Ύμνος του ΕΑΜ
Μουσική: Matvey Blanter (1903-1990)
Στίχοι: Βασίλης Ρώτας
(Katyusha)
Τρία γράμματα μόνο φωτίζουν την ελληνική μας την γενιά
και μας δείχνουν φωτεινό τον δρόμο για να φέρουμε την λευτεριά
Είναι του αγώνα μας τα φώτα κι ο λαός ακολουθεί πιστά,
νέοι, γέροι, όλοι μαζί φωνάζουν: ζήτω, ζήτω, ζήτω το ΕΑΜ
Το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ την πείνα θα μας σώσει και πάλι απ’ την σκλαβιά
κι έχει πρόγραμμα λαοκρατία· ζήτω ζήτω, ζήτω το ΕΑΜ
Έχει ενώσει όλο τον λαό μας, έχει την ΕΠΟΝ και τον ΕΛΑΣ,
κι έχει πρόγραμμα λαοκρατία· ζήτω ζήτω, ζήτω το ΕΑΜ
*
Μπρένταν Μπήαν
Ένας Όμηρος
Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας
Ακούσλα ταίρι μου
Δεν έχει η γη κι ο κόσμος θέση σαν κι αυτή
ανάμεσα σε μας τους δυο.
Δεν έχει η γη κι ο κόσμος θέση σαν κι αυτή
Ακούσλα ταίρι μου χρυσό.
Δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή
δεν έχει θέση όπου κι αν πας.
Δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή
σ' το λέω και νιώσ' το αν μ' αγαπάς
*
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
Άνοιξε σιγά την πόρτα
Κλείσ’ τη για να μην τραβάει
όλη τη ζωή μου χύνω δάκρυα, δάκρυα
το στόμα μου δεν ξέρει να γελάει
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
Κι ασ’ το φυρό για το Χριστό,
Έμπα και κάτσε κι ύστερα
θα σου το πω το μυστικό
Μόν’ μια φορά σαν έπεσε η εικόνα
κι άφησε τη γριά τη βάβω μου ξερή
κει που ‘λεγε παλιό ιρλανδέζικο τραγούδι
πως πούλησαν προδότες τον οδηγητή
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
κι άσ’ το φυρό για το Χριστό
Έμπα και κάτσε κι ύστερα
θα σου το πω το μυστικό
Από τους μπάσταρδους τους ξένους
κρύψε, καλή μου, το χάλι σου
εμείς λιοντάρι και λυκόρνιο
και ρόδο στο κεφάλι σου
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
κι άσ’ το φυρό για το Χριστό
Έμπα και κάτσε κι ύστερα
θα σου το πω το μυστικό
*
Στίχοι: Βασίλης Ρώτας
(Katyusha)
Τρία γράμματα μόνο φωτίζουν την ελληνική μας την γενιά
και μας δείχνουν φωτεινό τον δρόμο για να φέρουμε την λευτεριά
Είναι του αγώνα μας τα φώτα κι ο λαός ακολουθεί πιστά,
νέοι, γέροι, όλοι μαζί φωνάζουν: ζήτω, ζήτω, ζήτω το ΕΑΜ
Το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ την πείνα θα μας σώσει και πάλι απ’ την σκλαβιά
κι έχει πρόγραμμα λαοκρατία· ζήτω ζήτω, ζήτω το ΕΑΜ
Έχει ενώσει όλο τον λαό μας, έχει την ΕΠΟΝ και τον ΕΛΑΣ,
κι έχει πρόγραμμα λαοκρατία· ζήτω ζήτω, ζήτω το ΕΑΜ
*
Μπρένταν Μπήαν
Ένας Όμηρος
Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας
Ακούσλα ταίρι μου
Δεν έχει η γη κι ο κόσμος θέση σαν κι αυτή
ανάμεσα σε μας τους δυο.
Δεν έχει η γη κι ο κόσμος θέση σαν κι αυτή
Ακούσλα ταίρι μου χρυσό.
Δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή
δεν έχει θέση όπου κι αν πας.
Δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή
σ' το λέω και νιώσ' το αν μ' αγαπάς
*
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
Άνοιξε σιγά την πόρτα
Κλείσ’ τη για να μην τραβάει
όλη τη ζωή μου χύνω δάκρυα, δάκρυα
το στόμα μου δεν ξέρει να γελάει
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
Κι ασ’ το φυρό για το Χριστό,
Έμπα και κάτσε κι ύστερα
θα σου το πω το μυστικό
Μόν’ μια φορά σαν έπεσε η εικόνα
κι άφησε τη γριά τη βάβω μου ξερή
κει που ‘λεγε παλιό ιρλανδέζικο τραγούδι
πως πούλησαν προδότες τον οδηγητή
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
κι άσ’ το φυρό για το Χριστό
Έμπα και κάτσε κι ύστερα
θα σου το πω το μυστικό
Από τους μπάσταρδους τους ξένους
κρύψε, καλή μου, το χάλι σου
εμείς λιοντάρι και λυκόρνιο
και ρόδο στο κεφάλι σου
Άνοιξε λίγο το παράθυρο
κι άσ’ το φυρό για το Χριστό
Έμπα και κάτσε κι ύστερα
θα σου το πω το μυστικό
*
Τη μάνα σου μην την πετροβολάς
Δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή
δεν έχει θέση όπου κι αν πας.
δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή
σ’ το λέω και νιώσ’ το αν μ’ αγαπάς.
Τη μάνα σου μην την πετροβολάς
όταν πεθάνει, αυτό θα σε πονάει
Τη μάνα σου μην την πετροβολάς
κάλλιο ο πατέρας σου πετριές ας φάει.
*
Δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή
δεν έχει θέση όπου κι αν πας.
δεν έχει θέση η Γη παρά για τη ζωή
σ’ το λέω και νιώσ’ το αν μ’ αγαπάς.
Τη μάνα σου μην την πετροβολάς
όταν πεθάνει, αυτό θα σε πονάει
Τη μάνα σου μην την πετροβολάς
κάλλιο ο πατέρας σου πετριές ας φάει.
*
Αγία Γραφή
Διαβάζεις την Αγία Γραφή, χρυσές σελίδες.
Διαβάζεις λόγια ωραία που μιλάν για αγάπη.
Διαβάζεις και για τον Πλάτωνα, όλους τους σοφούς
που λεν για ελπίδα, για χαρά, για αγάπη, για ειρήνη.
Μα αυτά λέω σαν ανόητα τα νιώθει ο νους,
σα να λένε για λεπρούς ή για νεράιδες.
Αλλά το ξέρεις όταν άνθρωπο χρειαστείς,
πως σαν τον εαυτό σου εσέ δεν σ’ αγαπάει κανείς.
Επάσχισα κι εγώ να γίνω κάποιος.
Στα δεκατρία εδούλεψα καλά στο τραμ,
μα κι αν δεν έγινα γιατρός, στρατιωτικός,
τον βασιλιά τον υπηρέτησα πιστά,
ποτέ στους χαλεπούς καιρούς δεν πρόδωσα.
Ούτε όταν οι Άγγλοι τα ‘καναν σμπαράλια εδώ.
Κι όταν γίναμε γίναμε ανεξάρτητοι ήμουν νομιμόφρων,
μα σαν τον εαυτό σου εσέ δεν σ’ αγαπάει κανείς.
Πράγματι τους μικρούς εμάς της μεσαίας τάξεως
μας φέρνουν γύρω σαν καφέδες σ’ αγρυπνία,
οι υπάλληλοι μας έχουν σαν γαϊδούρια στη σειρά,
μας κοροϊδεύει ο όχλος όταν προσπαθούμε
να ‘χουμε τρόπους, να μιλάμε καθαρεύουσα.
Έτσι ούτε σύλλογο έχουμε και είναι να μας κλαις.
Μα μόνο τούτο ξέρουμε καλά και εμείς,
πως σαν τον εαυτό σου εσέ δεν σ’ αγαπάει κανείς.
