Δεκέμβρης 1944 (17)

Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Όρκος του λαού μας θα ’ναι ‒μα τον Άρη‒ : Ο ΑΡΗΣ

Άρης Βελουχιώτης: 27 Αυγούστου 1905, Λαμία - 16 Ιουνίου 1945, Μεσούντα Άρτας 
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.VI.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ
1945


Ο Άρης, παραμύθι - αλήθεια

Πριν κάμποσο καιρό, πάνου στη Λιάκουρα, στο αετοχώρι
το Δαδί, ρώτησα ένα παιδί ως οχτώ χρονώ:
‒ Τον ξέρεις τον Άρη;
‒ Ναι, μου λέει. Τον ξέρω.
‒ Τον είδες ποτέ σου;
‒ Όχι. Μα τόνε ξέρω.
‒ Πώς είναι;
‒ Τρεις βολές πιο αψηλός απ’ τον πατέρα μου. Κι έχει ένα μεγάλο-μεγάλο κόκκινο άλογο. Και πίσω τον ακολουθάει πάντοτες ένας τρανός αητός με μια σημαία.
Μιαν άλλη φορά, στα Τρίκαλα, ρώτησα ένα «αετόπουλο»  που πέρναγε τις γραμμές του οχτρού μεταφέροντας μαντάτα στους αντάρτες μέσα στο κούφωμα ενός καλαμιού.
‒ Γιωργή, τον ξέρεις τον Άρη;
‒ Τόνε ξέρω.
‒ Τον είδες ποτέ σου;
‒ Τον είδα με τα μάτια μου.
‒ Πώς είναι;
‒ Έχει μακριά γένεια κι ένα αληθινό άστρο στο μαύρο σκούφο του. Κι άμα μιλάει ‒κι ας χιονίζει ακόμα‒ γίνεται μονομιάς πολλή ζέστα. Κι όταν ακούνε το όνομά του οι Γερμανοί κρύβουνται σα λαγοί μέσα στα δάσα.
Ένα μεγάλο κόκκινο άλογο, ένας αητός με μια σημαία, ένα άστρο αληθινό, πολλή ζέστα ‒αυτός είναι ο Άρης των παιδιών και των μεγάλων.
Και ’γω που δυο φορές όλο-όλο τον αντάμωσα, έτσι σαν τα παιδιά και’γω, έτσι τον βλέπω και τον τραγουδάω τον ΑΡΗ.



ΣΤΟΝ ΑΡΗ


Ι

Άρη
Στα βουνά στα βουνά
πάνου ψηλά
τ’ άλογα
ο καλπασμός σου
Ζήτω.

Άρη
τ’ όνομά σου
η σάλπιγγα
η ανηφόρα της ψυχής σου
ψηλα-ψηλά
‒ πού πας
αγγόνι του Κολοκοτρώνη;

Άρη
ρωμιέ λεβέντη
ασίκη της παλληκαριάς
οι Αγγέλοι σε παράταξη
δείχνουν όπλα
καθώς ανεβαίνεις.

Άρη
τα δέντρα κλαίνε
κλαίνε τα βουνά
κλαιν τα ποτάμια μας
νυχτώνει ο ίσκιος σου τους κάμπους
νυχτώνει τον αγέρα
γδέρνει τα στήθεια της η Ελλάδα
δέρνεται η Λευτεριά
η Λευτεριά η μητέρα σου
που σου κανάκιζε τα γένεια
στον ίσκιο του πλάτανου

Άρη
σε κλαίνε τ’ άλογα
κλαίνε τ’ αρνιά
κλαιν τα τρυγόνια
σε κλαίει κι ο Χάρος δίχως να τον βλέπεις
καθώς σε πάει καβάλλα στο φαρί του
εσύ μπροστά στη σέλλα πάνου
και κείνος πίσω στα καπούλια.


ΙΙ

Άρη
στα βουνά στα βουνά
πάνου ψηλά
στα σύγνεφα.

Άρη
στο μαύρο σκούφο σου
μαζεύει η Ελλάδα τις καρδιές μας
μαζεύει τον όρκο μας
αητέ μας
που χάραξες τον ίσκιο σου
τριπλό σταυρό στον ήλιο.

Ωχ βγάλτε τ’ ακριβά σκουτιά
μες απ’ τα ελάτινα σεντούκια
βγάλτε τις κόκκινες παντιέρες
βγάλτε τ’ ανθόνερα
πλύντε τον και τυλίχτε τον,
σκεπάστε με τα μαυροπάνια τους καθρέπτες
σκεπάστε και το Γοργοπόταμο.

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες
ουδέ ψωμί κι ουδέ κρασί
κι ουδέ λαγούτο ‒
λουκέτο στο ντουνιά
και στην καρδιά
κατεβασμένα τα ρουλά στα πρόσωπα
κλειστά και του σκυλιού τα μάτια
κλειστά τα παρεθύρια
τι αποκοιμήθη το λιοντάρι της αντρειάς
κι έγειρε η χαίτη του στο χώμα.

Αποκοιμήθη το λιοντάρι της αντρειάς.
Σιωπή τρεις μέρες και τρεις νύχτες
και τα χαράματα ταχιά
να σκούξουν μονομιάς τα καριοφίλια
διακόσιες μπαταριές
ν’ αντιβουίξει η Λιάκουρα κι η Πίντο
ν’ αντιβουίξουν οι σπηλιές του 21
ν’ αρχίσουν τα βιολιά και τα λαγούτα
ν’ ανοίξουνε τα πορτοπαραθύρια
τι δέστε πάνου εκεί ψηλά
στο ξάγναντο της δόξας
ψηλά-ψηλά μέσα στο φως
στα χρυσά σύγνεφα της δύσης
δυο κόκκινα φαριά τραβάν
και πάνου στόνα η Λευτεριά
και στ’ άλλο πάνου ο Βελουχιώτης.


ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ


Ι

ΠΟΣΟ ΣΤΕΝΕΨΕ ο αγέρας γύρω στα δέντρα
εκεί στα κουρσεμένα κορφοβούνια
καθώς γκρεμίστηκε του δειλινού το γιοφύρι
κόκκινος κουρνιαχτός και μαύρα τρόχαλα
πάνου στις στέγες που τους πήρανε τα χελιδόνια.

