Δεκέμβρης 1944 (17)

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Αλκυονίς: Τσαπάγιεφ (1934) - H ορμή της Οκτωβριανής Επανάστασης (Aπό 9 Φλεβάρη)


Η NEW STAR προβάλλει το αριστούργημα
«Τσαπάγιεφ»
των Γκεόργκι και Σεργκέι Βασίλιεφ
από την Πέμπτη 9 Φλεβάρη στους κινηματογράφους σε επανέκδοση.
Η ταινία απέσπασε μεταξύ πολλών διακρίσεων και το Χάλκινο Λέοντα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 1946.
Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που να αποτελεί την επιτομή της επαναστατικής ορμής του Οχτώβρη στα πεδία των άγριων μαχών του εμφυλίου που ακολούθησε της Επανάστασης, αυτός δεν μπορεί παρά να είναι ο Βασίλι Ιβάνοβιτς Τσαπάγιεφ.

Η ακμή της δράσης αυτού του θρύλου του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, η φλογερή του προσωπικότητα, ο τραγικός του θάνατος, αλλά και το ίδιο το έπος της πάλης για να μπορέσει να επικρατήσει ολοκληρωτικά η Επανάσταση, βρίσκονται στο επίκεντρο της σπουδαίας ταινίας των αδελφών Βασίλιεφ, «Τσαπάγιεφ», την οποία προβάλλει η «New Star», στο πλαίσιο του μεγάλου, πολύπτυχου αφιερώματός της στα 100 χρόνια από την Επανάσταση του Οχτώβρη!
Η ταινία είναι κάτι υπερπολλαπλάσια μεγαλύτερο από μία πολεμική περιπέτεια. «Η εμφάνιση του “Τσαπάγιεφ” σηματοδοτεί την έναρξη του τέταρτου πενταετούς πλάνου του σοβιετικού κινηματογράφου. Την έναρξη ενός πενταετούς μεγαλειώδους σύνθεσης» έγραφε ο Αϊζενστάιν στις 18 Νοέμβρη του 1934 στη «Λιτερατούρναγια Γκαζέτα», όντας επικεφαλής της κριτικής επιτροπής του 1ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας, στο οποίο η ταινία των Βασίλιεφ απέσπασε το πρώτο βραβείο.
«Όλη η χώρα βλέπει τον “Τσαπάγιεφ”» σημείωνε η «Πράβντα» την ίδια περίοδο και συνέχιζε: «Ο “Τσαπάγιεφ” αποτελεί τεράστιο γεγονός στην ιστορία της σοβιετικής τέχνης».
*
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
*
Το ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας

*
«ΤΣΑΠΑΓΙΕΦ»
των ΓΚΕΟΡΓΚΙ ΒΑΣΙΛΙΕΦ-ΣΕΡΓΚΕΙ ΒΑΣΙΛΙΕΦ
Βιογραφικό Δράμα – Σοβιετική Ένωση 1934- Διάρκεια 93΄
Σκηνοθεσία - Σενάριο: Γκεόργκι Βασίλιεφ, Σεργκέι Βασίλιεφ
Φωτογραφία: Αλεξάντρ Ξενοφόντοφ, Αλεξάντρ Σιγκάγιεφ
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Ισαάκ Μάχλις
Ηχος: Αλεξάντρ Μπέκερ
Μουσική: Γαβριήλ Ποπόφ
Στον ρόλο του Τσαπάγιεφ ο Μπορίς Μπάμποτσκιν
Στον ρόλο του Πέτια ο Λεονίντ Κμιτ
Βαρβάρα Μιάσνικοβα: Αννα
Μπορίς Μπλινόφ: Φούρμανοφ
ΣΥΝΟΨΗ
Τίποτα από όσα λέγονται για την ταινία δεν είναι υπερβολή. Η ταινία των Βασίλιεφ, βασισμένη στο βιογραφικό μυθιστόρημα του Ντμίτρι Φούρμανοφ, πολιτικού κομισάριου στην 25η Μεραρχία Πεζικού που διοικούσε ο Τσαπάγιεφ, καθώς επίσης και σε μαρτυρίες, αναμνήσεις συγχρόνων του Τσαπάγιεφ, αρχειακό υλικό κλπ, αποτελεί ένα μυθικό κινηματογραφικό αριστούργημα, αντάξιο ενός λαϊκού ηγέτη. Ενός θρύλου.
Η ΤΑΙΝΙΑ
Κατά γενική ομολογία, η πλέον εμβληματική, διάσημη και θρυλική μορφή του ρωσικού εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε της Επανάστασης του Οχτώβρη, εκείνη που συγκεντρώνει σε όλο τους το μεγαλείο και την μεγαλοπρέπεια τα χαρακτηριστικά του λαϊκού ηγέτη, του ανιδιοτελούς αγωνιστή για την ταξική απελευθέρωση, του εμπνευσμένου στρατιωτικού καθοδηγητή, είναι αυτή του Βασίλι Ιβάνοβιτς Τσαπάγιεφ.