Διαβάζεις την Αγία Γραφή, χρυσές σελίδες.
Διαβάζεις λόγια ωραία που μιλάν για αγάπη.
Διαβάζεις και για τον Πλάτωνα, όλους τους σοφούς
που λεν για ελπίδα, για χαρά, για αγάπη, για ειρήνη.
Μα αυτά λέω σαν ανόητα τα νιώθει ο νους,
σα να λένε για λεπρούς ή για νεράιδες.
Αλλά το ξέρεις όταν άνθρωπο χρειαστείς,
πως σαν τον εαυτό σου εσέ δεν σ’ αγαπάει κανείς.
Επάσχισα κι εγώ να γίνω κάποιος.
Στα δεκατρία εδούλεψα καλά στο τραμ,
μα κι αν δεν έγινα γιατρός, στρατιωτικός,
τον βασιλιά τον υπηρέτησα πιστά,
ποτέ στους χαλεπούς καιρούς δεν πρόδωσα.
Ούτε όταν οι Άγγλοι τα ‘καναν σμπαράλια εδώ.
Κι όταν γίναμε γίναμε ανεξάρτητοι ήμουν νομιμόφρων,
μα σαν τον εαυτό σου εσέ δεν σ’ αγαπάει κανείς.
Πράγματι τους μικρούς εμάς της μεσαίας τάξεως
μας φέρνουν γύρω σαν καφέδες σ’ αγρυπνία,
οι υπάλληλοι μας έχουν σαν γαϊδούρια στη σειρά,
μας κοροϊδεύει ο όχλος όταν προσπαθούμε
να ‘χουμε τρόπους, να μιλάμε καθαρεύουσα.
Έτσι ούτε σύλλογο έχουμε και είναι να μας κλαις.
Μα μόνο τούτο ξέρουμε καλά και εμείς,
πως σαν τον εαυτό σου εσέ δεν σ’ αγαπάει κανείς.
*
Είμαι Άγγλος νιος και τυχερός
Είμ’ Άγγλος νιος και τυχερός
θέλω τον βασιλιά
κι ας ακριβαίνουν τον καπνό,
φτάνει που με ρωτάν.
Την γριά Αγγλία την αγαπώ
από δύση σ’ ανατολή,
απ’ τον Ιορδάνη ποταμό
ως του Άτλα την ακτή.
Την γριά Αγγλία όπου κι αν βρεθώ
την έχω στην καρδιά,
μόνο αυτούς τους νέγρους
να έδιωχνα έξω με μια κλωτσιά.
*
Είμαι Άγγλος νιος και τυχερός
Είμ’ Άγγλος νιος και τυχερός
θέλω τον βασιλιά
κι ας ακριβαίνουν τον καπνό,
φτάνει που με ρωτάν.
Την γριά Αγγλία την αγαπώ
από δύση σ’ ανατολή,
απ’ τον Ιορδάνη ποταμό
ως του Άτλα την ακτή.
Την γριά Αγγλία όπου κι αν βρεθώ
την έχω στην καρδιά,
μόνο αυτούς τους νέγρους
να έδιωχνα έξω με μια κλωτσιά.
*
Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό
Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό
για να παίζεις στο χολ με παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ‘μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω τα κλειδιά της καρδιάς μου
και τα χρήματα όσα κι αν έχω,
αν με πάρεις, μ πάρεις, με πάρεις
να ‘μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω ρολόι με καδένα
να το δείχνεις κρυφά στα παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ‘μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω χρυσάφι, χρυσάφι
να γεμίζεις τις χούφτες φλωριά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
ταίρι να ‘μαστε πια.
Θα σου φτιάξω μια πίτα με κρέας
θα σε κρύψω ως να φύγουν οι μάγκες
αν με πάρεις, με πάριες με πάρεις
ταίρι να ‘μαστε πια.
Όμως πρώτα να δούμε αν ταιριάζουμε,
αν ταιριάζουμε οι δυο μας σωστά.
