Δεκέμβρης 1944 (17)

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Αρθούρος Ρεμπώ: Σαν ένα ρίγος ‒ 5 Ποιήματα, μια Ωδή, ένα Καράβι

Αρθούρος Ρεμπώ
20 Οκτωβρίου 1854, Σαρλβίλ-Μεζιέρ, Γαλλία – 10 Νοεμβρίου 1891, Μασσαλία, Γαλλία
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 20.Χ.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

Πρώτη δημοσίευση, 20 Οκτ. 11:56 μμ
Ανανέωση, 21 Οκτ. 11:40 πμ



ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ

5 Ποιήματα

 *

ΤΑ ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ

Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης


Μαύρα μεσ’ στην ομίχλη και το χιόνι,
μπροστά στην τρύπα που η φωτιά φουντώνει,
με τα κολιά τους ένα γύρω και σκυφτά,

πέντε φτωχά, ‒τι λυπημός σε πιάνει!‒
κοιτάζουνε το φούρναρη να κάνει
τα ξανθωπά βαριά ψωμιά.

Γερά τα μπράτσα του μεταγυρίζουν
τη ζύμη τη σταχτιά και τη φουρνίζουν
μες στο φουρνόστομα το φωτεινό.

Να ψήνεται τ’ άσπρο ψωμάκι ακούνε,
κι ο φούρναρης με χείλη που γελούνε,
ένα τραγούδι τραγουδάει παλιό.

Κι όταν μεσάνυχτα στερνά σημαίνουν
κι έτοιμα τα ψωμιά απ’ το φούρνο βγαίνουν,
κίτρινα με την κόρα τη σκαστή,

όταν κάτω απ’ τα ολόμαυρα καδρόνια,
οι κρούστες που ευωδούν και τα τριζόνια
τρίζουν και σιγοτραγουδούν,

πώς μέσα τους ξανά η ζωή χαράζει,
πόσο η ψυχούλα τους αναγαλλιάζει,
κάτω απ’ τα κουρέλια που φορούν!

Νιώθουν πως ζούνε τόσο ευτυχισμένα!
τα φτωχαδάκια τα κρουσταλλωμένα
‒που μένουνε μπρός στη θυρίδα εκεί,

τις κόκκινες μυτίτσες τους κολλώντας
στα κάγκελα και κάτι τραγουδώντας,
όμως πολύ σιγά ‒ σαν προσευχή!...

Στο φως αυτό τα μάτια έτσι καρφώνουν,
και τόσο τα κορμάκια τους τεντώνουν
προς τον ξανανοιγμένον ουρανό,

που τα βρακάκια τους ξοπίσω σκίζουν,
και τα πουκαμισάκια τους τρεμίζουν,
στ’ αγέρι το χειμερινό…


Γαλλική Ανθολογία, Εικονογραφημένη
Εκδοση: Χρυσής Δάφνης, Αθήνα 1954, σελ. 183-184.


Ο Κοιμισμένος Στην Κοιλάδα (χειρόγραφο του Ρεμπώ)

Ο ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ

Μετάφραση: Μάρκος Τσιριμώκος


Είναι μια χλοερή γωνιά, που τραγουδεί ποτάμι
κι ασημοκούρελα κρεμάει παίζοντος στα χορτάρια,
κι όπου περήφανου βουνού, λαμπρός ο ήλιος πέφτει.
Μια κοιλαδούλα είναι μικρή που αφρίζει απ’ τις αχτίδες.

Στρατιώτης νέος, ξεσκούφωτος, το στόμα του ανοιγμένο,
και το λαιμό στο νιόβλαστο το κάρδαμο χωμένο,
κοιμάται μες στη χλωρασιά, στα σύγνεφ’ αποκάτου,
χλωμός, σε κλίνη πράσινη από φως περιλουσμένη.

Τα πόδια στα σπαθόχορτα, κοιμαται. Και γελώντας
όπως παιδί άρρωστο γελάει, κοιμάται βαθύν ύπνο.
Φύση νανούρισέ τονε ζεστά ‒γιατί κρυώνει.

