Δεκέμβρης 1944 (17)

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Ο Θέμος Κορνάρος της θύελλας: Ένα ποίημα του Ρίτσου, μια παρουσίαση από τον Ηρακλή Κακαβάνη, ένα σημείωμα της Μποτίλιας ‒ Επιστολικό σημείωμα και δυο κείμενα του συγγραφέα



Θέμος Κορνάρος: 1906 Σίβα, Μεσσαρά Κρήτης - 23 Απριλίου 1970, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 24.IV.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

 
ΚΟΥΜΠΑΡΕ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ

Στον Θέμο ΚΟΡΝΑΡΟ


Κουμπάρε,
σου γράφω σ’ ένα φαρδύ πλατανόφυλλο της Κρήτης,
ζωγραφίζω με γαλάζιο και κόκκινο το θυμό και το έλεος των χεριών σου
πάνω στα πήλινα κανάτια που ανασαίνουν στα παράθυρα των χωριατόσπιτων.
Όλοι ρωτάνε  για σένα, κουμπάρε.
Οι ελιές ανθίζουν και σε χαιρετάνε.
Οι πορτοκαλιές φυλάνε τα πιο καλά φεγγάρια τους να φέγγουνε τη θύμησή σου.
Όλος ο λαός κρατάει μ' ευλάβεια μες στα δυο φύλλα της καρδιάς του το όνομά σου
όπως εσύ κρατάς στα δυνατά σου χέρια το Ευαγγέλιο τις Πατρίδας.
Μη μας συνεριστείς, κουμπάρε, που δε σου γράφουμε συχνά.
Εσύ ξέρεις τη σωστή ηλικία των αισθημάτων μας. Δύσκολες μέρες περνάμε.
Πολύ θα το ’θελα να σεργιανούσαμε μαζί την έναστρη ποίηση
μ’ ένα μαντιλάκι ειρήνη στην τσέπη μας για να σκουπίζουμε τα μέτωπά μας
που ιδρώνουν στοχασμό και θαυμασμό στο καλοκαίρι της αδελφοσύνης μας.
Πολύ θα το ’θελα να σεργιανάμε λεύτεροι τον κόσμο
χωρίς να γδέρνονται τα γόνατά μας στα συρματοπλέγματα
χωρίς να σκοντάφτουμε στα πεσμένα δοκάρια των ίσκιων.
Κουμπάρε των βουνών και των πουλιών και των απλών ανθρώπων,
τα χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό
απ’ το Χαϊδάρι στα μπουντρούμια του Μεσολογγιού
απ’ τη Μακρόνησο στον Άη-Στράτη
δίπλα στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου
με δυο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου.
Πολλά αντίσκηνα τρύπησαν απ’ τις βροχές και τους ήλιους
πολλές ψυχές τρύπησαν απ’ τις σφαίρες
πολλές στέγες γκρεμίστηκαν στη λύπη.
Έλιωσε το γαλάζιο πουκάμισο και του φετεινού Μάη.
Έλιωσαν τα παπούτσια σου στις πέτρες της εξορίας.
Τώρα ξυπόλυτος περπατάς στην ψυχή μας.
Έρχονται κάποτε στιγμές που τα λουλούδια μυρίζουν ναφθαλίνη
κι όλες τις ώρες το νερό μυρίζει αίμα.

