Δεκέμβρης 1944 (17)

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Αλκυονίς: Ο Πρώτος Δάσκαλος του Αντρέι Κοντσαλόφσκι − Παρουσίαση του βιβλίου του Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ (Τετάρτη, 22 Φεβ. 2017)

 
Ο Πρώτος Δάσκαλος
Το συγκλονιστικό ντεμπούτο του μεγάλου μετρ του παγκόσμιου κινηματογράφου, Αντρέι Κοντσαλόφσκι, «Ο πρώτος δάσκαλος» (1965), βασισμένο στο ομότιτλο κλασικό έργο του Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ (1928–2008), προβάλει η «New Star» στις 22 Φεβρουαρίου, 8 μμ, στην «Αλκυονίδα», στο πλαίσιο του μεγάλου πολύπτυχου αφιερώματος για τα

100 ΧΡΟΝΙΑ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ και ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ, ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ (Οι προβολές – Οι εκδηλώσεις)
Η ταινία θα συνοδεύσει την παρουσίαση του βιβλίου του Αϊτμάτοφ, από τον εκπαιδευτικό, Μπάμπη Μπαλτά της παιδαγωγικής ομάδας «Το σκασιαρχείο». (Και facebook)

ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ
Στην ουσία, η ταινία, όπως και το βιβλίο του Αϊτμάτοφ, είναι ένα ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο πάνω στην σχέση και την σύγκρουση της προόδου με την καθυστέρηση. Από αυτή την άποψη, είναι κλασική. Επιπλέον, όμως, παρουσιάζει με πραγματικά συγκλονιστικό τρόπο, τα τεράστια προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η νέα εργατική εξουσία στο χτίσιμο του κράτους της. Δείχνει, έτσι όπως μόνο ο σπουδαίος κινηματογράφος μπορεί να κάνει, τι σήμαινε να προσπαθήσεις να λύσεις, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, κοινωνικά προβλήματα αιώνων, υπέρ αυτών που τα υφίστανται και οι οποίοι, μέσα στην απόλυτη άγνοια και τον σκοταδισμό που τους επιβλήθηκε από αιώνες εκμετάλλευσης, δεν κατανοούν καν το γεγονός ότι πρόκειται για προβλήματα.
Η υποδοχή της ταινίας, τόσο από την σοβιετική, όσο και από την διεθνή κριτική, ήταν ενθουσιώδης

*
Από Μποτίλια επίσης:
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας

***
Το ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας
και
Μποτίλια Στον Άνεμο: Πρόσωπα

*
Σύνοψη
Η ταινία βασίζεται στην νουβέλα του Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ, «Ο πρώτος δάσκαλος». Η δράση ξετυλίγεται τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας στην Κιργιζία, λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Σε ένα χωριό, παρουσιάζεται ο δάσκαλος Ντιουσέν – στον ρόλο ο Μπολότ Μπεϊσεναλίεφ – πρώην στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού. Προσπαθώντας να μάθει τα παιδιά κάτι παραπάνω από το να βόσκουν πρόβατα, έρχεται αντικειμενικά σε σύγκρουση με τις βαθιά ριζωμένες παραδόσεις. Η πολιτισμική παρεξήγηση θα μετατραπεί σε μίσος, όταν ο δάσκαλος, προσπαθώντας να σώσει την αγαπημένη του, θα αγγίξει πολύ σοβαρότερα θεμέλια.
Η σύγκρουση μεταξύ των ανθρώπων οι οποίοι βρικονται ακόμη κατω από την εξουσία των παλιών αντιλήψεων και των μεγάλων ιδεών της επαναστατικής προόδου, φτάνει στο όριο. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους, ξετυλίγεται η ιστορία της 16χρονης Αλτινάι –στον ρόλο η συγκονιστική Ν. Αρινμπασάροβα– η μοίρα της οποίας κινεί την υπόθεση.
