Αυτοπροσωπογραφία, παστέλ σε χαρτόνι, Τσάνγκιρι, 1940 22 x 34 εκατοστά |
Μεταφράσεις, σημειώσεις, λοιπά, μεταγραφή ποιημάτων, επιμέλεια αφιερώματος: Μπάμπης Ζαφειράτος - Μποτίλια Στον Άνεμο
*
Ν Α Ζ Ι Μ ΧΙ Κ Μ Ε Τ
«Ο κομμουνισμός είναι η νειότη του κόσμου
προετοιμάζει τις αυριανές μέρες που τραγουδούν».
Γκαμπριέλ Περί
ΚΥΡΙΑΚΗ
(Απόδοση: Γιάννης Ρίτσος)
Σήμερα ημέρα Κυριακή.
Και σήμερα πρώτη φορά
μ’ αφήκαν να ’βγω στη λιακάδα
κι εγώ
πρώτη φορά στη ζωή μου
κοίταξα, ασάλευτος τον ουρανό.
Πόσο μακριά από μένανε είναι
πόσο γαλάζιος είναι
πόσο απέραντος.
Κάθουμαι καταγής
γιομάτος σεβασμό
τη ράχη μου στον άσπρο τοίχο αποκουμπώντας.
Όχι δεν είναι τούτη τη στιγμή
για να ριχτώ στα κύματα.
Όχι ο αγώνας τούτη τη στιγμή
Ούτε κι η λευτεριά κι ούτε η γυναίκα.
Η γης, ο ήλιος κι η αφεντιά μου.
Είμαι ένας άνθρωπος ευτυχισμένος.
1938
Φυλακές Τσάνγκιρι,1940, παστέλ σε χαρτόνι, 19 x 37 εκ |
*
Μεταφράσεις, σημειώσεις, λοιπά, μεταγραφή ποιημάτων, επιμέλεια αφιερώματος: Μπ. Ζ.
*
Στη Σκιά Του Χρόνου
(Gölgede Kalan Yıllar)
(Gölgede Kalan Yıllar)
Αναμνήσεις από τον Μεμέτ Φουάτ, προγονό του Ναζίμ Χικμέτ.
(Μετάφραση από το αγγλικό, Μπάμπης Ζαφειράτος - Μποτίλια Στον Άνεμο)
(Μετάφραση από το αγγλικό, Μπάμπης Ζαφειράτος - Μποτίλια Στον Άνεμο)
Ο Ναζίμ πρέπει να κληρονόμησε την αγάπη για τη ζωγραφική από τη μητέρα του.
Για την Τζελιλέ, η ζωγραφική δεν ήταν απλή ενασχόληση μιας πλούσιας γυναίκας που πλήττει, αλλά πάθος. Ήταν αυτό που την έκανε να εγκαταλείψει το σπίτι της και όλα τα υπάρχοντά της, και να πάει στο Παρίσι για σπουδές ζωγραφικής.
Την εποχή που ζούσαμε στο Καντίκιοϊ, ο Ναζίμ, η μητέρα μου κι εγώ την επισκεπτόμαστε σποραδικά. Τα δωμάτια ήταν γεμάτα από τα έργα της. Το σπίτι της ήταν ακριβώς όπως το σπίτι ενός ζωγράφου. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν σκεφτόταν τίποτα πέρα από τη ζωγραφική.
Ζούσε μόνη, αλλά ήταν πάντα καλοντυμένη. Τη θυμάται κανείς σαν ένα άτομο παθιασμένο με την ομορφιά.
Ο Ναζίμ, βρίσκοντας υπερβολικό το βάψιμό της, εκνευριζόταν και της έλεγε «Φεύγω τώρα αμέσως, αν δεν καθαρίσεις το πρόσωπό σου» και κατευθυνόταν προς την πόρτα.