*
Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό
για να παίζεις στο χολ με παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ‘μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω τα κλειδιά της καρδιάς μου
και τα χρήματα όσα κι αν έχω,
αν με πάρεις, μ πάρεις, με πάρεις
να ‘μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω ρολόι με καδένα
να το δείχνεις κρυφά στα παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ‘μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω χρυσάφι, χρυσάφι
να γεμίζεις τις χούφτες φλωριά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
ταίρι να ‘μαστε πια.
Θα σου φτιάξω μια πίτα με κρέας
θα σε κρύψω ως να φύγουν οι μάγκες
αν με πάρεις, με πάριες με πάρεις
ταίρι να ‘μαστε πια.
Όμως πρώτα να δούμε αν ταιριάζουμε,
αν ταιριάζουμε οι δυο μας σωστά.
*
Το Σεπτέμβριο θυμάμαι
Το Σεπτέμβριο θυμάμαι όταν άδειαζαν οι πάγκοι
κι έπαψ’ ή βουή του κόσμου, πήγαν τα παιδιά για τσάι.
Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά
τώρα που έχουν πια πεθάνει
όλοι που μας αγαπάνε, λοχαγοί και βασιλιάδες.
Πέρα στην παλιά μας Κύπρο και στην Κένυα την καημένη
όλοι εκεί βασανισμένοι μαύροι κι άσπροι από τους άσπρους.
Και στα ξωτικά τα μέρη κι όπου ρίξουμε το μάτι
το κουδούνι του σχολείου στο μισό Μπέλφαστ σημαίνει
κι αχ, ή Αγγλία μας ή καημένη, λοχαγοί και βασιλιάδες.
Σκόνταψα σ’ ένα βραχνά μου και στο πάρκο κει του Ουΐνσδορ,
τι θαρρείτε κει πώς ηύρα, περπατώντας στο σκοτάδι;
Μισοδαγκωμένο μήλο και το πιο αστείο απ’ όλα
χαραγμένα πέντε δόντια
πέντε δόντια από παιδάκι, λοχαγοί και βασιλιάδες.
*
Το Σεπτέμβριο θυμάμαι όταν άδειαζαν οι πάγκοι
κι έπαψ’ ή βουή του κόσμου, πήγαν τα παιδιά για τσάι.
Άσε μας θεέ ψηλά, να θυμόμαστε τ’ απλά
τώρα που έχουν πια πεθάνει
όλοι που μας αγαπάνε, λοχαγοί και βασιλιάδες.
Πέρα στην παλιά μας Κύπρο και στην Κένυα την καημένη
όλοι εκεί βασανισμένοι μαύροι κι άσπροι από τους άσπρους.
Και στα ξωτικά τα μέρη κι όπου ρίξουμε το μάτι
το κουδούνι του σχολείου στο μισό Μπέλφαστ σημαίνει
κι αχ, ή Αγγλία μας ή καημένη, λοχαγοί και βασιλιάδες.
Σκόνταψα σ’ ένα βραχνά μου και στο πάρκο κει του Ουΐνσδορ,
τι θαρρείτε κει πώς ηύρα, περπατώντας στο σκοτάδι;
Μισοδαγκωμένο μήλο και το πιο αστείο απ’ όλα
χαραγμένα πέντε δόντια
πέντε δόντια από παιδάκι, λοχαγοί και βασιλιάδες.
*
Ποιος δε μιλά για τη λαμπρή
Ποιος δε μιλά για τη λαμπρή
γιορτή ξανανιωμού,
πάν τα παιδιά στον πόλεμο
και παν του σκοτωμού.
Με θάρρος οι τρανές καρδιές
έπιασαν τα στενά,
ψηλά η σημαία ανέμιζε
η αντάρτισσα μπροστά.
Δέκα χιλιάδες φτάσανε
χακένιοι ταxτικοί
για να σκοτώσουν τα παιδιά
μα μείναν εδ' εκεί.
Με πολυβόλα κι άρματα
κανόνια τους σωρό,
κανένας τους δε γύρισε,
δε φταίμε εμείς για αυτό.
Ένας με δέκα, ημέρες εξ,
κρατήσαμε γερά
και δεν περάσαν τις γραμμές,
μ' όλα τους τα πυρά.