Δεν τρέμουν τα ρουθούνια του από τ’ άρωμα. Κοιμάται
μέσα στον ήλιο, ακουμπιστό το χέρι του στο στήθος,
ήσυχος. ‒ Έχει στο πλευρό δυο κόκκινες τρυπούλες.


Μετάφραση: Μάρκος Τσιριμώκος
Ξένα Ποιήματα, Μεταφράσεις Από Ποιητάς του ΙΘ΄ Αιώνος, 1931, Εκδοτικός Οίκος Δημητράκου Α.Ε. ‒ Αθήναι, σελ. 33.


Αντώνης Κέπετζης, 71

ΕΡΓΑΤΕΣ

Μετάφραση: Εύα Μυλωνά


Ω αυτό το ζεστό πρωινό του Φεβρουαρίου! Ο άκαιρος Νότος έρχεται να ξυπνήσει τις αναμνήσεις μας, παράλογων φτωχών, τη νεανική μας αθλιότητα.
Η Henrika είχε μια φούστα μπαμπακερή με άσπρα και καφετιά καρρώ, που έπρεπε να φοριέται τον τελευταίο αιώνα, μια σκούφια με κορδέλες, και ένα μεταξωτό μαντήλι. Ήταν πολύ πιο θλιβερό από ένα πένθος. Κάναμε μια βόλτα στα προάστια. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος, και αυτός ο άνεμος του Νότου ζωντάνευε όλες τις άσχημες μυρωδιές των ρημαγμένων περιβολιών και των ξεραμένων λιβαδιών.
Αυτό, δεν έπρεπε να κουράζει τη γυναίκα μου όσο έμενα. Μέσα σε μια λακ­κούβα που είχε μείνει από την πλημμύρα του περασμένου μήνα σ’ ένα αρκετά ψηλό μονοπάτι, μου έδειξε πολύ μικρά ψάρια.
Η πόλη, με την καπνιά της και με τους θορύβους της δουλειάς, μας ακολουθούσε πολύ μακριά μέσα στους δρόμους. Ω ο άλλος κόσμος, η κατοικία η ευλογημένη από τον ουρανό και τις σκιές! Ο νότος μού θύμιζε τα θλιβερά γεγονότα της παιδικής μου ηλικίας, τις καλοκαιρινές μου απελπισίες, τη φο­βερή ποσότητα δύναμης και γνώσης που η τύχη απομάκρυνε πάντα από μένα. Όχι! δε θα περάσουμε το καλοκαίρι σ’ αυτή τη φιλάργυρη χώρα όπου δε θα ’μαστε ποτέ παρά αρραβωνιασμένα ορφανά. Θέλω αυτό το σκληραγωγημένο μπράτσο να μη σέρνει πια μια αγαπημένη εικόνα.


Μετάφραση: Εύα Μυλωνά
Ρεμπώ, 20 πεζά ποιήματα, εικόνες Αντώνης Κέπετζης, Εκδόσεις Ερμείας, Αθήνα 1980, σελ. 38.



ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης


ΙΙΙ

Είναι κάποιο πουλί στο δάσος που σαν τ’ ακούς να κελαηδά, στέκεις και κοκκινίζεις απ’ το σάστισμά σου.

Είν’ ένα εκκρεμές που δε σημαίνει πια τις ώρες.

Είναι, βαθιά στο χώμα, τρυπωμένη μια φωλιά γιομάτη κάτασπρα ζωάκια.

Είναι μια εκκλησιά που πάει τον κατήφορο και μια λίμνη που όλο ανηφορά.

Είν’ ένα καροτσάκι παρατημένο μες στα δέντρα ή που το βλέπεις καταστόλιστο μ’ ένα σωρό κορδέλες, να κατρακυλάει το μονοπάτι κάτου.

Είν’ ένας θίασος μικρά παιδιά μασκαρεμένα, που τα θωρείς ανάμεσ’ απ’ τ’ ανάρια δέντρα, να περπατάν στη δημοσιά.

