Δεκέμβρης 1944 (17)

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιδέλ

Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal!
Φιδέλ Αλεχάντρο Κάστρο Ρους
(Fidel Alejandro Castro Ruz)
Μπιράν Επαρχίας Οριέντε, 13 Αυγούστου 1926 - Αβάνα, 25 Νοεμβρίου 2016
Σχέδιο (2ο από 3 του Κομαντάντε), Μπάμπης Ζαφειράτος, 28.XI.2016
(Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!

Μαζί με αυτό το βιαστικό σκίτσο –ελάχιστος φόρος τιμής της Μποτίλιας στον αθάνατο Κομαντάντε– και επειδή ο οχετός έχει ήδη ανοίξει και δεν πρόκειται να κλείσει ποτέ (ο Στάλιν, ο Μάο και τα 1001 σκυλιά του Κιμ Γιονγκ Ουν βρήκαν ανταγωνιστή), μεταφέρω εδώ τις τελευταίες σελίδες από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του εξαιρετικού συγγραφέα Ντανιέλ Τσαβαρία (γεν. στην Ουρουγουάη το 1933), «Είδα να φτάνει ένας γέρος, Μνήμες» (2009) −εκδόσεις Opera, 2015−, ελπίζοντας στην επιείκεια του μαέστρου Γιώργου Μυρεσιώτη με... την άδεια του, αλλά και με την άδεια του καταπληκτικού μεταφραστή Κρίτωνα Ηλιόπουλου.

Το βιβλίο είναι ένας ύμνος στον Φιδέλ, με την… αντίστροφη «βαμπιρική ενέργεια», στην Κούβα και στον κουβανικό λαό της ανώτερης κοινωνικής προσφοράς, της ασύγκριτης αυταπάρνησης και της απόλυτης διεθνιστικής αλληλεγγύης.

Ο Τσαβαρία, Ουρουγουανός μεν, αλλά από το 1969 (μετά από την ιστορική πλέον αεροπειρατεία του) Κουβανός μέχρι μυελού οστέων, κοντεύει να γίνει ο εθνικός συγγραφέας αυτού του μικρού, περίεργου νησιού με την πλούσια επαναστατική και πνευματική παράδοση.

Σημαντικό μέρος του έργου του είναι αφιερωμένο στο άλλο μεγάλο τέκνο της Κούβας, δάσκαλο και μέντορά του, τον μουσικολόγο, μυθιστοριογράφο και δοκιμιογράφο Αλέχο Καρπεντιέρ, (1904-1980), γνώριμο και στα καθ’ ημάς, από το 1986 (Εξάντας), με το βιβλίο του αναφοράς: Ο Αιώνας Των Φώτων (1962).

Τον Ντανιέλ Τσαβαρία, καθηγητή αρχαίων ελληνικών, λατινικών και κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας, μας τον σύστησαν από το 1998 οι εκδόσεις Operα, με 10 έως σήμερα βιβλία του, όλα σε εξαιρετικές μεταφράσεις του Κρίτωνα Ηλιόπουλου. (Βιογραφικό στο τέλος).

Μπ. Ζ. - Μποτίλια Στον Άνεμο

*

KOYBA

−Ας ληφθεί υπόψη ότι ποτέ, κανείς, δεν μου υπέδειξε στην Κούβα πώς και τι πρέπει να γράψω, ούτε ποτέ με συμβούλεψε κανείς ν’ αλλάξω μια παράγραφο ή να παραλείψω κάποια σκηνή. Φυσικά, αν κάποιος επιχειρήσει να συκοφαντήσει την Επανάσταση ή τους ηγέτες της με καταφανή ψέματα, κανένας εκδότης δεν πρόκειται να τον δημοσιεύσει, όμως, στην Κούβα δεν υπάρχει υπηρεσία λογοκρισίας,, ούτε κάποιος που ν’ ασκεί λογοκρισία ώστε να καταδικάζει με βέτο κάποιο έργο ή να δίνει το nihil obstat. Συμβαίνει το ίδιο όπως παντού. Στις ΗΠΑ κανένας δεν θα μου εξέδιδε ένα μεγάλο εγκώμιο στον Φιδέλ Κάστρο και στην απελευθερωτική του δράση, ούτε την βαθύτατη περιφρόνηση για τους Ρέιγκαν και Μπους. Οι ίδιοι οι εκδότες και η ίδια η κοινωνία όπου βασιλεύει ο Πλούτος –ο θεός του χρήματος– καθορίζουν τι θα εκδοθεί και τι όχι.