Ακόμα είναι ζεστές οι πέτρες.
Το απόγεμα είναι σιωπηλό και χνουδωτό σαν κλωνάρι λουμίνια.
Απ’ όξω οι ελιές μπροστά στη μάντρα λεν’ τα βάσανά τους
τινάζουνε τη σκόνη απ’ τη σταχτιά τους φούστα και βουβαίνουνται
μόλις το πρώτο αστέρι βγάλει ένα «αχ»
κι ο κάμπος της Λαμίας σφαλάει τα μάτια του μες στις παλάμες δυο κυπαρισσιών του.

Τότες ένα άλογο συλλογισμένο χάνεται κάτου από τις βαλανιδιές
κοιτάει μακριά ένα ματωμένο σύγνεφο και κλαίει.
Η Ρουμελιώτισσα μαυλίζει τα πουλερικά της
οι κόττες της δε θέλουνε να φάνε.
Τρίζει το ξύλινο θυρόφυλλο σα να το ανοίγει ο θάνατος
σταυροκοπιέται ο λύχνος πάνω στο μεσότοιχο
κι ο μαύρος σκύλος πάει σκυφτός μυρίζοντας το χώμα.

Πού ’ναι τ’ αχνάρια Του; Που πήγε; Δρόμος κι άλλος δρόμος
έγνοιες πολλές κι ανηφοριές κι ακονισμένα βράχια
στάλα τη στάλα το αίμα η στράτα χαραγμένη μες στ’ αγκάθια.

Λοιπόν Καπτάν‒Μπελή η άσπρη φλοκάτα σου μαράθηκε
και το μεγάλο σφυροδρέπανο στα στήθεια σου πικρές ώρες θερίζει.
Άιντε και σκούπισε τα μάτια σου ρίξε και τη φλοκάτα σου στης νύχτας το καζάνι
μαύρη, κατάμαυρη να γένει ως είναι κι η καρδιά μας
ως είτανε κι ο σκούφος Του και του καημού τα μάτια
τώρα που ο Άρης δε λαλάει στα κορφοβούνια το κλαρίνο της αντρειάς του.


ΙΙ

ΠΕΦΤΕΙ ΒΑΡΥ το βράδι σαν το βράχο που ξεκόλλησε από το βουνό και πάει κατρακυλώντας στο λαγκάδι
τα σύγνεφα άδεια ξεφτισμένα σαν τις τσέπες του παντελονιού του σκοτωμένου αντάρτη
σκοντάφτει το ραβδί της σιγαλιάς απάνου στα λιθάρια
κει που περπάταες άλλοτε κρατώντας μες στα χέρια σου την τύχη του λαϊκού αγώνα.

Έι τώρα ποιος θα πει τη λέξη εκείνη της φωτιάς που άναβε την καρδιά της Ρωμιοσύνης
ποιος το τραγούδι εκείνο που λαμπάδιαζε της Ρούμελης τον κόρφο
κι ανέμιζαν μες τις καλαμποκιές τα σπίτια σαν τα φλάμπουρα
κι έβγαινε ο γεροντάκος απ’ την τρύπα του κι έστριβε πάλι το ψαρό μουστάκι του
κι έβγαινε η γριούλα και πλατάγιζε η πικρή ποδιά της σαν προικιό της άνοιξης
κι έβγαινε κι ο σκυφτός παπάς με το βαγγέλιο του 21 κι άγιαζε το διάβα σου
και ξύπνααν οι καμπάνες της Δομνίτσας με τον άνεμο κατάστηθα
και βγαίνανε οι αητοί απ’ τη Γκιώνα κι αφουγκράζονταν
καθώς ορθός απάνου στ’ άλογό σου διάβαζες της λευτεριάς τη διάτα.


ΙΙΙ

Α ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕΣ με πέντε παλληκάρια χάραμα το χάραμα
μ’ ένα ταγάρι ρουμελιώτικο δυο κριθαρένια παξιμάδια κι άλλα τόσα βόλια
με τρεις χιλιάδες πίστη να πλερώσεις κρίματα και χρέητα
και νάμπεις στο ντορό με τρία μιλιούνια χελιδόνια.
Κι έσκυβε η μια στην άλλη ελιά και ρώταγαν: τι θέλει ετούτος
ποιον ήλιο κουβαλάει μες στο ταγάρι του και σκάσαν πριν της ώρας τους οι ανθοί μας;

Άρη πως άντεξες να κουβαλάς μες στους ανέμους τις βροχές και τα χιονόνερα
απάνου στα κατσάβραχα πίσω απ’ του αυγερινού την κλειδαρότρυπα
ετούτο το βαρύ κανόνι της καρδιάς σου;

Α πως σε γνώρισαν αμέσως τα λιθάρια
πως σε θυμήθηκαν αμέσως τα παιδιά
‒ που σ’ είδαν; «καν στην εκκλησιά καν στ’ όνειρό τους» ‒
και τρέξαν με δαφνόκλαδα τραντάζοντας τις πόρτες:
«ήρθε ο αγέρας, μάνα, ο ήλιος ήρθε, αδέρφια μας,
πάλε με χρόνια με καιρούς πάλε δικά μας ε ί ν α ι
μα το σταυρό σου λέω μητέρα είναι μαζί με τον παπά και τον πάρεδρο
κι όλο μιλάει κι από το στόμα του πέφτουνε κόκκινα τριαντάφυλλα
και βγαίνουν τα πουλιά και κάθουνται στον ώμο του και κελαηδάνε
κι ένας τρανός αητός στέκεται πα στο μαύρο σκούφο του
κι ένα χελιδονάκι τζαναμπέτικο χοροπηδάει πα στο ζερβί του χέρι.