Είναι, τέλος, κάποιος, που αν τύχει και πεινάς είτε διψάς, σε διώχνει.


Δεύτερη Γραφή, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1980, σελ. 19.


Arthur Rimbaud, Bateau Ivre, 1/47 ξυλογρφίες του Julie Jacques Nozal, από έκδοδση του 1949


ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ

Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας


Σε Ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.

Έγνοια καμμιά για πλήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μιά και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.

Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσυ το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.

Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.

Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,

όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!

Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μού είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδι
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.

Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.

Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.

Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.

Βρώμικα είδα βαλτόνερα, τεράστια καλαμόκλουβα,
μέσα τους ένα ολάκερο Λεβιάθαν να σαπίζουν,
σφοδρά νεροποντίσματα μέσα σε αγέλες βόνασων,
σ’ αβύσσους καταρραχτικά τα μάκρη να γκρεμίζουν.

Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.

Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.

Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.

Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν...

Λοιπόν, ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,

λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,

πού ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ τους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,

εγώ, πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ τη γηραιάν Ευρώπη.

Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη;

Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!

Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.

Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα

και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα! 


Από το βιβλίο: «Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση», Πρόσπερος, Αθήνα 1986, σελ. 55-58.
Πρώτη δημοσίευση: Στο αθηναϊκό περιοδικό «Νέα Εστία», έτος ΚΒ, 1 Ιουλίου 1948, τχ. 504, σελ. 825-827.


Arthur Rimbaud, Bateau Ivre, 2/47 ξυλογρφίες του Julie Jacques Nozal, από έκδοδση του 1949

ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ

Μετάφραση: Καίσαρ Εμμανουήλ


Καθώς κατέβαινα απαλά απ’ τα γαληνά ποτάμια,
Είδα πως αρρυμούλκητο, δίχως πλοηγούς κυλούσα:
Κραυγαστικοί Ερυθρόδερμοι τους είχαν στόχο βάλει,
Αφού τους κάρφωσαν γυμνούς σε παρδαλούς πασσάλους.

Το πλήρωμά μου ολόκληρο παντέρημο είχα αφήσει,
Στάρια της Φλάντρας φέρνοντας κι εγγλέζικα μπαμπάκια.
Όταν με τους πιλότους μου τελείωσε εκείνη η αντάρα,
Οι ποταμοί μ’ αφήσαν πια να κατεβώ όπου θέλω.

Μες στον τρελό τον παφλασμό των παλιρροιών, τον άλλο
Χειμώνα, πιο απειθάρχητο κι απ’ τα παιδιά, είχα τρέξει!
Κι όσα χερσόνησα άφησα στο δρόμο μου ποτέ τους
Δεν είχαν νιώσει σαματά πιο θριαμβικό από κείνο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τους πελαγίσιους μου όρθρους.
Από φελό αλαφρότερον ορχήθηκα στο κύμα,
Αιώνιο, όπως λεν, παγιδευτή θυμάτων, δέκα νύχτες,
Χωρίς των φάρων τα χαζά να νοσταλγήσω μάτια.

Πιο αβρό παρ’ όσο στα παιδιά του άγουρου μήλου η σάρκα,
Το κύμα, πράσινο, έλουσε το ελάτινο σκαρί μου
Κι έπλυνε κάθε μου κηλίδα από κρασιά γαλάζια
Κι από εμετούς, σκορπίζοντας άγκυρες και τιμόνι.

Και μες στο ποίημα το πλατύ, από τότε, είμαι λουσμένο
Του πόντου, αφέψημα γλυκό από τους χυμούς των άστρων,
Πίνοντας πράσινο γλαυκό, όπου, ωχρό κι έκθαμβο σκάφος,
Ένας πνιγμένος, κάποτε, κυλάει συλλογισμένος,

Όπου, την όψη αλλάζοντας των γαλανών χρωμάτων,
Τρέλα, ρυθμοί απαλοί κι αργοί κάτω απ’ το φως της μέρας,
Πιο δυνατά και από το αλκοόλ και πιο πλατιά απ’ τις λύρες
Του έρωτα υπόκωφα οι πικρές πυκνάδες αναβράζουν.