Πολλές σημαίες διπλώθηκαν στο κοντάρι του δισταγμού
πολλοί καθήσαν σταυροπόδι στον πόνο τους
πολλοί  σταυρώσαν τα χέρια τους πάνου στο φόβο
άλλοι περιμένουν πίσω απ’ την πόρτα ν’ ακούσουν τ’ άρβυλα του ήλιου
άλλοι δεν πιστεύουν στο ψωμί και στα χέρια τους
άλλοι κλείνουν τ’ αυτιά τους με το κερί του επιτάφιου μην ακούσουν τη σάλπιγγα,
μα εσύ κουμπάρε των απλών ανθρώπων δεν έχεις καμιά πόρτα κλεισμένη
ποτέ κανείς δεν είδε τη ματιά σου μεσίστια
ποτέ η ματιά σου δεν ήταν πιο κάτου απ’ το μπόι του Έθνους
ποτέ μια άσπρη τρίχα δε φύτρωσε στα μαλλιά της στοργής σου
ποτέ δεν έλειψαν τα πεύκα απ’ το βουνό της καρδιάς σου.
Σα θα ’θει η ώρα θα σου πούμε πόσο σ’ αγαπήσαμε.
Κουμπάρε που στεφάνωσες την καλοσύνη με το θάρρος,
εσύ που πιάνεις το γονατισμένο φως απ’ τις μασχάλες
κι ανασηκώνεις απ’ τη λάσπη την ελπίδα,
μια μέρα που όλα ήταν σκοτάδι, πέτρα και βλαστήμια
είδες ένα ανθοπέταλο  από μια μυγδαλιά στον ώμο του βασανιστή σου,
ένα ανθοπέταλο σα μια σταγόνα φως, σαν επωμίδα αγάπης,
σαν κλειδαρότρυπα στο ολόκλειστο σκοτάδι, ‒
από κει μέσα μπόρεσες να δεις πίσω απ’ τη νύχτα τον ασύνορο δρόμο του ανθρώπου
και στ’ όνομα ενός ανθοπέταλου συχώρεσες και τον εχθρό σου ακόμη,
μα εσένανε, κουμπάρε, δε σου συχωράνε την αγάπη.
Εσύ, ξυπόλυτο παιδί γυμνάζοσουν στα καστανά χωράφια της πατρίδας σου
πότε πιασμένος απ’ τα κλώνια του πλάτανου να δυναμώσεις τα μπράτσα σου
πότε πιασμένος με τα μάτια απ’ τα κρικέλια των άστρων να δυναμώσεις την ψυχή σου
πότε ξαγρυπνώντας, εσύ κι ο ίσκιος σου, σαν το δραγάτη με το σκύλο του, στ' αμπέλια των συχωριανών σου
μαθαίνοντας μες στη βαθιά σιωπή το αλφάβητο του γαλαξία
μαθαίνοντας τη γεωγραφία στις φλέβες του καλοκαιριού
μαθαίνοντας την ιστορία στα χέρια και στα μάτια των προλετάριων
και πότε πάλι
πιασμένος απ’ το κοντάρι της Φυλής σου γυμνωμένο απ’ τη σημαία γυμναζόσουν στο άλμα εις ύψος ‒
Ο Ψηλορείτης , σου ’λεγαν οι χωριανοί σου οι γέροντες,
είναι τ’ ασκλάβωτο άλογο του Διγενή που πέτρωσε μες στη σκλαβιά του Τούρκου
κι αν μ’ ένα μόνο σάλτο πήδαγες στη ράχη του
το πέτρινο φαρί θα τίναζε  μια χαίτη ακτίνες και θα κάλπαζε στον κόσμο.
Κι εσύ, παιδί ανεμόδαρτο και ηλιόντυτο, δοκίμαζες το μέγα πήδημα
μπροστά στις θειες σου ελιές και στα ξαδέρφια σου τα πεύκα
κάτω από τις ορμήνειες του παππού σου του ήλιου.
Αργότερα, στην ξένη πολιτεία που σου  γύριζε τις πλάτες των παραθυριών της,
με τα ελατίσια χέρια σου κρατούσες το λιγνό πανέρι
που πούλαγες κουλούρια για να βγάλεις το κουλούρι σου και να σπουδάσεις.
Η απλή φωνή σου δίσταζε στα λόγια
κόμπιαζε στο λαρύγγι σου ‒ δε φώναζες
και τα κουλούρια απόμειναν απούλητα
σκληρά και στρογγυλά σαν τα μηδενικά στο σχολικό τετράδιο
σαν τους κρίκους στα πόδια των σκλάβων.
Ώσπου μια μέρα τέντωσες τα γυμνασμένα νεύρα σου και φώναξες
κι αντήχησε η φωνή σου κατακόρυφη μπρος στις ψυχρές ευθείες των τοίχων
τόσο που ο ίδιος τρόμαξες και θάμπωσες απ’ την ψηλόκορμη φωνή σου
κι ύστερα φάρδυνες το βήμα και προχώρησες στην πολιτεία
ανεμίζοντας τη φωνή σου σα σημαία μπρος στη διαδήλωση των παλμών σου.
Και τότε
σπάσαν οι κρίκοι των μηδενικών που σφίγγαν το λαιμό της τόλμης σου,
έμαθες να μιλάς μπροστά στον ήλιο ‒ ήταν η πρώτη νίκη σου,
έμαθες να μιλάς γι’ αυτούς που πόναγαν και σώπαιναν ‒ ήταν η νίκη μας.
Τώρα του Ψηλορείτη το άτι ιδρώνει κάτου από τα σκέλια σου,
τώρα η φωνή σου κυματίζει στην εμπροσθοφυλακή του μέλλοντος.
Κουμπάρε, εσύ όλα τα ’δωσες στ’ αδέρφια σου,
τίποτα δεν εκράτησες για σένανε
εξόν μονάχα απ’ τη χαρά να δίνεις και να παίρνουν.
Στο μέτωπό σου οι αυλακιές του πόνου σου γέμισαν στάχια
κι είσαι μια θημωνιά πανύψηλη για τ’ αλώνι του κόσμου.
Πολύ λάδι κρατάει το χαμόγελό σου για το σκουτέλι και το λύχνο των φτωχών
πολύ μπαρούτι τρέχει στις φλέβες σου για το άδικο.
Τώρα με το μυστρί του στοχασμού σου και του λόγου σου
χτίζεις κάθε μέρα την πρόσοψη του ορίζοντα.
Κουμπάρε, πολλά σου χρωστάει ο κόσμος όλος,
κι εγώ σου χρωστάω ακόμα πιότερα
σου χρωστάω τη σιγουριά της καλοσύνης μέσα στις πιο πέτρινες ώρες
σου χρωστάω το φως των ματιών σου που άνοιξε δυο κατάφωτα παράθυρα
πάνου απ’ την πιο νυχτερινή μου σκέψη
μια νύχτα καταιγίδας που τα χέρια μου δεν έβλεπαν το δρόμο προς τα χέρια του αδελφού μου
κι ακόμα σου χρωστάω εκείνο το βιολί που έβαλες για φεγγίτη μας στη σκηνή Α 16 του Άη - Στράτη
κι έφεξαν δυο δεμάτια στάχια τα μουστάκια του μπάρμπα - Νικόλα
και πια από τότε δε με φτάνει φως κι αγέρας και σιωπή δίχως τη μουσική του κόσμου
δίχως μια δοξαριά να πάλλεται στους ελαιώνες της ψυχής μου.
Εσύ, κουμπάρε, με το παραπάνω ξόφλησες το χρέος σου,
εμείς κρατάμε αξόφλητο το δικό μας σε σένα.
Αν τύχει να σου δίνουμε κάποια χαρά
είναι που ξέρεις πως το ξέρουμε τι σου χρωστάμε. Αυτό δε φτάνει.
Θα θελα να ’χα να σου στείλω μιαν αλλαξιά ρούχα, ένα μπουκάλι ρακί, καφέ και μπόλικα τσιγάρα ‒
το ξέρω, κουμπάρε, πως σου χρειάζονται
όταν στυλώνεις νυχτοήμερα τα γεφύρια
από καρδιά σε καρδιά
από λαό σε λαό ‒ σου χρειάζονται
όταν χτίζεις το μέλλον με τα μεγάλα αγκωνάρια του λόγου σου
όταν αγρυπνάς στο προσκέφαλο του λαού σου κρατώντας το χέρι του και μετρώντας το σφυγμό του,
σου χρειάζονται ο καφές και το τσιγάρο στην παγκόσμιαν αγρύπνια σου.
Έχω δει το εργατικό σου χέρι να στεριώνεται σαν πύργος πάνου στο χαρτί,
έχω δει το τσιγάρο σου να καπνίζει πάνου απ’ τα γραφτά σου σαν τους καπνοδόχους των χωριών μας το απόβραδο
ετοιμάζοντας το δίκαιο δείπνο του μόχθου.
Κάθε σπίτι πρέπει να ’χει τον καπνοδόχο του
κάθε φωτιά το τσουκάλι της
κάθε τραπέζι το ψωμί του
κάθε παιδί το βιβλίο του και το τόπι του
και το δικό σου χέρι πρέπει να’ χει το τσιγάρο του και να καπνίζει
όπως η καμινάδα μιας σοσιαλιστικής φάμπρικας τα βράδια της ειρήνης.
Χίλιες φορές, κουμπάρε, τ’ ονειρεύτηκα να σου στείλω ένα δέμα
πασχαλιάτικα αυγά, δυο - τρεις φανέλες ήλιο, καφέ αλεσμένο με τα χέρια της μάνας μας Ρωμιοσύνης
και μπόλικο καπνό βλογημένο απ’ τον ιδρώτα των αδελφών μας
να θυμίζει τ’ αγαπημένα σου καπνομάγαζα
τ’ αγαπημένα σου χωράφια που δουλεύεις για τη λευτεριά τους.
Χίλιες φορές, κουμπάρε, τ’ ονειρεύτηκα
να βάζω στο χαρτονένιο κουτί ένα - ένα τα πράματα,
πράμα και φιλί, πράμα και δάκρυ, ζεστά, στρωτά και νοικοκυρεμένα
όπως η μάνα βάζει τα εσώρουχα της φαμίλιας στην κασέλα
όπως η ειρήνη βάζει τα σιδερωμένα αισθήματα στη γαλήνη
όπως εσύ βάζεις το ’να φύλλο χαρτί πάνου στ’ άλλο
το ’να φύλλο του ήλιου πάνου στ’ άλλο
το ’να φύλλο της καρδιάς σου πάνου στ’ άλλο
και το στέλνεις στον κόσμο
χωρίς κουτιά, κορδέλες, σπάγκους, βουλοκέρια,
ανοιχτό γράμμα με τη σφραγίδα μόνο του λαϊκού σου σθένους.
Το ξέρεις, κουμπάρε, πολλές φορές το ονειρεύτηκα.
Δεν τα κατάφερα. Συμπάθα με.
Όλοι πολύ μοχτούμε σήμερα για το ψωμί και την ειρήνη.
Τώρα σου στέλνω μονάχα αυτό το ποίημα
δεμένο σταυρωτά με τις δειλινές αχτίνες της έγνοιας μου
με τις αχτίνες της έγνοιας των κουμπάρων σου ‒
βάζει η αγάπη μου τα λόγια μου στο στίχο
όπως βάζει το δέντρο τα λουλούδια του και τους καρπούς του στον ήλιο.
Μακάρι να σου φέρουν κάτι απ’ την καρδιά μου.
Σου στέλνω τα χαιρετίσματα των βουνών, των πουλιών και των απλών ανθρώπων.
Όλα τα γράμματά σου τα παίρνουμε, κουμπάρε,
τα βρίσκουμε κάθε πρωινό κάτου απ’ την πόρτα μας ριγμένα με το χέρι του ήλιου. Σ’ ευχαριστούμε
Μην πικραθείς που ’ναι τα μάτια μας κλαμένα‒
είναι, κουμπάρε, απ’ τη χαρά μας που σ’ έχουμε κουμπάρο. Ευχαριστούμε.

Απρίλης – Μάης 1955
Γιάννης Ρίτσος: 1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.V.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Θέμος Κορνάρος συνηθίζει να λέει όλους «κουμπάρους», κι όλοι τον φωνάζουν: Κουμπάρο. Το Ανθοπέταλο της Μυγδαλιάς είναι αληθινή ιστορία που τη διηγείται ο Κορνάρος. Το ίδιο και το Πέτρινο Άλογο του Διγενή, ο Ψηλορείτης, είναι απ’ τις παιδικές αναμνήσεις του. Το ίδιο και η ιστορία του Κουλουρτζή. Εγώ δεν έκανα άλλο παρά να τα μεταγράψω στο στίχο με το φόβο πως θα χάσουν τη θέρμη και λάμψη που έχουν στο στόμα αυτού του εξαίσιου αφηγητή, του Θέμου Κορνάρου, του Κουμπάρου μας.
Συχνά θεωρούμε κάποιες εικόνες και κάποιους στίχους των ποιητών σαν ανεύθυνες παραδοξολογίες, σαν αυθαιρεσίες. Κάποτε, βέβαια, είναι έτσι. Μα γενικεύοντας αυτή την άποψη φτάνουμε να δυσπιστούμε στους περισσότερους στίχους και ν’ αποδίδουμε αυτή τη μομφή λίγο - πολύ σ’ όλους τους ποιητές. Για ν’ αποφύγω μια τέτοια παρεξήγηση νιώθω την ανάγκη να διευκρινίσω το στίχο: «ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΙΟΛΙ ΠΟΥ ΕΒΑΛΕΣ ΓΙΑ ΦΕΓΓΙΤΗ ΜΑΣ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ Α 16». Ο Κουμπάρος, ανεξάντλητος σ’ εφευρετικότητα, μας έφερε, όταν χτίζαμε τη σκηνή μας, ένα ατελείωτο παρατημένο βιολί κάποιου συνεξόριστου, να το βάλουμε για κάδρο του παραθύρου στο άνοιγμα της σκηνής – φυσικά, το σκελετό του βιολιού. Έτσι κι έγινε. Το βιολί φεγγίτης. Ο Μπάρμπα - Νικόλας που αναφέρεται σ’ αυτό το ποίημα δεν είναι άλλος απ’ το Νικόλα Στασινό που τον μετέφεραν σε αφασία απ’ τον Αη – Στράτη, τυλιγμένον σε μια κουβέρτα. Σε δυο μέρες πέθανε χωρίς να μιλήσει, χωρίς να προφτάσει να τον δει η γυναίκα του και το παιδί του. Μέναμε στην ίδια σκηνή με το βιολί - φεγγίτη.
Γ. Ρ.
«Η Αυγή», 29 Μάη 1955, σελ. 2.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1988 (σελ. 80-85)
***