Ο δάσκαλος προσπαθεί να την προστατεύσει από έναν αναγκαστικό γάμο, που θα καταστρέψει τα νιάτα της και τα όνειρά της για μια καλύτερη ζωή, για γνώση και ελευθερία. Ταυτόχρονα, ο δάσκαλος πολεμάει και για το σχολείο του, τους μαθητές του. Ωστόσο, καταφέρνοντας να σώσει την Αλτινάι και να την φυγαδεύσει στην Τασκένδη, με την επιστροφή στο χωριό βλέπει το καμένο σχολείο του και μαθαίνει, ότι στην μάχη για να το σώσει, σκοτώθηκε ένας από τους καλύτερους μαθητές του, ο Σουβάν.
Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ (1928-2008)
Αλλά ο Ντιουσέν, αρπάζει το τσεκούρι και αρχίζει να κόβει το μοναδικό δέντρο του χωριού για να χτίσει το σχολείο. Μια σκηνή που συμβολίζει την πάλη για το ξερίζωμα του παλιού.
Σύμφωνα με την «Ιστορία του Σοβιετικού Κινηματογράφου», η κεντρική ιδέα της ταινίας έγκειται στο  ότι το παλιό αντιστέκεται με σθένος, αλλά και το νέο παλεύει για τα νομοτελειακά δικαιώματά του. «Η δύναμη νικιέται με δύναμη».
Η βία είναι αναγκαιότητα της εποχής και η σκέψη αυτή εκφράζεται από τον σκηνοθέτη ξεκάθαρα, με απόλυτα καλλιτεχνικό τρόπο. Ο Ντιουσέν του Κοντσαλόφσκι είναι μακράν περισσότερο απόλυτος στις ιδέες και τις βεβαιότητές του, από τον ήρωα του Αϊτμάτοφ.
Ωστόσο, ο σκηνοθέτης μετέφερε με εξειρετική ακρίβεια την κύρια ιδιαιτερότητα της νουβέλας: Την εντυπωσιακή σύνθεση της πραγματικότητας με την ρομαντική ανάταση. Σε αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο και ο τρόπος που ερμήνευσε τον δάσκαλο ο νεαρός, ικανός ηθοποιός Μπ. Μπεϊσεναλίεφ, απόφοιτος του Θεατρικού Ινστιτούτου της Τασκένδης.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Αντρέι Κοντσαλόφσκι
Σενάριο: Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ, Μπορίς Ντομπροντέγιεφ, Αντρέι Κοντσαλόφσκι
Κάμερα: Γκεόργκι Ρέρμπεργκ
Καλλιτεχνική διεύθυνση - Κοστούμια: Μιχαήλ Ρομάντιν
Μουσική: Βιατσεσλάβ Οβτσίνικοφ
Παίζουν: Νατάλια Αρινμπασάροβα (Αλτινάι), Μπολότ Μπεϊσεναλίεφ (δάσκαλος Ντιουσέν), Νταρκούλ Κουγιούκοβα, Ιντρίς Νογκαϊμπάγιεφ κ.ά.
Διάρκεια: 102 (Σοβιετική Ένωση) / 97 (Γαλλία), Ασπρόμαυρη
Χώρα: Σοβιετική Ένωση/ Ρωσία, Κιργιζία


Διακρίσεις
1967: Διεθνές Φεστιβάλ νέων κινηματογραφιστών του Ιέρ (Γαλλία), Ειδικό Βραβείο των Κριτικών
1966: Πανσοβιετικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου, Βραβείο του περιοδικού «Σοβιετική Οθόνη»
1966: Φεστιβάλ Βενετίας, Κύπελλο Βόλπι καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στην Νατάλια Αρινμπασάροβα.
1966: Φεστιβάλ Ρώμης, Βραβείο του Ινστιτούτου Κοινωνικών επιστημών.