Κοίτα πως φέγγει το κατώφλι μας κοίτα που βγάνει μούρα κι η μουριά μας
κοίτα που κλαίει απ’ τη χαρά του ο σκύλος μας κοίτα η κατσίκα που κοιλοπονάει
κοίτα που σκάει ένα γεράνι στο παράθυρο κι ένα άλλο στην καρδιά μου
κι άλλο κει δα στα χείλια σου και σε μποδάει να μου μιλήσεις, μάνα,
κι άκουσε τις καμπάνες που βαράνε ανάσταση, άκουσε,
και σπάνε τα σκοινιά τους τ’ άλογα και τρέχουν απ’ τ’ αχούρια
κι οι προβατίνες στάθηκαν στο πλάγι του κι ακούνε
καθώς μιλάει Εκείνος στο πεζούλι του σκολειού μας
και πλάι του μια Κερά, μια μεγαλόχαρη ‒ πως να την πεις; τέτοια δεν είδα, μάνα,
γερή ψηλή κι ανοιχτογλέφαρη με φυσεκλίκια σταυρωτά στον κόρφο ‒
κρατάει του το ντουφέκι, δε λαλεί, και Λευτεριά θαρρώ τήνε φωνάζουν,
μάνα δε γλέπεις, δε γροικάς καμπάνες, να οι καμπάνες»...
και μπρος ο γιος και πίσω η μάνα πάρα πίσω ο σκύλος κι η κατσίκα.

Τα πέντε παλληκάρια δέκα κι είκοσι, τρακόσα κι άλλα πεντακόσα,
χιλιάδες και χιλιάδες, Άρη, ρουμελιώτη αρχάγγελε, της λευτεριάς καμπανοκρούστη
κι άντετε μπρος κι άντετε γεια τι πήρε η νύχτα.

Κι έτσι όπως έφευγες ξανά για τα καινούργια τρίστρατα της δόξας
άφηνες πίσω σου σε κάθε σπίτι ένα λυχνάρι κι ένα κόνισμα της Ρωμιοσύνης
άφηνες είκοσι σπαθιά μες στην ψυχή της νιότης
μια φούχτα αστέρια στο κομπόδεμα της γριούλας
μιαν αστραπή στα μάτια του παππού πίσω από τ’ άσπρα φρύδια του
ένα φουστάνι Μπουμπουλίνας στα προικιά της κόρης
ένα χαρτένιο δίκωχο στο κούτελο του αητόπουλου
κι ακόμα εκεί καταμεσής στο χοροστάσι του χωριού μας
άφηνες κρεμασμένη σ’ έναν πλάτανο
την προδοσία να χάσκει με τα πόδια ανάγερα μπροστά στη νύχτα
για να περνάνε οι γριές και να ξορκίζουνε τον κόρφο τους
νάρχεται τα μεσάνυχτα ένα κάτασπρο άλογο να στέκεται στα πισινά του πόδια και να χλιμιντράει
νάρχουνται και τ’ αγρίμια να μυρίζονται και να γυρνάνε πάλε πίσω
σβήνοντας πάνου από το χιόνι τα φανάρια των ματιών τους.


IV

Ω ΤΙ ΤΣΟΥΒΑΛΙΑ ονείρατα κουβάλησες πάνουσ στη ράχη σου από το ’να στ’ άλλο κορφοβούνι
από πέτρα σε πέτρα κι από δέντρο σε φως κι από χιόνι σε φλόγα
ω τι ζεστά ψωμιά μπουκώσανε τα σκλαβωμένα στόματα
τι μήλα και τι φώτα πέσαν στις ποδιές των κοριτσιών μας
τι βόλια αστράψανε στις φούχτες της Ελλάδας
καθώς ξεκλείδωνες τα δώδεκα σεντούκια του Κανάρη
ως άναβες τις πυρκαϊές μέσα στης θύμησης τα δάσα
και φεγγοβόλαγαν τα Μισολόγγια και τα Χάνια της Γραβιάς
και σπάθιζε η φωτιά στα δυο το μεσονύχτι
και μες στη λάμψη φτάνανε οι καβαλλαρέοι
και σταύρωναν διπλά σπαθιά μπροστά στη φλόγα  δίνοντας τον όρκο:
                 Λευτεριά για θάνατος.


V

ΜΑΥΡΙΛΙΟ Δομοκός Βελούχι και Παλιόκαστρο
πρώτο ταμπούρι πρώτο σάλπισμα πρώτη σημαία
κι αντιλαλούσαν τα ρουμάνια, οι λαγκαδιές: «Μαύρη ’ναι η νύχτα στα βουνά»
την ώρα που Άγγελοι μπαρουτοκαπνισμένοι ροβολάγανε με φωτοσκάλες απ’ τα καταρράχια
κι η αστροφεγγιά τίναζε ογρή την κίτρινη ποδιά της
και το κουδούνισμα του τράγου όλο μαλάκωνε μες στη νυχτιά σαν το σταρένιο παξιμάδι στη βρυσούλα
και μέσα στα τσαρδιά οι τσοπάνοι κοιμισμένοι βλέπαν πίσω απ’ τα ματόκλαδά τους
χρυσά τα δέντρα, ολόχρυσα και τα βουνά, χρυσά και τ’ άλογα πάνου απ’ τον ίσκιο τους,
ολόγιομους τους κάμπους φως και συλλογή σαν τα τοπία της Γέννησης
το πλίθινο μαντρί πελεκημένο μάλαμα τετράγωνα-τετράγωνα
τα κυπαρίσσια πέρα σκοτεινοί βιγλάτορες χαμένοι μες στη λάμψη
και να στης εκκλησίας το χρυσό τρούλλο το ρωμέικο πάλε φλάμπουρο
και να τα περιστέρια της Γραφής μ’ ένα χρυσό ρουλό στο στόμα
χρυσή γραφή και λέει: «αντάρτες βγήκαν στα βουνά βγήκαν οι αρματωλοί κι οι κλέφτες»

και να στο μονοπάτι του βουνού που σέρνεται χρυσό ποτάμι
ο μέγας καβαλλάρης που τραβάει κατάμπροστα με τη χρυσή του σάλπιγγα
και τον φωτάει μέσα στο φως ένας μεγάλος καταρράχτης χρυσαχτίνες
κρεμάμενες από τα νύχια της μεγάλης περιστέρας.