«Σαρξ εκ σαρκός» του λαού, αμείλικτος με τον εχθρό, στοργικός με τους μαχητές του, δημιουργικά «ξεροκέφαλος», ενστικτωδώς καχύποπτος με τους «άκαπνους» πολιτικούς, στρατιωτικούς ή και κομματικούς παράγοντες, οι οποίοι θα έπρεπε να αποδείξουν στην πράξη τα τυπικά τους διαπιστευτήρια  για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του, με έμφυτη στρατιωτική ευφυία, τολμηρός και γενναίος στον πόλεμο, απόλυτος υπερασπιστής των επαναστατικών προταγμάτων, ο Τσαπάγιεφ έχαιρε της απόλυτης αγάπης και υπακοής στις διαταγές του από τους μαχητές του, αγάπη και υπακοή που είχε κερδίσει, όχι με τα «γαλόνια» του, αλλά στο πεδίο της μάχης, εκεί που ο θάνατος μπορεί να περιμένει στην επόμενη ανάσα.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
Πλήθος μελετών, ερευνών, βιογραφιών εξακολουθούν να συντηρούν τον μύθο του ακόμη και σήμερα, με το κοινό να συνεχίζει να ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό σε ό,τι αφορά αυτήν την εκρηκτική προσωπικότητα. Είναι χαρακτηριστικό της δημοφιλίας του, ότι αποτελεί πλέον μέρος της ρωσικής λαϊκής κουλτούρας, αφού, μεταξύ άλλων, είναι ήρωας σειράς ανεκδότων, μαζί με τον έμπιστό του, Πέτια, γεγονός το οποίο, για την ρωσική πολιτισμική ψυχοσύνθεση, δείχνει βαθιά αγάπη, τρυφερότητα και σεβασμό.
Είναι προφανές, ότι ένα τόσο ισχυρό, ιδεολογικοπολιτικά και ιστορικά, πρόσωπο, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο τον κινηματογράφο. Η πρώτη, καλύτερη, σημαντικότερη και ομορφότερη ταινία για τον λαϊκό αυτό ήρωα – και αυτή η οποία μας εδιαφέρει εδώ - είναι το «Τσαπάγιεφ» των αδελφών Βασίλιεφ (Γκεόργκι και Σεργκέι), του 1934, η οποία απέσπασε το πρώτο βραβείο στο 1ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας το 1935, με πρόεδρο της κριτικής επιτροπής τον Σεργκέι Αϊζενστάιν.
Η ταινία βασίζεται σε μια σειρά πηγών, όπως στην σεναριακή εκδοχή της ‘Αννας Φούρμανοβα, πάνω στο ημιβιογραφικο μυθιστόρημα και τα ημερολόγια του συζύγου της, Ντμίτρι Φούρμανοφ, πολιτικού κομισάριου στην 25η Μεραρχία Πεζικού που διοικούσε ο Τσαπάγιεφ, καθώς επίσης σε μαρτυρίες, αναμνήσεις συγχρόνων του Τσαπάγιεφ κλπ.
«Με την συγγραφή του σεναρίου συνδέεται η πιο δημιουργική και παραγωγική περίοδος των δύο σκηνοθετών. Μελέτησαν σε βάθος έναν τεράστιο όγκο ντοκουμέντων, λογοτεχνικών αναφορών – πρωτεύοντος, φυσικά, του ημιβιογραφικού μυθιστορήματος του Φούρμανοφ – αναμνήσεις πρώην μαχητών του Τσαπάγιεφ, πολεμικά αρχεία, δημιουργώντας μία νέα κινηματογραφική αφήγηση, την οποία χαρακτηρίζει η κλασική δύναμη και η ολοκληρωμένη δραματική κατασκευή.
»Στο “Τσαπάγιεφ” αναδεικνύονται σε όλη τους την μεγαλοπρέπεια η γνήσια κομματικότητα και η λαϊκότητα της δημιουργίας των Βασίλιεφ, η ικανότητά τους να εκφράζουν τις υψηλές ιδέες και το ουσιαστικό περιεχόμενο σε ολοκληρωμένες καλλιτεχνικές φόρμες, διακρινόμενες από την εσωτερική τους αρμονία, την σαφήνεια και την προσβασιμότητά τους.
»Οι δημιουργοί έδειξαν πειστικά και εμπνευσμένα τον ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος στην οργάνωση του Κόκκινου Στρατού, την διαπαιδαγώγηση και την συσπείρωση των λαϊκών μαζών την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Κατάφεραν να “αναστήσουν” την ατμόσφαιρα της επαναστατικής εποχής, να μεταδώσουν το ηρωικό της πάθος, να σμιλεύσουν ζωντανά, αληθοφανή, συναισθηματικά χαρακτηριστικά των μαχητών της επανάστασης.
»Το 1964, με αφορμή τα 30 χρόνια από την προβολή της ταινίας, ο ηθοποιός που ενσάρκωσε τον Τσαπάγιεφ στην ταινία, ο επίσης σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου, καθώς και παιδαγωγός, Μπορίς Μπάμποτσκιν, έγραφε: “Η πρώτη εκδοχή του σεναρίου γράφτηκε σαν τραγωδία, με όλους τους κανόνες αυτού του είδους. Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων και του μοντάζ, η τραγική γραμμή του σεναρίου έγινε λίγο πιο υποτονική και σε πρώτο πλάνο αναδείχθηκαν οι φωτεινές σκηνές του κωμικού είδους. Αλλά και μετά από όλες αυτές τις περικοπές, το ξαναφτιάξιμο των σκηνών, τις αναπάντεχες αλλαγές του σεναρίου στην λογική των αυτοσχεδιαστικών ευρημάτων, πάνω στο πλατό, το κινηματογραφικό είδος δεν έπιαξε τελικά ρόλο ως προς το τελικό αποτέλεσμα”.
»Με το “Τσαπάγιεφ”, οι Βασίλιεφ ανέβασαν σε νέο επίπεδο την τέχνη της κινηματογραφικής σκηνοθεσίας, εμπλουτίζοντάς την με πολλά καινοτόμα επιτεύγματα στην δουλειά με τους ηθοποιούς, την σύνθεση, το μοντάζ, την χρήση του ήχου και τις λύσεις πάνω στην μουσική. Ολα τα εκφραστικά μέσα της ταινίες υπηρετούν την αποκάλυψη των ανθρώπινων χαρακτήρων, την δημιουργία βαθιών, αυτόνομων εικόνων.
