ασυναίσθητα να αντλούμε από τον έξω κόσμο αυτά που μας λείβουνται για να κατανοήσουμε ολοένα και περισσότερα πράγματα. Μας κάνει προς στιγμήν να πιστέψουμε σε τέρμα, σε απόλυτο, για να μπορέσει αυτός εύκολα και με βουλιμία να μασήσει, να χορτάσει, κι έπειτα κορεσμένος να ξεκινήσει για πιο πέρα.
Αυτά όλα τα λέω για να αποδείξω ότι η γραμμή που ακολούθησα είναι μία. Η αισθητική αντίληψη πάνω στην οποία βαδίζω είναι, στη βάση της, απόλυτα ίδια, αδιάφορο αν ξεκίνησα από το Λαϊκό Θέατρο και σήμερα από την ανάγκη της εξωτερικής πραγματικότητας και της πραγματικότητας μέσα μου, κατέληξα στο ψυχολογικό δράμα. Την πλαστικότητα της στάσης, της κίνησης και του λόγου επιζητώ και τώρα. Πίστευα ότι η τέχνη δεν είναι πιστή φωτογραφική απεικόνιση της εξωτερικής ζωής, αλλά η ζωή όπως την αισθάνεται με το δικό του εσωτερικό μάτι, περασμένη μέσα από τα φίλτρα των συναισθημάτων του ο καλλιτέχνης. Το ίδιο πιστεύω και τώρα.
Κουν, Τσαρούχης
Πίστευα στην αποκρυστάλλωση των συναισθημάτων στην αφαίρεση κάθε περιττού, στην τεχνική σύνθεση ενός νοήματος, έπειτα από μια βαθιά ανάλυση της πραγματικότητας του έξω από μας κόσμου. Το αυτό πιστεύω και τώρα. Πιστεύω πως ο καλλιτέχνης οφείλει να εξετάζει προσεκτικά την έξω πραγματικότητα, να την μελετά, να ασκείται άρτια τεχνικά στο πως θα την αποδώσει καλύτερα, αλλά να μην ξεχνά ποτέ, ότι ο τελικός σκοπός του δεν είναι αυτός, δηλαδή να αντιγράψει απλώς τη δημιουργία της φύσης, αλλά τι νόημα της δίνει αυτός, ο άνθρωπος οδηγημένος από την ποιοτική και φιλοσοφική αντίληψη της ζωής, από το μυαλό του, το αίμα του, την ψυχή του. Αν μας συγκινήσει ένα σύννεφο που περνά, σκοπός μας δεν είναι να απεικονίσουμε τη δημιουργία αυτής της φύσης, σκοπός μας είναι να ολοκληρώσουμε μέσα σε μια πλατύτερη σύνθεση ένα Α νόημα που ξυπνά μέσα μας. Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι ότι ο σκοπός της τέχνης μας δεν είναι το αντικείμενο, αλλά το νόημα που του δίνουμε εμείς. Πως θα το αναπλάσουμε και πως τελικά θα διαγραφεί και θα συνδεθεί μέσα στης ψυχής μας το φως, κι όχι να το δώσουμε απλώς, έτσι όπως διαφαίνεται μέσα στο εκτυφλωτικό φως της στιγμής που περνά. Δηλαδή, πιστεύω σε ένα είδος εσωτερικού ρεαλισμού, κοντύτερα ίσως σε αυτό που ο Βακτάνγκωφ, μαθητής του Στανισλάφσκι, ονόμασε στο ημερολόγιο-μανιφέστο του, φανταστικό ρεαλισμό, σε αντίθεση του νατουραλισμού του δασκάλου του και σε αντίθεση της απόλυτης εξωτερικής σχηματοποίησης και του θεατρικού συμβατισμού του Ταΐρωφ. Κι αν σήμερα αναζητώ, ουσιαστικά, το ίδιο που αναζητούσα το 1933, δηλαδή το βαθύτερο νόημα, την αλήθεια της εξωτερικής πραγματικότητας όπως καθρεφτίζεται στον ψυχικό μου κόσμο, δοσμένη ανάγλυφα και με ρυθμό, ωστόσο διαφέρω μόνο στο ότι αισθάνομαι πιο απαλλαγμένος από τους αισθηματικούς περιορισμούς παραδόσεως και της ομαδικά παραδεγμένης αντίληψης που η Λαϊκή Τέχνη μου έμαθε, περιορισμούς δεσμευτικούς στην ψυχική και την πνευματική εξέλιξη του ατόμου. Το σύννεφο που θα χρειαζόμουν να συνθέσω τον πίνακα, υπήρχε διαγραμμένο από την παράδοση, τη δημιουργημένη ή τη δημιουργούμενη, το ίδιο το χορταράκι με το βράχο, το ίδιο και το ανθρώπινο μάτι. Σήμερα αφήνω το αυθόρμητο να μου διαγράφει το σύννεφο, το χορταράκι, το ανθρώπινο μάτι.