VI

ΚΙ ΑΝΑΣΑΛΕΨΑΝ τα παιδιά μέσα στον ύπνο τους, γείραν απ’ τ’ άλλο τους πλευρό οι τσοπάνοι
σα να τους ανασήκωσε το φως δυο σπιθαμές πάνου απ’ το χώμα
κι ως ξύπνααν βρίσκαν την αγκλίτσα τους νάχει πετάξει κόκκινα μπουμπούκια
βρίσκαν οι γέροι στην καπνοσακκούλα τους τα τρία ψηφία της λευτεριάς χρυσογραμμένα
βρίσκαν τ’ αγόρια μέσα στα τσαρούχια τους τη μυστική γραφή του Παπαφλέσσα
βρίσκανε τα κορίτσια μες στις τσέπες τους αντίς αμύγδαλα μια φούχτα δαγκωμένα βόλια
βρίσκανε στα κρουσταλλιασμένα γένεια του παππού πέντε ξανθά κλωσσόπουλα
βρίσκανε μες στης κότας τη φωλιά ζεστά μεγάλα δίκορκα όνειρα
βρίσκανε πλάι στο χιονισμένο αλέτρι παπαρούνες
κι αφήναν τα μαντριά και τα κοτέτσια τους και βγαίναν στο κλαρί κλεφτόπουλα
καθώς πετιούνται στο δεντρί την Άνοιξη τα φύλλα
ποτάμι-ποταμάκι μέγα ρέμα ο Γοργοπόταμος κι η θάλασσα πίσω απ’ τον Άρη.


VII

ΑΡΗ ΠΑΙΔΙ της Λιάκουρας σπαθί του Γερανοβουνιού κι αητέ της Γκιώνας
εσύ δεν ήξερες μαθές από χαρτιά και μπερδεμένα λόγια
εσύ με το σπαθί σου γύρναγες του κόσμου τις σελίδες
και διάβαζες ολόισια την καρδιά χωρίς πολλά τερτίπια μ’ ένα ΝΑΙ μ’ ένα ΟΧΙ.

Όταν τα σύγνεφα διπλώνονταν στις μάλλινες καπότες τους
κι ο γήλιος κρύβονταν στην τρύπα του σαν τον ασπάλακα
όταν η Ελλάδα χώνονταν μες στο καβούκι της σαν τη χελώνα
και πάνου της χτυπούσε η μπότα του Αλαμάνου
όταν διπλώνονταν στα τέσσερα οι καρδιές και κρύβονταν μέσα στο χώμα
σαν τα παλιά ντουφέκια μη και πέσουνε στου οχτρού τα χέρια.

εκείνο τον καιρό που τα κανόνια του Κολοκοτρώνη σκούριαζαν
κι οι μέρες πάγωναν κι οι νύχτες φούμερναν μισό αποτσίγαρο άστρο
και μες στα χιόνια τα Θεσσαλικά και στα Μακεδονίτικα λαγκάδια σάπιζαν
άλογα πεθαμένα και φαντάροι κι αραβίδες και σπασμένα αμάξια
τα τρόπαια τ’ αλβανικά κι οι παλιές δόξες κι οι παλιές σημαίες

τότες που ο αγκυλωτός σταυρός σκορπιός περπάταγε μέσα σ’ ένα γυμνό κρανίο
και μες στους δρόμους της Αθήνας πέθαιναν αγκαλιασμένοι τα σκυλιά κι οι ανθρώποι
σφίγγοντας μες στα δόντια μια ξερή πορτοκαλόφλουδα
σφίγγοντας την ψυχή τους μες στα μάτια τους σάμπως στεγνό κουκούτσι
κι ο πιο μεγάλος δρόμος της ελπίδας είτανε το κατσαρόλι του συσσίτιου
και το σπαθί το πιο μεγάλο της ψυχής είταν το δάκρυ
τότες που κρέμονταν το λιόγερμα σαν σκοτωμένο κόκκινο άλογο σε μια κατηφοριά της Γκούρας
με το κεφάλι προς τα κάτου και με το αίμα του να πήζει ανάμεσα στα δόντια
κι ούτε ένα σαλιγκάρι να σουρθεί στον τοίχο ούτε φωνή να πει το μίσος

τότες που λίγο-λίγο κάπου-κάπου μια φωτιά τίναζε το σινιάλο της στη νύχτα
και κάπου-κάπου απόμακρος καπνός ανέβαινε απ’ το τζάκι της Ιθάκης
και μυστικά δυο-δυο τρεις-τρεις στα σταυροδρόμια της σκλαβιάς δίναν τον όρκο
και μες στον όρθρο βιαστικοί μαντατοφόροι ξεκινάγαν με το μήνυμα διπλοραμμένο στην καρδιά τους

τότε που η Φιλική Εταιρεία σκυφτή στο μοναστήρι της νυχτιάς κάτου απ’ το τρίφλογο άστρο Κ.Κ.Ε.
αργά ιερά συλλάβιζε το νέο της όνομα πάνου στο αλφαβητάρι του 41
με τρία μονάχα κεφαλαία: ΕΑΜ ‒ με τρεις δαυλούς φερμένους απ’ το Μισολόγγι
κι οι νέοι βουβοί διαβάζανε τη νιότη τους μέσα στο μυριοσέλιδο βιβλίο του Αγώνα
που ’χε νωπές ακόμα πάνου του σταλαματιές απ’ το κερί της Άγιας Λαύρας
που ’χε νωπά τα χνάρια απ’ τα χοντρά μπαρουτοκαπνισμένα δάχτυλα του Παπαφλέσσα