Ο Αντρέι Κοντσαλόφσκι για τον Πρώτο Δάσκαλο
Αντρέι Κοντσαλόφσκι, 20 Αυγ. 1937, Μόσχα
Στις δυναμικότερες, εντυπωσιακότερες και πολλά υποσχόμενες «εισόδους» στην κινηματογραφική σκηνοθεσία διεθνώς, συγκαταλέγεται αναμφίβολα το ντεμπούτο του Αντρέι Κοντσαλόφσκι, «Ο πρώτος δάσκαλος», το 1965, ταινία με την οποία παρέδωσε ένα «σεμινάριο» «μεταφοράς» ενός συγκλονιστικού έργου της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως είναι η ομότιτλη νουβέλα του Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ, στην μεγάλη οθόνη.
Όσο και αν φαντάζει εκπληκτική αυτή η «αρχή», στην πραγματικότητα, ούτε τυχαία ήταν, ούτε, ουσιαστικά... «αρχή».
Την εποχή που ετοιμάζει τον «Πρώτο δάσκαλο» έχει μόλις αποφοιτήσει από την θρυλική VGIK, το Πανσοβιετικό Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, στο οποίο φοίτησε στο εργαστήρι του μεγάλου, Μιχαήλ Ρομμ, από τα χέρια του οποίου, ελάχιστα χρόνια πριν, είχε πλαστεί η κινηματογραφική ιδιοφυία του Αντρέι Ταρκόβσκι. Μάλιστα, το 1962, θα παίξει, ως ηθοποιός, έναν μικρό ρόλο στα «Παιδικά χρόνια του Ιβάν» του Ταρκόβσκι, ενώ συμμετείχε και στην συγγραφή του σεναρίου. Αργότερα, το 1966, οι δυο τους θα συνεργαστούν και στην συγγραφή του σεναρίου του ταρκοβσκικού, «Αντρέι Ρουμπλιόφ». Σαν ηθοποιός – και ενώ σπούδαζε κινηματογράφο – έπαιξε επίσης στο «Δικαστήριο των τρελών» του Γκριγκόρι Ροσάλ το 1961 και στην ταινία «Είμαι είκοσι χρόνων» του Μαρλέν Χουτσίεφ, το 1964.
Από το Κινηματογραφικό Αρχείο της Μποτίλιας Στον Άνεμο (1986)
Κατά δήλωσή του, ο Κοντσαλόφσκι προσέγγισε την ταινία... μέσω Ιαπωνίας και πιο συγκεκριμένα, μέσω του «πατριάρχη» του ιαπωνικού σινεμά, Ακίρα Κουροσάβα, τον οποίο, ο επίδοξος και φιλόδοξος νέος Σοβιετικός σκηνοθέτης, θαύμαζε ήδη απεριόριστα.
Γράφει ο ίδιος:
«Μπήκα στο αεροπλάνο για την Κιργιζία. Ηταν γεμάτο κόσμο ο οποίος μιλούσε σε μια άγνωστη, λαρυγγική γλώσσα και είχε σχεδόν την μυρωδιά προβάτου. “Θεέ μου, πού πηγαίνω;”. Με διαπέρασε ένας υπόγειος τρόμος. Φοβόμουν να βγάλω το παλτό. Από την άλλη, άξιζε και να το βγάλω; να τώρα λίγο θα κάτσω και μετά θα βγω. Αλλά από το αεροπλάνο δεν βγαίνουν. Σκεφτόμουν: “Λες να έρθει εκείνη η μέρα που θα φέρω στην Μόσχα 25 χιλιόμετρα γυρισμένου φιλμ;”.  Ο “Πρώτος Δάσκαλος” ήταν η πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία. Εφευγα εκτός συνόρων αλλά τότε κανείς δεν με ρώτησε: “Θα γυρίσεις;” (...) Η πρώτη μου μεγάλη δουλειά θα έπρεπε να είναι η “Ευτυχία”. Έγραψα αυτό το σενάριο με τον Γκένα Σπάλικοφ. Η μουσική πάντα μου προκαλούσε την ενεργητική επιθυμία να κάνω σινεμά. Ήθελα να εναποθέσω πάνω της οπτικές εικόνες, να βρω στα πλάνα την αντιστοιχία των ηχητικών γραμμών.
