Δεκέμβρης 1944 (17)

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Αδελφέ μου Ζολιό, θα λειώσουμε μια μέρα τις οβίδες


 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
 
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΖΟΛΙΟ ΚΙΟΥΡΙ



ΑΗ – ΣΤΡΑΤΗΣ,  Νοέμβρης 1950

ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ μου Ζολιό, σου γράφω από τον Άη ‒ Στράτη.
Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες
άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι
με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας
μ’ ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ’ ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας
άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο
άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας
εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ
τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΑΔΕΛΦΕ μου Ζολιό, κάμποσα χρόνια τώρα τριγυρνάμε
από ξερονήσι σε ξερονήσι
κουβαλώντας στη ράχη μας τις σκηνές μας
μην προφταίνοντας να στήσουμε τις σκηνές μας
μην προφταίνοντας να στήσουμε δυο λιθάρια να βάλουμε πάνου το τσουκάλι μας
μην προφταίνοντας να ξυριστούμε και να καπνίσουμε μισό τσιγάρο.
Από προσκλητήριο σε προσκλητήριο
από αγγαρεία σε αγγαρεία
κουβαλώντας στις τσέπες μας κάτι παλιές φωτογραφίες της άνοιξης
‒ όσο πάει ξεθωριάζουν ‒ δε γνωρίζονται ‒
θα ‘ταν αυτός ο κήπος μας ‒ πώς ήταν;
‒ πώς είναι ένα στόμα που λέει «σ’ αγαπώ» ;
πώς είναι δυο χέρια που ανεβάζουν στον ώμο την κουβέρτα σου
όταν εσύ κοιμάσαι μόνο με το φρεσκοπλυμένο πουκάμισο του χαμόγελου; ‒ δε θυμόμαστε.
Θυμόμαστε μονάχα
μια φεγγερή φωνή μέσα στη νύχτα
μια σιγανή φωνή να λέει: λευτεριά και ειρήνη.



ΕΤΣΙ από ξερονήσι σε ξερονήσι
κουβαλώντας από λύπη σε λύπη το μπόγο μας
κουβαλώντας την καρδιά μας μέσα στο μπόγο μας
κουβαλώντας την πίστη μας μέσα στην καρδιά μας
πολλές φορές δίχως ψωμί
πολλές φορές δίχως νερό
μ’ αλυσίδες στα χέρια
μην προφταίνοντας να πιάσουμε φιλία μ’ ένα δέντρο ή μ’ ένα παράθυρο
πάντα μ’ αλυσίδες στα χέρια
γιατί είμαστε κάτι άνθρωποι έτσι απλοί
κάτι κεφάλια αγύριστα
που ποτέ δεν ξεμάθαμε ν’ αγαπάμε
όπως και συ, τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΠΕΡΑΣΑΜΕ πολύν καιρό στο Μακρονήσι
κοιμηθήκαμε μάγουλο με μάγουλο με το θάνατο,
πολλοί αφήσανε κει πέρα τα κόκκαλά τους
πολλοί αφήσανε τα πόδια τους και τα χέρια τους
πολλοί τώρα περπατάνε με δεκανίκια
πολλοί δεν περπατάνε καθόλου
πολλοί φωνάζουν τις νύχτες στον ύπνο τους
πολλοί δεν έχουν καθόλου μιλιά
πολλοί δεν μπορούνε πια να δουν
πως σεργιανάει ένα σύγνεφο την τριανταφυλλιά θλίψη του στην ευγένεια των βραδινών νερών
πολλοί δεν μπορούνε πια να καταλάβουν τη φωνή της μάνας τους‒
κι όλο το φταίξιμό μας ήταν που αγαπάμε
όπως και συ, τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΕΚΕΙ, Ζολιό, ήταν πέτρες, πολλές πέτρες
μονάχα πέτρες με σφιγμένα δόντια
μονάχα φωνές πιο σκληρές απ’ τις πέτρες
και πληγές σιωπηλές σαν τις πέτρες
και μπότες που χτυπούσαν τις πέτρες.
Τούτες τις πέτρες κουβαλούσαμε στη ράχη μας,
τούτες τις πέτρες σκάβαμε με τα νύχια μας.
Δεν ξέρω αν ήταν ουρανός ‒ δεν ήταν.
Μονάχα πέτρες, πολλές πέτρες,
κι όμως, Ζολιό, πάνου σ’ αυτές τις πέτρες
ακούγαμε κρυφά τα βράδια,
με τ’ αυτί κολλημένο στην πληγή μας,
ακούγαμε να σεργιανάει η λευτεριά κ’ η ειρήνη.


ΒΕΒΑΙΑ, Ζολιό, κάπου θα υπήρχε ο αποσπερίτης
ξεφυλλίζοντας τη μαργαρίτα του πόνου απ’ τη λύπη του κόσμου,
και βέβαια θα υπήρχε ‒ δε βλέπαμε.
Απ’ όλες τις μεριές ήμασταν κλειδωμένοι
από παντού μας με τα τυφλά τους μάτια τα ντουφέκια
από παντού τα κλεφτοφάναρα άνοιγαν τρύπες στο σκοτάδι
παντού μέσα σ’ αυτές τις τρύπες καθόταν σταυροπόδι ο θάνατος ‒ μας κοίταζε ‒
απάνου σ’ όλες τις σκοπιές οι φρουροί φώναζαν:
Αλτ, τις ει; Αλτ, τις ει; Αλτ, τις ει;
Δεν ήταν τίποτα
μονάχα ο φόβος τους
δε βλέπαν τίποτα
μονάχα τον ίσκιο τους ‒
όμως εμείς το ξέραμε, Ζολιό,
κάτου απ’ τις μαύρες καμάρες που άνοιγαν οι φωνές τους
έρχονταν να μας ανταμώσουν συνωμοτικά
η λευτεριά κ’ η ειρήνη.