»Η ιδεολογική και καλλιτεχνική κορυφή της ταινίας είναι η μορφή του Τσαπάγιεφ, σε ερμηνεία του Μπ. Μπάμποτσκιν. Στην μορφή του Τσαπάγιεφ συγκεντρώνονται όλες οι βασικές δραματικές συγκρούσεις, σε αυτήν βρίσκει την μεγαλύτερη έκφρασή της η κεντρική ιδέα του έργου. Η ταινία δείχνει την εσωτερική ανάπτυξη του ήρωα σαν επαναστάτη, κομμουνιστή και στρατιωτικού ηγέτη. Η μορφή του Τσαπάγιεφ στην ταινία των Βασίλιεφ αναδείχθηκε σε επιτομή του ηρωικού, ρωσικού λαϊκού χαρακτήρα, αποκαλυπτόμενου σε όλο το μεγαλείο και την ομορφιά του, στην φωτιά των επαναστατικών μαχών.
»Οι άλλοι ήρωες της ταινίας (Φούρμανοφ, Πέτκα, Αννα) είναι προσιτοί και κατανοητοί στον θεατή. Ακόμη και οι δευτερεύοντες ρόλοι ξεχωρίζουν στην ταινία με τον εντυπωσιακό πλούτο των χαρακτηριστικών τους. Οι χαρακτήρες της ταινίες, πρωταγωνιστικοί και δευτερεύοντες, αποτελούν ενιαία, συλλεκτική μορφή του επαναστατημένου λαού και εκπλήσσουν με το πλήθος τους και τον πλουραλισμό των αποχρώσεών τους.
»Η εξαιρετική σκηνοθετική μαστοριά των Βασίλιεφ κάνει ορατή την παρουσία της σε όλες τις σκηνές και τα επεισόδια της ταινίας, τόσο αυτά του δωματίου, όσο και τα μαζικά και της απόδοσης των μαχών.
»Η εισαγωγή της ταινίας, με το εκρηκτικό πλάνο της ατρόμητης τρόικας (σ.σ. η ρωσική άμαξα με τα τρία άλογα), τα επεισόδια της γέφυρας και του μαθήματος τακτικής, η σκηνή της μάχης με τους Λευκούς, οι σκηνές των διαφωνιών του Τσαπάγιεφ με τον Φούρμανοφ, οι ομιλίες του Τσαπάγιεφ στις συγκεντρώσεις και μπροστά στις ίλες του ιππικού, ο αποχαιρετισμός με τον Φούρμανοφ, η νύχτα πριν την τελική μάχη και πολλές ακόμη, αποτελούν αξεπέραστες εικόνες, πολιτικά παθιασμένης και ψυχολογικά βαθιάς, κινηματογραφικής τέχνης.
»Η ταινία αμέσως κέρδισε παλλαϊκή αναγνώριση. Η “Πράβντα” της 21ης Νοεμβρίου του 1934, σε ένα ακόμη άρθρο της υπό τον τίτλο “Ολη η χώρα βλέπει τον “Τσαπάγιεφ” έγραφε: “Ο “Τσαπάγιεφ” αποτελεί τεράστιο γεγονός στην ιστορία της σοβιετικής τέχνης. Ο “Τσαπάγιεφ”, αδιόρατα και ισχυρά πολλαπλασιάζει την σχέση του κόμματος με τις μάζες (...) πειστικά και εύγλωτα προβάλει τον οργανωτικό ρόλο του κόμματος (..) Η ταινία “Τσαπάγιεφ” εξελίσσεται σε πολιτικό φαινόμενο (...)».
»Το φιλμ αποτέλεσε την μεγαλύτερη νίκη της μεθόδου του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην σοβιετική τέχνη και κουλτούρα, το σημαντικότερο επίπεδο στην ανάπτυξή του, είχε τεράστια σημασία για την συνέχεια της σοβιετικής τέχνης και επέδρασε γόνιμα στον παγκόσμιο προοδευτικό κινηματογράφο.
»Το 1964, στα 30 χρόνια από την δημιουργία της ταινίας, ο “Τσαπάγιεφ” εκ νέου προβλήθηκε στις οθόνες της χώρας. Επί 30 χρόνια η ταινία πέρασε με τεράστια επιτυχία από τις οθόνες του κόσμου, μεταξύ άλλων στις σκανδιναβικές χώρες, την Ολλανδία, την Βουλγαρία, την Γαλλία, την Ιταλία, την Τουρκία, την Κίνα, την Ισπανία, τις ΗΠΑ, την Αγγλία, την Αλγερία κ.ά.» [1].
«Τέτοιο σινεμά δεν είχαμε δει ποτέ πριν»...
«Το θαύμα αυτής της ταινίας» γράφει ο Ντ. Πισάρεβσκι[2], «εμφανίστηκε κυριολεκτικά κατά την πρώτη προβολή στον κινηματογράφο “Τιτάν” του Λένινγκραντ. Αυτόπτες μάρτυρες θυμούνται πως όταν τέλειωσε η ταινία, το κοινό δεν σηκώθηκε από τις θέσεις του. Η σιωπηλή αίθουσα έμοιαζε σαν να περίμενε κάτι. Χρειάστηκε να βγει ο διευθυντής του κινηματογράφου και να ανακοινώσει: “Σύντροφοι, αυτό ήταν, τέλειωσε η ταινία...”.