Την “Ευτυχία” ήθελα να την αρχίσω αμέσως με μια συναισθηματική κορύφωση, όπως στο πρώτο κοντσέρτο του Τσαϊκόφσκι. Και όλο το σενάριο θα έπρεπε να αποτελείται από στιγμές ετυχισμένης, συναισθηματικής, διεγερμένης κατάστασης. Προέκυψε αρκετά ενδιαφέρον, αν και δεν διέθετε ισχυρή δραματουργική σύνδεση, διαλύθηκε σε ξεχωριστά επεισόδια, ξεχωριστές νουβέλες. Το σενάριο το διαπερνούσε μόνο η αισθησιακή γραμμή. Στην συνεδρίαση του καλλιτεχνικού συμβουλίου όλοι είπαν: “Ενδιαφέρον σενάριο, αλλά πού είναι το δραματουργικό εφαλτήριο;”. Και ο ίδιος ένιωθα ότι κάτι λείπει. Το αποτέλεσμα ήταν η ταινία να μην γυριστεί. Ακριβώς εκείνη την στιγμή, ο Μπορίς Ντομπροντέγιεφ έφερε το σενάριο του «Πρώτου δασκάλου» του Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ. Η δραματουργία δεν ήταν της καλύτερης ποιότητας, αλλά πήρα το διήγημα και το διάβασα. Και αμέσως κάτι άρχισε να με εκδικείται. Εκείνη την εποχή ήμουν λάτρης του Κουροσάβα, με κοκκάλωνε το δράμα των σαμουράι, τα ασιατικά πρόσωπα, τα χιονισμένα βουνά, το πάθος, το μίσος, η πάλη.
Ξανάγραψα το σενάριο μόνος μου. Μετά κάλεσα τον Φρίντριχ Γκόρενστέιν, τον πλήρωσα και πρόσθεσε στην μελλοντική ταινία τον καυτό αέρα της οργής. Μετά από αυτό ήταν ξεκάθαρο ότι άξιζε να πέσω πάνω στην ταινία...».
Στην ουσία, η ταινία, όπως και το βιβλίο του Αϊτμάτοφ, είναι ένα ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο πάνω στην σχέση και την σύγκρουση της προόδου με την καθυστέρηση. Από αυτή την άποψη, είναι κλασική. Επιπλέον, όμως, παρουσιάζει με πραγματικά συγκλονιστικό τρόπο, τα τεράστια προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η νέα εργατική εξουσία στο χτίσιμο του κράτους της. Δείχνει, έτσι όπως μόνο ο σπουδαίος κινηματογράφος μπορεί να κάνει, τι σήμαινε να προσπαθήσεις να λύσεις, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, κοινωνικά προβλήματα αιώνων, υπέρ αυτών που τα υφίστανται και οι οποίοι, μέσα στην απόλυτη άγνοια και τον σκοταδισμό που τους επιβλήθηκε από αιώνες εκμετάλλευσης, δεν κατανοούν καν το γεγονός ότι πρόκειται για προβλήματα.
Η υποδοχή της ταινίας, τόσο από την σοβιετική, όσο και από την διεθνή κριτική, ήταν ενθουσιώδης. Ο Μισέλ Κουνό, ο οποίος είχε χαρακτηριστεί στην πατρίδα του, ως «ο πιο κακόψυχος κριτικός της Γαλλίας», το 1965 χαιρέτησε την ταινία με τον εξής, «παραβολικό», τρόπο: «Ενας χωρικός από την Σενεγάλη είπε κάποτε στην εθνογράφο, Ζενεβιέβ Καλάμ – Γκριόλ: “Οι αφηγήσεις είναι αιώνια κίνηση, δεν τελειώνουν ποτέ. Οταν κάποιος δεν ξέρει πώς να συνεχίσει την διήγηση, την συνεχίζει κάποιος άλλος. Και αυτή είναι η κίνηση του κόσμου, ο οποίος επίσης σίγουρα δεν έχει σύνορα”».