ΖΟΛΙΟ, ήταν πικρό το ψωμί που γευτήκαμε
ήταν πικρό να ξημερώνει
και να μη νοιάζεσαι να πλυθείς και να κοιτάξεις τον ήλιο
ήταν πικρό να βραδιάζει και να μη σε γνωρίζει ένα αστέρι
ήταν πικρό να νυχτώνει δίχως να ‘χεις ένα στίχο να σταυρώσεις το προσκέφαλό σου
ήταν πικρό να θέλουν να πεθάνεις πριν προφτάσεις να πεις το τραγούδι σου
ήταν πικρό να ‘ναι τόσο όμορφη η ζωή και συ να πρέπει να πεθάνεις
γιατί αγαπάς τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ μας στάθηκαν πολύ βαριές
σαν όταν δε σ’ αφήνουνε να πεις την αλήθεια
και το φεγγάρι κρεμόταν στον ουρανό
όπως κρέμεται η τραγιάσκα του σκοτωμένου στο καρφί της πόρτας
κι όταν βγάζαμε τα παπούτσια μας
και μέσα στις τσέπες μας καθόταν ο φόβος
και μέσα στα νύχια μας καθόταν ο φόβος ‒
δε λέω, Ζολιό, πολύ φοβόμαστε για μας
μα πιότερο φοβόμαστε, Ζολιό,
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΠΟΛΛΑ τραβήξαμε, Ζολιό, πολλά,
πολλά τραβάμε,
να κοιμόμαστε με τις αρβύλες μας
να μην έχουμε νερό στην κάψα του μεσημεριού
να μην έχουμε γράμματα στην παγωνιά της νύχτας
να μην μπορούμε να ακούσουμε τη σιωπή
ανάμεσα σε δυο λόγια
ανάμεσα σε δυο χέρια που σφίγγονται
τη σιωπή λίγο πριν απ’ τον ύπνο
τη σιωπή λίγο πιο ύστερα απ’ τον έρωτα
τη σιωπή όταν κλείνει ένα παντζούρι στη βροχή
τη σιωπή όταν ανοίγει ένα λουλούδι
όταν ανάβουμε τη λάμπα και δε λείπει κανένας
όταν σβήνουμε τη λάμπα και λέμε «καληνύχτα»
τη σιωπή ύστερ’ απ’ τα χειροκροτήματα
εκείνη τη βαθιά, στοχαστική σιωπή
που σχεδιάζει με το δάχτυλο στο χώμα την ευτυχία του κόσμου
ύστερ’ απ’ την παρέλαση της λευτεριάς και της ειρήνης.


ΖΟΛΙΟ, μας κυνηγάνε στην πατρίδα μας
γιατί αγαπάμε πολύ την πατρίδα μας
γιατί αγαπάμε τούτες τις γριούλες μας ελιές
με τα σταχτιά τσεμπέρια τους και το ρυτιδωμένο τους χαμόγελο
γιατί αγαπάμε τα βασανισμένα αμπέλια μας με το θυμό τους και τη λύπη τους
ετούτα τα σπασμένα μάρμαρα που φέγγουνε το βράδι τα φτωχά
κατώφλια μας και τα νυχτέρια μας
ετούτες τις πορτοκαλιές που ανάβουνε τα κίτρινα φανάρια τους
πάνου από τα σκυμμένα μέτωπα
ετούτα τα πλατάνια που κρατάν στους ώμους τους τον ήλιο και
τα χρόνια και τα καριοφίλια
ετούτα ‘δω τα χωματένια χέρια που κρατάνε την τιμή του κόσμου.
Μας κυνηγάνε, Ζολιό, γιατί δε θέλουμε
να βλαστημάν το χώμα μας οι ξένες μπότες
γιατί δε θέλουμε, Ζολιό, να ’ναι η πατρίδα μας
έξω απ’ τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΤΩΡΑ όσο πάει λιγοστεύουν οι καρέκλες γύρω στο τραπέζι του σπιτιού μας
κ’ είναι λυπημένες οι καρέκλες πάνου απ’ τον ίσκιο τους,
όταν βραδιάζει είναι μονάχες οι καρέκλες
κ’ η φοινικιά είναι μονάχη στην αυλή του σπιτιού μας
βρέχει τη μοναξιά της πάνου στο χώμα
κ’ η μάνα μας είναι πιο μονάχη
όταν πλέκει τα τσουράπια κείνου του λείπει
και δεν ξέρει κείνος που λείπει είναι σκοτωμένος
και καμιά γειτόνισσα δεν έρχεται να νυχτερέψει μαζί της
γιατί φοβούνται οι άνθρωποι τις μανάδες των ηρώων
(είδες, Ζολιό, πώς καταντήσαν τους ανθρώπους;)
μονάχα απ’ το περβάζι του παράθυρου
σκύβουν να την καλησπερίσουν
οι δυο κουμπάρες της: η λευτεριά κ’ η ειρήνη.


