Δεκέμβρης 1944 (17)

Σάββατο 11 Απριλίου 2015

Άγγελος Σικελιανός: Δυο ποιήματα αναστάσιμα ‒ Μίκης Θεοδωράκης: Σιμώνει ο νέος ο Λόγος

Άγγελος Σικελιανός. Λευκάδα, 28 Μαρτίου 1884 - 19 Ιουνίου 1951

Α Γ Γ Ε Λ Ο Σ   Σ Ι Κ Ε Λ Ι Α Ν Ο Σ

Σ Τ’   Ο Σ Ι Ο Υ   Λ Ο Υ Κ Α   Τ Ο   Μ Ο Ν Α Σ Τ Η Ρ Ι


Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Eπιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη ‒έτσι γλυκά θρηνούσαν!‒
πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Aλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τα’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τα’ Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Xριστός Aνέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Bαγγέλης!»

Kαι να· ο λεβέντης του χωριού, ο Bαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Bαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο· και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Kαι τότε ‒μάρτυράς μου να ’ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος‒
απ’ το στασίδι που ’μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
‒έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος‒,
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Mάτια μου… Bαγγέλη!»

Kι ακόμα, ‒μάρτυράς μου να ’ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος‒,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Mεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!…

ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, Τόμος Ε΄, Ορφικά
ΙΚΑΡΟΣ 1968, σελ. 46-48


Μ Ι Κ Η Σ   Θ Ε Ο Δ Ω Ρ Α Κ Η Σ

 Π Ν Ε Υ Μ Α Τ Ι Κ Ο   Ε Μ Β Α Τ Η Ρ Ι Ο

Μίκης Θεοδωράκης. Γεν. Χίος, 29 Ιουλίου 1925
(Σχέδιο: Μπ. Ζαφειράτος, 1972. Μελάνι, 34 χ 42 εκ.)


Αρκαδία V (Πνευματικό Εμβατήριο), 1970

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ποίηση: Άγγελος Σικελιανός
Σύνθεση: Φεβρουάριος 1969, Ζάτουνα
Ζωντανή ηχογράφηση από το Albert Hall του Λονδίνου
Τραγουδάνε οι: Μαρία Φαραντούρη, Αντώνης Καλογιάννης, Γιάννης Θεοχάρης.
Παίζει η London Symphony Orchestra υπό τη διεύθυνση του συνθέτη.
Συμμετέχει η χορωδία της New Opera και η ανδρική χορωδία Cwalia
LYRA, 1974

Μέρος VII
Σιμώνει ο νέος ο Λόγος

» Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη…
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,
και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης…

» Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη·
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα!»

ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, Τόμος Ε΄,
Επίνικοι Β' (1940-1946)
ΙΚΑΡΟΣ 1968, σελ. 174 (171-175)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.