Ο συγγραφέας, Ν. Βερεσάγκιν έγραφε την ίδια εποχή στην εφημερίδα «Ο εργάτης του Μαγκνιτόρσκ»: «Ο Κοντσαλόβσκι ήρθε στον μεγάλο κινηματογράφο όχι σαν ντροπαλός νέος που κάνει το ντεμπούτο του, ούτε σαν χθεσινός φοιτητής. Ηρθε σαν μετρ».
Ο Andrei Konchalovsky με τη σύζυγό του Yuliya Vysotskaya (2008)
Η Ν. Τολτσένοβα έγραφε στο περιοδικό «Ογκονιόκ» το 1965: «Είναι στιγμές στην ταινία που πονάς να τις βλέπεις, πονάς φυσιολογικά, αλλά αυτός ο πόνος δικαιώνεται πάντα. Ο σκηνοθέτης, δίχως ευγενικές επιφυλακτικότητες, ξεφλουδίζει, από την ιστορία, όλα τα πέπλα της εξωτερικής ευπρέπειας».
Σε άρθρο της που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Σοβιετική Οθόνη», με τίτλο «Η ευθύνη της επιλογής», η Ι. Ζασλάβσκαγια, σημειώνει, μεταξύ άλλων:
«Η ταινία “Ο πρώτος δάσκαλος”, στην οποία έκανε την πρώτη της εμφάνιση η 18χρονη, Νατάλια Αρινμπασάροβα, πέρασε από τις οθόνες πολλών χωρών του κόσμου και το 1966, οι κριτικοί του Διεθνούς Φεστιβάλ της Βενετίας, της απένειμαν το Κύπελλο Βόλπι Καλύτερης Ηθοποιού.
Η βράβευση ήταν ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι υποψήφιες ήταν επίσης η Τζέιν Φόντα, η Ινγκριντ Τούλιν, η Τζούλι Κρίστι. Ετσι γεννήθηκε μια ηθοποιός του κινηματογράφου. Και δεν γράφτηκε ποτέ μια βιογραφία μπαλαρίνας, αν και είχε ολοκληρώσει την χορογραφική σχολή του Μπολσόι. Οπως και η ίδια η ηθοποιός, οι ηρωίδες της Αρινμπασάροβα ξέρουν να επιλέγουν. Το εύθραυστο και το ανθεκτικό, το ανυπεράσπιστο και η ανδρεία, συνδυάζονται στον χαρακτήρα των ηρωίδων της, συγχωνεύονται σε ζωντανές, ξεκάθαρες μορφές, φωτιζόμενα από την εξαιρετική προσωπικότητα της ηθοποιού.
Κάτι το πολύ σημαντικό έφερε στον κινηματογραφικό από την ζωή της πριν την οθόνη. Και δεν πήγαν χαμένα τα χρόνια της κατανόησης της χορογραφίας. Από εκεί δεν προέρχεται άραγε το πώς γίνεται ορατή η παύση της, από εκεί δεν προέρχεται το γεγονός ότι φοβόμαστε να χάσουμε ακόμη και μια στιγμή και παρακολουθούμε προσεκτικά και με ένταση την πλαστικότητα, την έκφραση των ματιών της;
- Οταν δουλεύω έναν ρόλο, λέει η ηθοποιός, αθέλητα κάτι αλλάζει μέσα μου και βρίσκομαι στην θέση των ηρωίδων μου. Σκέφτομαι, βασανίζομαι με τα προβλήματά τους. Δεν λυπάμαι κανέναν κόπο γι’ αυτές, δίνω όλα όσα έχω μέσα μου. Αλλά κι αυτές με γενναιοδωρία μοιράζονται με μένα τους πνευματικούς θησαυρούς τους (...)».
Το Πρώτο Κανάλι της ρωσικής κρατικής τηλεόρασης θυμίζει ότι στην ταινία γυρίστηκε η πρώτη ερωτική ταινία του σοβιετικού κινηματογράφου. Ενώ, στην αξιολόγησή του, ο δημοφιλής ρωσικός ιστότοπος για τον κινηματογράφο, www.kino-expert.ru, σημειώνει, ότι η ταινία, εμπνευσμένη από το έργο του Κουροσάβα, προέκυψε σκληρή, λιτή αλλά και πολύ συναισθηματική.