ΖΟΛΙΟ, εδώ πέρα κάνουν τη ζωή πολύ δύσκολη
και το θάνατο πολύ εύκολο.
Κι όμως ποτέ δεν πεθαίνει εύκολα κανένας.
Ξέρεις εσύ πόσο στοιχίζει στον κόσμο ακόμα ένα άδειο κρεβάτι
δυο άδεια σκονισμένα παπούτσια κάτου απ’ το κρεβάτι
ο ήλιος που μπαίνει τ’ απόγευμα στο σπίτι από το δυτικό παράθυρο
φωτίζοντας το σακάκι του νεκρού που κρέμεται ακόμα στον τοίχο,
εσύ ξέρεις πόσο στοιχίζει στον κόσμο να σκοτώνονται
κείνοι που αγάπησαν τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΕΙΝΑΙ σκληρή εδώ η ζωή ‒
πάντα έτσι γίνεται όπου οι νεκροί πληθαίνουν.
Ανάμεσα απ’ τη σκαλωσιά μιας κρεμάλας
κοιτάμε τον ουρανό.
Αυτά είναι τα παράθυρά μας.
Κι ωστόσο είναι να κλαις από χαρά , Ζολιό ‒
για δες πως φέγγει ο ήλιος ‒
ανάμεσα από τούτα τα παράθυρα μια λυγαριά περνάει το χέρι της ‒
μας χαιρετάει,
μας χαιρετάει όλη η ζωή ‒ κ’ είναι να κλαις από χαρά χαϊδεύοντας
ετούτο το αργασμένο, το ιδρωμένο χέρι που σου απλώνει ο κόσμος.
Ζολιό, πώς φέγγει ο ήλιος! Θαρρώ πως τούτο γίνεται
γιατί αγαπάμε κάθε μέρα πιο πολύ
όπως και ‘σύ, τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΕΔΩ οι καρδιές είναι σαν τα καμένα σπίτια,
‒ούτε στέγη, ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα,
παντού καψαλιασμένες τρύπες, καπνισμένα δοκάρια,
από παντού μπαίνει ουρανός.
Κ’ είναι παράξενο, Ζολιό, ‒ δεν είναι; ‒
να βλέπεις ανάμεσα σ’ αυτές τις τρύπες
να περνάνε τα σύγνεφα και τα χρόνια
να περνάνε τα πουλιά και τα δειλινά
ν’ ανάβουν και να σβήνουν τ’ αστέρια
ανάμεσα από τούτα τα μαύρα δοκάρια.
Είναι παράξενο να υπάρχουνε τόσα καμένα σπίτια
και να κοιτάς τον ουρανό μες από τα καμένα σπίτια
και πιο παράξενο να ‘ναι τόσο γαλάζιος ο ουρανός.
Κι όμως παράξενο καθόλου, μες απ’ τα γυμνά πλευρά
να φέγγει την καρδιά μας τόση λευτεριά και ειρήνη.


ΚΑΘΕ μέρα πληθαίνουν οι τάφοι,
τάφοι, τάφοι, τάφοι,
γέμισε η γη μας τάφους, αδελφέ μου,
δεν έμεινε μια σπιθαμή στη γη μας
να φυτέψουμε τριαντάφυλλα
να παίξουν τόπι τα παιδιά
να φιληθούν δυο αγαπημένοι.
Μα πάντα μένει πολύς τόπος
πάνου απ’ τους τάφους μας, Ζολιό
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΠΟΛΥΝ καιρό δεν κουβεντιάσαμε παρά μόνο με το θάνατο,
ψειρίσαμε στα γόνατά μας το θάνατο
όπως ψειρίσαμε τη φανέλα μας
κι ακόμα μες στις τσέπες μας μένουν τα ψίχουλα
απ’ το ψωμί που μοιραστήκαμε με το θάνατο
γι’ αυτό και τα λόγια μας είναι άβολα
γι’ αυτό κ’ είναι πικρό το στόμα μας
που δεν μπορέσαμε ακόμα να φιλήσουμε στο κούτελο
τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΛΙΓΟ - λίγο γδυθήκαμε απ’ όλα τα στολίδια
μείναμε μόνο με τη γύμνια μας ‒ γυμνοί, θεόγυμνοι,
κουβαλώντας τις πέτρες στον ανήφορο
κάτου απ’ τις βρισιές και τα μαστίγια
σκάβοντας με τα νύχια μας τη νύχτα
για ν’ ανοίξουμε μια τρύπα στο φως
μαύροι απ’ το κάρβουνο της νύχτας
μαύροι σαν τους αδελφούς μας τους Μαύρους
σαν τους αδελφούς μας ανθρακωρύχους
με μια λάμπα μονάχα κρεμασμένη στη ζώνη μας
μ’ ένα κόκκινο αστέρι μονάχα στην καρδιά μας
φωτίζοντας το δρόμο μη σκοντάψει η λευτεριά κ’ η ειρήνη.


ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ μου Ζολιό, έχω καιρό ν’ ακούσω ένα αστέρι
να σκάβει μια γούβα στην καρδιά μου
για να φυτέψει ένα λουλούδι.
Σκληρή η ζωή μάς στάθηκε, Ζολιό,
να ‘μαστε ολημερίς μέσα στον ήλιο
και να μην έχουμε μια θύμηση από ήλιο,
να ‘μαστε πλάι στη θάλασσα
και να μην έχουμε δυο πήχες θάλασσα
για να τυλίξουμε την καρδιά μας που καίγεται,
να κουβαλάμε ολοχρονίς το μπόγο μας,
ένα βαμένο αμπέχωνο, μια καραβάνα, ένα παγούρι,
τον καημό μας, τον καημό των δικώνε μας, τον καημό του κόσμου
και να μη βρίσκουμε μια θέση ν’ απαγγιάσουμε
να ζυμώσουμε το χώμα με το δάκρυ μας
να φτιάξουμε σταμνιά για τα φτωχά παράθυρα
να κρυώνουν το νερό της λευτεριάς και της ειρήνης.