Ντανιέλ Τσαβαρία, Είδα να φτάνει ένας γέρο –Μνήμες

 

*

ΦΙΔΕΛ
[…] Άρχισα να υποφέρω από τα γόνατά μου, αναγκάστηκα να κάνω εγχείρηση και να κόψω το περπάτημα.
[…] Τέλος πάντων, ό,τι θέλει ο Θεός ας γίνει εγώ όμως δεν είμαι ο Φιδέλ, ούτε έχω την ενεργητικότητα και τα κίνητρά του για να παλέψω τη ζωή...
Με την ευκαιρία, έχω μια δική μου θεωρία για τον Φιδέλ και την ενεργητικότητά του. Πιστεύω ότι ο οργανισμός του διαθέτει εξαιρετικούς τρόπους για να απορροφά ενέργεια σε τεράστιες ποσότητες, κι αυτό το σκέφτηκα για πρώτη φορά όταν έμεινα κάμποσες ώρες κοντά του, σ’ ένα δείπνο του Συμβουλίου του Κράτους. Μετά το κλείσιμο της ετήσιας Έκθεσης Βιβλίου της Αβάνας, ο Φιδέλ προσκάλεσε καμιά πενηνταριά από τους συμμετέχοντες, Κουβανούς και ξένους. Μας κάλεσε στις οχτώμιση το βράδυ στο Κυβερνητικό Μέγαρο και μας οδήγησαν σ’ ένα σαλόνι με άνετες πολυθρόνες και ποτά.
Ο Κομαντάντε φάνηκε γύρω στις εννιά, φορώντας τη γνωστή στρατιωτική στολή του. Έδειχνε γερασμένος, με γκριζωπή επιδερμίδα και σημάδια κούρασης, όμως, αφού χαιρέτησε τους καλεσμένους και κουβέντιασε λίγο με τον καθέναν, στάθηκε σε μια γωνιά του σαλονιού κι έμεινε να κουβεντιάζει όρθιος εκεί επί δύο ώρες, πάντα μ’ έναν κύκλο καλεσμένων γύρω του. Εγώ αναγκάστηκα να καθίσω γιατί δεν άντεχα τόση ώρα όρθιος, ο Φιδέλ όμως δεν σταματούσε να συζητάει –στο ίδιο σημείο πάντα– με αλλεπάλληλες ομάδες δέκα - δώδεκα ατόμων που εναλλάσσονταν για να τον ακούσουν.
Μερικοί πήγαιναν να καθίσουν λίγο να ξεκουραστούν, έπιναν κάτι ή έτρωγαν ορεκτικά, κι όταν τελικά περάσαμε στη μεγάλη τραπεζαρία, η ώρα κόντευε έντεκα.
Μας έβαλαν να καθίσουμε γύρω από ένα μεγάλο τετράγωνο τραπέζι που είχαν φτιάξει ενώνοντας πολλά μικρά μαζί. Τα ονόματά μας και η θέση που θα καθόμασταν υπήρχαν σ’ ένα πλάνο πάνω σ ένα αναλόγιο, στην είσοδο. Σε κάθε θέση υπήρχε ένα μικρόφωνο, αλλά εκείνη τη βραδιά ο Φιδέλ μιλούσε αδιάκοπα ώς τις τέσσερις το πρωί. Θυμήθηκε διάφορα επεισόδια από τις αρχές της Επανάστασης και επεκτάθηκε πολύ στην αφήγηση μιας συνάντησής του, στην Αβάνα, με τον Μακναμάρα και άλλους ανώτατους αμερικανούς αξιωματικούς και πολιτικούς που είχαν οργανώσει την εισβολή των μισθοφόρων στον Κόλπο των Χοίρων. Γύρω στις τρεις τα ξημερώματα, αρκετοί συνδαιτυμόνες –μεταξύ αυτών και κάμποσοι πρωτοκλασάτοι της κυβέρνησης και η αφεντιά μου, μετά το άφθονο φαγητό και τα καλά κρασιά– κουτουλούσαμε από τη νύστα και δείχναμε ολοφάνερα την εξάντλησή μας. Ο Φιδέλ όμως, όσο περνούσαν οι ώρες, τόσο πιο σφριγηλός και ομιλητικός έδειχνε. Η γκριζόχρωμη επιδερμίδα που είχε στις εννέα το βράδυ, γινόταν φρέσκια και ροδαλή, η φωνή του καλυτέρευε, το πρόσωπο του έβρισκε τη γνωστή στιβαρότητα. Πρώτη φορά τότε αναρωτήθηκα αν εκείνος ο οργανισμός κουκουβάγιας, που ύστερα από τόσες ώρες έδειχνε ανεξήγητη βελτίωση, διέθετε κάποιο χάρισμα ώστε να απορροφά την ενέργεια των γύρω