Όταν η Τζελιλέ άρχιζε να βγάζει το μακιγιάζ, η μητέρα μου του ψιθύριζε, «Ναζίμ, γιατί πρέπει να το κάνεις αυτό; γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις ότι βάφει το πρόσωπό της με τον τρόπο που χρωματίζει έναν πίνακα!»
Παρακολουθούσα κι αναρωτιόμουν πού θα οδηγούσε όλη αυτή η κατάσταση...
Η μητέρα της Πιραγιέ, Νουραγιάτ Χανίμ, χρωματιστό μολύβι σε χαρτί, 15 x 20 εκ |
Για πρώτη φορά είδα τον Ναζίμ να ζωγραφίζει στα χρόνια που ζήσαμε στο αρχοντικό του Μιτχάτ Πασά. Αλλά αυτά τα έργα δεν ήταν ελαιογραφίες ή κραγιόνια. Με κάρβουνο ή μαλακό μολύβι, δεν είμαι σίγουρος τι απ’ τα δυο, σκιτσάριζε τα προφίλ όλων όσων έμεναν στο σπίτι. Σαν εκείνους τους πλανόδιους καλλιτέχνες που σου κάνουν το πορτραίτο με κάποιο μικρό αντίτιμο.
Μια μέρα είχε φτιάξει μια γρήγορη αυτοπροσωπογραφία και την έβαλε στο σαλόνι, στο σχεδιαστήριο του Αντνάν, μπροστά στο τζάκι. Η ομοιότητα ήταν καταπληκτική.
Ως συνήθως, ο Βεδάτ Μπασάρ έβλεπε μόνο την πρακτική πλευρά. «Ο Ναζίμ, ποτέ δεν θα λιμοκτονήσει», είπε στον Ναζίμ, υπολογίζοντας πόσο θα ’πιανε σε μια σχετική έκθεση.
Πίστευα πως αυτά τα σκίτσα είχαν χαθεί. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ήμουν στα γραφεία των Εκδόσεων Αδάμ, στο Μασλάκ, ο γιος τού Ρασίχ Νουρί Ιλερί, ο Σουπί Νουρί Ιλερί, ο οποίος εργαζόταν για την Εγκυκλοπαίδεια ΑναΜπριτάνικα, μου έδειξε δυο πορτρέτα του Ναζίμ. «Τα βρήκε ο πατέρας μου σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο και τα αγόρασε», μου είπε. «Ήθελα να σου τα δείξω». Ήταν τα πορτρέτα του Βεδάτ Μπασάρ και της θείας μου της Λεμάν. Ξαφνιάστηκα. Πώς είχαν καταλήξει άραγε σε έναν παλαιοπώλη;
Ο Βεδάτ Μπασάρ ήταν ο σύζυγος της Φιφής, της θείας μου της Φαχαμέτ. Η θεία Λεμάν ήταν πολύ καλή φίλη της Φιφής, γι’ αυτό την έλεγα κι αυτή «θεία». Όταν ζούσαμε στο διαμέρισμα στο Καντίκιοϊ, έμενε μαζί μας. Κι όταν ζούσαμε στο αρχοντικό του Μιτχάτ Πασά, ερχόταν συχνά εκεί και περνούσε μαζί μας τα βράδια.
Ποιος ξέρει πού να έχουν καταλήξει οι υπόλοιποι! Η γιαγιά μου, η Φιφή, η μητέρα μου, η θεία Σέλμα, ο Αντνάν, εγώ, κι όσοι βρίσκονταν εκεί, όλοι είχαμε σκιτσαριστεί από τον Ναζίμ.
Απ’ όσο θυμάμαι, αυτή είναι και η μόνη μέρα που είχα δει τον Ναζίμ να σκιτσάρει.
Κι έπειτα, ήταν και τα σκίτσα που έκανε στα βιβλία καθώς τα διάβαζε. Σε γενικές γραμμές, αυτά ήταν σκίτσα πλοίων, πανιά πλοίων, χέρια, μάτια, άγρια πρόσωπα.