τότες που το χαρτόνι απ’ τη φωτογραφία του Ρήγα τόφτιαχναν χουνί
τα πρωτοξάδερφα του Ρήγα και ξυπνούσε η συνοικία ξεχτένιστη μες στ’ άστρα
κι οι τραυματίες του Αλβανικού σκαρφάλωναν στα δεκανίκια τους με τα κομμένα τους ποδάρια
σα ν’ ανεβαίναν σε ανεμόσκαλες να χτίσουνε τη δόξα
κι έβγαινε ο Μπάυρον μυστικά με τις παρέες των φοιτητών στα μεσονύχτια συνεργεία
κι έγραφε το καινούργιο του τραγούδι στα βουβά ντουβάρια
κι άστραφτε η πολιτεία μες στα χαράματα μ’ ολάνοιχτο το πέτρινο βαγγέλιο της
μ’ ολάνοιχτο τον πληγωμένο κόρφο της στο φως μ’ ολάνοιχτο το στόμα της
να πει το νέο της θούριο ΕΑΜ ΕΑΜ ΕΑΜ στο αυτί του νιόβγαλτου ήλιου
κι έφευγε το μαντάτο στα κρυφά μαλαματένια σύρματα μακριά ως τα πέρατα
και στο σκοινί του ορίζοντα ζυγιάζονταν σε σχήμα ΕΑΜ τρία καινούργια χελιδόνια

τότες ακούστηκε η φωνή σου από το πιο αψηλό κατάρραχο
ο πρώτος κούκος της καινούργιας Άνοιξης ‒ποιος είναι; τι είναι;‒
το πρώτο ντουφεκίδι χελιδόνισμα πρώτο καψούλι στης Αντίστασης το καριοφίλι
κι άστραψες στεριανός Κανάρης μες στις φλόγες βάνοντας μπουρλότο στα καράβια της νυχτιάς
κι άστραψε φλόγα ΕΛΑΣ η πρώτη σου φωνή ‒ποιος είναι; ποιος μας κράζει;‒
κι άκουσαν κάτου τα χωριά κι είπανε «τούτη είναι η φωνή μας»
κι άκουσαν κάτου τα δέντρα κι είπανε: «βγήκε ο ήλιος»
κι άκουσαν οι βουνοκορφές κι είπανε: «τούτος ειν’ ο αητός μας»
κι άκουσε η Ρωμιοσύνη ολάκερη κι είπε: «ο ακριβογιός μου».

κι άκουσαν οι βουνοκορφές κι είπανε: «τούτος ειν’ ο αητός μας»
κι άκουσε η Ρωμιοσύνη ολάκερη κι είπε: «ο ακριβογιός μου»
Σύνθεση - σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 29.V.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)
Από Βασίλης Ρώτας
VIII

ΑΚΟΥΣΑΝ κι έτρεξαν τ’ αψήλου ανασηκώνοντας τα τσίνουρα στον ήλιο
μ’ αξίνες και κασμάδες και ντουφέκια ‒ έι σεις πού πάτε, ωρέ συντέκνοι;
είναι αψηλά πολύ τα στάχυα τ’ ουρανού ‒ έι πού ’ν’ τ’ αστέρια;
πού πάτε με τα ολόχρυσα δρεπάνια, για ποιο θέρο;

Α θα πυργώσουνε τα στάχυα στα γαλάζια αλώνια στις κορφές των Άγραφων ‒
κι εσύ μικρούλη χωριατόπουλο με τη σκισμένη κάπα σου, που πας, τη νύχτα-νύχτα;
πως σου παγαίνει έτσι να περπατάς βιγλάτορας μέσα στ’ αστέρια
με το ’να χέρι στο χαλκό νεφρό με τ’ άλλο πάνου στο ντουφέκι
μικρέ φρουρέ της λευτεριάς που ανηφορίζεις;
κι όταν το χάραμα γλαρώνεις πια κι αφήνεις να γλιστρήσει από την ξεσφιγμένη φούχτα σου
η κούρασή σου σα σταρένιο ξεροκόματο μέσα στον ύπνο
έρχεται Κείνος και σου ρίχνει την τραγόμαλλη καπότα του που αστράφτει απ’ το ψιλό διαμάντι της δροσούλας
και σε σκεπάζει ολάκερον με το βαθύ του χαμόγελο ωσά μ’ ένα χιράμι του χωριού σου
που όλο ευωδάει απ’ τη λεβάντα και το θρούμπι

κι όταν σε πάρει ο ύπνος ο βαθύς με μια κόκκινη τρύπα στο μελίγγι
μ’ ένα κόκκινο αυλάκι στο παιδιάστικο μάγουλο
μ’ ένα λουλούδι φως πηγμένο στο χειλάκι σου,
έρχεται η ίδια η Δόξα και σε παίρνει στα δυο χέρια της
και σε φιλαέι στο κούτελο και σε τυλίγει με μια κόκκινη παντιέρα
κι ίσια σε πάει να σ’ ακουμπήσει απά στα γόνατα της Παναγίας
που στάζουν απ’ τα μάτια της αργά χοντρά τ’ αστέρια
κι ο Καπετάνιος σου πάνου σ’ ένα λιθάρι εκεί στο κορφοβούνι
μαζώνει ολόγυρα τα παλληκάρια του και λέει σφουγγίζοντας τα μάτια του:

«Μην κλαίτε αδέρφια μου τ’ αδέρφι μας που αποκοιμήθη
είταν καλό κι είταν γλυκό κι είταν στο δαχτυλίδι της αντρειάς το πιο χοντρό διαμάντι
δεν του ταιριάζουν του παιδιού μας κλάιματα μονάχα η περηφάνεια
άιντε σκεπάστε το καλά με χώμα μη μου κρυώσει
βάλτε μαζί και το ντουφέκι του μη νιώσει την ορφάνια
βάλτε μαζί και μπόλικο θυμάρι μη μου παραπονευτεί για ξενητειά
και πάνου του φυτεύτε στην καρδιά του μια τριανταφυλλίτσα
κι άιντετε μπρος για το γιουρούσι ‒ δε φελάν τα μοιρολόγια‒
και πάλε ωσά γυρίσουμε το πιο καλό το πιο ακριβό ντουφέκι που κερδέψαμε
στο αγόρι μας ετούτο θα το δώκουμε μην πικραθεί πως είναι ξεχασμένο».

Κι ακούει το κοιμισμένο παλληκάρι και πετάγεται
και ροβολάει στη μάχη πρώτο και καλύτερο:
«Έι Καπετάνιο να με πάλε δίπλα σου
οι αποθαμένοι σ’ ακλουθάνε Καπετάνιο απέθαντοι».