O προικισμένος κομμουνιστής στη θεωρία και την πράξη
Η ομιλία του Ηρακλή Κακαβάνη στην εκδήλωση που συνδιοργάνωσε το ΑΤΕΧΝΩΣ (6/5/2015), με τον Οργανισμό Πολιτισμού – Αθλητισμού και Παιδείας του Δήμου Αγίων Αναργύρων Καματερού και το Σύλλογο Φιλολόγων Δυτικής Αθήνας προς τιμήν του Θέμου Κορνάρου.
Θέμου Κορνάρου, Σπιναλόγκα · "ad vitam"
Με την ακόλουθη αφιέρωση στον ψευδότιτλο της 3ης σελ.:
Τούτο το βιβλίο δεν το χαρίζω. Το πετάω μ' οργή κατάμουτρα στον άθρωπο που στέκεται στο... γκρεμό της Ακρόπολης και βρίζει τη Ζωή με τα λόγια: «Βαρέθηκα τη ζωή!...»
Εκδόσεις ΑΤΛΑΣ, Αθήνα, 1956 Χωρίς στοιχεία για το πολύ ωραίο εξωφύλλο (Βλέπε και στη συνέχεια).
Με μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια το ΑΤΕΧΝΩΣ συμμετείχε στη διοργάνωση της τιμητικής εκδήλωσης για τον Θέμο Κορνάρο. Πρόθεση μας να αναδείξουμε το λαό ως δημιουργό της ιστορίας και του πολιτισμού και να προβάλλουμε λογοτέχνες πρωτοπόρους που συναντούν το λαό που μάχεται για την κοινωνική αλλαγή και πορεύονται μαζί του για να σπάσουν τα δεσμά της εκμετάλλευσης.
Ειδικά τούτες τις ημέρες που κάποιοι μας καλούν να γίνουμε πρεσβευτές ναρκωτικών, εμείς επιλέγουμε να γίνουμε πρεσβευτές αξιών. Φέτος, που τιμάμε τα 70χρονα της Αντιφασιστικής Νίκης, πρέπει να κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ μπροστά στην πλατιά ανθρώπινη μορφή του αγωνιστή συγγραφέα Θέμου Κορνάρου που πάντα ήξερε πού πηγαίνει και τι θέλει. «Βρήκα την πόρτα που φέρνει πέρα από τον κατάκλειστο κάμπο, και πάω να συναντήσω το Λαό που μάχεται, και να γίνω ένας από τους πρακτικογράφους των αγώνων του». Πήρε το δρόμο της θυσίας με τη βούλησή του: καρδιά και μυαλό.
Αυτός ο λαός που μάχεται για την κοινωνική αλλαγή «κρατάει με ευλάβεια μέσ’ στα δύο φύλλα της καρδιάς του τ’ όνομά σου» και στέκει τιμητική φρουρά σε αυτό το λησμονημένο μνημόσυνο για το Θέμο που έγραψε για εκείνους που και σήμερα «κάθονται πλάι μας και μας μιλάνε για το δρόμο που είναι να κάνουμε». Για εκείνους που πλούτισαν και ολοκλήρωσαν τις ιδέες μας «με μια εικόνα ακόμη: Με την εικόνα του φτωχού εργάτη που πηδά απ’ το πατάρι των νταμιτζανάδων στη θύελλα της ζωής, για να γίνει ο σοφός οδηγός των ανθρώπων, που αγάπησε τόσο πολύ!». Εκείνους που ακόμα στέκουν ολόρθοι στις πόρτες των φυλακών, στους τοίχους των εκτελεστικών αποσπασμάτων, στις αποβάθρες που φεύγουν για τα ξερονήσια, «μετρώντας πόσοι περνούνε για να πάρουνε μέρος στο πάλεμα, στο μάτωμα, για την καινούργια γέννα». Γιατί δεν υπάρχει νωρίς ή αργότερα για μια ζωή ανθρώπινη και αξιοπρεπή.
Τιμώντας τη μνήμη του Θ.Κ. θα είναι εκπλήρωση πολιτιστικού, ιστορικού, αγωνιστικού χρέους, αν η εκδήλωση αυτή γίνει η αφορμή για τη γνωριμία με το έργο και την αγωνιστική του δράση. Πολλά έχουμε να διδαχτούμε από αυτά.
Θέμος Κορνάρος, Με Τα Παιδιά Της Θύελλας,
και μότο στον τίτλο της 3ης σελ.:
 «…Οι Έλληνες πρέπει να γίνουν λαός μικρόψυχος, ως οι λαοί του Ινδοστάν, δια να είναι ολιγώτερον επικίνδυνοι…» 
(Από την αγόρευση του λόρδου Λοντόντερυ ‒υπουργού της Κυβέρνησης Πάλμερστον‒ στήν Άνω Βουλή, 1866).
Νεοελληνικές Εκδόσεις  - Βιβλιοθήκη του Λαού - Αθήνα, 1963 (Τρίτη έκδοση)
Από τον Ηρ. Κακαβάνη μαθαίνουμε ότι το χαρακτικό (δεν αναφέρεται στην έκδοση) είναι του Γιώργου Φαρσακίδη (Για Γ.Φ. βλέπε και 902, αφιέρωμα με δύο video)
Ποιος ήταν
Ο Θέμος Κορνάρος συνηθίζει να λέει όλους «κουμπάρους», κι όλοι τον φωνάζουν: «Κουμπάρε». Αυτή ήταν η προσωνυμία του λογοτέχνη Θέμου Κορνάρου, που υποκαθιστούσε και το «Θέμος» και το «Κορνάρος». Με την προσφώνηση «κουμπάρε» συμπύκνωνε τις έννοιες αδελφός, σύντροφος, συναγωνιστής.
Γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Σίβα της Μεσσαράς Κρήτης. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Οικογένεια πάμφτωχη, δεν μπορούσε να προσφέρει, σχεδόν, τίποτε στα παιδιά της. Οι γονείς του ήταν αγρότες, αν και ο πατέρας του «άσκησε» τον περισσότερο καιρό το «επάγγελμα» του οπλαρχηγού. «Ο πατέρας μου είχε μεγάλη περιουσία. Όλη την ξόδεψε στις επαναστάσεις του τόπου μας. Όταν μαζεύεται από τους πολέμους, καταπιάνεται με τα αμπέλια».
Είναι ο μικρός, από τα 9 παιδιά του οπλαρχηγού. Εχει πάθος με τα γράμματα. Διψάει για μόρφωση, να πάει γυμνάσιο και πανεπιστήμιο, με όνειρο να γίνει γεωπόνος. Από τα 9 του διαπραγματεύεται με τον πατέρα του να τον στείλει στο γυμνάσιο. «Δεν ήθελε να με στείλει για γράμματα». Δώδεκα χρονώ το σκάει για την Αθήνα και ρίχνεται στη βιοπάλη. Σχεδόν παιδί, δούλεψε σε διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα, μετακινούμενος από πόλη σε πόλη, χωρίς να εγκαταλείψει το όνειρό του να πάει στο γυμνάσιο.
Μαθητής στο Γυμνάσιο, αργότερα, διακρινόταν για την αταξία του και τις ωραίες εκθέσεις του  όπως έλεγαν οι καθηγητές του. Τέτοιος ήταν ο Κορνάρος άτακτος (κοινωνικός ταραξίας), ανήσυχος, πλανητικός.
Πουλάει τσιγάρα, κάνει θελήματα. Προσπαθεί να βγάλει το ψωμί του και να γραφτεί στο γυμνάσιο. Δεν τα καταφέρνει να συνεχίσει το Γυμνάσιο και φεύγει για τη Μακεδονία, όπου περιπλανιέται σε πόλεις και χωριά και κάνει όποια δουλειά βρει. Σε καπνοχώραφα, μεταλλεία, τυπογραφεία. Φτάνει ως το Αγιον Ορος και δουλεύει σκαφτιάς στα κτήματα των μοναστηριών. Αυτό τα καλοκαίρια. Το χειμώνα πάει στο σχολείο. Στα διαλείμματα πουλάει στους συμμαθητές του κουλούρια, κοιμάται σε παλιά σιδηροδρομικά βαγόνια γιατί δεν έχει να πληρώσει νοίκι και περνάει τις τάξεις. Την τελευταία τάξη, παλεύοντας με τον ίδιο τρόπο, τη βγάζει στη Θήβα. Εχει φτάσει πλέον στην πόρτα του πανεπιστημίου, μα δε θα την περάσει ποτέ. Σπούδασε, όμως, γερά στο «πανεπιστήμιο» της ζωής και του αγώνα, που τροφοδότησαν το λογοτεχνικό του ταλέντο.
Στη Θήβα δουλεύοντας στο τσιφλίκι των Μπαίικερ πρωτοπαίρνει μέρος σε απεργία. Από τότε ο δρόμος του χαράχτηκε οριστικά. Και στη λογοτεχνία και στη ζωή. Εταξε την τέχνη του στην υπηρεσία του λαού του, έγινε ο πρακτικογράφος των αγώνων των.
Υπόδειγμα κομμουνιστή λογοτέχνη, στρατευμένου στην υπόθεση του λαού. «Φλογισμένο πολυβόλο» τον χαρακτηρίζει ο Τάκης Αδάμος και συνεχίζει: Η ζωή, η δράση και τα έργα του δεν είναι παρά «εύστοχες βολές» στις ρίζες της λαϊκής δυστυχίας, της εκμετάλλευσης, της ξενοδουλίας και της πολύπλευρης καθυστέρησης της χώρας. Αγωνίστηκε αδιάλλαχτα να εμποδίσει τη ζούγκλα «να κατακλύσει τους ανθρώπινους συνοικισμούς».
Αξιος μαχητής της στρατιάς της κοινωνικής αλλαγής. Για τη δράση και τα έργα του γνώρισε αμείλιχτους και σκληρούς διωγμούς: Το ’36 πιάστηκε και εκτοπίστηκε στη Φολέγανδρο και αργότερα, βαριά άρρωστος, στην Ακροναυπλία. Και έπειτα «τα χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό/ Απ” το Χαϊδάρι, στα μπουντρούμια του Μεσολογγίου/ Απ” τη Μακρόνησο στον Αϊ – Στράτη/ Δίπλα στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου/ Με δύο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου…» όπως περιγράφει ο Γ. Ρίτσος στο ποίημά του «Κουμπάρε, ευχαριστούμε».
Και απαντά στον Γ. Ρίτσο με χαιρετισμό που του έστειλε από τον Αϊ – Στράτη: «…Χάσαμε ποιητή – τι χαρά – την ατομική μας ταυτότητα μέσα στις φάλαγγες της ιστορικής πορείας… Εγώ προσωπικά, Γιαννιό, τι να σου στείλω και τι να σου πω; Δεν έχω τίποτα δικό μου. Μόνο έναν κόσμο αγάπη μέσα μου, που με κάνανε πληρεξούσιο αυτοί που την αποθηκέψανε, να τη μοιράζω απλόχερα σαν χάδι και σα φάρμακο, στους καλούς και στους κακούς της Γης».
Στη Μακρόνησο πρωτογνώρισε ο Γιώργος Φαρσακίδης τον Θέμο Κορνάρο μαζί στη σκηνή.  «Ο μόνος μεγάλος στο Σύρμα, θυμάται ο Γ.Φ, όλοι οι άλλοι νεολαίοι. Τον φέραν από τις Στρατιωτικές Φυλακές Μακρονήσου, που είχαν άσχημο όνομα για τα βασανιστήρια που γινόταν εκεί». Και εκεί στη σκηνή τις ώρες που περίμεναν τους βασανιστές να δίνει κουράγιο στους συντρόφους του με τις αφηγήσεις, για τα ταξίδια του και τις απαγγελίες του. Για να τους ενθαρρύνει, για να τους δείξει τη χαρά της ζωής που υπάρχει πέρα από τα βασανιστήρια. «Με πόση αίσθηση να μπολιάσει τη χαρά της ζωής με τη ζοφερή ατμόσφαιρα» σχολιάζει ο Γ.  Φαρσακίδης και θυμάται ένα ποίημα που απάγγελνε ο Κορνάρος.

«Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα[! Κι εγώ κι η Αννούλα]
λίγοι παλιοί σύντροφοί μας [και κάποιες κοπέλες μαζί,]
Μπήκαμε μέσα σε μια γαλανή μεθυσμένη βαρκούλα
[Μπήκαμε μέσα] και πάμε μακριά στης χαράς στο νησί.
Και μας έλεγε πόσο όμορφη είναι στο ποίημα η περιγραφή της ημέρας,
ούτ’  ένα σύννεφο, ούτ’ ένας [μαύρος] καπνός στον αγέρα. (*)
Η πίστη, η αγάπη για ζωή, ο ρομαντισμός φωλιάζουν μέσα του. Ηταν βαθιά ερωτικός, όχι μόνο με τη γυναίκα αλλά και με τα αντικείμενα. Τις ώρες που περίμεναν στη σκηνή τους βασανιστές έλεγε στους συσκηνίτες του πόσο πολύ ήθελε να αγγίξει έστω για μια στιγμή τη Μόνα Λίζα, τον πίνακα και ας ήξερε ότι αυτό δε θα μπορούσε να γίνει.
Το Σύρμα ήταν ένας περιφραγμένος χώρος με σύρμα γύρω γύρω και σκοπιές όπου εντός του πλαισίου που διαμορφωνόταν υπήρχαν τρεις σκηνές. Στη μία οι αμετανόητοι, στην άλλη γινόταν τα βασανιστήρια και στην Τρίτη την ενδιάμεση άδεια, μα το αίμα συνήθως 3-4 δάχτυλα και τα παλιά στρώματα πηγμένα στο αίμα. Εκεί τους πήγαιναν μετά τα βασανιστήρια).
Και αργότερα μαζί στον Αϊ-Στράτη «συμμετείχε σε κάθε αγγαρεία. Δεν έλλειψε από καμιά αγγαρεία, σε αντίθεση με τους άλλους διανοούμενους. Ηταν περήφανος. Ήθελε να συμμετέχει, να κουβαλήσει το σακί του, να τσουλήσει το βαρέλι του». Παράδειγμα για τους νεότερους στους οποίους ενέπνεε σεβασμό.
Ανθρωπος με χιούμορ και εφευρετικός. Σχετικά τα δύο παραδείγματα που μας μαρτυρούν ο Γιώργος Φαρσακίδης και ο Γιάννης Ρίτσος.
Μανιώδης καπνιστής, τον θυμάται ο Γ.Φ. με μια σκάφη σκηνής υπό μάλης να γυρίζει και να λέει «δεν έχω βασίλειο να σας χαρίσω μα μια σκάφη και αυτή τρύπια. Ποιος θα μου δώσει τρία τσιγάρα να του δώσω τη σκάφη;». Παρωδούσε τον Ριχάρδο τον Γ’ που φέρεται να χάριζε το βασίλειό του για ένα άλογο προκειμένου να σωθεί μετά την ήττα του στη μάχη του Μπόσγουρθ το 1485.
Θυμάται ο Γιάννης Ρίτσος: Ο Κουμπάρος, ανεξάντλητος σ’ εφευρετικότητα, μας έφερε, όταν χτίζαμε τη σκηνή μας, ένα ατελείωτο παρατημένο βιολί κάποιου συνεξόριστου, να το βάλουμε για κάδρο του παραθύρου στο άνοιγμα της σκηνής – φυσικά, το σκελετό του βιολιού.
Θέμος Κορνάρος, Το Ξεκίνημα Μιας Γενεάς (Από Τα Βαλτονέρια Της Μεγάλης Ιδέας), όπως αναγράφεται στον τίτλο της 5ης σελ., και με ένα Σημείωμα -παρακαταθήκη- αντί προλόγου (παρατίθεται στη συνέχεια).
Νεοελληνικές Εκδόσεις, Αθήνα 1962. Το εξώφυλλο είναι του Γεράσιμου Γρηγόρη
Ξεκίνημα
Ξεκινά σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε άνοδο. Μεγάλη απήχηση στους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους ασκούν λογοτέχνες της Δυτικής Ευρώπης, που μιλάνε για τη κατάσταση των εργατών, τις άθλιες συνθήκες ζωής τους. Με τις εντυπώσεις από τη ζωή των ανθρακωρύχων και τους εργατικούς αγώνες στη δυτική Ευρώπη καλλιεργεί το λογοτεχνικό ρεπορτάζ και επηρεάζει αρκετούς νέους πεζογράφους της εποχής. Είναι περίοδος που στο «Ριζοσπάστη», στη «Νεολαία» και σε λογοτεχνικά περιοδικά δημοσιεύονται τακτικά ποιήματα και διηγήματα εργατών.
Το πρώτο του κείμενο του Θέμου Κορνάρου στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» (Δεκέμβρης 1932 σελ. 439) με τίτλο «Πάνω στα προβλήματα της προλεταριακής τέχνης», που το υπογράφει ως «Εργάτης», υποστηρίζει ότι «αν και δεν έχει γραφτεί προλεταριακή τέχνη είναι δυνατόν και αναγκαίο να γραφεί από τους ίδιους τους εργάτες». Θέλει στο έργο του να ακούγεται «το »γκουχ, γκουχ» του σιδερένιου τροχού, το »τσαφ τσαφ» του συνδετικού λουριού, το βούισμα του μοτέρ, το »χρρρρ…» του βιντς κι ανάμεσα σε αυτά όλα η σκληρή, η τραχιά, νευρώδικη κραυγή του βιομηχανικού εργάτη» (στο ίδιο).
Το 1933 ακλουθούν το «Αγιον Όρος» και η «Σπιναλόγκα». Παρά την εκδοτική επιτυχία των βιβλίων του συνεχίζει να δουλεύει ως εργάτης έως το 1944. Είχε προηγηθεί το έργο του «Έρωτας ή αναιστησία» (1929) το οποίο σιωπηρά ο Θέμος Κορνάρος το έχει αποκηρύξει.
Ισως ο Κορνάρος είναι ο μοναδικός συγγραφέας που του ταιριάζει ο τίτλος του εργάτη – συγγραφέα. Ξεκινά με αυτόν ένα νέο είδος λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Το λογοτεχνικό ρεπορτάζ, όπου καταγράφει τις συνθήκες που έζησε ο ίδιος. Οχι ως τουρίστας, αλλά ζώντας και δουλεύοντας ανάμεσα με τους ανθρώπους του μόχθου. Ζυμώθηκε μαζί τους.
Τους τελευταίους μήνες της Κατοχής, τον Ιούνη του 1944 έπεσε στα χέρια των SS, υπέστη τα φρικτά βασανιστήρια στο κολαστήριο της οδού Μέρλιν ανακρινόμενος για τα όπλα που αγόραζε από τους Ιταλούς. Μετά από πέντε μερόνυχτα συνεχών βασανισμών, πολτοποιημένο μέσα σε μια κουβέρτα τον ξεφόρτωσαν στην αυλή του στρατοπέδου Χαϊδαρίου όπου μαζί με τους άλλους κρατούμενος επί τέσσερις μήνες κάθε πρωί περίμενε τη ζαριά του χάρου. Κάποιο πρωινό τον έβαλαν στην κλούβα για εκτέλεση. Αφηγείται ο ίδιος: όταν έκλεισε η πόρτα νιώσαμε σαν τα πουλιά να φεύγει κάθε ελπίδα για ζωή, μετά πιάσαμε το τραγούδι. Και όταν κάποια στιγμή  άνοιξε η κλούβα για κάποιους από εμάς, νιώθαμε να γυρίζουν αυτά τα πουλιά με την ελπίδα.
Αργότερα, το 1945, όταν εξέδωσε το «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία» που στιγμάτιζε το δωσιλογισμό κα τη διαφθορά των εκπροσώπων της εκκλησίας και της άρχουσας τάξης καταδικάστηκε σε δυο χρόνια φυλάκιση για συκοφαντική δυσφήμιση.