του. Δεν πιστεύω σε μυστικισμούς και εσωτερισμούς, αλλά τείνω να πιστέψω κάτι που άκουσα σ’ ένα σεμινάριο βιετναμέζων και ισπανών επιστημόνων, για την ικανότητα του ανθρώπινου οργανισμού να αντλεί ενέργεια από το περιβάλλον, ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του. Επίσης, πιστεύω ότι υπάρχουν προνομιούχοι οργανισμοί που μπορούν να συλλέξουν καλύτερα την ενέργεια, να την αποθηκεύσουν και να τη μεταδώσουν στους άλλους. Πρόκειται για φυσικά φαινόμενα που δεν έχουν μελετηθεί ακόμα από τη Δυτική επιστήμη, και χωρίς να είμαι βέβαιος, μου αρέσει να πιστεύω σ’ αυτές τις ιδιότητες. Ίσως εκεί να οφείλεται ένα μέρος του μαγνητισμού που εκπέμπουν οι μεγάλοι ηγέτες.
Δύο χρόνια αργότερα, υπό παρόμοιες συνθήκες, επαναλήφθηκε η ίδια σκηνή. Τότε αναρωτήθηκα, στα σοβαρά, μήπως ο Φιδέλ ασκούσε κάποιο ενεργειακό βαμπιρισμό, ακούσιο φυσικά, που του επέτρεπε να ρουφάει την ενέργεια των άλλων όταν διεγείρονται. Αυτό φαινόταν να συμβαίνει τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, όταν μιλούσε για έξι με εφτά ώρες.
Πρώτα ξεσήκωνε το ακροατήριο, και ο κόσμος, έχοντας απελευθερώσει κύματα ενέργειας, κατέληγε εξουθενωμένος. Ο Φιδέλ, αντίθετα, φόρτωνε τις μπαταρίες του για κάμποσες εβδομάδες. Εάν δεν τροφοδοτείται ούτε από την ατμόσφαιρα, ούτε αποθηκεύει την ενέργεια του ακροατηρίου του, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε σοβαρά: «Τι είναι αυτό που έχει ο Φιδέλ, και οι Αμερικανοί δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μαζί του;»
Πάντως, οι ακλόνητες πεποιθήσεις και το θάρρος που τον έκαναν ήρωα, σωτήρα μιας απειλούμενης πατρίδας, τον κάνουν επίσης να μοιάζει με τους παλιούς ρωμαίους δικτάτορες. Μάλιστα, μια φορά, ύστερα από ένα δείπνο στο κυβερνητικό μέγαρο, σ’ ένα αυτόκλητο πηγαδάκι στον διάδρομο, με μια ντουζίνα όρθιους καλεσμένους, κι ενώ ο Φιδέλ συνέχιζε να κουβεντιάζει με ολοένα μεγαλύτερη ζωντάνια, του έκανα ένα άστοχο σχόλιο για το οποίο μετάνιωσα αργότερα. Του είπα ότι στα ταξίδια μου στην Ευρώπη πολλοί κακοπροαίρετοι δημοσιογράφοι με ρωτούσαν συχνά πώς μπορούσα να ζω στο καθεστώς της Κούβας, όπου ένας αιμοσταγής δικτάτορας εμπόδιζε τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την έξοδο από τη χώρα, την ελευθερία του Τύπου, και τα λοιπά. Εξήγησα τότε στον Φιδέλ ότι η τακτική μου ήταν να παραδεχτώ ότι πράγματι, ήταν δικτάτορας αλλά όχι αιμοσταγής... Δεν του άρεσε το σχόλιο μου, αλλά έβαλε τα γέλια, κι εγώ πήρα το θάρρος και του είπα ότι, κατά τη γνώμη μου, ήταν ένας «dictator» με την έννοια που έδιναν οι Ρωμαίοι της Δημοκρατίας όταν μιλούσαν για τον Κιγκινάτο ή τον Φάβιο Μάξιμο, στους οποίους κατέφευγε η πατρίδα όταν κινδύνευε κι έπρεπε να παρακάμψει την αναβλητικότητα της Γερουσίας. Παρέδιδαν τότε την κυβέρνηση σ’ έναν ενάρετο πατριώτη με αποδεδειγμένη αξιοπρέπεια και στρατιωτικές ικανότητες, για να πάρει