IX

ΤΟΤΕΣ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ μες στα δάσα που πολύ σωπαίναν και πολύ αφουγκράζονταν
απάνου σ’ έναν κέδρινο κορμό κομμένον για τραπέζι
κράταγες μες στη φούχτα σου το απλό καλέμι και μαζί τα τρία τα δάχτυλα της Ρωμιοσύνης
μαθαίνοντάς την σαν παιδί να βάνει πάλι την υπογραφή της: ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΟΣ.

Και δίπλα σου μέσα στο δάσο ένα κουτσούβελο τριζόνι συλλαβή με συλλαβή
διάβαζε κάτου απ’ τ’ άστρα: λευτεριά για θάνατος ‒
έτσι όλο συλλαβή με συλλαβή τριζόνι με τριζόνι κι άστρο με άστρο
μες στο βαθύ ξωκλήσι της Ελλάδας ψαλμουδιές βουή θυμιάματα
και τα ψαλτήρια δέντρα στης νυχτιάς την Άγια Λαύρα
και τ’ αναλόγια καριοφίλια το λιβάνι βόλια.
Δόξα εν Υψίστοις να κι ο Παπαφλέσσας μ’ ανασκουμπωμένα ράσα
να το χρυσό σπαθί του Ωρίωνα στη μέση του Χριστού καταμεσής εκεί στον τρούλλο
να το χρυσόμαλλο τομάρι της Μεγάλης Άρκτου κρεμασμένο στο λιγνόν ώμο τ’ αη-Γιάννη
να κι ο ιερέας ο Άρης στην Ιερή Πύλη του Σύμπαντου
με το χρυσό βαγγέλιο: Λευτεριά για Θάνατος
κι άγγελοι εδώ στη γης με τα ντουφέκια τους
κι άγγελοι στα μπαλκόνια τ’ ουρανού με τα κεριά τους
ένας ουρανός και γης μες στη γιορτή της λευτεριάς και του θανάτου.


Χ

ΚΑΙ ΝΑ Τ’ ΑΨΗΛΟΥ που καλπάζουν καβαλλάρηδες καβάλλα στ’ άτια της ψυχής τους
να τ’ άσπρα αλόγατα που χλιμιντράν καλπάζοντας μέσα στα φώτα
και πίσω ο κουρνιαχτός κι ο γήλιος. γεια σου λεβεντιά
και μπρος τους ο ουρανός κι η δόξα: γεια σου αδέρφι.

Στ’ άλογα, στ’ άλογα, προστάζει ο Άρης την Ελλάδα,
στ’ άλογα εμπρός, στην μπάντα οι κλάψες
στην μπάντα τα ψοφίμια κι οι ραγιάδες κι οι κιοτήδες,
ψηλά-ψηλά στ’ άλογα πάνου, τ’ άλογα πάνου απ’ τα δέντρα.
Ποιος μένει πίσω; Ποιος; Κανείς. Στ’ άλογα στ’ άλογα ‒
Ομέρ Βρυώνη τι τα λες; Κακά μαντάτα βίτσισαν τ’ αυτιά σου.
Ε τι τα λες; Αντρειώθη η αντρειά στου άντρα το μπρούτζινο κλινάρι
το μπρούτζινο σπαθί του της τρυπάει τα σπλάχνα.
Στ’ άλογα στ’ άλογα, προστάζει ο Άρης, λεύτερα βουνά μας,
και να τ’ αψήλου που καλπάζουν καβαλλάρηδες μες στο αίμα και στις φλόγες
κι αστράφτει ο λαός κι αστράφτει η γης κι αστράφτουν τα επουράνια
κι η Λευτεριά μες στους αγρούς που δένει τις πληγές της
και νάτα τα δρεπάνια σταυρωμένα με τις σπάθες
να και τ’ αλέτρια που άλλαξαν με τα ντουφέκια
και να στους κάμπους τους Θεσσαλικούς ο Αρχάγγελος της Πικραμένης
που τ’ άρματά του αποκουμπάει για λίγο στη φτελιά και παίρνει το λαγούτο.

Ω τι ποτάμια πούτρεξαν και πότισαν τα χώματα
ω τι κορμιά σπορά σπαρθήκαν στα φαράγγια
ω τι σοδειά θα βγει να φάει και να χορτάσει η λιμασμένη αγάπη
ω τι τραγούδι θ’ ακουστεί στ’ αυτί τριανταφυλλάκι του μωρού μας
ω τι μπαμπάκι θα φυτρώσει μες στο χιόνι για προικιό της νιότης
τι θ’ αραδιάσουν στα χαρτιά τους οι ρωμιοί τραγουδιστάδες
τι νέα καρδιά βαθειά θ’ ανθίσει στου ντουνιά τα στήθεια
κόκκινη κατακόκκινη καρδιά η καρδιά μας
κόκκινη κατακόκκινη σαν της υγειάς τα μάγουλα
κόκκινη σαν της λευτεριάς τη φλόγα
κόκκινη σαν την περηφάνεια του Άρη
κόκκινη σαν το γέλιο που άστραψε στο πικρό στόμα του κόσμου.

Και τώρα να. Και τώρα να. Και τώρα ‒



ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ

Ποιο να ’ναι τούτο το άγιο λείψανο
που το σέρνουν στο χώμα
που το πατάνε και το φτύνουν
οι πατημένοι κι οι κατάφτυστοι;

Ποια να ’ναι τούτη η άγια κάρα
δεμένη στο Τρικαλινό φανάρι
με την αγαρινή τριχιά την ίδια
πούσυρε και τον Πατριάρχη;

Ποια να ’ναι τούτη η άγια κάρα
που εκεί ψηλά απ’ το φανοστάτη
κοιτάει ψηλά με τα βαθιά της μάτια
πάνου από τα κεφάλια των βουνώνε
πάνου απ’ τα κεραμίδια των αιώνων
ίσια μπροστά κατάματα κοιτάει
τ’ αστέρι της αθανασίας;

Σκίστε μανάδες την ψυχή σας
σκίστε βουνά τον κόρφο σας
μαυροφορέσου Λιάκουρα
ήλιε ρασοφορέσου
βόγγηξε μέσα σύγνεφο της Γκιώνας
σκούξε κατακαημένη Καλαμπάκα
ετούτος είναι ο Άρης Βελουχιώτης
πούτρωγε βόλια για ψωμί
μπαρούτι για προσφάγι
που εκέρνα το αίμα του κρασί
στα χείλια όλου του κόσμου.