Αντρέι Σεργκέγιεβιτς Κοντσαλόφσκι
Andrei Konchalovsky - Nikita Mikhalkov
Πολυβραβευμένος σκηνοθέτης και σεναριογράφος, μέλος της ρωσικής Εθνικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών και αδελφός του επίσης διάσημου σκηνοθέτη, Νικήτα Μιχαλκόφ. Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1937 στην Μόσχα, στην οικογένεια των γνωστών συγγραφέων, Σεργκέι Μιχαλκόφ και Νατάλιας Κοντσαλόφσκαγια. [Ο παππούς Πιοτρ Κοντσαλόφσκι ήταν σπουδαίος ζωγράφος: Βλ. πορτραίτο του σκηνοθέτη Αλεξάντρ Ντοβζένκο στο Άρσεναλ].
Το 1952 τέλειωσε την Κεντρική Μουσική Σχολή και το 1957 το μουσικό λύκειο του Ωδείου της Μόσχας, όπου συνέχισε τις σπουδές του στο πιάνο μέχρι το 1959.
Ακολούθησε το Πανσοβιετικό Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου όπου σπούδασε στο εργαστήρι του μεγάλου Μιχαήλ Ρομμ. Αποφοίτησε το 1965. Κατά την διάρκεια των σπουδών συμμετείχε ως ηθοποιός στα «Παιδικά χρόνια του Ιβάν» (1962), το «Δικαστήριο των τρελλών» (1961) και «Είμαι είκοσι χρόνων» (1964).
Επίσης, ως φοιτητής, γύρισε την μικρού μήκους ταινία, «Το αγόρι και το περιστέρι», το οποίο απέσπασε το πρώτο βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας για παιδιά και νέους το 1962.
Εγραψε μαζί με τον Ταρκόβσκι το σενάριο των «Παιδικών χρόνων του Ιβάν» και αργότερα συνεργάστηκε και πάλι μαζί του στο σενάριο του «Αντρέι Ρουμπλιόφ» το 1966.
Το 1965, εμπνεόμενος από το έργο του Ακίρα Κουροσάβα, γυρίζει τον «Πρώτο δάσκαλο». Το επόμενο φιλμ είναι «Η ιστορία της Ασια Κλιατσινοβαγια, η οποία αγάπησε αλλά δεν παντρεύτηκε» (1966), το οποίο είχε ευρεία διανομή μόλις το 1988. Με τους βασικούς ήρωες αυτής της ταινίας ο Κοντσαλόφσκι ασχολήθηκε ξανά το 1994 στην ιδιόμορφη, γκροτέσκα «συνέχειά» της με την ταινία «Η κότα Ριάμπα».
Το 1966 στρέφεται στην κλασική λογοτεχνία, γυρίζοντας την «Αυλική φωλιά» του Τουργκένιεφ.
Στο επόμενο φιλμ, τον «Θείο Βάνια» (1970), τον ρόλο του Αστροφ ερμηνεύει ο Σεργκέι Μπονταρτσούκ και του Βόινιτσκι, ο σπουδαίος Ιννοκέντι Σμοκτουνόφσκι. Το 1971 η ταινία θα βραβευθεί στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
Τεράστια εμπορική επιτυχία είχε το «Ρομάντσο για ερωτευμένους» (1974) το οποίο είδαν 40 εκατομμύρια θεατές και απέσπασε το μεγάλο βραβείο στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.
Η μυθική «Σιβηριάδα» του 1978 αποσπά, την επόμενη χρονιά, το βραβείο των κριτικών στο Φεστιβάλ των Καννών.