Κατά τις ομαδικές συλλήψεις του 1947 συνελήφθη, τον έστειλαν στη Μακρόνησο και στη συνέχεια στον Αϊ-Στράτη μέχρι και το 1952. Απολύθηκε πάλι με τις ομαδικές απολύσεις.
Μετά την απόλυση ασχολήθηκε με την έκδοση βιβλίων. Ήθελε να δώσει στο λαό καλό και φτηνό βιβλίο, να του ανοίξει τα μάτια, να του μάθει να αγαπά το καλό βιβλίο. Ο ίδιος αγαπούσε τα βιβλία. Στην εξορία καμάρωνε για την πλούσια βιβλιοθήκη του. Η πρόθεση του για φτηνό βιβλίο ήταν και ο πιο ασφαλής δρόμος για τη χρεοκοπία. Έτσι στη δεκαετία του 1960 και μέχρι το θάνατό του περνά δύσκολα. Για να ζήσει γύριζε στις δημόσιες υπηρεσίες και πουλούσε τσιγάρα. Μάλιστα μια μέρα τον βρήκαν να κοιμάται ξεπαγιασμένος σε ένα παγκάκι σε πλατεία της Θήβας, όπου είχε πάει για τον ίδιο λόγο.
Στην δικτατορία των Συνταγματαρχών δεν συνελήφθη, και αυτό τον πίκρανε. Το θεωρούσε ατιμωτικό. Αφηγείται η Τατιάνα Μιλιέξ:
«Ο αξέχαστος Θέμος Κορνάρος έκλαιγε. Εκλαιγε αυτό το θηρίο, γιατί δεν τον πιάσανε. Το θεωρούσε ατιμωτικό (…)
Ο Θέμος Κορνάρος το Σάββατο εκείνο, στις 22 Απριλίου 1967, δε με ρώτησε τι θα κάνουμε, αλλά μέσα στα δάκρυα κι εκείνη την κραυγή διαμαρτυρίας που βγήκε από τα σωθικά του (και θ' ακούω σε όλη μου τη ζωή) ρώτησε γεμάτος αγωνία: «Εμένα γιατί δε με πιάσανε με τους άλλους συντρόφους μου; Πες μου, κουμπάρα, μήπως το κόμμα με χαρακτήρισε σαν προδότη και γι' αυτό με περιφρόνησαν και οι χαφιέδες;».
Του απάντησα πως σίγουρα δεν θα ξέρανε οι χαφιέδες πού μένει και πως δεν ήταν ο μόνος που δεν πιάσανε. Ούτε άκουσα ποτέ κανέναν κομμουνιστή να τον αποκαλεί προδότη και καλά θα κάνει να πάει να κρυφτεί για να μην τον πιάσουν.
Η απάντηση ήταν: «Γυρίζω αμέσως σπίτι μήπως με αναζητήσουν και δε με βρουν. Θα βγάλω μια καρέκλα και θα καθίσω μπροστά στην πόρτα περιμένοντάς τους, κουμπάρα. Αν δεν έρθουν, θα πεθάνω μακριά απ' τους άλλους».
Τα περισσότερα από τα έργα του είναι ρεπορτάζ από τις φυλακές και τους τόπους εξορίας όπου πέρασε σχεδόν τα 2/3 της ζωής του. Και εκεί το συνάνθρωπό του έχει στο κέντρο της προσοχής. Εγκλειστος στις φυλακές Μεσολογγίου, πρώτο του μέλημα η σωτηρία των «24 ζωντανών πτωμάτων» συγκρατουμένων του. Μεταφέρει με επιστολή την εικόνα στον έξω κόσμο και ζητά τη σωτηρία τους. «Είστε σε θέση να το πετύχετε αυτό το μεγάλο έργο. Μα, αν δε θελήσετε, ειδοποιήστε τουλάχιστον την Εταιρεία Προστασίας των ζώων να ενδιαφερθεί για τον άνθρωπο όσο τουλάχιστον ενδιαφέρεται για το σκύλο. Γιατί εγώ από μια φυλακή δεν μπορώ να βοηθήσω περισσότερο». Και στη Μακρόνησο «με τις απίθανες αφηγήσεις του λυτρωτικά ξεστράτιζε τη σκέψη μας από το άγχος της προσμονής του ερχομού των βασανιστών» (ζωντανή μαρτυρία Γ. Φαρσακίδη).
Τη λογοτεχνική αξία του Θέμου Κορνάρου θα την αποτιμήσουν οι ειδικοί. Αναμφισβήτητη, όμως, είναι η προσφορά του στη διάσωση της ιστορικής μνήμης. Πέρα από κάθε κριτική τα μηνύματα των έργων του. Σε καιρούς δύσκολους κήρυξε τη μαχητικότητα, την αισιοδοξία, την ελπίδα, την καλοσύνη, την αγάπη και την ανθρωπιά. Την πίστη του στο λαό και τους αγώνες του.
Αποτιμώντας το έργο του Θέμου Κορνάρου, η Ευγενία Ζωγράφου γράφει: «Αυτός ήταν ο Θέμος Κορνάρος, ο άνθρωπος, ο ακέραιος χαρακτήρας, ο προικισμένος κομμουνιστής στη θεωρία και την πράξη. Προικισμένος με το χάρισμα μιας ρεαλιστικής, όσο ευαίσθητης και πλατιά ανθρώπινης γραφίδας δεν αφήνει τίποτε αχτύπητο. Μέσα απ” όλα τα βιβλία του γράφεται ο ύμνος στην υπέροχη ιδέα του κομμουνισμού και γιατί πρέπει κανείς να πιστεύει σ” αυτόν. Εδώ μέσα βρίσκονται άφθονα τα σπάνια χαρίσματα που καταυγάζουν εκείνους που μέσα τους, βαθιά, χώρεσαν τη μεγάλη αυτή ιδεολογία: αγάπη, ανιδιοτέλεια, αλήθεια, δικαιοσύνη, αρετή, ειρήνη, προκοπή, λευτεριά, παλικαριά»!
Ο Θέμος Κορνάρος πέθανε στις 24 Απρίλη 1970, ενώ η κατάστασή του τα τελευταία χρόνια δεν ήταν καλή (λένε ότι πέθανε από ασιτία σε ένα άθλιο και υγρό υπόγειο) και ο θάνατός του λόγω δικτατορίας πέρασε απαρατήρητος. Κανείς δε πήρε είδηση το θάνατο και την κηδεία του. Λέει η Ελλη Αλεξίου: Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπήρξαν δραματικά. Παραπαίοντας μέσα στα βρόχια της έσχατης ένδειας και ανασφάλειας, το είχε ρίξει στην απομόνωση. Αυτός ο βαθύτατα αισθηματικός, ο τόσο ευαίσθητος τύπος, που υπόφερνε για κάθε ανθρώπινη δυστυχία, είχε περιέλθει σε κατάσταση απερίγραπτης στέρησης και εξαθλίωσης. Είχε γίνει ο ίδιος η συγκεντρωτική εστία της απόγνωσης.
Στην εποχή του υπήρξε πολύ αγαπητός στους κύκλους των ομοτέχνων του και το έργο του διαβάστηκε με πάθος από τους αναγνώστες του. Σαράντα πέντε χρόνια από το θάνατό του και πολύ λίγα έχουν γραφτεί για αυτόν και το έργο του. Ελάχιστα γνωστό στις νεότερες γενιές. Άδικο για κάποιον που καταξίωσε με την τέχνη του και τη ζωή του την ιδέα του κομμουνισμού. Για κάποιον που με το έργο του κήρυξε την πίστη του στο λαό και στους αγώνες του.
Εμείς στο περιοδικό θα συνεχίσουμε το αφιέρωμα στον Θέμο Κορνάρο με αναδημοσίευση αποσπασμάτων από το έργο του και κειμένων του και βέβαια θα δημοσιεύσουμε τις επόμενες ημέρες όλα τα υλικά της σημερινής (6/5/2015) εκδήλωσης.
Από το Ατέχνως και το αφιέρωμα διαρκείας στον Κουμπάρο