»Οι άνθρωποι ήταν σοκαρισμένοι. Η ταινία έγινε δεκτή σαν ένα φρέσκο κομμάτι ζωής. Τέτοιο σινεμά δεν είχαν δει ποτέ πριν. Ας πούμε, τις μέρες της πρώτης προβολής ταινιών όπως τα “Κόκκινα διαβολάκια” και ο “Δρόμος προς την ζωή” στους κινηματογράφους σχηματίζονται μεγάλες ουρές. Επί χρόνια αυτές οι ταινίες δεν κατέβαιναν από τις οθόνες. Αλλά όλο αυτό δεν μπορεί να συγκριθεί με το πώς συνάντησε ο λαός το “Τσαπάγιεφ”.
»Ενθουσιώδεις φήμες για την ταινία εξαπλώθηκαν σε όλη την χώρα. Στους κινηματογράφους στριμώχνονταν πλήθη ανθρώπων. Ηταν τόσοι πολλοί, που σε πολλές πόλεις οι προβολές γίνονταν ολόκληρο το 24ωρο. Η ταινία αποκάλυψε εξαρχής την κολλεκτιβίστικη φύση της κινηματογραφικής θέασης. Πήγαιναν να την δουν ολόκληρα εργοστάσια, στρατιωτικές μονάδες, κολχόζ, σχολειά, πήγαιναν λες σε γιορτή, σε παράταξη, με μουσικές μπάντες, κρατώντας πλακάτ και πανό: “Πηγαίνουμε να δούμε τον “Τσαπάγιεφ”!”. Οι κόπιες της ταινίες δεν επαρκούσαν και χρειάστηκε να ξανατυπώσουν».
«Η εμφάνιση του “Τσαπάγιεφ” σηματοδοτεί την έναρξη του τέταρτου πενταετούς πλάνου του σοβιετικού κινηματογράφου. Την έναρξη ενός πενταετούς μεγαλειώδους σύνθεσης» έγραφε ο Αϊζενστάιν στις 18 Νοέμβρη του 1934 στην «Λιτερατούρναγια Γκαζέτα».
«Προσπαθώντας να λύσουμε το πρόβλημα της δημιουργίας μιας θετικής εικόνα στο σοβιετικό φιλμ (...)  θέλουμε να συγκινήσουμε το κοινό της αίθουσας, θέλουμε, ο θεατής μας, να αγαπήσει τους ήρωές μας και να μισήσει τους εχθρούς μας» έγραφαν οι ίδιοι οι δημιουργοί της ταινίας στην «Ιζβέστια», στις 29 Νοεμβρίου του 1934.
Αργότερα θα έγραφαν[3]: «Πέρασε ένας χρόνος από την πρώτη προβολή του “Τσαπάγιεφ”. Αυτό το έτος στάθηκε για μας χρόνος θεωρητικής κατανόησης των πεπραγμένων μας, σε ένα διάστημα δύο χρόνων δημιουργικής δουλειάς (...)  Αφιερώσαμε όλες μας τις δυνάμεις στην επεξεργασία, την ένταξη και την δημιουργία στον κινηματογράφο μορφών ανθρώπων της εποχής μας, μορφών φωτεινών, βαθιών, σύνθετων μέσα στην απλότητά τους, που αναγκάζουν τον θεατή να αγαπήσει και να μισήσει, να κλάψει και να γελάσει. Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε ταινίες, στις οποίες, η μεγάλη μας ανασυγκρότηση του κόσμου θα αποκαλυπτόταν μέσω της ψυχολογίας, της συμπεριφοράς και των προσπαθειών του ανθρώπου. Θέλαμε να δείξουμε τα γεγονότα να κινούν τους ανθρώπους και τους ανθρώπους να κινούν αυτά τα γεγονότα. Να γιατί παραχωρήσαμε ηγετική θέση στον ηθοποιό. Με τον ηθοποιό και μέσω αυτού θέλαμε να μεταφέρουμε μέχρι τον θεατή εκείνες τις ιδέες, οι οποίες αποκάλυψαν στην ανθρωπότητα οι σπουδαίες διδαχές του μαρξισμού – λενινισμού (...) Η αυθεντική τέχνη δεν μπορεί να είναι τέχνη για τους εκλεκτούς. Πρέπει να είναι και αυθεντικά μαζική.(...)
»Τεράστια ικανοποίηση για μας, τους σοβιετικούς καλλιτέχνες, ήταν αυτός ο αντίκτυπος που είχε η ταινία στα πιο διαφορετικά κοινά. Σε εκατοντάδες σημειώματα στις εφημερίδες, σε χιλιάδες γράμματα, οι εργάτες, οι εργάτριες, οι κολχόζνικοι και οι κολχόζνικες, οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, οι μηχανικοί, οι κομσομόλοι και οι παλιοί παράνομοι κομματικοί, οι πιονέροι και οι βετεράνοι του εμφύλιου πολέμου μιλούσαν για την αγάπη τους προς την σπουδαία μας Πατρίδα, για την αφοσίωση στο Κομμουνιστικό Κόμμα, για την επιθυμία να ζήσουν και να αγωνιστούν όπως ο Τσαπάγιεφ και οι σύντροφοί του. Μας διαβεβαίωναν για την ετοιμότητά τους να δώσουν όλες τους τις δυνάμεις, ώστε να είναι αντάξιοι των μεγάλων θυσιών των ηρωικών ανθρώπων, που έδωσαν την ζωή τους στα πεδία του εμφύλιου πολέμου. (...)
»Πειστήκαμε απόλυτα για το πόσο σπουδαίος και υπεύθυνος είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη στην αλληλεπίδραση με την πραγματικότητα, στην συμμετοχή στην διαδικασία της ανασυγκρότησης».
«Θεωρούμε ότι το να μεταφέρουμε πραγματικά στην οθόνη ένα λογοτεχνικό έργο, σημαίνει να είμαστε ικανοί να κατανοήσουμε τα αισθήματα, τις σκέψεις, τον προσανατολισμό του συγγραφέα και, απομακρυνόμενοι από αυτό, χρησιμοποιώντας επιπλέον υλικό, να δημιουργήσουμε κάτι νέο. Αυτό το νέο πρέπει να έχει δική του, ξεχωριστή καλλιτεχνική ζωή.