Εξάλλου η λαϊκή μας παράδοση μυρίζει θυμάρι και βραχοτόπια. Τα συναισθήματα στον κάμπο και στις βουνοκορφές είναι απλά, μονοκόμματα, αργά στο ρυθμό τους. Εμείς ζούμε μέσα στα τραμ, στα αυτοκίνητα, σε κάθε βήμα στρίβουμε και μια γωνία, εδώ μια ρεκλάμα στον τοίχο, παρακάτω ένας φουκαράς εξαντλημένος πάνω στο πεζούλι, χίλιες έγνοιες, πολλές ψυχικές μεταπτώσεις.
Όλα αυτά συμβαίνουν αναγκαστικά στη δημιουργία μιας ατομικής σύνθεσης και στη δημιουργία πιο ατομικών αισθητικών μέσων έκφρασης. Οι πολλαπλές συγκινήσεις και ψυχικές διακυμάνσεις που δοκιμάζουμε, μας κάνουν να βλέπουμε κατά πολλαπλούς διαφορετικούς τρόπους την πραγματικότητα έξω από εμάς. Περισσότερο νόημα, περισσότερη ποίηση, περισσότερη αισθητική συγκίνηση μπορεί να μας δώσει ένας εραστής σήμερα με ένα σήκωμα των ώμων του, με ένα κόμπιασμα της φωνής του, με ένα ναι ή με ένα όχι, παρά με μια τιράντα 20 καλογραμμένων ενδεκασύλλαβων στίχων.
Ο Κουν με τη Λούλα Αναγνωστάκη
Για να δώσουμε μια αισθητική συγκίνηση σήμερα, πρέπει να ανατρέξουμε σε νέες μορφές, σε νέα σχήματα, σε σύγχρονα μέσα έκφρασης, βγαλμένα από τις ανάγκες της εσωτερικής και εξωτερικής μας πραγματικότητας. Κι οφείλω να πω ότι για μας ως πρότυπα του σύγχρονου ψυχολογικού θεάτρου, στάθηκαν και στέκονται ο Ίψεν από τη μια μεριά κι ο Τσέχωφ από την άλλη, κι οι διάφοροι άλλοι μικρότερης ολκής συνεχιστές τους. Σε αυτούς κυρίως βρήκαμε τους εαυτούς μας. Στο αμάλγαμα, που μας παρουσιάζουνε, μιας εξωτερικής πραγματικότητας βλεπούμενης με το μάτι ενός ποιητή-δημιουργού καλλιεργημένου και εξελιγμένου. Μπορεί μερικά από τα κοινωνικά προβλήματα που μας παρουσιάσανε, να τα θεωρούμε ξεπερασμένα και λυμένα, αν και δω πάλι θα διατύπωνα ορισμένες επιφυλάξεις, αλλά ο δρόμος που χάραξαν με την ποίησή τους, την ψυχολογική τους διαίσθηση, τα νοήματα ζωής που μας έδωσαν, την αρχιτεκτονική και τεχνική πληρότητα των έργων τους, αυτός ο δρόμος θα μείνει για πολύ ως πρότυπο στη μελλοντική εξέλιξη του θεάτρου.