Το πάθος του για τη ζωγραφική ήρθε στο προσκήνιο για πρώτη φορά στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, με αποκορύφωμα τα σχέδιά του στις φυλακές Τσάνγκιρι. Λάδια, γκουάς, παστέλ, κάρβουνα. Σκηνές από το εσωτερικό της φυλακής, πορτραίτα κρατουμένων, της Πιραγιέ, και αυτοπροσωπογραφίες. Συνέχισε να ζωγραφίζει με αυξανόμενη ένταση στις φυλακές της Προύσας.
Πιστεύω ότι βρήκε μια δραστηριότητα να τον αποσπά.
Υπήρχαν φορές που δήλωνε: «Αυτές τις μέρες δεν θα κάνω τίποτα άλλο εκτός απ’ το να ζωγραφίζω»· και το εννοούσε.
Λέγεται ότι σταμάτησε να ζωγραφίζει όταν ανακάλυψε το ταλέντο του Μπαλαμπάν και του χάρισε όλα του τα σύνεργα της ζωγραφικής.
Όμως κάποτε, όταν είχα πάει να τον δω κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας του, στη φυλακή Πασακαπισί, στο Σκούταρι, μου εξέφρασε τη χαρά που ένιωθε, αφού ήταν σε θέση να μου συστήσει τον ομότεχνό του Μεμέτ Αλί Aϊμπάρ, λέγοντας: «Ζωγραφίζουμε παρέα· αυτός είναι καλύτερος από μένα».
Δεν ξέρω αν εξακολούθησε να ζωγραφίζει στην Τουρκία ή στη Σοβιετική Ένωση, μετά την αποφυλάκισή του.
Μετάφραση από αγγλικό κείμενο: Μπάμπης Ζαφειράτος
Memet Fuat Bengü ( 16 Φεβ 1926 Erenköy , Κωνσταντινούπολη - 19 Δεκέμβρη του 2002 , Κωνσταντινούπολη): Προγονός του Χικμέτ, γιος της Piraye Altınoğlu, τρίτης γυναίκας του ποιητή (είχε κάνει δυο ακόμα σύντομους γάμους στη Σοβιετική Ενωση) και αδελφός του Adnan. Κριτικός, εκδότης, προπονητής βόλεϋ, παιδαγωγός.
Celile Hanim: Η μητέρα του ποιητή, κόρη του Ενβέρ Πασά, γλωσσολόγου και εκπαιδευτικού, μιλούσε γαλλικά, έπαιζε πιάνο και ζωγράφισε σαν φτασμένη ζωγράφος.
Mithat Paşa: Στενός φίλος του παππού (από τον πατέρα του ποιητή) Ναζίμ Πασά.
Rasih Nuri İleri: Εξέχουσα φυσιογνωμία του κομμουνιστικού κινήματος της Τουρκίας, πέθανε στα 94 χρόνια του το 2014.
AnaBritannica: Η γνωστή μας Μπριτάνικα, από τις τουρκικές Εκδόσεις Ana.
Fahamet (Fifi): Αδελφή της Πιραγιέ
Balaban: Πρόκειται για τον συγκρατούμενό του τότε, διάσημο πλέον, Τούρκο ζωγράφο Ιμπραήμ Μπαλαμπάν. (Μπαλαμπάν από Μποτίλια)
Αυτοπροσωπογραφία, Κωνσταντινούπολη, 1940, παστέλ σε χαρτόνι, 22 x 33 εκ |
Αυτοπροσωπογραφία, Λάδι σε μουσαμά, 18 x 22 εκ |
*
ο δωδέκατος χρόνος.
Η καρδιά ξεχείλισε τώρα.
Εσένα μελετάω την Ιστανμπούλ θυμάμαι
Την Ιστανμπούλ μελετάω εσένανε θυμάμαι.
Είσαι όμορφη τόσο όσο κι η πόλη μου
η πόλη μου που κλαίει κι αυτή μαζί σου.
Τίποτ’ άλλο, γυναίκα μου. Κι αν το θέλεις μην απαντάς.