ΠΕΣ ΜΑΣ, Ζολιό, πώς κοιμάται το μεσημέρι
ανάμεσα στα στάχυα και τις παπαρούνες,
πώς κατεβαίνει η γαλήνη το βράδι απ’ το βουνό
(λέω, θα ’ναι τα μαλλιά της νοτισμένα απ’ τ’ αστέρια),
πώς λυγίζει ένα κλωνάρι στη μέση της αυγής,
πώς είναι τα χέρια της μητέρας
όταν διπλώνει τις πετσέτες ύστερ’ απ’ το δείπνο,
πώς είναι ο ίσκιος της αδελφής πάνου στον τοίχο
όταν σιμώνει στη λάμπα να περάσει την κλωστή στη βελόνα
και να μπαλώσει αιωπηλά τη λύπη του σπιτιού μας;
Πες μας, Ζολιό, πώς είναι;
Ξεχάσαμε, Ζολιό, όλα τα ξεχάσαμε κι όλα μαζί τα βρήκαμε
κοιτάζοντας μόνο μπροστά τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΑΛΗΘΕΙΑ, δε θυμόμαστε
πώς χαιρετάει ένα πράσινο φύλλο τη μέρα
πώς χτίζουν τα μερμήγκια το σπίτι τους
πώς σεργιανάει η λιακάδα στα περβόλια
τι χρώμα παίρνει η σκιά του δέντρου μέσα στο νερό
τι λέει ένα σύγνεφο σταυρώνοντας τα χέρια του στο λιόγερμα
τι σχήμα παίρνει το σώμα της γυναίκας κάτου απ’ τ’ άσπρο σεντόνι
‒ δε θυμόμαστε,
θυμόμαστε μονάχα κείνους που πεθάνανε
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΕΙΝΑΙ δύσκολο τώρα να ξεχωρίσεις τη φωνή του δειλινού
και το βήμα του καλοκαιριού στ’ ακρογιάλι,
είναι δύσκολο ν’ ακούσεις μιαν αχτίνα που διπλώνει το δάχτυλο
και χτυπάει το τζάμι μιας παιδικής κάμαρας το απόγευμα,
δύσκολο ‒ σαν έχεις ακούσει τις φωνές των πληγωμένων στις χαράδρες
σαν έχεις δει τ’ αστέρια σα σκουριασμένα κουμπιά στα χιτώνια
των εκτελεσμένων
σαν έχεις δει τα φορεία ν’ ανηφορίζουν τη νύχτα
σαν έχεις δει τη νύχτα να μη λέει «αύριο»
σαν έχεις δει πόσο δύσκολα κερδίζουμε τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΞΕΜΑΘΑΜΕ πολλά, Ζολιό, ξεμάθαμε
πως γλιστράει το ψάρι της γαλήνης στα ρηχά της σιγαλιάς
πως μπλέκονται οι γαλάζιες φλέβες στα χέρια της άνοιξης ‒ ξεμάθαμε
μάθαμε τώρα κάτι πράματα απλά, πολύ απλά, πολύ σίγουρα
πως ο ουρανός αρχίζει απ’ το ψωμί
πως δεν είναι δίκιο άλλοι να βγάζουν το ψωμί κι άλλοι να τρώνε το ψωμί
πως δεν είναι δίκιο να φτιάχνουν κανόνια και να λείπουν τ’ αλέτρια, ‒ απλά πράματα,
μπορεί κι ένα παιδί να τα πει σε μια φυσαρμόνικα της τσέπης
μπορεί κ’ ένας καλός φαντάρος που ονειρεύτηκε τη μάνα του
να τιναχτεί απ’ τον ύπνο του και να τα πει σε μια σάλπιγγα
κ’ οι νεκροί μας τα ξέρουν πιο καλά ‒ κάθε νύχτα η σιωπή τους τα φωνάζει ‒ απλά πράματα
‒ δεν είμαστε σοφοί, Ζολιό,
απλά πράματα λέμε, πολύ απλά τα λέμε
πως αξίζει κανένας να ζει και να πεθαίνει
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΖΟΛΙΟ, πολύν καιρό είχα μείνει δίχως χαρτί, δίχως μολύβι, δίχως μουσική
μην ξέροντας κάθε φορά από πού βγαίνει ο ήλιος
νιώθοντας ξένο το χέρι τού αγέρα πάνου στο χέρι μου
νιώθοντας ξένο το στόμα της στάμνας στο στόμα μου
δίχως να κόβω τα γένεια μου, δίχως να γράφω στίχους ‒
ξέμαθα πια, Ζολιό, να γράφω στίχους
έμαθα μονάχα να γράφω τούτες τις δυο λέξεις: λευτεριά και ειρήνη.


ΖΟΛΙΟ, το ξέρω, τα τραγούδια μου
είναι χοντροκομένα κι απελέκητα,
φοράνε χοντροπάπουτσα οι στίχοι μου
με πολλές αράδες καρφιά για ν’ αντέχουν στα κατσάβραχα
καθώς ανηφοράνε όλο το θάνατο
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΝΑΙ, σα χωριάτης είναι το τραγούδι μου
με μπαλωμένο βρακί, με σκισμένο πουκάμισο
με το χώμα σφηνωμένο στα νύχια του
με το πρόσωπο σκαμμένο απ’ την αλμύρα και τον ήλιο
απ’ τον καημό κι απ’ την ελπίδα κι απ’ την αγάπη
και μ΄ ένα κόκκινο γαρύφαλλο στ’ αυτί του
‒ κοίτα πως σφίγγει ο στίχος μου μέσα στα δάχτυλά του την καρδιά μου
όπως σφίγγει ο χωριάτης το σκούφο του
μπαίνοντας κι αυτός στο Συνέδριό σας για να πει κι αυτός δυο λόγια
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΜΑ ΑΥΤΟΥ μέσα, Ζολιό, είναι τ’ αδέρφια μας,
είναι τ΄ αδέρφια μας που τ’ ανταμώσαμε στην ίδια πίκρα
όταν μασούσαν μια μπουκιά ψωμί μπροστά στο γκρεμισμένο σπίτι τους
όταν βάζαν στο γυλιό τους το μωρό τους και τις σφαίρες τους και πολεμούσαν για την ειρήνη
όταν ψάχναν στις στάχτες της πυρκαϊάς να βρουν το πόμολο τής πόρτας τους και τα χνάρια της ζωής τους,
γι’ αυτό δε ντρέπεται ο στίχος μου
να περπατήσει ανάμεσό σας με τις αρβύλες του
ν’ αφήσει την καρδιά μου αδέξια πάνου στο τραπέζι σας
όπως αφήνει ο χωρικός ένα μικρό άσπρο πρόβατο
απάνου στην ποδιά της λευτεριάς και της ειρήνης.