Μερικοί από τους επικριτές μας, επιμένουν ότι όλα μας τα έργα τα ανεβάζουμε και τα παρουσιάζουμε κατά τον ίδιο τρόπο. Αν εννοούν βασικά την αισθητική μας γραμμή, τη γραμμή του εσωτερικού ή φανταστικού ρεαλισμού, τότε είμαστε σύμφωνοι. Και δεν καταλαβαίνω πως μπορούσαν να διανοηθούν ότι ένα θέατρο, μπορεί να πρεσβεύει τσάτρα-πάτρα, μια μέρα το ένα και μια μέρα το άλλο και να αλλάζει γραμμή και πεποιθήσεις με την ίδια ευκολία που αλλάζουμε πουκάμισο. Αν πάλι, ότι μέσα σε μια καθιερωμένη αισθητική αντίληψη, οι μορφές του κάθε έργου που ανεβάζουμε παρουσιάζουν κάτι το πανομοιότυπο, τότε, ας μου επιτρέψουν να διαφωνήσω ριζικά μαζί τους, γιατί ο στοιχειωδώς-αισθητικά-μορφωμένος θεατής θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι καμιά σχέση μορφής δεν υπήρχε μεταξύ Πιραντέλλο, Ίψεν και Σω για να αναφέρω αυτά τα τρία, εκτός μια συγγένειας στο επίπεδο του ψυχολογικού δράματος, κι εκτός του βασικού αισθητικού πρίσματος από το οποίο εμείς το βλέπουμε. Για το μεν έργο του Πιραντέλλο δόθηκε με πνεύμα ημιγκροτέσκικο, σχεδόν μπουφόνικο, ανακατωμένο με μελοδραματικό θεατρινισμό και σε ορισμένα μέρη με νότες αληθινής αγωνίας, του Ίψεν, ειλικρινά απλά, σεμνά, με διαρκή πάλη μεταξύ πικρόχολου σαρκασμού κι ανθρώπινου πόνου, και του Σω πάλι με εξωτερική ξεγνοιασιά κι απάθεια ρεαλιστικά γελοιογραφικά.
Και πηγαίνω και πιο μακριά ακόμα. Δεν πιστεύω μόνο στην ιδιορρυθμία κάθε συγγραφέως ξεχωριστά, αλλά ότι κάθε έργο του ίδιου συγγραφέα, έχει αισθητικά διαφορετική μορφή και νόημα, κι ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να ψάξει πολύ για να διαισθανθεί την ιδιάζουσα ουσία και να την αποδώσει.
Κουν, Γιώργος Λαζάνης, Μίμης Κουγιουμτζής
Επίσης μας αποδόθηκε η μομφή της υπερβολής και της δραματοποίησης των πάντων. Και δω πάλι, εξετάζοντας τα πράματα αντικειμενικά, φοβούμαι ότι οι επικριτές μας παρασύρθηκαν κάπως από την πραγματικότητα του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου της πρόζα;, όπου, σήμερα, κυρίως δύο τάσεις επικρατούν. Από τη μια η παράδοση ενός ρομαντικού ακαδημαϊσμού, με τον κλασικό στόμφο, την τεχνητή κι επιτηδευμένη απαγγελία κρετσέντου, ντιμινοέντου κλπ., καλούπια εγκεφαλικά που δεν ανταποκρίνονται σε καμιά ανθρώπινη πραγματικότητα, σε καμιά ζωική αλήθεια, σε καμιά ανάγκη του σύγχρονου θεάτρου κι από την άλλη το θέατρο του βουλεβάρτου με τους γνωστούς κλισεδαρισμένους τρόπους εμφάνισης, υπόκλισης και μειδιάματος. Το μεν πρώτο θεωρείται παραδεδεγμένο και ορθόδοξο, το