άμεσα μέτρα κατά μιας αιφνιδιαστικής εισβολής από τους Γαλάτες ή τις ορδές του Αννίβα και του Αττίλα. Ο Φιδέλ συνέχιζε να χαμογελάει και να με αφήνει να μιλάω. Πρόσθεσα επίσης ότι η τακτική μου ήταν να μην τον αναφέρω ποτέ και να αφοσιώνομαι στη σκληρή κριτική των σύγχρονων κατσαρίδων της Αμερικής. Ξεσπάθωνα εναντίον δικτατόρων όπως ο Τρουχίγιο, ο Μπατίστα, ο Στρόεσνερ, ο Σομόζα, ο Ντιβαλιέ, ο Πινοτσέτ, εναντίον των στρατιωτικών της Αργεντινής και της Ουρουγουάης, εναντίον των πληρωμένων από τους γιάνκηδες δολοφόνων. Και το γλεντούσα να περιγράφω τις αθλιότητες που διέπρατταν οι ληστές, τις γενοκτονίες των λακέδων που ξεπούλησαν την πατρίδα τους ολόκληρη, όπως ο Μένεμ στην Αργεντινή, ή ο Σαλίνας δε Γκορτάρι στο Μεξικό, υποκινητής της δολοφονίας του Κολόσιο. Ή ο Φλόρες, η μαριονέτα στο Σαλβαδόρ που ο Μπους αποκάλεσε «πνοή δροσερού αέρα», και ο Φουτζιμόρι στο Περού. Και φυσικά, δεν παρέλειπα τον αδαή και ψυχοπαθή Μπους. Κι επέμεινα πάλι ότι θεωρούσα λάθος να προσπαθώ να αντικρούσω τις απόψεις που θεωρούσαν τον Φιδέλ δικτάτορα. Στην Ευρώπη, αυτή η διαμάχη δεν κερδίζεται ποτέ. Καλύτερα να την αποφεύγεις.
Ο Φιδέλ δέχτηκε όλα αυτά με χιούμορ και συγκατάβαση, έκανε δυο-τρία καλαμπούρια και μάλλον θα με κατέταξε στους θεοπάλαβους φαφλατάδες. Επιστρέφοντας στο Βεδάδο με το αυτοκίνητο, ο σχιστομάτης Έρας μού είπε πως είχε φρίξει με τις μπούρδες που είχα τολμήσει να ξεφουρνίσω στον Φιδέλ. Κι εγώ ο ίδιος όμως έφριξα ενώ ξανάκουγα τα λεγόμενά μου, και αδυνατούσα να εξηγήσω τη συμπεριφορά μου εκείνης της νύχτας.
Αργότερα, κάθε φορά που βρισκόμουν κοντά στον Φιδέλ και μου δινόταν η ευκαιρία να κουβεντιάσω μαζί του, πάντα έχανα τον έλεγχο των λόγων μου και τον γέμιζα βλακείες.
Μια φορά –κι ενώ είχα πιει κάμποσο ρούμι συντροφιά με την Ίλδα και τον κουβανό ποιητή, διηγηματογράφο και διάσημο «αυτοσχεδιαστή» Αλέξις Δίας Πιμιέντα– πήγαμε σ’ ένα κρατικό κτίριο όπου ήμουν καλεσμένος του αργεντινού δημοσιογράφου και συγγραφέα Μιγκέλ Μπονάσο, καλού μου φίλου, ο οποίος φιλοξενούνταν εκεί κατά την επίσκεψή του στην Κούβα. Φτάνοντας, είδαμε στην είσοδο της έπαυλης τα αυτοκίνητα και τα άτομα της φρουράς του Φιδέλ, που αφού έκαναν όλες τις απαραίτητες ερωτήσεις στον Μπονάσο, μας άφησαν να περάσουμε.
Μέσα στο σαλόνι, όπου μας υποδέχτηκε ο Μπονάσο με τη σύζυγό του, Άνα δε Εσκαλόν, είδαμε τον Φιδέλ να κάθεται σε μια δερμάτινη πολυθρόνα, απ’ αυτές που χώνεσαι βαθιά μέσα σχεδόν ώς το πάτωμα, και τα γόνατά σου σχεδόν ακουμπάνε στο στήθος. Πήγε να σηκωθεί για να μας χαιρετήσει, αλλά εγώ πάλι τα έχασα με την παρουσία του. Γονάτισα στο πάτωμα, άνοιξα την αγκαλιά μου, τον παρακάλεσα να μη σηκωθεί και του ζήτησα να τον αγκαλιάσω. Δεν μου αρνήθηκε, και με τα χέρια ανοιχτά του είπα:
«Άφησέ με να σε φιλήσω, Κομαντάντε».
Με κοίταξε πάλι με το συμπονετικό χαμόγελο, και γύρισε το μάγουλό του για να τον φιλήσω.