ΕΙΝΑΙ πικρή η ζωή, Ζολιό, και δεν μπορώ να τραγουδήσω
όταν πίσω απ’ το στενό παράθυρο της φυλακής
πίσω απ’ τα σιδερένια τετράγωνα
είναι στριμωγμένα τα πρόσωπα των αγωνιστών
κοιτάζοντας το δρόμο με τις λίγες σκονισμένες πιπεριές
ακούγοντας τη φωνή ενός παιδιού έξω απ’ το φούρνο
και τη θλιμένη φυσαρμόνικα του δειλινού πίσω απ’ τους λόφους.
Μακριά σφυράει το τραίνο της Λαρίσης ‒ μες στο σφύριγμά του
κουβαλάει τη μυρωδιά των θερισμένων κάμπων της Θεσσαλίας.
Αχ, έξω να βραδιάζει αργά ένα βράδι ελληνικό όλο διαφάνεια,
φώτα ν’ ανάβουν στις υπαίθριες μπυραρίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας
‒στον αγέρα
μια μυρωδιά τηγανητής μαρίδας και ροδάκινου‒
Κι ακόμη αυτά τα πρόσωπα να μένουν στριμωγμένα πίσω από τα κάγκελα
κόβοντας ένα κλωναράκι αστέρια να μυρίζουν στον ύπνο τους,
ν’ ακούν τη δύναμη τους άνεργη να σκάβει τα πλευρά τους
ν’ ακούν το βήμα του δεσμοφύλακα στο διάδρομο
ν’ ακούν το μεγάλο κλειδί να στρίβει στην πόρτα
κι όλο να περιμένουνε τη λευτεριά και της ειρήνη.


ΘΑ ΞΕΡΕΙΣ βέβαια, Ζολιό, για το Μανώλη Γλέζο
‒α, πώς να σου το πει το στόμα μου, Ζολιό,
όταν περνούσε με τα δυο του χέρια στις τσέπες τού παντελονιού τα σοκάκια της Πλάκας,
ωραίο παιδί χαμογελώντας στ’ όνειρο τού κόσμου πάνου απ’ τις
οροσειρές της δυστυχίας
όταν σκαρφάλωνε τα βράχια της Ακρόπολης
σφίγγοντας μες στις δυο νεαρές γροθιές του
την οργή όλων των λαών και την ελπίδα τους
όταν κάτου από τ’ ανοιχτά ρουθούνια των πεινασμένων πολυβόλων
έσπαγε με τις δυο γροθιές του τον κυρτό σταυρό
έσπαγε με τις δυο γροθιές του όλα τα δόντια του θανάτου ‒
Και, να που χρόνια τώρα
ο Μανώλης ο Γλέζος, Ζολιό,
κοιτάει το φως πίσω απ’ τα σίδερα
κι ακόμη με τα δυο του χέρια, σημαδεμένα από τις χειροπέδες,
σκουπίζει τα κλαμένα μάτια τού κόσμου
σκουπίζει το ιδρωμένο μέτωπο
της λευτεριάς και της ειρήνης.


ΕΜΑΘΕΣ τίποτα, Ζολιό, για τη γιαγιά - Βαγίτσα;
Την ώρα που την παίρναν για να τη σκοτώσουν
είχε πλυθεί κ’ είχε φορέσει τα καλά της
είχε βάψει μονάχη τα παπούτσια της
κ’ είχε ένα φαρδύ χαμόγελο πίσω απ’ τις ρυτίδες της
όπως είναι το λιόγερμα πίσω απ’ τα κυπαρίσσια του χωριού της.
Έβγαλε από τον κόρφο της το μαύρο της μαντήλι
και χόρεψε στο προαύλιο της φυλακής «έχετε γεια βρυσούλες»,
«έχετε γεια», η γιαγιά - Βαγίτσα χόρεψε
ανεμίζοντας το μαύρο μαντήλι της.
Ζολιό, την είδες τη γιαγιά - Βαγίτσα;
Δεν μπορεί, θα την είδες, Ζολιό,
την ώρα που χόρευε πιασμένη απ’ το χέρι
της λευτεριάς και της ειρήνης.


ΕΙΝΑΙ όμορφος ο κόσμος, Ζολιό,
α, ναι, είναι όμορφος ο κόσμος
όταν η γιαγιά - Βαγίτσα ανεμίζει το μαύρο μαντήλι της
κάτου απ’ τη μύτη του Χάροντα ‒
τόσο όμορφος ο κόσμος που μπορούμε να πεθάνουμε
κρατώντας το μαντήλι της γιαγιά - Βαγίτσας και χορεύοντας
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


Κ’ Η ΜΑΡΙΑ Λεοντίδου, αδελφέ μου,
η παραδουλεύτρα,
που συγύριζε ξένα σπίτια και σπίτι δεν είχε
που ‘πλενε τα ξένα ρούχα και δεν είχε πουκάμισο
κ’ είχε δυο χοντρά χέρια
δυο χέρια από καημό και σίδερο
δυο χέρια βασανισμένα απ’ τον πικρό μόχτο
δυο χέρια σα δυο καμένα δέντρα στο λιοβασίλεμα
‒ τη σκότωσαν, Ζολιό, τη Μαρία
μα λέω που μεθαύριο θα μπουμπουκιάσουν τα χέρια της
μέσα στη λευτεριά και στην ειρήνη.


