Δεκέμβρης 1944 (17)

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Αιμίλιος Βεάκης: Σιωπή κι αστροπελέκι

Αιμίλιος Βεάκης (Πειραιάς, 13 Δεκεμβρίου 1884 – Αθήνα, 29 Ιουνίου 1951)
Δωροθέα Άγγερμαν (Άγγερμαν, Εθνικό Θέατρο, 1940)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΣΤΟΝ ΑΙΜΙΛΙΟ ΒΕΑΚΗ


Αιμίλιε Βεάκη, τριάντα χρόνια, τριάντα χρόνια,
κι η φωνή σου ποτέ δεν εσώπασε. Τις νύχτες,
όταν κλείνουν οι αυλαίες των θεάτρων, όταν σβήνουν τα φώτα της πόλης,
όταν ένα μοναχικό αττικό φεγγάρι πιάνει τα χάλκινα χέρια των ρόπτρων
χωρίς να τα χτυπάει, κι οι τροχονόμοι αποσύρονται πίσω απ’ τη σκιά τους,
και τα μεγάλα καράβια του Πειραιά στέκουν περίσκεπτα μπρός στο κλειστό ξυλάδικο του θειου σου,
κι ο Βολονάκης ο ζωγράφος μένει ακόμη ορθός με το ’να τρύπιο του πα­πούτσι στο χέρι
μπροστά στον πάγκο του υπαίθριου μπαλωματή, ω Αιμίλιε Βεάκη
πώς η φωνή σου ανοίγει πάνω απ’ τα κατάρτια, πάνω απ’ τα φουγάρα των εργοστασίων,
μιαν άλλη διάσταση διαύγειας, μιαν άλλη ιαχή απ’ τα στόματα των αγαλμάτων,
από τούς πίνακες του Ιακωβίδη και του Γκύζη, έναν άλλο διθύραμβο
απ’ την καρδιά του ελληνικού λαού που πάσχει, μάχεται, υπομένει και σφίγγει τα δόντια.

Βουνό η φωνή σου, Αιμίλιε Βεάκη, βουνό κι ελατοδάσος,
βουνό, ουρανός, ωκεανός, καπνός, σιωπή κι αστροπελέκι,
σταμάτημα ενός φθόγγου για να βιώσει και ν’ αρθρώσει το άρρητο του Πάρα Πέρα
και φλοίσβος φεγγαρόφωτου σε γαληνό ακρογιάλι των Κυκλάδων,
το μέσα και το έξω αδιαίρετο, σε αδιαίρετο βάθος
εκεί που σμίγει το υψηλό με το οικείο, το μεγαλόπρεπο με τη γλυκιά μητρική ταπεινοσύνη,
εκεί που τ’ αστέρια των λέξεων πορεύονται ορθόφρονα στη λιτανεία του λόγου
κι η ζωή παίρνει πρόσωπο και φως, δικαίωση και δικαιοσύνη.

Αιμίλιε, πέτρα πέτρα διάβασες ακέρια την Ελλάδα
οργώνοντας την πέτρα πέτρα με μικρά πεινασμένα μπουλούκια,
δειπνώντας πέτρα και ξερό ψωμί μαλακωμένο στο κρασί των άστρων
βροντώντας τον Αισχύλο σε φτωχά καφενεία της επαρχίας
και τρίζαν τα σανίδια στα καθίσματα όπως τρίζει μέγα δάσος απ’ την αύξηση των δέντρων
και τρίζαν απ’ το λόγο σου πεσκίρια και τραπεζομάντιλα όπως τρίζουν οι τρανές φτερούγες στο άνοιγμά τους
και τρίζαν οι ψυχές των τρυγητών, των θεριστών, της λιομαζώχτρας και της πλύστρας
σα να ’βγαζαν φτερούγες, κι έβγαζαν στ’ αλήθεια, και πετάριζαν,
και γίνονταν ο καφενές ξάγναντο αλώνι, και το αλώνι αυλόγυρος του Παραδείσου
οπού μπλεκόνταν φύλλα και πουλιά και φτερούγες Αγγέλων σ’ ένα Ωσαννά «Χαλάλι ο Πόνος».