Ορκίζομαι ότι έτσι δεν έχω φερθεί ποτέ σε κανέναν. Δε μου αρέσουν τα φιλιά και οι αγκαλιές, ούτε μ’ αρέσει να παίζω με τη φωτιά, όμως, το επεισόδιο επιβεβαίωσε μια δεύτερη θεωρία μου –στα σπάργανα ακόμα– σχετικά με την ενέργεια του Φιδέλ. Μπορεί να μην την απομυζά από τους άλλους, αλλά να την εκπέμπει ο ίδιος σε αφθονία. Υποθέτω ότι όπως φλογίζει και ξεσηκώνει τα πλήθη στην πλατεία, έτσι συγκλονίζει κι εμένα, αλλά με αλλόκοτα αποτελέσματα. Με κάνει να τα χάνω και να φέρομαι σαν βλαμμένος.
Ίσως η συσσώρευση των κυμάτων που εκπέμπει υπερβαίνει τη ικανότητα αφομοίωσης του μυαλού μου, και γι’ αυτό με ταράζει και με αποσυντονίζει, όπως ο έρωτας αποσυντονίζει την αγαπημένη μου ποιήτρια Καρίλδα Ολιβέρ. Δε βρίσκω άλλη εξήγηση.
Ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η πίστη μου στο λαμπρό μέλλον της Επανάστασης είχε τα σκαμπανεβάσματά της, αλλά από τότε και μετά εδραιώθηκε η βεβαιότητά μου ότι πολλά από τα κακά που ακόμα δεν έχουν ξεριζωθεί, κάποια μέρα θα εξαφανιστούν. Στην αρχή της Επανάστασης, για παράδειγμα, δεν έβλεπαν με καλό μάτι τους ομοφυλόφιλους. Δεν τους καταδίωξαν ούτε τους κακομεταχειρίστηκαν, όμως σίγουρα τους απομόνωναν, και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 δεν τους εμπιστεύονταν σημαντικά πόστα. Σήμερα, όπως δικαιούνται, αξιολογούνται μόνο με βάση τις εργασιακές και πολιτικές τους ικανότητες και καταλαμβάνουν κάθε λογής ηγετικές θέσεις. Οι πολιτικοί ηγέτες του 2008 είναι λιγότερο δογματικοί και καλύτερα προετοιμασμένοι. Δεν συμβαίνουν πια οι αθλιότητες που άλλοτε έβλεπα συχνά, στα δεκατρία χρόνια που δούλεψα στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας, όταν το Κόμμα και η Κομμουνιστική Ένωση Νεολαίας (UJC) αποτελούσαν καταφύγιο καιροσκόπων με καπιταλιστικές ορέξεις.
Έμαθα να είμαι υπομονετικός και να εμπιστεύομαι τον Φιδέλ και άλλα ανώτατα στελέχη που υπηρετούν την επαναστατική διαδικασία. Αλλά, επίσης, έχω πειστεί ότι η μαζική βελτίωση ενός λαού απαιτεί πολύ χρόνο. Οι σημερινοί Γάλλοι, αν δε φτύνουν και δε ρεύονται πια στα εστιατόρια, το οφείλουν σε μια διαπαιδαγώγηση που ξεκίνησε γύρω στα 1789.
Πρέπει να παραδεχτώ ότι, παρ’ όλον τον μισό αιώνα της Επανάστασης, υπάρχουν ακόμα στην Κούβα πολλές ελλείψεις, αφροντισιά, διεφθαρμένοι υπάλληλοι, έντονη παρουσία ηθών ηλιόλουστης χώρας, αμελή στελέχη, βολεμένοι κομμουνιστές, συνειδήσεις ωφελιμιστικές, όμως, οι αρετές του επαναστατικού ανθρωπισμού με επικεφαλής τον Φιδέλ δεν έχουν ανάλογο τους στον πλανήτη. Ετούτη είναι η μοναδική χώρα του κόσμου όπου αποφοιτούν γιατροί οι οποίοι πάνε να δουλέψουν μόνο για να προσφέρουν αλληλεγγύη μ’ έναν υποτυπώδη μισθό στις πλαγιές των Ιμαλαΐων, στις ζούγκλες της Κεντρικής Αμερικής και σε φυλές της Αφρικής. Δεν ισχυρίζομαι ότι όλοι οι κουβανοί γιατροί είναι σαν τον Φιδέλ και τον Τσε, όμως, πάρα πολλοί απ’ όσους πηγαίνουν στις διεθνιστικές αποστολές που οργανώνει η κυβέρνηση αποτελούν τον ανθό του ανθρώπινου είδους. Υπήρξαν και πολλοί που συμμετείχαν με ευτελείς στόχους, και βλέποντας τη συγκινητική ευγνωμοσύνη των λαών που βοηθούσαν, έγιναν ικανότατοι επαγγελματίες και καλύτεροι άνθρωποι. Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι, αν η Κούβα δεν είχε στείλει τριακόσιες πενήντα χιλιάδες εθελοντές στρατιώτες να υπερασπιστούν την Ανγκόλα, η κακοφορμισμένη πληγή του απαρτχάιντ δε θα είχε εκλείψει ακόμα από τη Νότια Αφρική – και δεν το λέω μόνον εγώ: το έχει δηλώσει δημοσίως ο Νέλσον Μαντέλα και πολλοί ηγέτες της Ανγκόλας, της Ναμίμπια και της Ζιμπάμπουε. Επίσης, όταν τελείωσαν την αποστολή τους νικώντας τον πανίσχυρο στρατό της Νότιας Αφρικής, οι Κουβανοί επέστρεψαν στην Κούβα χωρίς να πάρουν ούτε ένα διαμάντι, ούτε ένα λίτρο πετρέλαιο, κι ούτε ποτέ έστησαν καμιά επιχείρηση ή εμπόριο με την Αφρική. Το μόνο που έφεραν μαζί τους ήταν δύο χιλιάδες (και παραπάνω) νεκρούς στρατιώτες από τα πεδία των μαχών. Αντιθέτως, ήταν χιλιάδες οι αφρικανοί φοιτητές που πήραν υποτροφία και σπούδασαν εδώ. Κι ο Φιδέλ, αφότου ανακήρυξε την Κούβα σε χώρα λατινοαφρικανική, δήλωσε ότι όλη η Αμερική χρωστάει στην Αφρική που ξερίζωσε τα παιδιά της και τα κουβάλησε σκλάβους.
Ας συγκριθεί λοιπόν ο Φιδέλ –αυτός ο γίγαντας του αλτρουισμού που τον λατρεύει ο λαός του ακολουθώντας τον στις μάχες του Κόλπου των Χοίρων, στην Ανγκόλα, στην Αιθιοπία ή στους στίβους των Ηνωμένων Εθνών–, με τους λακέδες και τα γεράκια που κυβέρνησαν την Αμερική το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. αποκαλούν τύραννο τον Φιδέλ που φροντίζει για τη διατροφή, την παιδεία και την αξιοπρέπεια του λαού του, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει αφειδώς αλληλεγγύη σε πάμπολλους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Η Κουβανική Επανάσταση που ξανάδωσε την όραση σε χιλιάδες απόρους και συνέβαλε στην εξάλειψη του αναλφαβητισμού σε πολλές χώρες, δέχεται κριτική από την Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι ανίκανη να υψώσει τη φωνή της κατά της αδικίας και της κτηνωδίας των άθλιων νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων της Αμερικής. Οι μεγάλες εφημερίδες του κόσμου τρέχουν να υποστηρίξουν κάθε ψέμα ή ανοησία που διαδίδει και ο τελευταίος πληρωμένος διανοούμενος εναντίον της Επανάστασης, και κανείς δεν λέει τίποτα για την πείνα, την παιδική πορνεία, τη βία, το εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων κι άλλες μάστιγες της λατινοαμερικανικής καθημερινότητας. Δε λένε ότι παρ’ όλο το εμπάργκο και τις επιθέσεις των Η.Π.