Ο άντρας σου
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος - Μποτίλια Στον Άνεμο)
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος - Μποτίλια Στον Άνεμο)
Αυτοπροσωπογραφία, Κωνσταντινούπολη, 1939, παστέλ σε χαρτί, 30 x 38 εκ |
*
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(1942-1946)
IV
[...]
Όμως φυλάξου
φυλάξου μη μου πεις «έλα σιμά μου»
μου φαίνεται πως αν το χέρι σου άγγιζε το χέρι μου
θα σωριαζόμουνα νεκρός στο τσιμεντένιο πάτωμα.
θα σωριαζόμουνα νεκρός στο τσιμεντένιο πάτωμα.
II
Σκάλισα τ’ όνομά σου με το νύχι μου
πάνω στου ρολογιού μου το λουράκι.
Το ξέρεις πως εδώ που βρίσκουμαι μήτε ένα φιλντισένιο σουγιαδάκι δεν υπάρχει
«Απαγορεύεται να φέρεις κοφτερά αντικείμενα»
Μήτε ένα ελάτι που το μέτωπό του να περνάει στον ουρανό.
Θα υπάρχει βέβαια κάποιο μικρό δεντράκι στην αυλή
μα απαγορεύεται να ’χεις τα σύγνεφα από πάνω απ’ το κεφάλι σου...
Πόσοι είμαστε πού μένουμε δω μέσα
Μήτε που ξέρω
Είμαι μονάχος μου μακριά τους
Κι αυτοί μαζί, μακριά από μένα.
Μονάχα με τον εαυτό μου μου επιτρέπουν να μιλάω
Κι αυτό κάνω.
Μα έτσι τα λόγια μου μου φαίνουνται σαν άνοστα
Και τραγουδάω, καλή μου.
Και, κοίτα, να, η φωνή μου τούτη που την ξέρεις
τούτη η αγροίκα και παράτονη φωνή μου
τόσο βαθιά μου αντιλαλεί
που την καρδιά μου σκίζει.
Κι ως το μικρό ορφανό που λεν κάτι δακρύβρεχτες ιστοριούλες
πού περπατάει ξυπόλυτο στις χιονισμένες στράτες
έτσι η καρδιά μου λαχταράει να κλάψει
σκουπίζοντας τα γαλάζια της μάτια και τη μικρή της μύτη.
Να κλάψει...
όχι για να σταθεί στο δρόμο
ο καβαλάρης με το ολόχρυσοάλογό του
Να κλάψει
όχι καθόλου για να μην ακούει το κράξιμο
των μαύρων πεινασμένων όρνιων
Να κλάψει, τρεμουλιάζοντας μέσα στον άνεμο
Να κλάψει, δίχως τίποτα να περιμένει από κανέναν
Να κλάψει καταμόναχη για τον εαυτό της.
Και να πεις πώς δε ντρέπουμαι
για την κατάντια της καρδιάς μου
Να πεις δεν κοκκινίζω να τη βλέπω
με το φτωχό κεφάλι της γερμένο
ν’ αποτραβιέται μέσα της
και να ’ναι τόσο αδύναμη
τόσο ακατάδεχτη
και τόσο άπλα ανθρώπινη.
Ίσως και να περνάω μια κρίση
Ίσως να υπάρχουν
αιτίες ψυχολογικές, φυσιολογικές, κ.τ.λ.
Ίσως και να ’ναι απ’ αφορμή
τούτα τα δυο τα καγκελόφραχτα παράθυρα
τούτη τη σόμπα, τούτη την πήλινη στάμνα
τούτα τα τέσσερα ντουβάρια
που δε μ’ αφήνουνε ν’ ακούσω εδώ και μήνες
άλλες ανθρώπινες φωνές εξόν απ’ τη δική μου.
[…]
Πέντε η ώρα, απόγευμα, πολυαγαπημένη μου.