δε δεύτερο φυσικό. Και καλός ηθοποιός είναι ο ηθοποιός που παίζει με άνεση, με κομψότητα, με χάρη και είναι και φυσικός. Παραδέχομαι ότι η τεχνική αρτιότητα που απαιτεί αυτό το είδος του θεάτρου δεν αποκτάται εύκολα Αλλά προς τι όλος αυτός ο αγώνας; Για να μάθουμε πώς να τρώμε έξυπνα, να αλλάξουμε σακάκια και γουναρικά, να νυστάζουμε και να χασμουριόμαστε με τρόπο; Γιατί τα έργα αυτά ασφαλώς δεν εκφράζουν κανένα νόημα, δεν υπάρχει αίμα μέσα τους, δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει ρυθμός και γραμμή να υπογραμμίσεις. Φεύγουν, κυλούν, χωρίς να δημιουργήσουν στο θεατή καμιά συγκίνηση, καμιά λαχτάρα, για τίποτε. Το πολύ πολύ που μπορούν να κάνουν, είναι να διπλασιάσουν μια γενιά από κοφούς και πνευματικά ανάπηρους ανθρώπους. Ο Λελέ, ο Τώνη, η Ζαννέτ κι ο Κωστάκης, ως πρότυπα ανθρώπων δεν παρουσιάζουν βέβαια ούτε κανένα δικό τους εσωτερικό πλούτο, ούτε και ξυπνούν αυτόν που εμείς έχουμε μέσα μας. Κι έτσι τους βλέπουμε να περνούν και να ξαναπερνούν, να λένε τα αστειάκια τους, έξυπνα και χαριτωμένα, κι έχουμε τουλάχιστον την απόλαυση ότι εκφράζονται φυσικά, με εξωτερική βέβαια φυσικότητα, γιατί μόνο περί φαινομενικής γνώριμης φυσικότητος πρόκειται, αντάξιας στο μυθιστόρημα των Ντελλύ, Ντυράν και Σια, που ασφαλώς θα την εζήλευε ένας Ντοστογιέφσκι ή ένας Φλωμπέρ, αν ζούσε!
Βέβαια, η θεληματική υπερβολή στην τέχνη είναι κακή κι είναι κατά κανόνα η αδυναμία κάθε πρωτόπειρου καλλιτέχνη. Συχνά όμως διατρέχουμε τον κίνδυνο, παρασυρόμενοι από μια ισχνή πραγματικότητα, να βλέπουμε κρεμασμένα πάχητα εκεί όπου υπάρχουν μόνο μυς και νεύρα. Δεν θέλω βέβαια να πω με όλα αυτά πως δεν είμαστε γεμάτοι ατέλειες κι ελαττώματα. Τουναντίον, πιστεύω τεχνικά, ηθικά, πνευματικά δεν φτάσαμε ούτε καν στο Α της τέχνης μας. Μαθητεύουμε και θα μαθητεύουμε ακόμα για πολύ. Και κείνοι που θα έρθουν μετέπειτα θα μαθητεύσουν κι εκείνοι. Δουλεύουμε πάνω σε ένα τίμιο δρόμο κι αυτός είναι ο μόνος έπαινος που ζητάμε να μας αποδοθεί. Εμείς, μ’ όλο που είμαστε μάλλον νέοι όλοι, παραδεχόμαστε ατέλειες και αδυναμίες. Ας παραδεχτούν κι οι επικριτές μας, χωρίς να μου κρατήσουν κακία για αυτό, ότι είναι καλύτερο να ανοίξεις το παράθυρο να μπει λίγος φρέσκος αέρας, κι ας είναι να μπει με αυτόν λίγη ή πολλή σκόνη, παρά να κρατήσεις σαν τις καλές νοικοκυράδες, που τρέμουν μήπως σκονιστούν τα ράφια και τα παρκέτα, σφιχτοκλεισμένα παράθυρα και παντζούρια, κι όπου το μόνο που μπορείς, είναι να πάθεις ασφυξία και να σκάσεις.