»Να γιατί, όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε στον “Τσαπάγιεφ”, δεν περιοριστήκαμε στο πλαίσιο ενός μυθιστορήματος (...) Προσπαθήσαμε να συλλέξουμε ολόκληρη σειρά υλικών, που συμπληρώνουν την σκιαγράφηση των ανθρώπων και της εποχής. Η Φούρμανοβα είχε την ευγένεια να μας δώσει τα ανέκδοτα ημερολόγια του συγγραφέα. Χωθήκαμε στα μουσεία και τα αρχεία. Διαβάσαμε σχεδόν όλα τα βιβία για τον εμφύλιο πόλεμο (...) Συζητήσαμε με τους συμμετέχοντες στα γεγονότα. (...) Και τέλος, μεγάλη σημασία είχε το γεγονός, ότι ο κορμός της ομάδας της ταινίας πήρε μέρος στις μάχες του εμφυλίου πολέμου.(...)
»Στον κινηματογράφο, κάποια, εκ πρώτης όψεως, ανεπαίσθητη λεπτομέρεια, καθιστά ζωντανά και φωτεινά την μορφή, το περιβάλλον, την δράση. Αυτή η λεπτομέρεια δεν υπάρχει από μόνη της, αλλά αποτελεί συμπύκνωση αυτού που έχει μελετηθεί και βιωθεί συναισθηματικά. (...) ο Φούρμανοφ (...) πολύ ακροθιγώς αναφέρει ότι ο Τσαπάγιεφ ξεσήκωνε τους μαχητές του και τους μάλωνε για την ακαταστασία. (...) Απλώσαμε σε δυο επεισόδια της ταινίας αυτό το “ξεσήκωμα” (...).
»Ακόμη και για την μεταφορά στην οθόνη ενός τόσο κοντινού μας, χρονικά και ψυχικά, έργου, όπως ο “Τσαπάγιεφ” του Φούρμανοφ, μας έγινε καθαρή η αναγκαιότητα να το κοιτάξουμε με την σύγχρονη ματιά (...)
»Προσπαθήσαμε να βρούμε ένα τέτοιο θέμα, το οποίο θα ήταν πραγματικά βασικό, κεντρικό θέμα. Σταματήσαμε στον ρόλο του κόμματος (...) Ετσι όπως και οι δυο μας συμμετείχαμε στον εμφύλιο πόλεμο και γνωρίζαμε καλά το υλικό του, αποφασίσαμε να απευθυνθούμε σε εκείνη την περίοδο. Θεωρήσαμε ότι ο εμφύλιος πόλεμος αποτελεί εκείνο το πρώτο στάδιο οικοδόμησης της χώρας μας, στο οποίο ενυπάρχει περισσότερο ξεκάθαρα όλα όσα φέρει πάνω του το παρόν και ό,τι αναπτύχθηκε, με όλη την ποικιλία του, στην σημερινή φόρμα.
»Σε δημιουργικό επίπεδο, το υλικό του εμφύλιου πολέμου μας προσέλκυε και για άλλους λόγους. Η πείρα της σοβιετικής κινηματογραφίας σε αυτόν τον τομέα ήταν περισσότερο αρνητική, παρά θετική. Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν αφορμή για την δημιουργία ρηχών, πρωτόγονα προπαγανδιστικών, μισο-περιπετειωδών, μισο-αστυνομικών ταινιών (...) Το υλικό κατέστη ανυπόληπτο στα μάτια του θεατή. (...) Το μεγαλείο του ίδιου του θέματος δεν επιτρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό με απλή γλώσσα περιπετειώδους ή αστυνομικού φιλμ. Το δεύτερο ζητήμα στην μετάδοση του υλικού, ήταν το ζήτημα της απόδοσης του πολέμου. (...) Από τι υπέφεραν κυρίως οι ταινίες μας για τον εμφύλιο πόλεμο; Καταρχήν, από την μη ορθή κατανόηση της απόδοσης του πολεμικού κλίματος. Πυροβολισμοί για τους πυροβολισμούς. Ο καπνός και η βροντή επισκίαζαν το πολιτικό νόημα των εξελισσόμενων γεγονότων. (...) υπήρχε και άλλη προσέγγιση, η νατουραλιστική. Η επιδεικτική προβολή της φρίκης του πολέμου, η τρομοκράτηση του θεατή με ανοιγμένα κρανία, κομμένα χέρια κλπ. (...)