ΖΟΛΙΟ, η Μαρία είχε μάθει
όπως και ‘μεις πως ο ουρανός αρχίζει απ’ το ψωμί,
γι’ αυτό, λίγο προτού πεθάνει,
έδεσε τα χοντρά της χέρια στην καρδιά της
κοίταξε απ’ τη μεριά που βγαίνει ο ήλιος
κ’ είπε:
"αν είναι να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι
έτσι που δεν το χόρτασα ποτές μου εγώ
ας πάω κ’ εγώ ‒
μονάχα να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι".
Τι λες, Ζολιό, δε θα ξαναβρούμε τη Μαρία
να κρατάει μες στα χοντρά της χέρια μια μεγάλη σκούπα
πρωινές αχτίνες
και να σκουπίζει τα πλατιά πεζοδρόμια του μέλλοντος
ή να κρατάει μια θεόρατη καισαριανιώτικη σημαία,
μεθαύριο, λέω, που θα γιορτάζουμε
τη λευτεριά και την ειρήνη;


ΠΗΡΕ τ’ αυτί σου τίποτα, Ζολιό,
και για την άλλη μας γιαγιά τη Μαμαλίνα;
Η γιαγιά - Μαμαλίνα
είναι μια γριούλα ενενήντα χρονώ
έχει δυο δεντράκια ρυτίδες γύρω στα μάτια της
έχει μια μαύρη φούστα γιομάτη θάνατο
και μιαν αυλακιά περηφάνεια ανάμεσα στα φρύδια
σαν ένα καμπαναριό ανάμεσα στα σύγνεφα.
Το ‘να της το παιδί σκοτώθηκε στην Αλβανία
τ’ άλλο της τής το σκότωσαν οι Γερμανοί
τ’ άλλο της το ’στησαν στον τοίχο τις προάλλες,
κ’ η γιαγιά - Μαμαλίνα,
η γιαγιά μας, Ζολιό,
δικάστηκε ισόβια
γιατί αγαπούσε η καψερή
όπως κ’ εγώ κι όπως κ’ εσύ
τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΤΩΡΑ η γιαγιά - Μαμαλίνα
μες στο κελί της μετράει τούς πεθαμένους
πλέκει τσουράπια για τους πεθαμένους
πλέκει μια μάλλινη χωριάτικη φανέλα
για τον κόσμο που κρυώνει
πλέκει ένα κόκκινο σκουφάκι
για την Άνοιξη.
Α, δεν το βάζει κάτου η γιαγιά - Μαμαλίνα,
η γιαγιά μας, Ζολιό,
ψήνει στο μπρίκι της το καφεδάκι της ‒αν έχει‒
κι απ’ το ίδιο πήλινο φλιτζάνι της κερνάει
τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΖΟΛΙΟ, θα ‘χα χιλιάδες τέτοια να σου πω
μα δε με παίρνει η ώρα.
Ζολιό, είναι τώρα κάπου δέκα χρόνια
που οι νύχτες μας περνούν σκυφτές κάτου απ’ τ’ αστέρια τους
όπως περνούν οι εργάτριες φορτωμένες τσουβάλια στάρι ‒
μες απ’ τις τρύπες πέφτουνε στο δρόμο φούχτες τ’ άστρα‒
δε μας παίρνει ο καιρός
να μαζέψουμε τούτο το στάρι
να φτιάξουμε φαρδιά καρβέλια
να τ’ αραδιάσουμε στο μεσιανό δοκάρι του κόσμου,
‒δε μας παίρνει η ώρα, Ζολιό,‒ μάς κυνηγάνε,
και βιάζουμε να σου στείλω το γράμμα μου
γιατί δεν ξέρεις αύριο τι γίνεται
γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται στη χώρα μας
για ‘κείνον που λέει την αλήθεια
γι’ αυτόν που βιάζεται να χαιρετήσει
τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΖΟΛΙΟ, θα ’θελα ακόμα να σου εξομολογηθώ
πως τα βράδια που αρχίζει ο ουρανός να μας γνωρίζει
κ’ η Μεγάλη Άρκτος στέκεται έξω απ’ την αυλόπορτα της σιγαλιάς
μένουμε ώρες
με το δάχτυλο ξεχασμένο στην κουμπότρυπα της λύπης
να συλλογιόμαστε τον κόσμο και τα βάσανά του
να συλλογιόμαστε
ένα βιβλίο που απόμεινε μισοδιαβασμένο
ένα τραγούδι που κόπηκε στη μέση
ένα τραγούδι που δε γράφτηκε ποτέ
μια τσατσάρα που απόμεινε μονάχη σ’ ένα κλεισμένο σπίτι
μια ξυριστική μηχανή και το σαπούνι πάνου στο νιφτήρα
και ‘κείνον που δεν έχει ανάγκη πια να ξυριστεί ‒
Αχ, έτσι τρυφερά να συλλογιόμαστε τον κόσμο
και να θυμώνουμε φορές ‒ φορές, Ζολιό,
που δεν μπορούμε πια να ‘μαστε θυμωμένοι
που δεν μπορούμε να μισούμε όσους μάς κάναν το κακό
‒βλέπεις η αγάπη πάντοτε, Ζολιό, βαραίνει πιότερο απ’ το μίσος‒
και πώς πεινάει η παλάμη μας να σφίξει μια παλάμη ‒
να σφίξει και του εχτρού μας την παλάμη
κι όχι που κουραστήκαμε, Ζολιό,
κι όχι που ξερροζιάσανε τα χέρια μας
μα είναι γιατί αγαπάμε, όπως και συ,
τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΖΟΛΙΟ, πολλοί θα βάζαν την υπογραφή τους κάτου απ’ το γράμμα μου
όμως δεν ξέρουν γράμματα
θα ’βαζαν μονάχα ένα σταυρό σαν τους χωρικούς τού Μπονίκρο,
μα τούτοι που δεν ξέρουνε να βάζουν την υπογραφή τους
ξέρουν να βάζουν όλη την καρδιά τους
για τη λευτεριά και την ειρήνη
και ‘γω υπογράφω για όσους ξέρουν
να βάζουν όλη την καρδιά τους
για τη λευτεριά και την ειρήνη.