Ξέρω ουρανούς που σ’ αστραπές σκίζονται, και σιφούνια,
Ρέματα κι αντιμάμαλα· ξέρω το βράδυ ακόμη,
Την οιστρωμένη χαραυγή, λαό από περιστέρια,
Και κάποτε είδα ό,τι ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε.

Είδα τη δύση εγώ στιχτή από μυστική μια φρίκη,
Κρυσταλλοπέδια απέραντα, μενεξελιά ν’ αυγάζει,
Τα κύματα, όμοια με ηθοποιούς δραμάτων παναρχαίων,
Τα νουφαρένια ρίγη τους μακριά ν’ αργοκυλούνε.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νύχτα με τα ένθεα χιόνια,
Φιλιά που ωψώνονται νωθρά στων θαλασσών τα μάτια,
Το ρόισμα των ανάκουστων χυμών φυτών και δέντρων
Και τ’ ωχρογάλαζο όρθρισμα μελωδικών φψσφόρων.

Μήνες εγώ ακολούθησα το καραντί, παρόμοιο
Μ’ ένα βουστάσιο υστερικό, να σπάει μπροστά στις ξέρες,
Ξεχνώντας πως τα διάφωτα των Μαριών τα πόδια
Μπορούν των δύσπνοων Ωκεανών τα ρύγχη να δαμάσουν.

Έπεσα απάνω, ξέρετε, σ’ απίστευτες Φλωρίδες,
Που άνθη και μάτια πάνθηρων σμίγουν, δέρματα ανθρώπων
Κι ουράνια τόξα, τανυστά σα χαλινάρια, επάνω
Από τους πόντους, σε γλαυκά, φανταστικά κοπάδια.

Είδα, τεράστια κιούρτα, εγώ, τους βάλτους ν’ αναβράζουν,
Όπου, στα σκοίνα ανάμεσα, σαπίζει ένας Λεβιάθαν,
Κατρακυλίσματα νερών σ’ ώρες απνοίας κι ακόμη
Τα ουράνια μες στα βάραθρα, στο βάθος να κυλούνε!

Πάγους, πυρόχροους ουρανούς, νερά μαργάρινα, ήλιους
Λευκούς, ναυάγια φρικαλέα μες σε βαθύχροους κόλπους,
Όπου γιγάντινα ερπετά, λεία των κοριών, κυλούνε
Βαριά με μαύρα αρώματα από τα στρεβλά τα δέντρα.

Θέλω να δείξω στους μικρούς ετούτες τις χρυσόφες,
Τα ψάρια ετούτα τα χρυσά που τραγουδούν στο κύμα.
Άνθινοι αφροί ευλογήσανε τα κλυδωνίσματά μου
Κι ανείπωτοι άνεμοι φτερά πολλές φορές μου εδώσαν.

Κάποτε ο πόντος, μάρτυρας κατάκοπος των πόλων,
Που οι στεναγμοί του απάλυναν το σάλο μου, σε μένα
Τα ωχρά του τ’ άνθη ανέβαζε με τις χλωμές του θέρμες,
Και σα γυναίκα απόμενα γονατιστή σε μια άκρη,

Χερσόνησος που επάνω της την κόπρο ταλαντεύει
Και τους καυγάδες κρωκτικών, χρυσόφθαλμων ορνέων.
Κι αρμένιζα ώσπου, ανάμεσα από τους λεπτούς αρμούς μου,
Κάποιοι πνιγμένοι ανάστροφα να κοιμηθούν οδεύαν.