»Ολα αυτά μας φαίνονταν λανθασμένα και απαξιωτικά της ουσίας των γεγονότων που αναπαραστούσε η ταινία. (...) Το κύριο δεν είναι ότι το πολυβόλο πυροβολεί, αλλά το πώς πυροβολεί, προς τι και γιατί. Και αυτό μπορείς να το δείξεις μόνο μέσω των ανθρώπων. Γι’ αυτό θεωρούσαμε ότι το κεντρικό ζήτημα πρέπει να είναι η αποκάλυψη της αλληλοσύνδεσης των γεγονότων με τους ανθρώπους. Θέλαμε να δείξουμε (...) τους ανθρώπους που κινούν τα γεγονότα και τα γεγονότα που κινούν και αποκαλύπτουν αυτούς τους ανθρώπους. (...) Θεωρούσαμε ότι πρέπει να ερευνήσουμε τα ζητήματα της πλοκής και του περιεχομένου (...) Να γιατί, χωρίς να θέσουμε στους εαυτούς μας συγκεκριμένα όρια, ασχοληθήκαμε με τον έλεγχο του υλικού και δουλεύοντας πάνω στο σενάριο, προσπαθήσαμε να χειριστούμε αυτό το υλικό με μοναδικό σκοπό να αποκαλύψουμε όσο το δυνατόν ολοκληρωμένα αυτό το θεματικό ζήτημα, το οποίο βρισκόταν στην βάση της δουλειάς μας, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό όλες τις δυνατότητες (...) Λαμβάνοντας υπόψην το ιστορικό υλικό, το εξετάζαμε σαν δυνατότητα για την ανάπτυξη του θέματος. (...) Το ζήτημα της κατασκευής της εικόνας ήταν ξεκάθαρο: Επρεπε να δημιουργήσουμε έναν σοβιετικό ήρωα, που δεν θα βάδιζε στην γραμμή της συνηθισμένης αντίληψης για τον ήρωα στις πολεμικές ταινίες, και θα βρίσκαμε μια προσέγγιση ώστε ο θεατής να πίστευε σε αυτόν (...) Αν ανυψώσετε τον ήρωα και τον προικίσετε με υπεράνθρωποες ιδιότητες, έναν ήρωα πάνω σε κοθόρνους, τότε θα ακούσετε από τον θεατή: “Ναι, είναι πράγματι ήρωας, αλλά δεν θα μπορέσω γίνω ποτέ σαν αυτόν”. (...)
»Προέκυψε κάτι το ενδιαφέρον σε δημιουρικό επίπεδο, καθώς, ενώ δεν θέλαμε να αντιγράψουμε τον Τσαπάγιεφ, δεν θέλαμε να τον αποδώσουμε φωτογραφικά, τον αναδημιουργήσαμε, διότι η μορφή συνένωσε όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα έπρεπε να υφίστανται αναπόσπαστα στον Τσαπάγιεφ. Καταλήξαμε στην γνώση της πραγματικότητας, της ρεαλιστικής αλήθειας αυτού του ανθρώπου (...) Ο γιος του και η κόρης του, βλέποντας την ταινία, τον αναγνωρίζουν σαν πατέρα. Σε αυτό έγκειται όλη η ουσία» [4].
«Ερώτηση: Πώς πάει συνήθως η περίοδος της πρόβας;
Σ. Βασίλιεφ: Για μας, η περίοδος της πρόβας έγκειται κατά βάση στην απόσταση από το σεναριακό υλικό, ώστε να υποχρεωθούμε να βρούμε κάποιες σωστές αλληλεπιδράσεις των δρώντων προσώπων και να υποχρεώσουμε τον ηθοποιό να βρει στο συγκεκριμένο, έστω και “κακογραμμένο” υλικό, εκείνες τις πινελιές από τις οποίες μπορεί να απομακρυνθεί και να ξεκαθαρίσει την μορφή. Για παράδειγμα: Εξήγηση της σκηνής, πού είναι η θέση του επικεφαλής. Καταρχήν συζητήσαμε πολύ πάνω σ’ αυτήν. Στο σενάριο η σκηνή αυτή είχε ήδη κείμενο, αλλά στην σκηνοθετική επεξερασία ήταν έτσι: Ο Τσαπάγιεφ καθισμένος δείχνει την θέση αρχικά στο χαρτί, στην δεύτερη εκδοχή, με μαστίγιο στην άμμο, αλλά αυτό ήταν ζωγραφιά. (...) Οχι, δεν πρόκειται ο Τσαπάγιεφ να ζωγραφίσει, δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα (...) Πρέπει να το κάνει αλλιώς (...) Να περπατά στο δωμάτιο ή να μην περπατά; Οχι.  (...) Ψάχνουμε. (...) Ετσι προκύπτει μια συλλογή στοιχείων, από τα οποία χτίζεται στην συνέχεια η πρόβα (...) Εκκινούμενος από αυτά, ο ηθοποιός βρίσκει τον σωστό τόνο του ρόλου του, ανακαλύπτει την δυνατότητα να δοκιμάσει πάνω σε συγκεκριμένο υλικό ό,τι είχε προετοιμάσει» [5].
«Στην ανάγνωση ήταν και ο Μπάμποτσκιν, τον οποίο προορίζαμε για τον ρόλο του Τσαπάγιεφ. Ωστόσο, για να διαπιστώσουμε πόσο τον ενδιαφέρει αυτός ο ρόλος, είπαμε ότι θέλουμε να του δώσουμε τον ρόλο του Πέτια. (...) Επιστρέφαμε νύχτα από τους μεγάλους δρόμους του Λένινγκραντ, όταν ξαφνικά ο Μπάμποτσκιν σταμάτησε και είπε: “Ξέρετε πώς φορούσε την τραγιάσκα; Ετσι, πιθανά... Ακριβώς έτσι!” Και τότε μας έδειξε πώς ο Τσαπέγιεφ και μόνο ο Τσαπάγιεφ μπορούσε να φορά την τραγιάσκα. (...) Τότε αποφασίσαμε να του δώσουμε τον ρόλο»[6].
Τα αδέλφια... που δεν ήταν αδέλφια
Οι Βασίλιεφ δεν ήταν αδέρφια στην πραγματικότητα. Γνωρίστηκαν το 1925 όταν τα ξεχωριστά στούντιο στα οποία εργάζονταν ενώθηκαν στον οργανισμό «Σοβκινό». Η πρώτη τους κοινή ταινία ήταν το ντοκιμαντέρ «Αθλος στους πάγους» (1928). Στους τίτλους της πρώτης τους ταινίας μυθοπλασίας, «Η ωραία κοιμωμένη» εμφανίζεται για πρώτη φορά το κοινό τους καλλιτεχνικό όνομα «αδελφοί Βασίλιεφ».