Αιμίλιε Βεάκη, έτσι διέσχισες τη Ρωμιοσύνη απ’ άκρη σ’ άκρη
σπουδάζοντας μες απ’ τη φτώχια τους κρυμμένους θησαυρούς της ψυ­χής του λαού μας,
γυμνάζοντας τους μυώνες της φωνής σου στους ενάντιους άνεμους
και στη σιωπή που κάθεται στα βραδινά κατώφλια δίπλα στις φτωχές μαυροντυμένες μάνες
σβήνοντας μέσα στο γαλάζιο της τέχνης σου το μισό μαύρο
και τ’ άλλο μισό μες στη σκληρή δουλειά και στον άγρυπνο αγώνα του άνθρωπου.

Έτσι, λοιπόν, Αιμίλιε, στα κατσάβραχα, νύχτες και νύχτες μες στις καταιγίδες,
μεγάλος ισορροπιστής επάνω στο ετοιμόρροπο σανίδι του Θεάτρου,
γίγαντας με καρδιά παιδιού και στην καρδιά σου ό χείμαρρος των λαών να βουίζει, ‒
και τί σεμνά, τί μαλακά που εκτιναζόταν από το λαρύγγι σου η κυκλώ­πεια δύναμή σου ‒
ποτέ, κανένα βιολοντσέλο δεν κατείχε τις φωνητικές χορδές σου ‒
νύχτες και νύχτες, μες στις θύελλες, έτσι γυμνόστηθος, γυμνόποδος στ’ απόκρημνα βράχια,
Δεσμώτης Προμηθέας, Οιδίπους επί Κολωνώ, Χριστός στο Γολγοθά του,
«με αγέρα και βροχή, με αγέρα και βροχή», με το πικρό στεφάνι του Ληρ στα μαλλιά σου,
να σου λυγίζει ο αγέρας τη γενειάδα προς το μέρος της ύστατης συγγνώμης,
μαθαίνοντας τέλος πως, στο τέλος του πιο δύσκολου δρόμου,
υπάρχει μια Κορδέλια, που εννοεί, χαμογελάει, περιμένει,
υπάρχει μια Κορδέλια που προσμένει με αναμμένη λυχνία,
με το ποτήρι και το πιάτο στη σωστή τους θέση στο νυχτερινό τραπέζι.

Αιμίλιε, πώς ανταμώθηκαν κι άστραψαν μες στη φωνή σου και στην κίνησή σου
Αισχύλος, Ευριπίδης, Σοφοκλής, Σαίξπηρ, Μολιέρος, Τσέχωφ, ‒
τι συντροφιά καλόγνωμη, με τα χέρια σας πάντοτε απλωμένα στη φω­τιά του Προμηθέα,
συδαυλίζοντας τη φωτιά μες στην πικρή καρδιά του άνθρωπου,
πλαταίνοντας τη ζέστα της αδελφοσύνης πάνω από τις φυλακές και τις κλεισμένες πόρτες των συνόρων,
σαρκώνοντας τον μέγα Μύθο στις απλές χειρονομίες των ξυλουργών, των προλετάριων, των ψαράδων,
έτσι που το αχ ν’ ανοίγεται παράθυρο στον κόσμο και να γίνεται δοξα­στικό τραγούδι.