Έτσι εγώ, κάτω απ’ τα μαλλιά των όρμων, πλοίο χαμένο,
Που έχει ο τυφώνας σε ουρανούς χωρίς πουλιά εξορίσει,
Εγώ που οι νέοι Μονίτορες και τ’ άρμενα της Χάνσας
Το μεθυσμένο απ’ το νερό δε θά ’βρουν σκελετό μου,

Ελεύθερο, καπνίζοντας, ζωστό από μπλάβες πάχνες,
Εγώ που ελόγχιζα το χάος, πορφυρωμένο τοίχο,
Όπου, θεσπέσιο γλύκισμα των αγαθών ποιητών σας,
Λειχήνες του ήλιου απλώνονται και μύξες του γαλάζιου,

Εγώ που αρμένιζα, στιχτό από ηλεκτρικά φεγγάρια,
Τρελή σανίδα που η τεφρή συνόδευε ιπποκάμπη,
Όταν οι Ιούλιοι εγκρέμιζαν με ρόπαλα τους θόλους
Των υπερπόντιων ουρανών με τα πυρά χωνιά τους,

Εγώ που έτρεμα νιώθοντας μακριά να μουκανίζει
Των Βεχεμότων ο οργασμός και των πυκνών Μελστρόμων,
Κλώστης αέναος των γλαυκών ακινησιών του απείρου,
Ω! την Ευρώπη νοσταλγώ με τα παμπάλαια τείχη!

Είδα αρχιπέλαγα αστρικά κι είδα νησιά εγώ πλήθος,
Που οι ουρανοί τους οι έξαλλοι είναι ανοιχτοί στο ναύτη.
Σε τέτοιες νύχτες άσωστες κοιμάστε, εξορισμένα,
Άπειρα εσείς χρυσά πουλιά, ω μελλοντική Ευρωστία;

Μα έκλαψα, αλήθεια, εγώ πολύ. Οι αυγές φαρμάκι στάζουν.
Κάθε φεγγάρι είναι στυγνό κι είναι πικρός κάθε ήλιος.
Ο έρωτας μ’ έχει, ο αψύς, βαθιά, μεθυστικά ναρκώσει.
Ω! ας έσπαζε ηκαρίνα μου! Ω! στο βυθό ας κυλούσα!

Αν της Ευρώπης τα νερά ζηλεύω, είναι ένα τέλμα
Μαύρο και κρύο, όπου ένα παιδί γονατιστό, γεμάτο
Θλίψη, ένα βράδυ ευωδιαστό κάποιο καράβι αφήνει
Σα χρυσαλλίδα, τρυφερό, του Μάη ν’ αργοκυλήσει.

Δε μπορώ πιά, λουσμένο απ’ τη ραθυμία σου, ω κύμα,
Να παραβγώ τα φορτηγά που κουβαλούν μπαμπάκι,
Κι ούτε σημάτων και σημαιών την οίηση να διασχίσω
Και κάτω απ’ τ’ άγρια να διαβώ των γεφυρών τα μάτια!


Από το βιβλίο: Καίσαρ Εμμανουήλ, «Μεταφράσεις», Πρόσπερος, Αθήνα 1981, σελ. 73-75.


Πορτραίτο του Ρεμπώ από τον Αλμπέρτο Τζιακομέτι, 1962

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΑΡΘΟΥΡΟ ΡΕΜΠΩ

Τώρα,
αυτόν τον Οχτώβρη
θα’ κλεινες
τα εκατό χρόνια,
σπαραχτικέ μου φίλε.
Μπορώ
να σου μιλήσω;
Είμαι μόνος,
στο παράθυρό μου
ο Ειρηνικός σπάει
την αιώνια σκοτεινή βροντή του.

Είναι νύχτα.

Τα ξύλα που καίνε ρίχνουν
πάνω στο οβάλ
του παλιού πορτραίτου σου
μια φευγαλέα αχτίδα.
Ήσουν ένα παιδί,
με ξανθούς βοστρύχους,
μισοκλεισμένα μάτια,
στόμα πικρό.
Με συγχωρείς
που σου μιλώ
όπως είμαι, καθώς πιστεύω
πώς θα ’σουν τώρα,
που σου μιλώ για θαλασσινό νερό
και ξύλα που καίνε,
για πράγματα απλά κι απλές υπάρξεις.