Νίκος Γκάτσος
Νίκος Γκάτσος
8 Δεκεμβρίου 1911, Ασέα Αρκαδίας - 12 Μαΐου 1992, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 30.IV.2015 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)
Νίκος Γκάτσος: Ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός

(Πέμπτη, 30 Απριλίου 2015)
Το αστέρι και η λεοπάρδαλις (1959)
«Καθώς περνάν τα χρόνια, κι οι εποχές μας ξεγελάνε κάθε φορά με τα άνθη και τα χιόνια της απιστίας τους, η παράξενη μορφή του Καρόλου Κουν, περιφρονώντας την τέφρα του καιρού, αποκτά ολοένα και περισσότερο την έκταση και τη σημασία ενός συμβόλου. Ο άνθρωπος αυτός, ο παντοτινά ξένος ανάμεσά μας, που με τη βαθειά του εκλεκτική συγγένεια κατόρθωσε να συλλάβει την εσωτερική αγωνία του σύγχρονου κόσμου, πριν αυτή γίνει καθολική συνείδηση, και που δεν δίστασε, σε ανύποπτους ακόμα καιρούς, να κλονίσει τις πατροπαράδοτες πεποιθήσεις μας για την αξία του μέτρου και του ρυθμού - δικαιώνεται σήμερα σαν πρωτοπόρος και ανανεωτής του Ελληνικού θεάτρου.
Mάνος Xατζιδάκις, Μάριος Πλωρίτης, Γιάννης Φέρτης, Μελίνα Μερκούρη, Κάρολος Κουν, Ζυλ Ντασέν. Πρόβα στο Γλυκό πουλί της νιότης του Τένεση Ουίλιαμς. 1960 © Αρχείο Mάνου Χατζιδάκι
Πρωτοπόρος, γιατί μόνος αυτός στην περιοχή του είχε την τόλμη να ασεβήσει σε δύο μεγάλα είδωλα του κοινού, την ωραιολογία και την ωραιοπάθεια, και ανανεωτής, γιατί στο βάθρο που άφησαν κενό οι φανατικές αυτές εχθρές του Διονύσου έστησε, ζυμωμένη με το αίμα του, την ανησυχία μιας άλλης αλήθειας, πιο φλογερής, πιο δύσκολης, και τελικά πιο ανθρώπινης. Χωρίς τον Κουν, το Ελληνικό θέατρο θα συνέχιζε φυσιολογικά την πορεία του προς την άνοδο και θα πραγματοποιούσε μερικές απ' τις πιο λαμπρές ως τώρα επιτεύξεις του, αλλά δεν θα είχε ποτέ γνωρίσει τον ακατέργαστο θησαυρό μιας αντίληψης που ενσωματώνεται σιγά - σιγά στη θεατρική μας παράδοση και αποτελεί τη μόνη υπολογίσιμη κληρονομιά για το μέλλον.
Ωστόσο, ο κόσμος που ανάστησε μπροστά μας ο Κουν, αν και δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί σε οριστικό σχήμα, φαίνεται πως θα μείνει για πάντα μια εικόνα ζωής του δημιουργού του, μια καθαρά προσωπική του μυθολογία. Αναζητώντας τις ρίζες του σε ένα σκοτεινό κι ανεξερεύνητο δρυμό, με μόνα του τεχνικά εφόδια κάποιες υποδείξεις του Στανισλάβσκι και του Μάγερχολντ, ο Κουν πήρε στα χέρια του έργα και χαρακτήρες πασίγνωστους, και με το πολυδουλεμένο αυτό υλικό έπλασε μια αυθαίρετη κοινωνία ανθρώπων, που, με εξαρθρωμένες κινήσεις, με άναρθρες φράσεις και κωμικούς πολλές φορές μορφασμούς, κατόρθωνε να μας φέρνει πάντοτε σε βαθύτερη επικοινωνία με τους συγγραφείς και σε αμεσότερη επαφή με την ευαισθησία της εποχής μας.
Μίκης, Γιώργος Σκούρτης, Κουν
Αλλά μια τέτοια κοινωνία ανθρώπων, παρ’ όλη τη γνησιότητα της πρωτόγονης λάμψης της, δεν ήταν εύκολο να πολιτογραφηθεί σαν νόμιμο καθεστώς στην επικράτεια του θεατρικού μας χώρου. Όσο κι αν η επιρροή της στα προκεχωρημένα φυλάκια της καλλιτεχνικής μας ζωής υπήρξε θετικά και αρνητικά αποφασιστική, όσο κι αν το παράδειγμά της αποτελεί αναντικατάστατη μαθητεία και δίδαγμα, φαίνεται πως η μοίρα της είναι να ζει παντοτινά στην παρανομία, να μη γνωρίσει ποτέ τις δάφνες της ακαδημαϊκής αμεριμνησίας. Ο πανικός κι η αγωνία δεν είναι δώρο ή κατάρα του καθενός, κι ο Κουν που, με τη βαθειά του καλλιτεχνική καλλιέργεια, την τέλεια τεχνική του κατάρτιση και την έμφυτη ικανότητά του να ζωντανεύει ανθρώπους πάνω στη σκηνή, θα μπορούσε να συνθηκολογήσει άνετα και να εκμεταλλευτεί όσο κανένας άλλος τη στιλπνή επιφάνεια, προτίμησε την επώδυνη σκοτεινιά του βυθού, την άσκοπη αναζήτηση ενός χαμένου μαργαριταριού μέσα στη λάσπη.