***
Θέμος Κορνάρος
Επιστολικό σημείωμα και δυο κείμενα
Οι φωτογραφίες των δύο εξωφύλλων και οι σημειώσεις που ακολουθούν είναι του Μπ.Ζ.
Θέμος Κορνάρος, 1/3/1967, παραμονές Δικτατορίας.
Από το Αρχείο του Ε.Λ.Ι.Α (Πηγή ΕΚΕΒΙ)

Συγκινητικό επιστολικό σημείωμα του Θέμου Κορνάρου στην Τατιάνα, και τα φιλιά του στον Ροζέ.
Πρόκειται για το ζεύγος Μιλλιέξ, προφανώς. Είναι η ΕΑΜίτισα Τατιάνα (1920-2005) και ο Φιλέλληνας σύζυγός της Ροζέ (1913-2006), του Γαλλικού Ινστιτούτου. Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του Αντιδικτατορικού αγώνα, κρίθηκαν ανεπιθύμητοι από την απριλιανή Χούντα, με την Τατιάνα να της έχουν αφαιρέσει και την ελληνική υπηκοότητα -βλέπε και ΕΚΕΒΙ.
Από αυτές τις λίγοστές, καθημερινές, «βιαστικές, κακογραμμένες λέξεις», αποκαλύπτεται ο γκαρδιακός φίλος, ο αδερφός, ο τρυφερός και διακριτικός Θέμος. Νοιάζεται και συμπάσχει. Δεν χτυπάει την πόρτα των φίλων του και αφήνει αυτό το σημείωμα για να μην τους ανησυχήσει.
Εδώ μαθαίνουμε ότι ο Θέμος της Έλλης Αλεξίου «Αυτός ο βαθύτατα αισθηματικός, ο τόσο ευαίσθητος τύπος, που υπόφερνε για κάθε ανθρώπινη δυστυχία» προσπαθεί να αναρρώσει από μια «άσκημη πνευμονία» που λίγο έλλειψε να του στοιχίσει τη ζωή.
Σε αυτήν, ίσως, την περιπέτεια της υγείας του, τη συνδυασμένη με τις δραματικές συνθήκες διαβίωσής του, αλλά και με την έγνοια του και την αγωνία του τόσο για τους φίλους και τους συντρόφους που παίρνουν ξανά το δρόμο του «παραθερισμού», όσο και για το συλλογικό δράμα ενός (ξανά) Εσταυρωμένου Λαού, να οφείλεται, τρία χρόνια αργότερα, η «άγνωστη» του θανάτου του αιτία.
Κι ο θυελλώδης Θέμος, αυτό το ενοχλητικό «μακρύ αγκάθι» για το Σύστημα που εξακολουθεί να ανοίγει Σπιναλόγκες, θα πεθάνει στις 23/4/1970, «μακριά απ' τους άλλους», ακούγοντας τις πανηγυρτζήδικες «πολεμικές αρετές των Ελλήνων», μέσα σε Στάχτες και Φοίνικες, Αγύρτες και Κλέφτες, κατά την τρίτη επέτειο της Απριλιανής Χούντας, οραματιζόμενος πάντα την δική του Γη της Ανάστασης, με τον τρόπο που έχει προφητέψει από τη αρχή ακόμα της συγγραφικής του θητείας, στη Σπιναλόγκα του:
«ΕΡΓΑΤΕΣ! Αυτό, που θα δείτε, είναι το κατάντημα που περιμένει όλους μας, ύστερα από το ξάφρισμα της δύναμής μας, αν δεν προλάβουμε να σηκώσουμε σιδερένια κι ανελέητη γροθιά…»
Ο Θέμος της Θύελλας θα ζει πλάι μας πάντα, μέσα από τα πολεμικά του ανακοινωθέντα, κι αφήνοντας αθόρυβα έξω απ' την πόρτα μας τα βιαστικά, ζεστά, διακριτικά, συγκινητικά του σημειώματα...
*
Τα κείμενα που ακολουθούν είναι ο «πρόλογος» της Σπιναλόγκας Απ' το ημερολόγιο ενός λεπρού, με τον υπέρ(υπό)τιτλο Ad Vitam (Στη Ζωή), και το Σημείωμα - παρακαταθήκη από Το Ξεκίνημα Μιας Γενεάς.
Μπ. Ζ.


Απέναντι απ' τη γνωστή μας Ελούντα. Απέναντι πάντα από τα θέρετρα της εκάστοτε  αστικής τάξης.