Σε βασανίσανε και κάψαν την ψυχή σου,
σε κλείσανε στα τείχη της Ευρώπης
και χτύπαγες
δαιμονισμένος
τις πόρτες.
Κι όταν
μπόρεσες
να λευτερωθείς
έφυγες πληγωμένος,
σιωπηλός και πληγωμένος,
νεκρός.

Πολύ καλά· άλλοι ποιητές
άφησαν ένα κοράκι, ένα κύκνο,
μιάν ιτιά
ένα πέταλο στη λύρα,
εσύ άφησες ένα
σπαραχτικό
φάντασμα
που καταριέται
και φτύνει
και πηγαίνεις
ακόμη
δίχως προορισμό,
χωρίς κατοικία,
χωρίς αριθμό,
στους δρόμους της Ευρώπης,
γυρίζοντας στη Μασσαλία
με αφρικάνικη άμμο
στα παπούτσια σου,
βίαιος
σαν ένα ρίγος,
διψασμένος,
ματωμένος,
με τσέπες αδειανές,
χαμένος,
προκλητικός,
δυστυχισμένος.

Δεν είναλήθεια
πως σ’ έκλεψε η φωτιά,
πως έτρεχες
με την ουράνια ορμή
και τους υπεριώδεις λίθους
της κόλασης,
δεν είν’ έτσι,
δεν το πιστεύω,
σου αρνιόνταν
την ειλικρίνεια, το σπίτι,
τα ξύλα,
σ’ απόδιωχναν,
σου κλείνανε τις πόρτες,
και τότες έκλεβες
οργισμένε αρχάγγελε
στους τοίχους
της απόστασης,
και δεκάρα - δεκάρα,
ιδρώνοντας και ματώνοντας
το κορμί σου
ήθελες
να μαζέψεις
το αναγκαίο χρυσάφι
για την απλότητα, για το κλειδί,
για την ήσυχη σύζυγο, για το παιδί,
για τη δική σου καρέκλα,
για τη μπύρα και το ψωμί.

Στον καιρό σου
πάνω από τις αράχνες
πλατύ
σαν ομπρέλα
έκλεινε το λυκόφως
και το γκάζι τρεμόπαιζε νυσταγμένο.
Πέρασες από την Κομμούνα
ξανθό παιδί,
κι η ποίησή σου έδωσε
αναλαμπές
που ακόμη ανεβαίνουν τιμωρώντας
τους τοίχους
των τουφεκισμών.
Με μάτια
στιλέτο
τρύπησες
τη σκουληκιασμένη
σκιά,
τον πόλεμο,
τον πλανώμενο σταυρό της Ευρώπης.
Γι’ αυτό σήμερα, μ’ εκατό χρόνων
απόσταση,
σε προσκαλώ
στην απλή
αλήθεια που δεν άγγιξε
το ανεμοδαρμένο σου μέτωπο,
σε προσκαλώ στήν Αμερική,
στα ποτάμια μας,
στους ατμούς του φεγγαριού
πάνω απ’ τις κορδιλιέρες,
στή χειραφέτηση
των εργατών,
στη μεγάλη πατρίδα
των λαών,
στον εξηλεκτρισμένο
Βόλγα,
στα τσαμπιά και στα στάχυα·
σ’ όσα ο άνθρωπος
κατάχτησε δίχως μυστήριο,
με τη δύναμη
και το αίμα,
με το ’να και τ’ άλλο χέρι,
μ’ εκατομμύρια
χέρια.
                                                                        
Εσένα σε τρελάνανε
Ρεμπώ, σε καταδίκασαν
και σ’ έριξαν
στην κόλαση.
Εγκατέλειψες την αιτία του σπόρου, εφευρέτης
της φωτιάς, έθαψες
τη φλόγα
και στην έρημη μοναξιά
συμπλήρωσες
την καταδίκη σου.
Σήμερα είναι πιο εύκολο, είμαστε
χώρες, είμαστε
λαοί,
εκείνοι που εγγυόμαστε
την ανάπτυξη της ποίησης,
την κατανομή του ψωμιού, την κληρονομιά
του λησμονημένου. Τώρα
δεν θα ’σουνα
μόνος.