Μας ρίξαν και φαρμακερά
αέρια και καπνούς,
μας κάψαν την πρωτεύουσα
ωσάν τους Γερμανούς.
Σκοτώσαν τους ηγέτες μας
χωρίς απολογιά τους,
γυναίκες μας, μικρά παιδιά
στα γόνατα μπροστά τους.
Τους τάφους άνοιγαν κρυφά
και θάβαν τους νεκρούς,
δεν πιάσαν ούτε σκότωσαν
αντάρτες μας πιστούς.
Ποιος δε μιλά για τη λαμπρή
γιορτή ξανανιωμού,
πάν τα παιδιά στον πόλεμο
και παν του σκοτωμού.
*
Ήταν 18 Νοέμβρη
Ήταν 18 Νοέμβρη
πέρα στο Μακρούν μπροστά
φτάσαν ταχτικοί χακένιοι
με τα μεταγωγικά.
Τα παιδιά τούς καρτερούσαν
του στρατού λαΐκού
και με τις χειροβομβίδες
τούς εκάναν τ’ αλατιού.
*
Το γελαστό παιδί
Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί
Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί
Μον’ να `ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να `χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα 'ταν τιμή μου που 'χασα το γελαστό παιδί
Βασιλικιά μου αγάπη μ’ αγάπη θα στο λέω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί
*
Ποιος δε μιλά για τη λαμπρή
γιορτή ξανανιωμού,
πάν τα παιδιά στον πόλεμο
και παν του σκοτωμού.
Με θάρρος οι τρανές καρδιές
έπιασαν τα στενά,
ψηλά η σημαία ανέμιζε
η αντάρτισσα μπροστά.
Δέκα χιλιάδες φτάσανε
χακένιοι ταxτικοί
για να σκοτώσουν τα παιδιά
μα μείναν εδ' εκεί.
Με πολυβόλα κι άρματα
κανόνια τους σωρό,
κανένας τους δε γύρισε,
δε φταίμε εμείς για αυτό.
Ένας με δέκα, ημέρες εξ,
κρατήσαμε γερά
και δεν περάσαν τις γραμμές,
μ' όλα τους τα πυρά.
Μας ρίξαν και φαρμακερά
αέρια και καπνούς,
μας κάψαν την πρωτεύουσα
ωσάν τους Γερμανούς.
Σκοτώσαν τους ηγέτες μας
χωρίς απολογιά τους,
γυναίκες μας, μικρά παιδιά
στα γόνατα μπροστά τους.
Τους τάφους άνοιγαν κρυφά
και θάβαν τους νεκρούς,
δεν πιάσαν ούτε σκότωσαν
αντάρτες μας πιστούς.
Ποιος δε μιλά για τη λαμπρή
γιορτή ξανανιωμού,
πάν τα παιδιά στον πόλεμο
και παν του σκοτωμού.
*
Ήταν 18 Νοέμβρη
Ήταν 18 Νοέμβρη
πέρα στο Μακρούν μπροστά
φτάσαν ταχτικοί χακένιοι
με τα μεταγωγικά.
Τα παιδιά τούς καρτερούσαν
του στρατού λαΐκού
και με τις χειροβομβίδες
τούς εκάναν τ’ αλατιού.