Ποιος να το πει πώς να το πει
λεβέντη μας
ποιος να το μολογήσει
και με τι φωνή
ποιο χείλι να λαλήσει
και με τι καρδιά.

Ο Βελουχιώτης ο Άρης
κρέμεται σα ληστής
και κάτου οι Αλαμάνοι
κάτου οι ληστές
και κάτου τα τσακάλια
της προδοσίας
χορεύουν και μεθάνε
με τ’ άγιο το αίμα του.

Και πάνου εκεί στις πέτρες
που το αίμα του έβαψε
πάνου στο κορφοβούνι
της λευτεριάς
μια πέρδικα χλιμμένη
μοιριολογεί
κρατάει ένα κομμάτι
απ’ τ’ άγιο ρούχο του
και βρέχει το με δάκρυα
και το φιλεί
και λέει με μια φωνίτσα
ψιλή φωνή:

«Εφέτος μαραθήκαν
πριχού ν’ ανθίσουνε
τα φύλλα της καρδιάς μας
κι οι νεραντζιές
και του ήλιου το χρυσόμηλο
κει ψηλά
μαράγκιασε και πέφτει
μεσοκαλόκαιρα.

Λιγνέψανε τα ελάτια
κι αρρωστήσανε
λίγνεψε κι η ψυχή μας
πολιογέρασε.

Ένα-ένα πέσαν τ’ άστρα
σα δόντια του άρρωστου
και γριά φαφούτα η νύχτα
στέκει και μας τηρά.

Και μόνο το φεγγάρι
σιγοπερπάτητο
περνάει σαν παλληκάρι
δίχως λαλιά
σα χλωμό παλληκάρι
νυχοπερπατεί
πάνου στον παγωμένο
το Γοργοπόταμο.

Και μελετάει κλαμένα
μια-μια τις χάρες σου
ένα-ένα τα καλά σου
τις αντρειοσύνες σου.

Και κάθε που μιλάει
πέφτει στη γη
σα ρόιδι ραβδισμένο
και μια καρδιά.

Κι ένα χρυσό πουλάκι
απ’ τις ιτιές
ρίχνεται στο ποτάμι
και πνίγεται.

Κι αδειάζει ο τόπος γύρου
κι ουδέ ψυχή
και μένει το φεγγάρι
το καταμόναχο.

Και μένει το φεγγάρι
το ερημικό
σα χλωμό παλληκάρι
αργό κι αχνό,

Που ’χασε την αγάπη
μέσα στην Άνοιξη
και πορπατεί χλιμμένο
στο Γοργοπόταμο.

Και κατιτίς στα χέρια
κρυφοκρατεί
σαν ίσκιο που σπιθίζει
σα συλλογή.

Κι ο ίσκιος που σπιθίζει
είν’ το ντουφέκι σου
και μια το δακρυοβρέχει
μια του λαλεί:

«Εκείνος που πεθαίνει
»για τη Λευτεριά
»ποτές του δε βουλιάζει
»στη λησμονιά».

Κι η πέρδικα η χλιμμένη
που μοιριολόγαγε
τα μάτια της σκουπίζει
κι ανασηκώνεται.
Κι η Ελλάδα η πικραμένη
κι η μοναχή
την πουκαμίσα του Άρη
παίρνει μαντίλι της
και χόπλα πρώτη-πρώτη
μες στο χορό
όπως στον ήλιο πρώτη
και στην ψυχή.

Χόπλα λεβέντες άιντε
ζήτω η λευτεριά
χόπλες τα νιάτα ζήτω
κι ο Καπετάνιος μας.
Χόπλες τα νιάτα ζήτω
με μια ψυχή
εμείς να τόνε σύρουμε
το χορό.
Εμείς οι πικραμένοι
κι οι κακορίζικοι
πρώτοι να τόνε σύρουμε
το χορό
κρατώντας απ’ το χέρι
τη λευτεριά
μέσα στην Οικουμένη
μέσα στα Σύμπαντα.



ΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ


Ι

ΑΡΗ ΜΕΘΑΥΡΙΟ σα λουφάξουν τα τσακάλια με μια πέτρα σφηνωμένη στα δόντια τους
και μπει το φως μέσα στο δίκιο του έτσι που μπαίνει το σπαθί στη θήκη του
και τ’ άρματά σου πάρουνε τη θέση τους πάνου στης ιστορίας το τζάκι

τότες θα πάρει κι ο λαός μας μες στα χέρια του την άγια κάρα σου
και θα κινήσει η λιτανεία στους φωτισμένους δρόμους
κάτου απ’ τον άγιο φανοστάτη των Τρικάλων
δίπλα στου Γοργοπόταμου τις νιολουσμένες πικροδάφνες
κι έτσι θα φεύγουν με σημαίες μέσα στον ήλιο.

Κι έτσι θα τρέχουνε οι λαοί στους ματοποτισμένους αγρούς μας
κάθε που θα ζητάνε απ’ το Θεό της Λευτεριάς
να στείλει τη βροχή αδερφή σου να ποτίσει
το σπόρο που κοιμάται στα χωράφια της ψυχής
κάθε που θα ζητάνε νάβγει ο ήλιος ο αδερφός σου τα χρυσά χαράματα
με τ’ ολοκόκκινο φιλί του να μεστώσει τα ροδάκινα όνειρά μας.

Α τότες Άρη που θα στρέψει ο μόχτος του ντουνιά
χαρούμενο ποτάμι απάνου στης αγάπης τη μυλόπετρα
θα ξαναπούμε τ’ όνομά Σου σα να λέμε ακέριο τον αγώνα
όπως μια κερασιά ανθισμένη λέει ολόκληρη την Άνοιξη
όπως το δάκρυ λέει ολάκερο τον πόνο
όπως το πρώτο αστέρι λέει ολάκερη τη νύχτα του καλοκαιριού
κι όπως η Λευτεριά λέει τον κόσμο ακέριο.