Έξω,
Με τη δίψα της, με το παράξενο μουρμουρητό της, με τη χωματένια στέγη της
με το άλογό της το λιγνό και το σακάτικο
που μένει ασάλευτο καταμεσής στην απεραντοσύνη
Έξω
μ’ όλα τα σύνεργά της, μ’ όλες τις παλιατσαρίες της
με κάθε τι που τέλος πάντων χρειάζεται
για να τρελάνει κάποιον άνθρωπο που μένει μέσα
Έξω
μες στ’ άδεντρο διάστημα ολοπόρφυρη
μια βραδιά στέπας κατεβαίνει.
Σε λίγο θα νυχτώσει μονομιάς
Τ’ άλογο τ’ αχαμνό ένα φέγγος θα το τριγυρίσει
Και τούτη η φύση η ανέλπιδη
που ’ναι ’δω χάμου πλαγιασμένη σα νεκρός με τραχύ πρόσωπο
άξαφνα θα γιομίσει μ’ άστρα το άδεντρο κενό της
Και τούτο θα ’ναι το συνηθισμένο τέλος
Όλα θα ’ναι έτοιμα και πάλι δηλαδή
όλα θα ’ναι στη θέση τους, πανέτοιμα
για μια πολυτελή και πάλι νοσταλγία.
[…]
Αυτά είναι τα πρώτα λόγια ένός γράμματος που έστειλε στην Πιραγιέ από τις Φυλακές τις Άγκυρας, στις 24 Μαΐου του 1938.
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος - Μποτίλια Στον Άνεμο)
*
Το ρολόι μου έσπασε. Έτσι, έβγαλα το μηχανισμό και το ’κανα κορνίζα για τις φωτογραφίες σας. Τώρα δεν νοιάζομαι άλλο για την ώρα, αφού έτσι κι αλλιώς να χάνω άρχισα την αίσθηση του χρόνου. Την ώρα δεν κοιτάζω πια, μόνο το μικροσκοπικό πορτρέτο σου στο χέρι μου κοιτάζω.
Αυτά είναι τα πρώτα λόγια ένός γράμματος που έστειλε στην Πιραγιέ από τις Φυλακές τις Άγκυρας, στις 24 Μαΐου του 1938.
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος - Μποτίλια Στον Άνεμο)
*
Φυλακές Τσάνγκιρι,1940. Άποψη της αυλής από τα εργαστήρια, για ξυλουργούς, γανωματήδες, ράφτες κλπ |
X
Μέσα σ’ αυτή τη νύχτα τη χινοπωριάτικη
Ολόγιομος είμαι απ’ τα λόγια σου,
Λόγια αιώνια σαν το χρόνο, σαν την ύλη
Λόγια βαριά σαν το χέρι
Λόγια σπιθοβόλα σαν τ’ άστρα.
Απ’ την καρδιά σου, απ’ το μυαλό σου, απ’ τη σάρκα σου
Τα λόγια σου με φτάνουν
Τα λόγια σου κατάφορτα από σένα,
Τα λόγια σου, μητέρα,
Τα λόγια σου, γυναίκα,
Τα λόγια σου, φίλη.
Ήταν θλιμένα, ήταν πικρά
Ήταν χαρούμενα, κατάφορτα από ελπίδα,
Ήταν γενναία και ηρωικά
Τα λόγια σου ήταν άνθρωποι.
XII
[...]
Απερίγραπτη λένε η φτώχεια της Ιστανμπούλ
Η πείνα θερίζει τους ανθρώπους λένε.
[...]
Άσκημα νέα για την πολιτεία μου
Την πολιτεία των τίμιων, των εργατικών και των φτωχών ανθρώπων
[...]
Την πολιτεία που ’χω στην καρδιά μου σαν ένα μαχαίρι
Σαν την εικόνα σου μέσα στα μάτια μου.
Απερίγραπτη λένε η φτώχεια της Ιστανμπούλ
Η πείνα θερίζει τους ανθρώπους λένε.
[...]
Άσκημα νέα για την πολιτεία μου
Την πολιτεία των τίμιων, των εργατικών και των φτωχών ανθρώπων
[...]