Από το βιβλίο: PABLO NERUDA, Εκλογή από το έργο του, Πρόλογος, Μετάφραση από το ισπανικό ΡΗΓΑ ΚΑΠΠΑΤΟΥ, Εκδόσεις Καραβία, Αθήνα 1966, σελ. 97.



Το Μεθυσμένο Καράβι


Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Μανώλης Μητσιάς

Αρθούρε Ρεμπώ
απόψε θα μπω
στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι
μακριά ν’ ανοιχτώ
σε κύκλο φριχτό
που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει

Αγγέλου γιασεμιά
σκόρπισες μέσα στην βρωμιά
κληρονομιά
για μας
κι εσύ παντοτινά
σε σταυροδρόμια σκοτεινά
το σατανά πολεμάς

Αρθούρε Ρεμπώ
το βράδυ θαμπό
και η πόρτα του παράδεισου κλεισμένη
κατάρα κι οργή
μοιράζουν την γη
και χέρι χέρι παν οι κολασμένοι

Αρθούρε Ρεμπώ
θα μπω στο μεθυσμένο σου καράβι
Αρθούρε Ρεμπώ

να δω ποια σπίθα σώθηκε κι ανάβει


Πορτραίτο του Ρεμπώ από τον Πάμπλο Πικάσο, 1962

ARTHUR REMBAUD

20 Οκτωβρίου 1854, Σαρλβίλ-Μεζιέρ, Γαλλία
10 Νοεμβρίου 1891, Μασσαλία, Γαλλία

Ο Αρθούρος Ρεμπω γεννήθηκε το 1854 στό Σαρλεβίλ και πέθανε στο Νοσοκομείο της Μασσαλίας το 1891. Μόλις τέλειωσε το λύκειο της πατρίδας του άρχισε να γράφει στίχους. Η ζωή του κατόπιν ήταν γεμάτη περιπέτειες. Δυο-τρεις φορές, έφυγε από το σπίτι του πατέρα του και γύριζε σαν αλήτης, άστεγος και πεινασμένος για να πάγει στο Παρίσι.
Στο αναμεταξύ, είχε στείλει μερικούς στίχους του στον ποιητή Βερλαίν που τον ενθουσίασαν και τον εκάλεσε κοντά τον. Έγιναν στενοί φίλοι. Πήγανε στο Λονδίνο και ζούσανε μαζί. Αργότερα όμως η φιλία τους είχε ένα τέλος δραματικό. Ο Ρεμπώ θέλησε να εγκαταλείψει στις Βρυξέλλες το φίλο του κι ο Βερλαίν του τράβηξε δυο πιστολιές που έγιναν αφορμή vα καταδικασθεί σε δυο χρόνια φυλακή. Ο Ρεμπώ παράτησε τότε την ποίηση, περιπλανήθηκε σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και ταξίδεψε για να γίνει χρυσοθήρας στην Αφρική. Το σύντομο ποιητικό έργο του Ρεμπώ είχε αρκετή επίδραση πάνω στη Γαλλική λογοτεχνία. Τα ποιήματά του τα χαρακτηρίζει αίσθημα πηγαίο και βλέπει κανείς σ’ αυτά ένα καινούριο κόσμο που αναβλύζει ολότελα αγνός από το υποσυνείδητο.

(Από την Ανθολογία του Σημηριώτη)

--Τα Μεθυσμένα Καράβια του Αλέξανδου Μπάρα και του Καίσαρα Εμμανουήλ αντλήθηκαν από το ανεξάντλητο ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ


Ζαν Κοκτώ, Κεφάλι Φαύνου και Πορτραίτο του Ρεμπώ (λιθογραφία, 1966)


Ο Αρθούρος Ρεμπώ από τον Ζαν Κοκτώ (Μολύβι, 25x19.5cm)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.