Δεκέμβρης 1944 (17)

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Γιώργος Κοτζιούλας: Δύο ανέκδοτα ποιήματα από το αρχείο του ποιητή ‒ Επίμετρο: Αλέκος Ξένος, Μανόλης Αναγνωστάκης, Σπύρος Σαμοΐλης

Γιώργος Κοτζιούλας
23 Απριλίου 1909, Πλατανούσα Ηπείρου – 29 Αυγούστου 1956, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.V.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ
Πρωτομαγιά: Θυσία και αγώνας
Δύο ανέκδοτα ποιήματα από το αρχείο του ποιητή
Ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909 Ηπειρος - 1956 Αθήνα) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πολυγραφότερους Ελληνες δημιουργούς. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη της λογοτεχνίας.
Το έργο του, σημαντικό και πληθωρικό, παραμένει σε μεγάλο τμήμα του ανέκδοτο.
Δύο ανέκδοτα ποιήματα από το αρχείο του παρουσιάζονται σήμερα. Αναφέρονται στην εργατική Πρωτομαγιά και στην εκτέλεση των διακοσίων κομμουνιστών την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή.
Το πρώτο γράφτηκε στις 30 Απρίλη του 1944, δηλαδή μια μέρα πριν απ' την εκτέλεση των διακοσίων, κι έχει τίτλο «Πρωτομαγιά».
Το δεύτερο μια βδομάδα αργότερα, στις 7-5-1944, με τίτλο «Θυσιαστήριο».
Είναι γραμμένα στην Ήπειρο, όπου ο Κοτζιούλας βρισκόταν με τους αντάρτες του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ.
Το «Θυσιαστήριο» έχει μελοποιηθεί (όπως και άλλα 5 ποιήματα του Κοτζιούλα) από τον Αλέκο Ξένο, γνωστό συνθέτη - και της Εθνικής Αντίστασης. Τα παραθέτουμε κρατώντας την ορθογραφία του ποιητή:

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Χέρια ξαμώνουν αλύγιστα, μύριες φωνές στον αέρα,
τα πεζοδρόμια φλογίζουνται πάλι με ράντισμα αχνό,
πέφτουν, πεθαίνουν στυλώνοντας βλέμμα πυρό στην παντιέρα.
Βόγγοι, κατάρες, ανάθεμα φτάσαν ως τον ουρανό.

Α πούθ' αυτή η ανθρωποθάλασσα νάχει η βαρειά ξεκινήσει;
Ποιος θ' αντισκόψει τη φόρα σου κατεβασιά της οργής;
Ηρθε του χρόνου το πλήρωμα, ζύγωσ' η αλύπητη κρίση,
κι ω τέρας που μας δυνάστευες, στο αίμα σου πια θα πνιγείς.

Πούν' η δροσιά, η κοκινάδα σας κλώστρες, μοδίστρες, υφάντρες;
Ρέβουνε μέσα στις φάμπρικες κι οι καπνεργάτριες, αυτές
που τα σκυλιά τα λυσσάρικα σύραν αδέρφια τους, άντρες
μες σε κελλιά πεντασκότεινα, σ' αφορεσμένες αχτές.

Μα όσοι γλυτώσαν, απόμειναν, μ' ατσαλωμένη τη γνώμη,
τόσον καιρό που το θρέφανε το μίσος θέριεψε πια
και καταλύτες εγίνηκαν, ψηλά η γροθιά, οι οικοδόμοι
π' ως τώρα κοψομεσιάζονταν όλο σε ξένα γιαπιά.

Άλλοι που κοίτα! μουντζούρηδες βγήκαν από τα καζάνια
με μαυρισμένο το βλέμμα τους τραβούν κι αυτοί στη σειρά
κι έρχονται πίσω τους, έρχονται, πείνα κι ανέχεια κι ορφάνια,
χιλιάδες πλάσματα αγλύκαντα π' όλοι διψούν για χαρά.

Όσο κι αυτοί που δεν έβλεπαν ήλιο στης γης τα λαγούμια
πέταξαν σήμερα ομόγνωμοι σύνεργα π' άλλους πλουτούν,
να τους ιδεί απ' το μπαλκόνι του να σκάσει ο αφέντης, η μούμια,
με τις κοκόνες του που έγνια τους είχαν το πώς να σιαχτούν.

Πιότερο εγώ αναλογίζουμαι, πάνω κι απ' όλους κι απ' όλα,
τους προλετάριους τους άτρομους, την ψυχωμένη αργατιά,
που διόλου μη λογαριάζοντας των δήμιων τα πολυβόλα
βάδιζαν σα νεομάρτυρες ίσια και μες στη φωτιά.

Για το ψωμί τους παλεύοντας και για τα δίκια του εργάτη
πιάστηκαν, δάρθηκαν, έπαθαν από χαφιέδες φριχτούς/
κάθε γενίτσαρος άτιμος νόμο παράνομο εκράτει
κι οι πληρωμένοι θρασύδειλοι κράζαν τους ήρωες βαλτούς.