Αιμίλιε, ποιο θίασο μυστικό έχετε τώρα συγκροτήσει στή βαθύτερη μνήμη της Ελλάδας
εσύ, ο Καρούσος,ο Γληνός, η Κοτοπούλη, ο Γιαννίδης, η Ροζάν, η Αλ­καίου, η Κυβέλη,
ο Φώτος Πολίτης, ο Μαμίας, η Παξινού, η Παπαδάκη, ο Νέζερ,
ο Αργυρόπουλος, ο Λογοθετίδης· ‒ποιο Θίασο μυστικό;‒ γιατί τις νύχτες ακούμε
πάνω απ’ την κοιμισμένη πολιτεία με τα σταματημένα λεωφορεία, ακούμε
φωνές μεγάλες, μουσικές αλάλητες, βαθύνοες σιωπές, φυλλώματα ήχων κι αισθημάτων
και κάθε τόσο ένα άστρο απ’ τη φωνή σας πέφτει στο νερό και στην ψυ­χή μας.

Χαίρε, λοιπόν, Αιμίλιε Βεάκη, ‒τι ’ναι τάχατε για σένανε τριάντα χρόνια;
τριάντα κι άλλοι τριάντα αιώνες σε προσβλέπουν σε αναρίθμητο θάμβος,
γιατί, Αιμίλιε, εσύ την αυλαία του Θεάτρου της Ελλάδας την άνοιξες διάπλατα στον κόσμο
κι έφτασες τη μεγάλη εκείνη, την απελπισμένη ελευθερία να προσφέ­ρεσαι ακέριος στο λαό σου,
να ζεις ομότιμος με τον καημό, με τον αγώνα και με τ’ όνειρο του λαού σου. Ω, εσύ, σύγχρονέ μας Προμηθέα,
δέξου με τη βαθιά σου επιείκεια, τη διδαγμένη στα έγκατα του μαρτυρίου,
με το χαμόγελο της ολικής σου κατανόησης στα πικραμένα σου, τα εγκάρδια χείλη,
δέξου τα καθυστερημένα ετούτα στέφανα της δάφνης,
ω, εσύ, βασανισμένε, εσύ, κυνηγημένε, ω αθάνατε Αιμίλιε Βεάκη.

ΑΘΗΝΑ, Ιούνιος 1981

Γιάννης Ρίτσος: 1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα 
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 29.IV.2015 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1988
(σελ. 196-199)
 

Μεταγραφή και επιμέλεια Επιμέτρου, Μπ. Ζ.

*

Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Ο



*

Άμλετ (1937) Κλαύδιος, βασιλιάς της Δανίας

Οθέλλος (1933)
Κατίνα Παξινού (Αιμιλία), Ελένη Παπαδάκη (Δυσδαιμόνα), Αιμίλιος Βεάκης (Οθέλλος)

Ο Κουρεύς της Σεβίλλης (1936) Μπάρτολο

Ο Κουρεύς της Σεβίλλης (1936) Μπάρτολο
Αιμίλιος Βεάκης (Μπάρτολο), Βάσω Μανωλίδου (Ροζίνα)

Ιβάν ο τρομερός (1935) Τσάρος Ιβάν

Βασιλεύς Ληρ (1938) Ληρ, βασιλεύς της Βρεττανίας

Βασιλεύς Ληρ (1938)
Πρώτη σειρά: Ελένη Παπαδάκη (Ρεγάνη), Κατίνα Παξινού (Γονερίλη)
Δεύτερη σειρά: Κώστας Παππάς (Άλλος Υπηρέτης), Νίκος Χατζίσκος ( Ένας κήρυκας)
Πίσω τους: Στέλιος Βόκοβιτς (Ένας Υπηρέτης).
Στο κέντρο: Αιμίλιος Βεάκης (Ληρ), Μάνος Κατράκης (Δούκας της Κορνουάλης),
Νικόλαος Ροζάν (Κόντες του Γλόστερ).
Στο βάθος, μπροστά στην είσοδο: Άρης Μαλλιαγρός (Οσβάλδος)
Δεξιά του: Κωνσταντίνος Καλλίδης (Ένας λοχαγός), Ευάγγελος Μαμίας (Ένας τρελλός)
Θίασος.