Το 1980 ο Κοντσαλόφσκι πηγαίνει να δουλέψει στο Χόλλιγουντ. Εκεί γυρίζει τους «Εραστές της Μαρίας» (1985), το εκπληκτικό «Τρένο της μεγάλης φυγής» (1985), «Χόμερ και Εντι» (1990) και το «μπλοκμπάστερ» «Τάνγκο και Κας» (1989) με τους Σιλβέστερ Σταλόνε και Κερτ Ράσελ. Επίσης γυρίζει το «Ντουέτο για σολίστα» (1986) και τους «Ντροπαλούς ανθρώπους» (1987).
Επιστρέφει στην Ρωσία στις αρχές της 10ετίας του ‘90 και το 1991 γυρίζει τους «Κοντινούς ανθρώπους» και την «Κότα Ριάμπα» (1994).
Το 1997 γυρίζει την «Οδύσσεια» που θα προβληθεί στις τηλεοπτικές οθόνες παγκοσμίως. Ηταν η ακριβότερη παραγωγή εκείνης της χρονιάς, ενώ απέσπασε το αμερικανικό τηλεοπτικό βραβείο «Εμμι».
Το 1997, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας, η Τζίνα Λολομπριτζίτα απονέμει στον Κοντσαλόφσκι το βραβείο για την προσφορά του στον κινηματογράφο.
Στα τέλη της 10ετίας του ‘90 εκδίδει δύο αυτοβιογραφικά βιβλία.
Το 2002, η ταινία του «Το σπίτι των τρελλών», με την ιστορία ενός σπιτιού ψυχικά ασθενών κοντά στα τσετσενικά σύνορα την περίοδο του πρώτου τσετσενικού πολέμου μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ, απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο του Φεστιβάλ της Βενετίας.
Το 2008 αποσπά ακόμη ένα μεγάλο βραβείο για την προσφορά του στο σινεμά, στο Διεθνές Φεστιβάλ του Μαρακές.
Ολη την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα γυρίζει ταινίες και συμμετέχει ως συμπαραγωγός σε πολλά κινηματογραφικά σχέδια.
Ο Κοντσαλόφσκι ασχολήθηκε και με το θέατρο. Το 1987 ανεβάζει τον «Γλάρο» του Τσέχοφ στο «Οντεόν» του Παρισιού, τις όπερες του Τσαϊκόφσκι «Ευγένιος Ονέγκιν» (1987) και «Ντάμα Πίκα» (1990) στην Σκάλα του Μιλάνου και στην Οπερα της Βαστίλης στο Παρίσι, την όπερα «Πόλεμος και Ειρήνη» του Προκόφιεφ (2000, 2002, 2009) στην σκηνή του Μαρίνσκι στην Αγία Πετρούπολη και στην Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, τον «Χορό των μεταμφεσμένων» του Βέρντι στο Φεστιβάλ της Πάρμας και στο Μαρίνσκι και το μουσικό δρώμενο «Η αρχαία πρωτεύουσά μας», στην Κόκκινη Πλατεία, το 1997, στους εορτασμούς των 850 χρόνων της Μόσχας. Εξι χρόνια μετά θα επαναλάβει ανάλογο σόου στην Αγία Πετρούπολη, για τα 300 χρόνια από την ίδρυση της πόλης.
Το 2004 ανεβάζει τον «Γλάρο» στην Μόσχα και την «Δεσποινίς Τζούλια» του Στρίνμπεργκ το 2005. Το 2006 ανεβάζει τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ στην Βαρσοβία.
Το 2010 ανεβάζει στο Τορίνο την όπερα «Μπορίς Γκοντουνόφ» του Μουσόργσκι.
Το 2013 ανεβάζει το «Ημέρωμα της Στρίγγλας» του Σαίξπηρ στην Νάπολη.
Το 2014 ανεβάζει «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή στο Θέατρο Ολύμπικο της Βενετίας.
Το 2003 ίδρυσε στούντιο τηλεοπτικών παραγωγών, το οποίο ανέλαβε σειρά τηλεοπτικών πορτρέτων επιφανών Ρώσων συνθετών για το κανάλο «Κουλτούρα» της ρωσικής τηλεόρασης.
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας

***
Το ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας
και
Μποτίλια Στον Άνεμο: Πρόσωπα

*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.