Την πολιτεία που ’χω στην καρδιά μου σαν ένα μαχαίρι
Σαν την εικόνα σου μέσα στα μάτια μου.
Πιραγιέ, Τσάνγκιρι, 1940, παστέλ σε χαρτί, 25 x 25 εκ |
XIII
[...]
Κι εγώ γεμάτος απ’ την απουσία σου
φορτωμένος με την ανυπομονησία μεγάλων ταξιδιών
Κι εγώ γεμάτος απ’ την απουσία σου
φορτωμένος με την ανυπομονησία μεγάλων ταξιδιών
περιμένω σαν αγκυροβολημένο φορτηγό μέσα στην Προύσα.
Πιραγιέ, Τσάνγκιρι, 1940, παστέλ σε χαρτί, 11 x 16 εκ |
XIX
[...]
Και συ απ’ το βάθος των χρυσών ματιών σου θα χαμογελάσεις.
Βρισκόμαστε όπου βρίσκεται κι ο κόσμος μας.
Και συ απ’ το βάθος των χρυσών ματιών σου θα χαμογελάσεις.
Βρισκόμαστε όπου βρίσκεται κι ο κόσμος μας.
«Παιδί μου με τα χρυσά μάτια», Τσάνγκιρι, 1940, παστέλ σε χαρτί, 15 x 16 εκ |
XXI
Αχ, τι να κάνει τώρα
Ναι, τώρα, τούτη τη στιγμή;
Είναι στο σπίτι; Είναι στο δρόμο;
Στη δουλειά τάχα; πλαγιασμένη; τάχα ορθή;
Ίσως ανασηκώνει το ’να χέρι της.
Ω εσύ τριαντάφυλλό μου
Πώς τούτη η κίνηση γυμνώνει ξαφνικά
Τον άσπρο και καμπύλο καρπό του χεριού σου!
Αχ, τι να κάνει τώρα;
Ναι, τώρα, τούτη τη στιγμή;
Μια μικρή γάτα εκεί στα γόνατά της
Τη χαϊδεύει.
Ή και μπορεί να περπατάει
Να ’το το πόδι της που προχωρεί.
Τα πόδια σου, ώ, τα λατρεμένα πόδια σου
Τα πόδια σου που σεργιανάν μες στην ψυχή μου
Τα πόδια σου που μου φωτάν τις μαύρες μέρες μου.
Ποιόν σκέφτεται;
Εμένανε; ή... ποιος ξέρει, τα φασόλια
που δε λένε να βράσουν;
Ή μήπως τάχα αναρωτιέται
Γιατί τόσοι άνθρωποι στη γη
Τόσο πολύ δυστυχισμένοι να ’ναι.
Αχ, τι να κάνει, τι να κάνει τώρα,
ετούτη τη στιγμή;
XVIII
[...]
Κι εμείς θα περάσουμε ακόμη ένα χειμώνα
ζεσταίνοντας τα χέρια μας στη φωτιά της μεγάλης οργής μας
και της άγιας ελπίδας μας.
Κι εμείς θα περάσουμε ακόμη ένα χειμώνα
ζεσταίνοντας τα χέρια μας στη φωτιά της μεγάλης οργής μας
και της άγιας ελπίδας μας.
Κουτί από ξύλο καρυδιάς με καθρεφτάκι. 28 x 12 x 7 εκ |
Για την Πιραγιέ |
XXII
Τι όμορφο που ’ναι να σε συλλογιέμαι
Μες από τους θορύβους του θανάτου και της νίκης
Να συλλογιέμαι εσένανε μες απ’ τη φυλακή
Κι έχοντας περασμένα τα σαράντα.
Τι όμορφο που ’ναι να σε συλλογιέμαι.
Να το ’να χέρι σου σ’ ένα ύφασμα γαλάζιο ξεχασμένο
Και να μες στα μαλλιά σου
Η ραθυμιά η περήφανη της Ιστανμπούλ της γης μου
Σαν ένας άλλος άνθρωπος μέσα σε μένα
Είναι η ευτυχία να σ’ αγαπώ.