Βασιλεύς Ληρ (1938)
Πρώτη σειρά: Ηλίας Δεστούνης (Κόντες του Κεντ), Νικόλαος Ροζάν (Κόντες του Γλόστερ)
Δεύτερη σειρά: Αιμίλιος Βεάκης (Ληρ), Ευάγγελος Μαμίας (Ένας τρελλός)
Θίασος

Οιδίπους τύραννος (1941)
Αριστερά, πίσω σειρά: Νίκος Τζόγιας (εκτός διανομής, μ.τ.ρ.), Μάνος Κατράκης (Χορός),
Αλέξης Σολομός (εκτός διανομής, μ.τ.ρ.)
Μπροστά, δεύτερη: Νέλλη Μαρσέλλου (Χορός),
πίσω της: Ασπασία Παπαθανασίου (εκτός διανομής, μ.τ.ρ.)
Στο κέντρο: Νικόλαος Ροζάν (Τειρεσίας)
Πίσω του, αριστερά: Ιωάννης Αυλωνίτης (Ιερεύς)
Δίπλα του: Τιτίκα Νικηφοράκη (Χορός)
Μπροστά της: Σμαράγδα Βεάκη (Χορός)
Επάνω δεξιά: Αιμίλιος Βεάκης (Οιδίπους)

Βασιλεύς Ληρ (1938) Ληρ, βασιλεύς της Βρεττανίας

Αρχείο Εθνικού Θεάτρου

και


ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΕΑΚΗΣ (1884 - 1951)