ΖΟΛΙΟ, πες και στους άλλους αδελφούς μας
στον Έρεμπουργκ, στον Αραγκόν και στο Νερούντα,
στον Ελυάρ και στον Χικμέτ
στον Πικασσό και σ’ όλα μας τ’ αδέρφια
πως είμαστε ’δω πέρα τρεις χιλιάδες εξόριστοι
όχι για τίποτ’ άλλο, αδέρφια μου,
παρά μονάχα, να, γιατί και ’μεις όπως και ’σεις
σηκώνουμε στη ράχη μας ένα αγκωνάρι απ’ το καμένο σπίτι μας
να χτίσουμε για κείνους που θα ’ρθούν
ένα καινούργιο σπίτι με πολλά παράθυρα
πολλά φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή
να μη νυχτώνει από νωρίς η καρδιά των μανάδων
να μην κοιμούνται κάθε βράδι τα παιδιά δίπλα στο θάνατο.
Και πού θα πάει, Ζολιό; ‒
θα λειώσουμε μια μέρα τις οβίδες
να φτιάξουμε σφυριά κι αλέτρια και μπαλκόνια και φτερά
κ’ ένα άγαλμα Άφτερης Χαράς
στη στάση, εκεί, των λεωφορείων, στη φτωχογειτονιά μας
στη γειτονιά μας που θα μερμηγκιάζει απ’ τα γιαπιά
κάτου απ’ τ’ ασίγαστο χωνί
του χεροδύναμου μεγάφωνου των συνδικάτων
που όλο θα λέει, θα λέει σταράτα και με νούμερα
για τις τεράστιες καταχτήσεις των λαών
στο πλάνο της ανοικοδόμησης
και θ’ απαγγέλλει ποιήματα
των νέων προλετάριων ποιητών
για το χαρούμενο έρωτα
για τους υδατοφράχτες
και για τον εξηλεκτρισμό του κόσμου.
Αχ, έτσι, αδέρφια μου, να μην υπάρχουν πια καμένα σπίτια
μα να ’ναι όλος ο κόσμος ένα σπίτι ασβεστωμένο με τη βούρτσα του ήλιου
κι αχ, έτσι, αδέρφια μου, τούτο το σπίτι να το συγυρνάει μονάχα
η μάνα μας η Λευτεριά κ’ η πρωτοθυγατέρα της η Ειρήνη.
  


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1941 ‒ 1958
ΤΟΜΟΣ Β΄, 1981 (σελ. 99-116) 

Γιάννης Ρίτσος: 1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.V.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)
*
Το 1990 απονεμήθηκε στον Ρίτσο το μετάλλιο «Ζολιό - Κιουρί», ανώτατη διάκριση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης 
*
Mεταγραφή ποιήματος, επιλογή εικόνων, επιμέλεια, Μπ. Ζ.
________________________ 