Τι όμορφο που ’ναι να σε συλλογιέμαι
Να γράφω όλο για σένα
Να σε κοιτάζω πλαγιασμένος έτσι ανάσκελα
Μες στο κελί μου
Μια λέξη που ’χες πει την τάδε μέρα
Στο τάδε μέρος, όχι η λέξη η ίδια
Μα αυτός ο τρόπος που είχε, μέσα της να κλείνει όλο τον κόσμο.
Τι όμορφο που ’ναι να σε συλλογιέμαι
Για σένα θα σκαλίσω ακόμη τόσα πράματα
Θα φτιάξω ένα μικρό κουτί, ένα δαχτυλίδι
Θα υφάνω τρεις οργιές μετάξι
Και ξαφνικά
Πετιέμαι ορθός
Τρέχοντας να χουφτώσω του παραθυριού τα κάγκελα
Και να φωνάξω στο γαλάζιον ουρανό της λευτεριάς
Όλα μου τα τραγούδια που ’γραψα για σένα.
Τι όμορφο που ’ναι να σε συλλογιέμαι
Μες από τους θορύβους του θανάτου και της νίκης
Να συλλογιέμαι εσένανε μες απ’ τη φυλακή
Κι έχοντας περασμένα τα σαράντα.
1942 ‒ 1946
ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΡΑΓΙΕ
XX
[...]
Κι αχ ό,τι πιο όμορφο θα ’θελα να σου πω
Δε στο ’πα ακόμα.
Κι αχ ό,τι πιο όμορφο θα ’θελα να σου πω
Δε στο ’πα ακόμα.
Σημειωματάριο Σελίδες από το ποιητικό βιβλίο που ετοίμαζε ο Ναζίμ Χικμέτ για την Πιραγιέ, δώρο του στο Μπαϊράμ του 1940. 9,8 x 15,5 εκ |
Αυτή τη ζωή [...]
Αν του ήταν να την ξαναζήσει,
Τον ίδιο δρόμο θα ξανάκανε
Για να τελειώσει, αν χρειαζόταν, στο ίδιο σημείο
Ναζίμ Χικμέτ (Γκαμπριέλ Περί)
*
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΣΗ
ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ, 1970 (σελ. 44 η Κυριακή και σελ.54-66 οι Επιστολές)
Από την ίδια έκδοση το αρχικό και το καταληκτικό μότο για τον
Γκαμπριέλ Περί
(Απόσπασμα από ένα επικό ποίημα για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο)
Γκαμπριέλ Περί
(Απόσπασμα από ένα επικό ποίημα για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο)
__________________________
Βασική πηγή από
Βασική πηγή από
*
Μεταφράσεις, σημειώσεις, λοιπά, μεταγραφή ποιημάτων, επιμέλεια αφιερώματος: Μπ.Ζ.
Aπό Μποτίλια:
Ναζίμ Χικμέτ: Κάποιος έπρεπε να πει «καλημέρα» κι είπε «κόκκινο» ‒ Γιάννης Ρίτσος: Χαιρετισμός στον Αθάνατο σύντροφο και παρατηρήσεις στο έργο του (Φωτό - Σχέδια)
Σύντομο βιογραφικό του Χικμέτ
Περισσότερα
Χικμέτ (12)
_____________________________
Ναζίμ Χικμέτ 15 Ιανουαρίου 1902, Θεσσαλονίκη - 3 Ιουνίου 1963, Μόσχα Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 5.V.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.) |
***
Έξοχη συλλογή και ανθολογία!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλη δυναμη, φίλε.
Να είσαι καλά, red
ΔιαγραφήΑπό τις μεγάλες αγάπες μου ο Ναζίμ
Καλή συνέχεια
Και συγγνώμη για την καθυστέρηση
Βρίσκομαι εκτός δικτύου, τόπου και χρόνου