Μια υποδειγματική προσωπικότητα
Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν (29 Ιούνη 1951) από το θάνατο του κορυφαίου ηθοποιού του ελληνικού θεάτρου και αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, Αιμίλιου Βεάκη. Φέτος όμως είναι διπλή επέτειος για τον Αιμίλιο Βεάκη, αφού συμπληρώνονται και 100 χρόνια από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή (1901).
Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1884. Ορφάνεψε μικρός από μητέρα και πατέρα και βρήκε καταφύγιο σε συγγενείς του.
Μεγάλος καλλιτέχνης είναι αναμφισβήτητα αυτός που συνδυάζει την ηθική διαβίωση με τη θετική - ποιοτική δημιουργία. Και για τον Αιμίλιο Βεάκη αυτό το συνταίριασμα ηθικής και ποιοτικής δημιουργίας ήταν στάση ζωής. Η ζωή και το έργο ήταν μια σπάνια περίπτωση ακεραιότητας, αγωνιστικότητας, δημιουργικότητας. Ετσι λένε όσοι τον γνώρισαν, έτσι λέει το έργο και η προσωπική ιστορία του. Οι καλλιτεχνικές και κοινωνικές αρετές του ήταν άρρηκτα δεμένες στην υποδειγματική του προσωπικότητα.
Στο ρόλο του Κρέοντα
Ο καλλιτέχνης
Σαν καλλιτέχνης είχε το πάθος του θεάτρου. Από το 1901 που πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή, σε ηλικία 17 ετών, μέχρι το θάνατό του, το υπηρέτησε με συνέπεια, ήθος και αλήθεια. Παρά τις σοβαρές προτάσεις που του έγιναν από θέατρα της Αθήνας, εκείνος ξεκίνησε μια μακρόχρονη περιοδεία στην ελληνική ύπαιθρο, σαν μπουλουκτσής, προσφέροντας την τέχνη του σε ανθρώπους που την είχαν ανάγκη. Από το 1907 μέχρι το 1911 περιπλανήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Βόρεια Ελλάδα, διαλέγοντας πάντα έργα που διακήρυτταν τα ιδανικά της ελευθερίας, δίνοντας τα μηνύματα στους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Το 1912 επιστρατεύεται και πολεμάει στην πρώτη γραμμή στον ελληνοτουρκικό και ελληνοβουλγαρικό πόλεμο του 1912 και '13.
Επανεμφανίζεται στην Αθήνα με το θίασο του Τηλέμαχου Λεπενιώτη και της Χριστίνας Καλογερίκου, στο έργο «Πολιτική που σκοτώνει» και στο μονόπρακτο του Πιραντέλο «Η μέγκενη». Το 1915-16 συνεργάζεται με την Μαρίκα Κοτοπούλη και το 1917-18 με την Κυβέλη, αλλά την οριστική του καθιέρωση τη χρωστάει στον «Οιδίποδα Τύραννο» (1919) με σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη. Από το 1932, έτος ιδρύσεως του Εθνικού Θεάτρου θα αποτελέσει έναν από τους στυλοβάτες του. Μαζί με άλλους σημαντικούς ηθοποιούς όπως οι Παξινού, Παπαδάκη, Αλκαίου, Μανωλίδου, Κατερίνα, Μινωτής, Δενδραμής, Νέζερ, κ.ά. και με την καθοδήγηση του Φώτου Πολίτη και του Δημήτρη Ροντήρη, ερμηνεύει κορυφαίους ρόλους του παγκόσμιου και ελληνικού δραματολογίου. Από τις σημαντικότερες παραστάσεις του θεωρούνται οι: «Αδελφοί Καραμάζωφ» του Ντοστογιέφσκι, «Φιντανάκι» του Π. Χορν, «Θείος Βάνιας» του Τσέχωφ, «Βασιλεύς Ληρ» του Σαίξπηρ, «Αγαμέμνων» του Αισχύλου, «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Μπ. Σω. Στην Κατοχή αναγκάζεται να αποχωρήσει από το Εθνικό. Το 1941, δύο μέρες μετά τη θριαμβευτική παράσταση του «Οιδίποδα» τον συλλαμβάνουν οι Ιταλοί και τον κλείνουν 9 μέρες στις φυλακές Αβέρωφ.
Το καμαρίνι του Βεάκη στο Θεατρικό Μουσείο
Ο αγωνιστής
Το Δεκέμβρη του 1944, οργανωμένος πια στο ΕΑΜ καταλήγει, μετά από πολλές περιπέτειες στα Δερβενοχώρια της Πάρνηθας. Μέσα σε τρομακτικά αντίξοες συνθήκες, με σακατεμένη την υγεία του, οργανώνει έναν αυτοσχέδιο θίασο. Κοινό τους οι ΕΛΑΣίτες και οι κάτοικοι των χωριών.
Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας ο Βεάκης γυρίζει στην Αθήνα για να υποστεί τα δεινά της κυρίαρχης Δεξιάς. Κλήθηκε από τον ανακριτή για τη λεγόμενη δήλωση μετανοίας. Στο υπόμνημά του στις 27 Μάρτη του 1945 γράφει μεταξύ άλλων: «... Μισώ τα τυραννικά καθεστώτα, το φασισμό και τη βία. Πιστεύω ότι ο ιμπεριαλισμός οδηγεί και διαιωνίζει την αλληλοσφαγή των εθνών. Επιζητώ και εύχομαι την ειρηνική συμβίωση των λαών της Γης κάτω από ελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα. Είμαι δημοκράτης και Ανθρωπιστής».
Παρά τις διώξεις όμως και την κλονισμένη υγεία του, στηρίζει το θίασο των «Ενωμένων Καλλιτεχνών», όπου έπαιξε στον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ, στους «Αδελφούς Καραμάζωφ», στους «Εχθρούς» (1945-1946). Τον επόμενο χρόνο σχημάτισε θίασο με τον Γιώργο Παππά. Αλλά κουρασμένος και πικραμένος από τις διώξεις αποφάσισε να αποχωρήσει από το θέατρο παίρνοντας μια πενιχρή σύνταξη το 1947. Το 1948 τον απολύουν και από το Ωδείο Αθηνών όπου δίδασκε. Τον επόμενο χρόνο ενίσχυσε με την παρουσία του το νεανικό «Ρεαλιστικό θέατρο» παίζοντας στα «Χρυσάφι» του Ο' Νηλ, «Σχολείο συζύγων» του Μολιέρου και «Το νυφιάτικο τραγούδι» του πρωτοεμφανιζόμενου Νότη Περγιάλη.
Ωσπου, επιτέλους, το Εθνικό Θέατρο, ύστερα από πολλές δημόσιες διαμαρτυρίες, κάλεσε το μεγάλο καλλιτέχνη, το 1951, όπου ο Αιμίλιος Βεάκης παίζει τους τελευταίους του ρόλους με την Κυβέλη: «Δάφνη Λωρεόλα» και «Τρεις κόσμοι, μια ζωή». Ενα χρόνο πριν είχε δηλώσει την επιθυμία του να πεθάνει πάνω στη σκηνή. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κυβέλη είχε γράψει ότι όταν τελείωνε η παράσταση βαθιά λυπημένος έλεγε «Δεν πέθανα ούτε σήμερα». Τελικά πέθανε στις 29 Ιούνη 1951 από εγκεφαλικό επεισόδιο, σε ηλικία 67 χρόνων.
Είχε παίξει και στον κινηματογράφο στις βουβές ταινίες: «Το λιμάνι των δακρύων», «Αστέρω» (1929), «Φωνή της καρδιάς» (1942) και «Αρραβωνιάσματα» (1949). Είχε γράψει το αφήγημα «Πολεμικές εντυπώσεις» (1914), τα ποιήματα «Τραγούδια της αγάπης και της ταβέρνας» (1926) και «Δερβενοχώρια» (1945), καθώς και τα θεατρικά έργα: «Ταπεινοί και καταφρονεμένοι» (από το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, που παίχτηκε στο Εθνικό το 1934), «Ρηνούλα», «Συμπληγάδες» κ.ά.
Σ. ΑΔΑΜΙΔΟΥ