Το 1937, μετά τον «Τσαπάγιεφ», οι Βασίλιεφ γύρισαν την ταινία «Μέρες του Βολοτσάγιεφ» με θέμα την πάλη των παρτιζάνων στην Απω Ανατολή με τους Ιάπωνες εισβολείς κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Πρόκειται για ένα μεγάλης κλίμακας επικό δημιούργημα, με πολλές σκηνές πλήθους, χωρίς ωστόσο να φτάνει την τελειότητα του «Τσαπάγιεφ».
Στην εποχή του εμφυλίου οι σκηνοθέτες επιστρέφουν και με την ταινία «Η άμυνα του Τσαρίτσιν» (1942), ενώ, η τελευταία κοινή τους ταινία ήταν το «Μέτωπο» (1943), ένα ιδιαίτερο φιλμ που καταπιανόταν με το ζήτημα της πολεμικής ρουτίνας και του εφησυχασμού, μέσα από μια λεπτή ψυχολογική προσέγγιση, αλλά και σάτυρα.
Ο Γκεόρκι έφυγε από την ζωή το 1946.
Από το 1944 έως το 1946, ο Σεργκέι Βασίλιεφ ήταν καλιτεχνικός διευθυντής του «Λενφιλμ» και μεταξύ 1955 – 1957, διευθυντής του. Το 1955 γυρίζει την ιστορική ταινία «Ηρωες του Σίπκι» για τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες της Βουλγαρίας ενάντια στον τουρκικό ζυγό στα 1877 – 78, ενώ, το τελευταίο του φιλμ ήταν «Στις μέρες του Οχτώβρη» το 1958, αφιερωμένο στην Επανάσταση.
Πέθανε το 1959.
Οι Βασίλιεφ συνιστούν ένα σημαντικό κεφάλαιο της σοβιετικής αλλά και της παγκόσμιας κινηματογραφίας και το έργο τους αποτυπώνει τον επαναστατικό ενθουσιασμό και την βεβαιότητα ενός καλύτερου μέλλοντος.
Βασίλι Νικολάγιεβιτς Τσαπάγιεφ- Βιογραφία
Ο Βασίλι Νικολάγιεβιτς Τσαπάγιεφ γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1887 στο χωριό Μπουντάικα, κοντά στην πόλη Τσεμποξάρι, σε αγροτική οικογένεια, με τον πατέρα να εργάζεται και σαν ξυλουργός. Το 1913 η οικογένεια μετακόμισε στο χωριό Μπαλάκοβο, στην περιοχή της Σαμάρας. Εκεί ο Τσαπάγιεφ φοίτησε σε εκκλησιαστικό σχολείο, επειδή στην οικογένεια υπήρχαν παπάδες και ο πατέρας ήθελε και ο γιος του να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Τελικά η ζωή αποφάσισε αλλιώς και ο νεαρός Τσαπάγιεφ ξεκίνησε να βοηθά τον πατέρα του σαν ξυλουργός.
Το 1908 τον κάλεσαν να καταταγεί στον στρατό, αλλά το 1909 απολύθηκε, τυπικά για λόγους υγείας. Ουσιαστικά, διότι ο αδερφός του, Αντρέι, εκτελέστηκε καταδικασμένος για «υποκίνηση» πράξεων εναντίον του τσάρου και ο Βασίλι είχε χαρακτηριστεί «αναξιόπιστος». Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την Πελαγία Μετλίναγια, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του ο οποίος θεωρούσε ότι ο γάμος δεν ήταν ισότιμος αφού η Πελαγία ήταν κόρη παπά.
Η Πελαγία βοήθησε τον Βασίλι να βρει δουλειά κοντά στον πατέρα της ως συντηρητής αγιογραφιών. Στη ναρχή όλα πήγαιναν καλά, αλλά αργότερα το ζευγάρι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό διότι μια πελάτισσα δεν έμεινε ευχαριστημένη και απειλούσε να μηνύσει τον Βασίλι για «βλασφημία». Ετσι, αρχικά πήγαν στο Σιμπίρσκ, αλλά επειδή εκεί ο Βασίλι δεν βρήκε δουλειά, μετακόμισαν εκ νέου στο Μελεκές.
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ο Βασίλι επιστρατεύεται. Στο μέτωπο θριαμβεύει. Λόγω της ανδρείας και της αντοχής που επέδειξε στις μάχες που έλαβαν χώρα στην περιοχή του ποταμού Προυτ, από τις 5 – 8 Μαϊου του 1915, παρασημοφορείται με το παράσημο του Αγίου Γεωργίου.
Στις 10 Ιουλίου του 1915, με διαταγή του τάγματος, το οποίο εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην περιοχή του χωριού Ντζβινιάτς, ο στρατιώτης του πρώτου λόχου, Βασίλι Τσαπάγιεφ, προάγεται σε κατώτερο υπαξιωματικό, παρακάμπτοντας τον βαθμό του δεκανέα. Στις 16 Σεπτεβρίου του 1915, ο κατώτερος υπαξιωματικός Τσαπάγιεφ παρασημοφορείται εκ νέου με τον Σταυρό του Αγίου Γεωργίου 4ου Βαθμού, για ανδρεία και γενναιότητα.
Ακολουθεί η αιχμαλωσία δύο στρατιωτών του εχθρού, κατόρθωμα για το οποίο ο Τσαπάγιεφ παρασημοφορείται με τον Σταυρό του Αγίου Γεωργίου 3ου βαθμού, με διαταγή της 82ης Μεραρχίας Πεζικού.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1915, στις μάχες στην περιοχή του Τσουμάν και της Καρπίνιεβκα, ο Τσαπάγιεφ τραυματίζεται και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο. Κατά την διάρκεια της νοσηλείας του προάγεται σε ανώτερο υπαξιωματικό. Ετσι, μέσα μόλις σε ένα εξάμηνο, το χωριατόπαιδο από την Μπουντάικα παρασημοφορείται τρεις φορές και ανεβαίνει αλματωδώς την στρατιωτική ιεραρχία, αποκλειστικά με τις ικναότητές του στο πεδίο της μάχης.