*
Το γελαστό παιδί
Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί
Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί
Μον’ να `ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να `χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα 'ταν τιμή μου που 'χασα το γελαστό παιδί
Βασιλικιά μου αγάπη μ’ αγάπη θα στο λέω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί
*
Χριστινάκι
Στίχοι: Βασίλης Ρώτας
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Δώδεκα αγόρια του σχολειού κι η Χριστινιώ μια τάξη
μη βρέξει και μη στάξει
Τ’ αγόρια τ’ ορκιστήκανε στην παλικαροσύνη
να κλέψουν τη Χριστήνη
Βαρκούλαν αρματώνουνε με σταυρωτό πανάκι
Χριστίνα, Χριστινάκι
Έμπα καλή στη βάρκα μας, να πάμε και να `ρθούμε
τραγούδι που θα πούμε
Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε στου Ζέφυρου το χάδι
το όμορφο του το βράδυ
Σπαρμένο χρυσολούλουδα το πέλαγο λιβάδι
το όμορφο του το βράδυ
Το Χριστινάκι τραγουδά, της βάρκας κυβερνήτης
γλυκιά που είν’ η φωνή της
Και λέει τραγούδι του έρωτα και για τον πόθο λέει
για το φιλί που καίει
Γέλια τραγούδια σώπασαν, τ’ αγόρια συμπαλεύουν
μοχτούν, φιλί γυρεύουν
Κανείς δεν είναι στο κουπί, κανείς και στο τιμόνι
λαχτάρα που τούς ζωνει
Κι η βάρκα η ποθοπλάνταχτη πάει στων νερών τα βάθη
με του έρωτα τα πάθη
Δεν κλαίω τα δώδεκα παιδιά, τους νιους, τους μαθητάδες
τις δώδεκα μανάδες
Μόν’ κλαίω τα μάτια τα γλαρά, το λυγερό κορμάκι
τ’ αγρίμι το ελαφάκι
Που ήτανε δώδεκα χρονών, παρθένα Παναγιά μου
κι έλαμπε η γειτονιά μου
23 Απριλίου
1889 ‒Γεννιέται ο λογοτέχνης Βασίλης Ρώτας. Ο Βασίλης Ρώτας ανήκει σε κείνους τους πνευματικούς ανθρώπους που έθεσαν ως κυρίαρχο της ζωής τους την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σε εκείνους που αφοσιώθηκαν και αγωνίστηκαν για τα ιδανικά του μαρξισμού - λενινισμού, στην πανανθρώπινη ιδεολογία που σταθερά και αποφασιστικά διδάσκει το ΚΚΕ. Έδωσε σκληρές μάχες, υποστήριξε τις αξίες, υπηρέτησε στον αγώνα για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, υποστηρίζοντας στην πράξη τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη.
Στην πολιτιστική και ειδικά στη θεατρική δραστηριότητα που ανέπτυξε το ΕΑΜικό κίνημα, με την παιδεία και την τέχνη να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική και πολιτική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων προς την κοινωνική αλληλεγγύη και ισότητα, τη συλλογική και εθελοντική δράση εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών, γυναικών και παιδιών, η συμβολή του Βασίλη Ρώτα υπήρξε καθοριστική. Με σύμφωνο το ΕΑΜ, το 1942, ίδρυσε το Θεατρικό Σπουδαστήριο, «νόμιμο καταφύγιο» για τους ΕΠΟΝίτες. Το θέατρο του Ρώτα έγινε βήμα προβληματισμού και συνειδητοποίησης, όπου νέοι μάθαιναν για το θέατρο και συμμετείχαν σε αντιστασιακές εκδηλώσεις, με παραστάσεις σε θέατρα, πλατείες, δρόμους, και κείμενα που εξύψωναν το λαϊκό φρόνημα, ενώ οι εισπράξεις πήγαιναν στο ταμείο του αγώνα.
Την ίδια εποχή, στην ελληνική επαρχία αναπτύσσεται ένα νέο είδος θεάτρου, που υπηρετεί τους σκοπούς του αντιστασιακού αγώνα. Το «Θέατρο του βουνού». Το καλοκαίρι του 1944 ο Βασίλης Ρώτας μεταφέρει το πνεύμα θεάτρου στα βουνά. Με υπόδειξη της ΠΕΕΑ ιδρύει το «Θεατρικό όμιλο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας», ανταποκρινόμενος στο επίμονο αίτημα των αγωνιστών για θέατρο. Το θίασο αποτελούν επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά και ερασιτέχνες από τους αντάρτες. Μεταξύ αυτών, ο συγγραφέας Γεράσιμος Σταύρου, ο ηθοποιός Γιώργος Δήμας, οι Βάσης και Άννα Ξένου, ο Νικηφόρος Ρώτας, ο Αλ. Ξένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.