Ω Αθήνα, αρχή του κινήματος, Θεσσαλονίκη, Καβάλλα,
Σέρρες και Βόλος κι Αγρίνιο, Καισαριανή, Κοκκινιά,
σφηκοφωλιές, προμαχώνες μας, κάστρα μικρά και μεγάλα,
να τα πρωιμάδια του αγώνα μας, σύντροφοι, η πρώτη γενιά.

Τώρα που φούντωσαν, άστραψαν γλώσσες ολούθε φλογάτες
κι όλα τα σάπια απορίχνονται σ' ευλογητή πυρκαγιά,
το δάκρι, αδέρφια, στεγνώνοντας για τους νεαρούς πρωτοστάτες
απ' άκρη σ' άκρη ας γιορτάσουμε δική μας Πρωτομαγιά.


ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ

Κάθε σου πέτρα και βωμός.
Κάθε σου χούφτα χώμα
ποτίστηκε αίμα ελληνικό.

Χρόνια και χρόνια στεναγμός
θα φτερουγίζει ακόμα
στο χώρο σου το φτωχικό.

Χρόνια και χρόνια οι ψυχές
θα τριγυρνούν στον τόπο
π' άφησαν σφριγηλά κορμιά.

Κι όμως δε θα ναι μοναχές!
Χίλιες ευχές ανθρώπων
θα υψώνονται για κάθε μια.

Η «Πρωτομαγιά», γραμμένη σε δέκα στροφές, αποτελεί έναν ύμνο στην ελληνική εργατική Πρωτομαγιά. Ο ποιητής χρησιμοποιεί ως ποιητικό μέτρο το δακτυλικό εξάμετρο.
Η επιλογή αυτή ίσως να μην είναι τυχαία, αφού πρόκειται για το μέτρο των ομηρικών επών και ύμνων. Έπος και ύμνο της εργατιάς στιχουργεί κι ο Κοτζιούλας. Εξάλλου, αυτός ο ρυθμός (-υυ, -υυ, -υυ κλπ.) τού επιτρέπει να δώσει στο ποίημα εύρος, ταχύτητα κι ορμή, που ταιριάζουν στο θέμα του: τη δυναμική κίνηση των διαδηλωτών.
Οι εναλλασσόμενοι δεκαεξασύλλαβοι και δεκαεφτασύλλαβοι ομοιοκατάληκτοι στίχοι ενισχύουν την ένταση και την αρμονία του τραγουδιού. Θεματικά το ποίημα χωρίζεται σε τρία μέρη: παραστατική εικόνα της εργατικής πρωτομαγιάτικης διαδήλωσης (στροφές 1-6), αδρή αλλά εμφαντική αναφορά στο εργατικό κίνημα (στροφές 7-9) κι επιστροφή στο χρέος του παρόντος (στροφή 10).
Ο ποιητής ξεκινά απ' τη μέση των πραγμάτων, τη διαδήλωση στο κορύφωμά της: τα χέρια τεντωμένα («ξαμώνουν») με οργή προς το δυνάστη, οι βόγκοι κι οι κραυγές των εργατών στους δρόμους, οι πρώτοι νεκροί και τ' ανάθεμα. Ακολουθεί η «ανθρωποκατεβασιά» που θα παρασύρει στο διάβα της κάθε δυνάστη. Με ρητορικές ερωτήσεις και μ' έναν υποθετικό διάλογο, τόσο με το πλήθος όσο και με τον αναγνώστη, ο ποιητής σκιτσάρει την κοινωνική ανθρωπογραφία: κλώστρες, μοδίστρες, υφάντρες, καπνεργάτριες, σύζυγοι, αδέρφια, φυλακισμένοι, εξόριστοι, θερμαστές κι οικοδόμοι, ο αδικημένος και καταπιεσμένος λαός, στο δρόμο για να «σπάσει το χαλκά», απέναντι στον εκμεταλλευτή του, που παριστάνεται σχηματικά μαζί με τις «μυρωδάτες κυρίες» του.
Με το ρήμα «αναλογίζουμαι» γίνεται η μετατόπιση στην ιστορική αναφορά: πάνω απ' όλους οι προλετάριοι, πρωτοστάτες με τις θυσίες τους, όπως έγινε το Μάη του 1936, κατόπι η περιγραφή του κατατρεγμού τους κι η κατασυκοφάντηση του εργατικού κινήματος και τέλος το σφυρηλάτημα της εργατικής πάλης στις πρωτοπόρες εργατουπόλεις της πατρίδας μας.
Η επαναφορά στο παρόν -το δικό του παρόν του 1944- αλλά και στο διηνεκές γίνεται με μια προτροπή: τιμή στους νεκρούς και συνέχιση του αγώνα.
Παρόλο που το ποίημα είναι γραμμένο το 1944, μέσα στην κατοχή του ξένου δυνάστη και μετά από τη δικτατορία του Μεταξά, παραμένει επίκαιρο, γιατί συναιρούνται, συγχωνεύονται σ' αυτό όλα τα πάθη, οι αγώνες κι οι προσδοκίες των εργατικών και λαϊκών κινημάτων σε κάθε ιστορική στιγμή. Δεν είναι έπος μνημοσύνης αλλά παιάνας εγερτήριος. Είναι ο ελληνικός ύμνος της εργατικής Πρωτομαγιάς.
Στο επόμενο ποίημα, το «Θυσιαστήριο», ο Κοτζιούλας από ραψωδός - υμνητής μεταβάλλεται σε προσκυνητή - υμνωδό.
Μαχόμενος με τους άλλους στα Τζουμέρκα τον καταχτητή, πληροφορείται την εκτέλεση των διακοσίων. Χρησιμοποιεί τον τίτλο - όρο «Θυσιαστήριο» παρομοιώνοντας το «Σκοπευτήριο» και τους εκτελεσμένους με βωμό αρχαίων θυσιών, που ποτίζεται με το αίμα αθώων και ιερών αμνών. Στέκεται με δέος στην ιερότητα του χώρου και των νεκρών. Το φτερούγισμα των ψυχών ολόγυρα υποβάλλει αυτή τη μυστηριακή επικοινωνία με τους ζωντανούς. Αυτές οι ψυχές είναι που δεν αφήνουν το χώρο να νεκρώσει και τη μνήμη να ατονήσει, να σβηστεί. Οι ευχές - υποσχέσεις των μελλούμενων γενιών για συνέχιση των αγώνων και των θυσιών των ηρώων θα είναι πολλαπλάσιες. «Θυσιαστήριο», για τον Κοτζιούλα, δεν είναι μόνο το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, αλλά και κάθε τόπος, όπου πατριώτες έπεσαν για τις ιδέες τους.
Ο Κοτζιούλας παραμένει επίκαιρος και προφητικός ποιητής:

«Σύρματα αγκαθερά
μπηγμένα μια φορά
μένουν ακόμα.

Δεν άλλαξε παρά
τυράννων η φρουρά
σ' αυτό το χώμα».

(«Συρματοπλέγματα», 1947 - μελοποίηση Α. Ξένου)
Κ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ
 
***

Επίμετρο


Πιάνο, Διονύσης Μπουκουβάλας
Μέτζο σοπράνο Κατερίνα Μποτώνη

*
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης διαβάζει ένα ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα στην εκπομπή «Φιλολογικοί περίπατοι στο Μεσοπόλεμο» (Μανόλης Αναγνωστάκης και Γιώργος Ζεβελάκης, Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, 5/9/1988).
Θέλω να γράψω ένα βιβλίο, αλλά το κέφι
που είν
απαραίτητο δεν έρχεται ποτές.
Η κακοπέραση κατόπι καταστρέφει
κάτι στιγμές, που τις θαρρώ ξεχωριστές.

Θα σας μιλούσα και για τη βασανισμένη
ζωή μου, για τα χρόνια τα φοιτητικά.
Θα σε φανέρωνα κι εσένα, τότε, Ελένη,
μ
όσα δεν είπα σε κανένα μυστικά.

Οι νέοι που γράφουν δεν διαβάζονται και τόσο.
Πρέπει να φτάσεις τα πενήντα ν' ακουστείς.
Μα εγώ ως τα τότε πώς αλλιώς θα ξαλαφρώσω
που δε μ
αρέσει πια να λέγομαι ποιητής;

Δεν υποφέρονται άλλο οι στίχοι οι κουδουνάτοι
αυτά σου τα μαθαίνουν κι οι στιχουργικές.
Είμαστε σύμφωνοι, αναγνώστη ανοιχτομάτη:
πρέπει να λείψουν οι συνήθειες οι κακές.

*
Το μαστορόπουλο


Ποίηση: Γιώργος Κοτζιούλας
Μουσική: Σπύρος Σαμοΐλης
Τραγουδούν: Έλσα Σαμοϊλη, Γιάννα Σαμοϊλη, Ελένη Καββαδία -Σαμοϊλη

και Νίκος Θεοδωράκης

Τον πήραν τον Κολιό
τον πήραν οι μαστόροι
παιδί από το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.

Καρδιά πονετική
τον ξέβγαλε με κλάμα:
«Τετράδη Κυριακή,
θα καρτερώ για γράμμα».

Δε σώνει άλλο να ιδεί,
παιδεύεται το μάτι:
κρατούσε ένα ραβδί,
το στρώμα του στην πλάτη.

Μας έφυγε ο Κολιός
κι είχε μια τέτοια λύπη!
θα 'ναι όλοι δω τ' Άη-Λιος
και μόνο αυτός θα λείπει.

1 σχόλιο:

  1. Πιότερο εγώ αναλογίζουμαι, πάνω κι απ' όλους κι απ' όλα,
    τους προλετάριους τους άτρομους, την ψυχωμένη αργατιά,
    που διόλου μη λογαριάζοντας των δήμιων τα πολυβόλα
    βάδιζαν σα νεομάρτυρες ίσια και μες στη φωτιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.