Μακρύ αγκάθι 
(Spina Lunga)
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΠΙΟ ΜΠΡΟΣΤΑ
Όσοι επιστεφτήκανε τη Σπιναλόγκα μέχρι σή­μερα, την είδανε πρόχειρα.
Τι να δεις, από έναν ολάκαιρο κόσμο, με δικούς του νόμους, δική του ‒ξέχωρη‒ ζωή, μέσα σε μισή ή μια, το πολύ, ώρα, πού σταματούνε σ' αυτόνε oι περαστικοί;
Ένα σωρό πράμματα έχουνε γραφτεί σχετικά, χωρίς να δίνουνε στο σύνολό τους μια, μόνο μια, πραγματική Σπιναλογκίτικη στιγμή.
Κείνο που παρατηρήσανε όλοι, είναι οι πληγές του άρρωστου κορμιού. Τίποτ’ άλλο. Και κείνο που βγήκε απ’ το στόμα τους, απ’ την άκρη των χειλιών τους, είναι ένα ψεύτικο και σαχλό μοιρολοητό, προ­ορισμένο μόνο ν’ αυξήσει την κυκλοφορία καμμιάς εφημερίδας. Κ’ είναι πραγματικά σαχλό το μοιρο­λοητό αυτό, αλλά κι άπρεπο γιατί γίνεται για τους μόνους, για τους πραγματικούς ζωντανούς ετούτης της Γης.
Γιατί oι λεπροί της Σπιναλόγκας είναι κάτι πάρα πάνω από ζωντανοί: Οι πραγματικοί εχτιμητές της αξίας της αθρώπινης Ζωής.
Μα μ’ όλα αυτά, δε θέλω βέβαια και να πω, πως βρήκα και κάτι που να μυρίζει 20ό αιώνα σε κείνο τον τόπο!...
Αντίθετα· στη Σπιναλόγκα βλέπει κανένας όλη τη σαπίλα των χρεωκοπημένων αξιών, για τις οποίες καμαρώνει ο σημερινός, μασκέ, πολιτισμός.
Το νησί αυτό, είν’ ο καθρέφτης του πολιτισμού μας.
Προσπάθησα όσο μπόρεσα πιο καθαρά να δώσω τη φωτογραφία της Σπιναλόγκας, με τούτες τις σελίδες.
Παρακαλώ όποιον θέλει και μπορεί, να βρει σε τούτες τις σελίδες ένα σημείο που να μην έχει χρεωκοπήσει ο χριστιανικός πολιτισμός με τις «ελεημοσύ­νες του, τις ευσπλαχνίες του και τις (προς τον πλη­σίον) αγάπες του».
Ας μου βρει ένα σημείο της ζωής του Σπιναλογκίτη, που να μην είναι βρισιά κι αγανάχτηση για το γιατρό, το σημερινό γιατρό - έμπορα του πολιτισμένου αιώνα μας...
Αυτό το... νοσοκομείο ‒τι ντροπή! Τι ανακριβολογία!! Είναι εργατικό.
Μόνον άποροι λεπροί είναι πεταμένοι εκεί. Όσοι έχουνε τον τρόπο τους είναι βολεμένοι κάπου άλλου, που υπάρχει δροσιά, πρασινάδα, νερό, στοργή και... σεντόνι νοσοκομείου.
Αυτοί που δουλέψανε σ’ όλη τους τη ζωή, χωρίς να χορτάσουνε ψωμί, βρίσκουνται τώρα, στην αρρώστια τους, πεταμένοι σαν κοπριά, σ’ ένα κοπρόλακο βρωμερό που λέγεται Σπιναλόγκα.
Κι η λέπρα που τους «διαλύει» δεν είναι το χει­ρότερο κακό. Πείνα, δίψα, ψείρα! Να, τι θα πει λεπρός Σπιναλογκίτης.
Δεν υπάρχει άραγες πιο κατάλληλο μέρος στον τόπο μας, γι’ αυτούς τους άρρωστους εργάτες;
Υπάρχει. Νησιά ολάκαιρα είναι έρημα. Βουνά κατάφυτα, με γάργαρες βρύσες, πολλές.
«Μα δεν έχουνε ψήφο οι λεπροί! Δεν τούς βλέ­πει κανένας. Πολύ περισσότερο δε θα δει τη βρωμοελεημοσύνη μας για τούς λεπρούς!!»...
Γι’ αυτό... καλά είναι εκεί πού βρίσκονται!
Δύναμη δεν έχουνε πια στα χέρια τους. Αίμα δεν έχει το κορμί τους! Τι να τους κάνουμε;!
Ότι είχανε το πήραμε, το πιπιλίσαμε, το κά­ναμε... πανικά και τσιμέντα και λογής λογής εμπορεύματα.
Αυτό π’ απόμεινε, το ξαντό, το ξεφτίδι, είναι ο λεπρός. Τι χρειάζεται;
Κοπιάστε κύριοι χριστιανοί, καμαρώσετε το έργο σας, χωρίς φτιασίδια και μπαλώματα απατηλά.
Κι ύστερα αν μπορείτε, αν δεν ντρέπεστε, ξαναπείτε «αγάπα τον πλησίον σου κ.λπ....»
Περάσετε κύριοι Γιατροί, που έχετε σχέσεις με το υπουργείο Υγιεινής, να πάρετε συχαρίκια γιατί δέ­χεστε να στέκεστε μουγγοί κι άπραχτοι, μπροστά σε τούτο τ’ ομαδικό έγκλημα, επειδή φοβάστε να χτυ­πήσετε κατακέφαλα τον έμπορα, το μόνον επικίντυνον εχθρό της αθρώπινης υγείας...
Σας δίνω μέρος να πιαστείτε. Μπορεί να μου πείτε: «Μας κατηγοράς γιατί δε..., βρήκαμε της λέ­πρας τη γιατρειά; Τι αφελής που είσαι!»
Μα μη βιάζεστε. Τέτοια απαίτηση δε μπορεί να την έχει κανένας.
Για κείνο που σας κατηγορώ το ‘χετε καταλάβει πολύ καλά: Ποιες είναι οι προσπάθειες που κάματε μέχρι σήμερα για να καλυτερέψετε τη ζωή του Σπιναλογκίτη; Γιά ν’ απαλύνετε τους πόνους του, να γενείτε πραγματικοί φρουροί της αθρώπινης υγειάς».
Τι φταίτε σεις; Το κράτος φταίει; Σύμφωνοι. Αλλά πότε ακούστηκε μια διαμαρτυρία από μέρους σας εναντίον αυτής της ταχτικής του Κράτους του ανθρωποχτόνου;
Ποτέ! Δαγκώνετε, σα δουλόπρεπα σκυλιά, ένα ξεροκόμματο που σας πετά και μόνο γι’ αυτό νοιάζε­στε σ όλη σας τη ζωή. Πουλάτε την επιστήμη γι’ αυτό το άθλιο ξεροκόμματο. Γι’ αυτό και μόνο γίνε­στε συνεργοί, σε ομαδικές εχτελέσεις. Ακλουθάτε τους στρατούς του την ώρα που πάνε ν' αλληλοσφαγούνε και περιμένετε τη σφαγή για ν’ αρχίσετε να... γιατρεύετε! «Στάσου να σφάξω τούτον εδώ το φαν­τάρο, να τονέ γιατρέψεις υστέρα». Έτσι σου λέει το Κράτος στους πολέμους του.
Κι εσείς στέκεστε! Πού είναι η αγανάχτηση του φρουρού της αθρώπινης υγείας, για το στραπάτσο αυτό που γίνεται σε βάρος αθρώπινων υπάρξεων;
Κι εσείς σοφοί, που ‘χετε σχέση με τις χημικές ου­σίες, πώς δε μιλήσατε ακόμα;
Αλλά, συγνώμη. Ξέχασα! Δε θα σας δίνουνε άδεια οι διευθυντές της μπαρουταποθήκης, για ν’ ασχοληθείτε σοβαρά με τα φαινόμενα του αιμάτου τ’ αθρώπου.
Χρειαζόμαστε οβίδες γιομάτες, τορπίλες, ασφυξιογόνα, κι έχετε πολλή δουλειά!... Συγνώμη!
Όλους εσάς, η ιστορία η αυριανή, μονάχα προ­δότες της επιστήμης, εμπόρους της επιστήμης θα σας χαραχτηρίσει, αν όχι τίποτα χειρότερο.
«ΕΡΓΑΤΕΣ! Αυτό, που θα δείτε, είναι το κατάντημα που περιμένει όλους μας, ύστερα από το ξάφρισμα της δύναμής μας, αν δεν προλάβουμε να σηκώσουμε σιδερένια κι ανελέητη γροθιά…»

(Σελ. 7-11 της προαναφερόμενης έκδοσης)