Α., η Κούβα είναι η μοναδική χώρα που τήρησε και τηρεί ακόμα, ύστερα από δεκαετίες, την υπόσχεση να φροντίζει τα παιδιά με καρκίνο από το Τσέρνομπιλ, το πυρηνικό εργοστάσιο της Ουκρανίας όπου συνέβη το ατύχημα το 1986. Υπάρχουν ακόμα εκατοντάδες νοσηλευόμενοι σ’ ένα νοσοκομείο της Αβάνας εξοπλισμένο ειδικά γι’ αυτούς από το Υπουργείο Δημόσιας Υγείας της Κούβας, όταν η ανεπτυγμένη Ευρώπη –κορυφαία του χορού της κυβέρνησης των πετρελαιοπειρατών και εγκληματιών του Μπους που υπέγραφε μανιφέστα κατά της Κούβας για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων– δεν έκανε τίποτα. Εκτός από δύο δάνεια και ασήμαντες αποστολές φαρμάκων, δεν κούνησε ούτε δαχτυλάκι για τα παιδιά του Τσέρνομπιλ, κι όταν εγώ εγκωμιάζω την Κούβα και λέω τις αλήθειες, όταν μιλώ για τον ανθρωπισμό της και τα κατορθώματά της, μου αρέσει να το κάνω με όλη μου τη δύναμη, με βροντερή φωνή, με λόγια σταράτα και με όλα τα εγκώμια που αξίζει η Επανάσταση. Προσέχουν πολύ να μη μιλάνε έτσι ορισμένοι διανοούμενοι που ανήκουν στην Αριστερά. Τους βολεύει αυτό. Ένας τέτοιος λόγος μπορεί να βλάψει το κύρος τους, την ευπρέπεια ή και τις προσωπικές τους επιτυχίες στην τέχνη, τις εκδόσεις και τα λοιπά.
Για μένα είναι τιμή να φωνάζω τις αλήθειες της Κούβας, και λίγο με νοιάζει η επαναστατική αναιμία των συναδέλφων μου, όπως και η μανία του διεθνούς Τύπου, που βρίσκεται στα χέρια τραπεζιτών και πολυεκατομμυριούχων και κάνει επικύψεις στο στρατιωτικό και βιομηχανικό σύμπλεγμα συμφερόντων που κυβερνάει τον κόσμο. Είναι καιρός εμείς, οι υπερασπιστές της Κούβας, να μιλήσουμε χωρίς υπεκφυγές, κι ο κόσμος ας συνεχίσει την πορεία του. Όσοι έρχονται εδώ με τις φωτογραφικές τους μηχανές να φωτογραφίσουν ξεφτισμένους τοίχους, αλάνες και ερείπια αναζητώντας τη βαθιά Κούβα, έχουν πάρει λάθος δρόμο. Η αληθινή Κούβα βρίσκεται στα πανεπιστήμια, στις σχολές Καλών Τεχνών, στα επιστημονικά ινστιτούτα, στους τριάντα πέντε χιλιάδες γιατρούς της που υπηρετούν στον Τρίτο Κόσμο, στις χιλιάδες δωρεάν οφθαλμολογικές επεμβάσεις στους φτωχούς της γης από τις πιο μακρινές γωνιές της, στη διδασκαλία της αγάπης για τον συνάνθρωπο χωρίς ωφελιμισμό, σ’ ένα μέλλον με ισότητα και αλτρουισμό. Αυτή την Κούβα δεν τη βλέπουν οι τουρίστες που περικυκλώνονται από πόρνες και νταβατζήδες, αλλά ούτε και αρκετοί ντόπιοι.
Ντανιέλ Τσαβαρία, Είδα να φτάνει ένας γέρος –Μνήμες (2009)
Εκδόσεις Opera, 2016. Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος, σσ. 741-751
*
Ντανιέλ Τσαβαρία
Daniel Edmundo Chavarría Bastélica. San Jose de May, Ουρουγουάη, 23 Νοέ. 1933). Μέχρι το 2008, 22 βιβλία στο ενεργητικό του, τα 14 μυθιστορήματα, με άλλα τρία υπό έκδοση, και έχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Κορυφαίο του έργο το Χαιρετίσματα στο θείο -1991 (1998) και ακολουθούν: Αν με ξαναδείτε γράφτε μου -1994 (1998), Το μάτι της θεάς -1993 (1999), Κάποτε στη Μαδρίτη -1999 (2000), Όλα εδώ πληρώνονται -1995 (2001), συνεργασία με τον Χούστο Βάσκο (Αβάνα 1943), Το κόκκινο στο φτερό του παπαγάλου -2001 (2002), Το έκτο νησί -1984 (2004), Πρίαπος -2005 (2005), Για τα μάτια σου -2004 (2009), Είδα να φτάνει ένας γέρος –Μνήμες -2009 (2016). Όλα σε εξαιρετική μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου.