Το σίγουρο ένστικτό του τον οδήγησε από την αρχή στον δυσκολότερο δρόμο της τέχνης και της ζωής, κι από απλό διακοσμητή των παθών και των συγκινήσεων, τον μεταμόρφωσε τελικά σε ένα ματωμένο κομμάτι του εαυτού του, σε μια ζωντανή μαρτυρία της καλλιτεχνικής αλήθειας του καιρού του και όλων των καιρών.
Έτσι, κάθε βράδυ, την ώρα που σβήνουν τα φώτα στην αίθουσα κι η φανταστική αυλαία του Κουν γίνεται ο καθρέφτης κάποιας άλλης ζωής – ένας παράξενος κόσμος αρχίζει να ξυπνάει και να αναδεύεται στη σκηνή. Μπορεί να αλλάζουν κάθε φορά τα εξωτερικά του γνωρίσματα, μπορεί τα έργα, οι αιώνες, οι εποχές, να χρωματίζουν με διαφορετική σημασία τα συναισθήματα και τις πράξεις του, αλλά η βασική του σύνθεση μένει πάντα η ίδια.
Επίδαυρος, Όρνιθες, 1986
Πίσω από τους πιο ουδέτερους ρόλους, πίσω από τους πιο ασήμαντους ηθοποιούς, παραφυλάνε ανάλλαχτοι οι πρωταγωνιστές του παράδοξου αυτού κόσμου, περιμένοντας, με ένα νόημα του δημιουργού τους, να βγουν από τη σιωπηλή τους αφάνεια και να ξαναρχίσουν την περιπέτεια της ζωής, στυγνοί, αμετανόητοι και παράλογοι. Ο Μπόρκμαν με την πεισματική μεγαλομανία του, ο Όσβαλντ με την ανέκφραστη δυστυχία του, ο Βάνιας με την απέραντη μοναξιά του, η πονεμένη Άλμα κι η Έμιλυ Γουέμπ, η μικρούλα Έντβιγκ κι η Μπλανς Ντυμπουά, ο Έντυ Καρμπόνε κι ο Γκαρσέν, η Κυρία Άλβινγκ κι η τραγική Μάνα του Φεδερίκο – όλοι αυτοί, από χιλιάδες πατρίδες και με χιλιάδες ονόματα, μένουν εκεί κι αγωνίζονται, στα σύνορα της ζωής και του θανάτου, παντοτινοί παρηγορητές και παντοτινοί εφιάλτες για όλους μας. Τον απελπισμένο αυτόν αγώνα τους, την πάλη να συμφιλιωθούν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου ο δαίμονας κι ο άγγελος, το περιστέρι κι η λεοπάρδαλις, η τρυφερότητα και το πάθος - κανείς δεν τον έκαμε υπόθεση της ζωής του όπως ο Κουν, και κανείς από τη γενιά του δεν μπόρεσε, όπως αυτός, να τον ζωντανέψει σε όλο το μεγαλείο και τη φρίκη του.
Για όσους θέλουν να βλέπουν και να δέχονται, η προσφορά του Κουν στο Ελληνικό θέατρο δεν είναι προσφορά ενός σπουδαίου ή μέτριου ερμηνευτή, αλλά μοναδική καταβολή ενός καλλιτέχνη, που έρχεται ολόισια από τη μεγάλη γενιά των δημιουργών».

*



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.