Το Ξεκίνημα Μιας Γενεάς

ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η πιο μεγάλη ευσπλαχνία μιας Γενεάς είναι να δει πιο ρωμαλέα, πιο σοφή και πιο ωραία, τη νέα Γενεά που τη διαδέχεται.
Τότε πρέπει να ετοιμαστεί να παραδώσει, και τυπικά, όλο το χώρο της αλωνίστρας των αγώνων, και το κουμάντο της ζωής, στα νέα χέρια.
Την ευτυχία αν τη αξιώθηκε η Γενεά που προσπαθώ να δώσω μια κάποια εικόνα της πορείας της. Δεκατισμένη Γενεά, που λίγα μέλη της μονάχα απομένουνε, σκορπισμένα κι αυτά εδώ κι εκεί, από μπόρες και θύελλες. Μπήκε στη ζωή μ’ όλες τις ωραίες προθέσεις. Πολέμησε με ηρωισμό κι αφάνταστη αυτοθυσία, να κάμει πράξη τα όνειρά της. Έχει στιγμές που οι δυνάμεις της την πρό­διδαν, είναι άλλες που μπήκε σε αδιέξοδα στενά της ζωής, μα είναι κι άλλες που πέτυχε στόχους υψηλούς.
Αυτή με δίδαξε να μην πιάνω την πέννα ποτέ αν δεν αισθάνομαι μέσα μου μια τρικυμία. Έτσι νοιώθω και τώρα, που οι μέρες τελειώνουνε, πώς είναι δικό μου χρέος ‒που πρέπει χωρίς άλλο να προλάβω‒ ετούτη η νέα δουλειά.
Είναι ανάγκη να παραδώσουμε κανονικά. Το ξεκί­νημα από τα βαλτονέρια της «Μεγάλης Ιδέας», η νη­πιακή ηλικία του προοδευτικού κινήματος, τα λάθη και τα επιτεύγματα, η κριτική και η αυτοκριτική της Γενεάς που σημειώνουμε τα βήματα, είναι το περιεχόμενο των τεσσάρων βιβλίων ‒σάν και τούτο‒ που ίσως χρειαστούνε κά­πως στη νέα Ηγεσία της ελληνικής ζωής. Στη νέα Γενεά. 

(Σελ. 9 της προαναφερόμενης έκδοσης)


________________
Σημειώσεις της Μποτίλιας
Α. Χρέος από τα πρώτα μας διαβασματα ‒πρίν μισό αιώνα και βάλε‒ η μικρή αυτή κατάθεση για τον «Κουμπάρο μας» από τη Σπιναλόγκα. Την ξεκινήσαμε στις 23 Απρίλη με το σχεδιάκι του πορτραίτου του πρώτα (24/4/2015), μα μάκρυνε η απόσταση δυσάρεστα... ερήμην μας (είχαμε ήδη ξεκινήσει και την Γκουέρνικα της Ντόρας Μάαρ, που καθυστέρησε κι αυτή ‒απ' τις 26 Απρ. μας πήγε στις 7 Μαΐου). Στο μεταξύ ήρθαν οι απανωτές δημοσιεύσεις του Ηρ. Κακαβάνη στο εξαιρετικό πολυφωνικά Ατέχνως, και η εκδήλωσή του, που ‒δυστυχώς‒ δεν έγινε κατορθωτό να παρακολουθήσουμε. Έτσι, η κατάθεσή μας είναι πλέον πενιχρή. Είμαστε όμως πλουσιότεροι, μεταφέροντας ένα μικρό κομμάτι αυτής της εκδήλωσης εδώ. Με τις ευχαριστίες μας, επίσης.
Β. Στην 5η σελίδα του τελαυταίου βιβλίου του Θ. Κ., Το Ξεκίνημα Μιας Γενεάς (1962), παρατίθεται η μέχρι τότε εργογραφία του, που συνιστά και το σύνολο του έργου του. Έχει το ενδιαφέρον της: 

ΕΡΓΑ TOΥ ΙΔΙΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ (Απαγορευμένο), 1933
ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ (5η έκδοση), 1934
Ο ΑΛΗΤΗΣ (2η έκδοση), 1935
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (Απαγορευμένο), I936
ΑΝΑΤΟΛΗ (2η έκδοση), 1936
ΚΑΛΟΙ ΚΑΙ ΚΑΚΟΙ (Εξαντλημένο), 1940
ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ! (2η έκδοση), 1942
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ (Εξαντλημένο), 1944
ΧΑΪΔΑΡΙ (7η έκδοση), 1944
ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΛΑΟΣ (Εξαντλημένο), 1944
ΑΓΥΡΤΕΣ ΚΑΙ ΚΛΕΦΤΕΣ (Απαγορευμένο), 1946
ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ (Εξαντλημένο), 1955
ΣΤΑΧΤΕΣ ΚΑΙ ΦΟΙΝΙΚΕΣ, 1957
ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, 1958
Η ΓΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, 1958
ΟΔΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΩΣ, 1959
(Και τη Σπιναλόγκα, σαν απαγορευμένο βιβλίο τη γνωρίσαμε κάποιοι).
Στο 1959 σταματάει και η συγγραφική του πορεία (χειρόγραφά του ανέκδοτα δεν έχουν σωθεί), στην οποία ο ίδιος δε συμπεριλαμβάνει (βλέπε και Ηρ. Κ.) το πρώτο του νεανικό (είναι 23 ετών) πεζογράφημα: Έρωτας ή αναιστησία (Ηράκλειο, 1929).

Τα εξώφυλλα των βιβλίων είναι φωτογραφημένα από τη βιβλιοθήκη της Μποτίλιας.

(*) Το ποίημα είναι του Λάμπρου Πορφύρα (Δημήτριος Σύψωμος, 1879- 1932)
Συμπλήρωσα αυθαίρετα  ‒μα με την... άδεια του Ηρ. Κ. και χωρίς ίχνος κριτικής διάθεσης‒ τις αγκύλες στη σχετική αναφορά του ποιήματος, το οποίο και παραθέτω ολόκληρο, για να μεταφέρω το κλίμα. Κι ο Κορνάρος, πιστεύω, θα το απάγγελε χωρίς συντομεύσεις, θέλοντας να ταξιδεψει τους συντρόφους του μακριά απ' το Σύρμα, σ' ένα διαφορετικό, σίγουρα, νησί της χαράς...
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα! Κι εγώ κι η Αννούλα,
λίγοι παλιοί σύντροφοί μου και κάποιες κοπέλες μαζί,
μπήκαμε μέσα σε μια γαλήνη, μεθυσμένη βαρκούλα,
μπήκαμε μέσα και πάμε μακριά στης χαράς το νησί.

Ούτ’ ένα σύννεφο κι ούτ’ ένας μαύρος καπνός στον αγέρα.
Πλάι μας στήθη ερωτιάρικα κι άσπροι χιονάτοι λαιμοί,
φως στα μαλλιά τα ξανθά, φως στο πέλαγο, φως πέρα ως πέρα.
Μα ποιος επήγε ποτέ του μακριά στης Χαράς το νησί;

Ω! τι με νοιάζει κι αν πάμε ως εκεί; Τι με νοιάζει; Γελάει
όλ’ η γλυκειά συντροφιά μου, γελά η θλιμένη ζωή,
στ’ άπειρο μέσα κυλάμε· κι η Αννούλα τρελλά τραγουδάει:
Όπου και να ‘ναι μακριά, θα φανεί της χαράς το νησί...

1. Το ψευδώνυμο του ποιητή δεν προέρχεται από το «λαμπρή πορφύρα», που θα ήταν υπερβολή για τον ταπεινόφρονα ερημίτη, αλλά από τον «Λάμπρο» και τον «Πόρφυρα» της Σολωμικής ποίησης.
2. Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης έγραψε για το ποίημα: «Το Ταξείδι  όμως πρέπει να το αναφέρω. Η χαλάρωση του στίχου του, η ψυχική εγκατάλειψη, εκείνο το αδιάφορο, τάχα, αλλά βέβαιο βαριέστημα, ο τραβηγμένος και χωρίς τομή στίχος του είναι πραγματικά ευτυχισμένα εφευρήματά του, από τα πιο απροσδόκητα στη νεοελληνική ποίηση. Αν και θυμίζει κάπως Το Νησί των Πνευμάτων του Χάινε, δεν παύει να είναι ένα πρωτοτυπώτατο τραγούδι. Πραγματικά λαμπρό και χωρίς ίχνος σκιάς διαμάντι».
(Το ποίημα και οι δυο σημειώσεις προέρχονται από την Ανθολογία του Περάνθη, Β΄τόμος, σελ. 312 και 309 η πρώτη σημείωση). 
*
Ποιήματα του Πορφύρα μπορείτε να διαβάσετε: 
Μπ. Ζ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.