4 σχόλια:

  1. Ανώνυμε "εισαγγελέα",
    Αντί να αναμασάς τις εμετικές "έρευνες" του Ελευθερίου, που κόπτεται μόνο για τη φασιστική ΕΕ, διάβασε και λίγη ιστορία:
    «Δεκέμβρης του ’44: Κρίσιμη ταξική σύγκρουση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014 – Αναστάσης Γκίκας, «Το χρονικό του Δεκέμβρη 1944″
    Αν σε ενδιαφέρει να μάθεις τι σημαίνει ΤΑΞΙΚΟΣ πόλεμος
    Και μην ξαναστείλεις σχόλιο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ανώνυμε εισαγγελέα και υβριστή (ο καθείς και τα όπλα του) στα βιβλία σε παρέπεμψα επειδή αναφέρονται και στη δολοφονία Παπαδάκη. Μιλάμε για τις 21 Δεκεμβρίου 1944.
      Αλλά εσύ διαθέτεις την απόλυτη αλήθεια (πί παντός) και ατράνταχτα επιχειρήματα.
      Κανείς δεν σου απαγορεύει να σχολιάζεις. Όχι εδώ όμως. Η δική μου δημοκρατία σε καμιά περίπτωση δεν συναντιέται με τη δική σου.

      Διαγραφή
  2. Για σένα Ανώνυμε, που στέλνεις σχόλια από τις 16 Ιουλίου και εντεύθεν:
    1) Είσαι ένας ανώνυμος θλιβερός φασιστάκος
    2) Το σχόλιό σου μας τελείωσε. Όπως και το άλλο για τις Γυναίκες στην Αντίσταση
    3) Δεν υποχρεώνω κανέναν να ψάχνει την Μποτίλια μου και να πίνει απ' αυτή
    4) Υπάρχουν και τα χρυσαυγίτικα σκουπίδια, όπου μπορείς να καταθέτεις τις διδακτορικές σου διατριβές
    5) Αφού πρώτα μάθεις ορθογραφία και συντακτικό

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμε φασιστάκο που επιμένεις,

    1) Από εκεί που φτύνουν οι κομμουνιστές φύτρωσες
    2) Σε λίγο δεν θα μπορείς να στείλεις ούτε ημέιλ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.