Τιμημένος με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το Ντάσιελ Χάμετ για το Χαιρετίσματα στο θείο και το σημαντικότερο Edgar Alan Poe το 2002 – στην ιστορία του ο μοναδικός Λατινοαμερικανός–, για το Αν με ξαναδείτε γράφτε μου.
−Χαίρομαι –γράφει στις Μνήμες του– που έχω κερδίσει έναν διαγωνισμό όπου συμμετείχαν τόσες κορυφαίες φυσιογνωμίες του crime fiction, και προπαντός μ’ ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Αβάνα, και δεν υπάρχει ούτε μια λέξη κατά του Φιδέλ ή κατά της Κουβανικής Επανάστασης.
Ακολουθεί το βιογραφικό του Τσαβαρία, όπως παρατίθεται στο «αφτί» των βιβλίων του από την Opera.
Mπ. Z.
*
Είναι απολύτως βέβαιο, αν και παράδοξο, το γεγονός ότι ο Ντανιέλ Τσαβαρία δεν έγραψε ούτε μία γραμμή τα πρώτα πενήντα χρόνια της ζωής του.
Στα είκοσι μπάρκαρε σ’ ένα πλοίο για την Ισπανία. Διέσχισε την Ευρώπη και εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Αμβούργου, ναύτης σε ελληνικό πλοίο και περιπλανήθηκε στην Ιταλία.
Επιστρέφοντας στη Λατινική Αμερική ολοκλήρωσε τις σπουδές  φιλολογίας και εργάστηκε ως ηθοποιός στο Μοντεβιδέο.
Στα 1964, όπως πολλοί αριστεροί διανοούμενοι, έτσι και ο Τσαβαρία βρίσκεται στη Βραζιλία. Το στρατιωτικό πραξικόπημα ανατρέπει τον δημοκρατικό πρόεδρο Joao Goulart και ο Τσαβαρία καταφεύγει στον Ταπαζός, παραπόταμο του Αμαζονίου έχοντας μαζί του τα Ποιήματα του Οράτιου και τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου.
Μετά από οκτώ μήνες παραμονής στη ζούγκλα καταλήγει στις ακτές του Ειρηνικού. Εκεί εργάζεται στο Duty Free του τοπικού αεροδρομίου και κάνει λαθρεμπόριο ουίσκι και τσιγάρων. Παράλληλα συνδέεται με το E.L.N* και το κίνημα των ανταρτών του Φιντέλ Κάστρο.
Στις 27 Οκτωβρίου 1969, το στρατηγείο του E.L.N. του διαμηνύει ότι ένας αντάρτης αυτομόλησε δίνοντας στην αστυνομία μία λίστα με ονόματα όπου εμφανιζόταν και το δικό του. Αναγκάζεται να ξαναφύγει.
Την επομένη επιβιβάζεται σ’ ένα μικρό αεροπλάνο και οπλισμένος μ’ ένα περίστροφο αναγκάζει τον πιλότο ν’ αλλάξει πορεία προς την Κούβα. Όπως λέει ο ίδιος, «Τη χρονιά εκείνη έγιναν εξήντα πέντε αεροπειρατείες με προορισμό την Κούβα».
Έκτοτε ζει στην Αβάνα και διδάσκει αρχαία ελληνικά, λατινικά και κλασική φιλολογία.
Βιογραφικό από το «αφτί» των βιβλίων  (Opera).
________________________
−[*Ejército de Liberación Nacional –Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός της Κολομβίας: Ιδρύθηκε το 1964 από τα αδέρφια Φάμπιο και Μανουέλ Βάσκες Καστάνιο. Στις γραμμές του πολέμησε και σκοτώθηκε ο ιερέας Καμίλο Τόρες Ρεστρέτο (1929-1966). Από τις ΗΠΑ και ΕΕ συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων]. 
Μπ. Ζ.
και

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.