Ακολουθεί νέα παράσημο (Σταυρός του Αγίου Γεωργίου 2ου Βαθμού) λόγω της ανδρείας που επέδειξε στις μάχες στην περιοχή της πόλης Κουτί, μεταξύ 14 και 16 Ιουνίου του 1916. Το ίδιο καλοκαίρι θα παρασημοφορηθεί και πάλι στις μάχες της περιοχής Ντελιάτιν.
Στο τέλος του καλοκαιριού του 1916 ο Τσαπάγιεφ αρρωσταίνει βαριά. Επιστρέφει στην μονάδα του στις 10 Σεπτεμβρίου, αλλά πολέμησε μόλις μία μέρα, αφού τραυματίζεται στο αριστερό πλευρό και στέλνεται για νοσηλεία στην 81η μονάδα του Ερυθρού Σταυρού.
Την Επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 την περνά στο νοσοκομείο στο Σαράτοφ.  Τον Ιούλιο του 1917, στο Νικολάεβσκ, ο Τσαπάγιεφ λαμβάνει τον βαθμό του αρχιλοχία στον 4ο λόχο του 138ου εφεδρικού επαναστατικού συντάγματος πεζικού. Εκεί έρχεται σε επαφή με τους Μπολσεβίκους, εκλέγεται στην επιτροπή του συντάγματος και τον Οκτώβρη του 1917 στο Σοβιέτ των στρατιωτικών βουλευτών. Από τις 28 Σεπτεμβρίου του 1917 είναι ήδη μέλος του Μπολσεβίκικου Κόμματος.
Τον Νοέμβριο του 1917, η επαναστατική Επιτροπή ορίζει τον Τσαπάγιεφ επικεφαλής του 138ου συντάγματος. Συμμετέχει στο συνέδριο των στρατιωτικών Σοβιέτ στο Καζάν. Στις 18 Δεκεμβρίου 1917 γίνεται κομισσάριος της Κόκκινης Φρουράς και επικεφαλής της φρουράς του Νικολάεβσκ. Τον Χειμώνα και την Ανοιξη του 1918 καταστέλει πολλές εξεγέρσεις που υποκινούνται στην ύπαιθρο από τους κουλάκους (σσ. τους αστούς του χωριού) και πολεμά εναντίον των κοζάκων και του τσεχοσλοβάκικου αποσπάσματος. Ο εμφύλιος είναι στην ακμή του. Τον Νοέμβριο του 1918 ξεκινά να φοιτά στην Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου, αλλά τον Ιανουάριο του 1919 ζητά να σταλεί στο ανατολικό μέτωπο για να πολεμήσει εναντίον του Α. Κολτσάκ, στρατιωτικού ηγέτη των Λευκών, με τον βαθμό του ναυάρχου.
Τον Ιούνιο του 1919, επικεφαλής της 25ης Μεραρχίας Πεζικού του Κόκκινου Στρατού απελευθερώνει την πόλη Ουφά από τα στρατεύματα του Κολτσάκ και τον Ιούλιο βοηθά στην άρση του αποκλεισμού του Ουράλσκ.
Αν και οι εκδοχές του θανάτου του είναι πολλές – με ελάχιστες από αυτές να αφορούν σε ουσιαστική ιστορική έρευνα – η πλέον διαδεδομένη, την οποία ακολουθεί και η ταινία των Βασίλιεφ,, είναι η εξής: Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1919, μετά από αιφνιδιαστική επίθεση λευκοφρουρών στον επιτελείο της 25ης Μεραρχίας, στο Λμπισένσκ, ο Τσαπάγιεφ, τραυματισμένος, προσπάθησε να διαφύγει κολυμπώντας προς την απέναντι όχθη του ποταμού Ουράλ, αλλά εξαντλημένος και υπό συνεχή πυρά, πνίγεται. Μαζί του σκοτώνεται και ο πιστός του σύντροφος, Πέτια.
Η αμέσως επόμενη πιθανή εκδοχή «θέλει» τον μποσλεβίκο στρατιωτικό ηγέτη να καταφέρνει τελικά να περάσει στην απέναντι όχθη, με την βοήθεια των μαχητών του, αλλά εξαντλημένος από τα τραύματα πεθαίνει και θάβεται επιτόπου, με τον τάφο να παραμένει άγνωστος.
Όπως και να έχει, από εκείνη την στιγμή, πέρασε για πάντα στην «χώρα» του θρύλου.
_________________________
[1] Αρθρο του 1966, από το russkoekino.ru
[2] Ντ. Πισάρεβσκι, Αδελφοί Βασίλιεφ, Μόσχα, 1981
[3] Γ. Βασίλιεφ, Σ. Βασίλιεφ, «Ο δρόμος μας», Απαντα σε 3 τόμους, Μόσχα, 1982.
[4] Γ. Βασίλιεφ, Σ. Βασίλιεφ, Ο «Τσαπάγιεφ» του Φούρμανοφ και ο «Τσαπάγιεφ» στην οθόνη, Απαντα, Μόσχα 1982.
[5] Γ. Βασίλιεφ, Σ. Βασίλιεφ, Συζήτηση στο Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας, Απαντα, Μόσχα 1982
[6] Σ. Βασίλιεφ, «Απλά και ξεκάθαρα», «Η τέχνη του κινηματογράφου», Νο 10, 1957

*
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
*
Το ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας

*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.