Φρεντερίκ Ζολιό-Κιουρί: Ο κομμουνιστής νομπελίστας Χημείας


Στις 14 Αυγούστου του 1958 πέθανε ο Φρεντερίκ Ζολιό-Κιουρί (Frederic Joliot-Curie), που βραβεύτηκε το 1935 με το βραβείο Νόμπελ Χημείας. Ο Κιουρί, πέρα από το επιστημονικό του κύρος, αποτελεί - όπως και η σύζυγός του Ιρέν - λαμπρό παράδειγμα κομμουνιστή επιστήμονα, που έθεσε τις επιστημονικές του γνώσεις στην υπηρεσία του λαού και δε δίστασε να αντιμετωπίσει θαρρετά τις συνέπειες που επέφερε στην ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία η στράτευσή του στο κομμουνιστικό κίνημα. Με αφορμή τη συμπλήρωση 57 χρόνων από το θάνατό του, αξίζει να αφιερώσουμε λίγες γραμμές σε αυτή τη σπουδαία προσωπικότητα.
Λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του
Ο Φρεντερίκ Ζολιό γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Μάρτη του 1900. Φοίτησε στη Σχολή Χημείας και Φυσικής του Παρισιού και το 1925 έγινε βοηθός της Μαρί Κιουρί (της διάσημης Γαλλίδας, πολωνικής καταγωγής, φυσικού και χημικού, βραβευμένης με βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 1903 και Χημείας το 1911, που σε συνεργασία με το σύζυγό της, Πιέρ Κιουρί, ανακάλυψαν το πολώνιο και το ράδιο και μελέτησαν το φαινόμενο της ραδιενέργειας) στο Ινστιτούτο Ραδιενέργειας. Εκεί γνώρισε την 28χρονη Ιρέν, κόρη της Κιουρί, με την οποία παντρεύτηκε ένα χρόνο μετά, το 1926 και αποφάσισαν να αλλάξουν και οι δύο το επίθετό τους σε Ζολιό-Κιουρί.
Οι επιστημονικές εργασίες του ζεύγους αποτέλεσαν κομβικά βήματα για την ανακάλυψη του νετρονίου (από τον Chadwick το 1932) και του ποζιτρονίου (από τον Anderson το 1932). Η σημαντικότερη συμβολή τους ήταν η ανακάλυψη της τεχνητής ραδιενέργειας. «Βομβαρδίζοντας» πυρήνες βορίου, αλουμινίου και μαγνησίου με σωμάτια α (πυρήνες ηλίου), παρήγαγαν ραδιενεργά ισότοπα στοιχείων που, υπό κανονικές συνθήκες, δεν είναι ραδιενεργά. Γι' αυτή την ανακάλυψη βραβεύτηκαν το 1935 με το βραβείο Νόμπελ Χημείας.
Φρτεντερίκ και Ιρέν Κιουρί
Αυτή η ανακάλυψη οδήγησε σε σημαντικές εφαρμογές σε διάφορες επιστημονικές περιοχές (π.χ. στην Ιατρική), αλλά είχε και τεράστιο ενδιαφέρον για τις προσπάθειες «τιθάσευσης» της ατομικής ενέργειας, που, μεταξύ άλλων, οδήγησαν και στη δημιουργία της ατομικής βόμβας.
Από το 1935 ως το 1937, ο Φρεντερίκ ήταν λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Στη συνέχεια και ως το 1958, έγινε καθηγητής στο «College de France», ενώ το διάστημα 1956-1958, μετά το θάνατο της συζύγου του, πήρε την έδρα της στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού.
Μετά την εισβολή των ναζί στη Γαλλία, πήρε την απόφαση να διακόψει προσωρινά τις μελέτες του για τον πυρήνα του ατόμου και φυγάδευσε στην Αγγλία όλα τα ντοκουμέντα των εργασιών του και τα υλικά που χρησιμοποιούσε στις έρευνές του, για να μην πέσουν στα χέρια των ναζί.
Μετά την απελευθέρωση, έγινε διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Ερευνας της Γαλλίας και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών. Το 1945 εξουσιοδοτήθηκε να δημιουργήσει την Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας. Στις προσπάθειες αυτές συνέβαλε και η σύζυγός του, η οποία το 1946 ανέλαβε διευθύντρια του Ινστιτούτου Ραδίου. Ομως, το 1950, όταν ο αντικομμουνισμός και η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα έναντι της Σοβιετικής Ενωσης και των άλλων χωρών που είχαν μπει στην τροχιά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κορυφώνονταν, αποπέμφθηκε από τα καθήκοντά του, μετά την ομιλία του στο 12ο Συνέδριο του Γαλλικού ΚΚ το 1950. Λίγους μήνες αργότερα, αποπέμφθηκε και η σύζυγός του.
Η ένταξη στο κομμουνιστικό κίνημα και η δράση του
Το 1934, ο Κιουρί έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το 1935 της Επιτροπής Επαγρύπνησης Αντιφασιστών Διανοουμένων και το 1936 της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Από το 1937, οργάνωνε αποστολές οπλισμού και άλλων υλικών στον ένοπλο λαό της Ισπανίας, που στον εμφύλιο πόλεμο αντιμαχόταν τις φασιστικές δυνάμεις του Φράνκο.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Φρεντερίκ έμεινε στο Παρίσι (από το 1944, που τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του έφυγαν για την Ελβετία, χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Jean-Pierre Gaumont).
Πήρε μέρος στην Αντίσταση, αρχικά ως μέλος και αργότερα ως επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου, του πολιτικού σκέλους της ένοπλης αντίστασης στην οποία ηγετικό ρόλο είχε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Στις μάχες για την απελευθέρωση του Παρισιού, χρησιμοποιούσε το εργαστήριό του για να φτιάχνει εκρηκτικά για τις δυνάμεις της Αντίστασης.
Την άνοιξη του 1942 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και το 1956 εκλέχτηκε στην Κεντρική Επιτροπή.
Το 1946 συμμετείχε στην ίδρυση της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Εργατών της Επιστήμης και διετέλεσε πρόεδρός της μέχρι και το 1957. Το 1949 ήταν από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης και για τα επόμενα εννέα χρόνια διετέλεσε πρόεδρός του. Το 1950 τιμήθηκε από τη Σοβιετική Ενωση με το Διεθνές Βραβείο Στάλιν για την Ενίσχυση της Ειρήνης μεταξύ των Λαών (το οποίο μετά το 1956 μετονομάστηκε σε Διεθνές Βραβείο Ειρήνης Λένιν για την Ενίσχυση της Ειρήνης μεταξύ των Λαών).
Η σύζυγός του, αν και δεν έγινε μέλος του ΚΚ, συμμετείχε σε πολλές μετωπικές οργανώσεις στις οποίες δραστηριοποιούνταν οι κομμουνιστές, μεταξύ άλλων στο αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό κίνημα και στους αγώνες για τα δικαιώματα των γυναικών. Μάλιστα, το 1936 έγινε η μία από τις τρεις γυναίκες που συμμετείχαν στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου.
«Οι προοδευτικοί επιστήμονες και οι κομμουνιστές επιστήμονες δεν πρέπει να προσφέρουν ούτε κόκκο της επιστήμης τους στον πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ενωση (...) Πρέπει να είμαστε ακλόνητοι στην πεποίθησή μας ότι με αυτό τον τρόπο υπηρετούμε τη Γαλλία και ολόκληρη την ανθρωπότητα» (Από την ομιλία του Φρ. Ζολιό-Κιουρί στο 12ο Συνέδριο του Γαλλικού ΚΚ, τον Απρίλη του 1950).
«Με κατηγορείτε ότι εκπορνεύω την επιστήμη, επειδή ξεσηκώνομαι ενάντια στην εγκληματική χρησιμοποίηση των ανακαλύψεων του μεγάλου Παστέρ και γιατί κάνω έκκληση στην κοινή γνώμη να εμποδίσει τη συνέχιση της ανάπτυξης του μικροβιολογικού πολέμου. Για μένα, αυτοί που εκπορνεύουν την επιστήμη είναι αυτοί που εγκαινίασαν τον ατομικό αιώνα με την εξαφάνιση 200.000 πολιτών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι». (Απάντηση του Φρ. Ζολιό-Κιουρί στον εκπρόσωπο των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, 1952)

*
Mεταγραφή ποιήματος, επιλογή εικόνων, επιμέλεια, Μπ. Ζ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.