ΙΙ

Α ΕΣΥ ΨΙΛΗ βροχούλα του Μαρτιού, του Μάη χοντρό γελούμενο χαλάζι
πώς φέγγουνε τα μάτια Του σε κάθε στάλα πίσω από τα φύλλα
πώς μας κοιτάει κάτου απ’ τον πλάτανο ο ίσκιος του ο διωματάρης.

Αύριο μεθαύριο δεν μπορεί θα φτάσει τούτη η μέρα
και θα φουσκώσει ο σπόρος του ήλιου σου βαθιά-βαθιά μέσα στα στήθεια
όπως φουσκώνει το προζύμι το σταρένιο μας ζυμάρι στη βαθειά τη σκάφη
και ξεχειλάει απ’ τ’ χρωματιστά πεσκίρια η νιότη των αγρών σαν το βυζί της κόρης απ’ το μπούστο
κι αστράφτει ο φούρνος και μοσκοβολάει η αυλή της Ήπειρος καμένη αφάνα λεβεντιά και θρούμπι
και ξεφουρνίζουν τα χοντρά ζεστά ψωμιά που ανοίγουνε την όρεξη του κόσμου
για φαΐ για φως και για δουλειά για τα μεγάλα τα έργα.

Α τότες πως θα πλημμυρίσει με πλατειές σταλαματιές χαράς ο γυμνός κόρφος
έτσι που σπάει ένα σύγνεφο μαρτιάτικο στη μύτη του κυπαρισσιού το ρόιδι του
κι οι κότες παίρνουνε στη μύτη τους απόνα γυάλινο κουκκί και νάτες
να πορπατάνε κάτου απ’ τη συκιά μ’ ένα μπαλάκι φως μες στην καρδιά τους.

Και τότες τι όνειρα θα σε κρατούν στον κόρφο τους μέσα στον ήλιο
ποιο αγουροξύπνητο αγεράκι θ’ ανεμίζει τα ξεφτέρουγα και τα μαλλιά σου.

Και πάνου εκεί στα κατακόκκινα κεραμίδια της Άνοιξης
διακάκι του Μαγιού το χελιδόνι μας θα σε βλογάει
μέσα στο φως των κίτρινων σταχυών μες στου αμπελιού τα νιάτα.

Κι ο πλάτανος λεβεντοπλάτανος, με τα σουσούμια της γενιάς σου,
θα ζώνεται διπλές τριπλές ζυγές τα πράσινα γαλήνια φυσεκλίκια
και μες στον κάμπο τρίζωστος απ’ τα ποτάμια της ειρήνης
θα στήνει ασάλευτο τον ίσκιο του να ξαποστάσεις.


ΙΙΙ

ΕΪ ΤΟΤΕΣ ΑΡΗ τ’ όνομά σου ποιος θα το ξεχάσει
γραμμένο πάνου σ’ όλα μας τ’ αλέτρια
απάνου σ’ όλα τα σφυριά και σ’ όλα τα δρεπάνια
απάνου σ’ όλες τις καρδιές σ’ όλα τα χείλη
απάνου στ’ αναγνωμαστάρι της καλής γριούλας
που στ’ ανοιχτό κατώφλι του καλοκαιριού σκυμμένη
φορώντας δυο μικρούς ήλιους για ματογυάλια της
θα συλλαβίζει κλαίγοντας, λεβέντη μας,
τον τίτλο τούτο γράμμα-γράμμα που ’γραψες με το σπαθί σου
απάνου-απάνου στο τραγούδι της χαράς όλου του κόσμου:
                             Λευτεριά για Θάνατος.

Και τότες Άρη όπως και τώρα ο ίσκιος σου
θα πέφτει το βραδάκι στο τραπέζι του δείπνου μας
και θα σπιθίζει κόκκινες φωτιές μες στα ποτήρια του κρασιού μας.

Τη νύχτα πάνου στην ταράτσα εκεί της Ρούμελης
θα σου κρατάμε πάντοτες το κέδρινο σκαμνί σου
θα σου κρατάμε απείραχτη τη θέση σου στην Άνοιξη
το ξύλινο κουτάλι σου και το παγούρι
θα σου φυλάμε και το πρώτο αχλάδι του καλοκαιριού
τον πρώτο γρύλλο στη γωνιά της θύμησης
και το πιο φρέσκο απ’ τα τσαμπιά των άστρων.

Και στο καρφί της μέσα πόρτας κρεμασμένη πάντοτες
θα καρτεράει η αντάρτισσα φλοκάτα σου
συλλογισμένη μες στο νύχτιο αγιάζι
και πάντοτες απάνου εδώ στης Λευτεριάς τα γόνατα
ο μαύρος σκούφος σου θα στέκει αητός της Γκιώνας.

Και πάντα ο όρκος του λαού μας για το φως
για το ψωμί για το κρασί για την αγάπη
και για το δίκιο θα ’ναι (μα τη Λευτεριά στο λέω)
‒ναι, μα τον Άρη, σου το λέω, της λευτεριάς πρωτοχελίδονο‒
όρκος του λαού μας θα ’ναι ‒μα τον Άρη‒ : Ο ΑΡΗΣ.

                                                                         ΑΘΗΝΑ, Ιούλιος 1945


Γιάννης Ρίτσος: 1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.V.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Π  Ο  Ι  Η  Μ  Α  Τ  Α
ΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΙΚΑ
ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΚΕΔΡΟΣ, 1987 (σελ. 139-161)

2 σχόλια:

  1. Προβάλλουμε και από την πλευρά μας το αξιόλογο θέμα σου στη στήλη «ΕΜΦΑΣΗ» του blog «Ευρυτάνας ιχνηλάτης». Η συγκεκριμένη στήλη (σ.σ. είναι αυτή με το σκίτσο που αναπαριστά ένα πιτσιρίκο που μοιράζει εφημερίδες!) βρίσκεται στην κάθετη πλαϊνή μπάρα του ιστολογίου μας και η προβολή γίνεται με απευθείας παραπομπή στο δικό σου ιστότοπο. Καλή συνέχεια…

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.