Δεκέμβρης 1944 (17)

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

14 Απριλίου 1930: Ο Μαγιακόβσκη στους αιώνες

Μαγιακόβσκη (19 Ιουλίου 1893 - 14 Απριλίου 1930)
Από τον Νικολάι Αλεξάντροβιτς Σοκόλοβ (1903 - 2000)*


ΠΟΙΗΣΗ - ΜΟΥΣΙΚΗ - ΣΙΝΕΜΑ




Β λ α ν τ ι μ ί ρ   Β λ α ν τ ι μ ί ρ ο β ι τ ς   Μ α γ ι α κ ό β σ κ η


Ο  Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Σ

Ο εξυγιαίνων τον κόσμο, ο θεραπεύων τας αμαρτίας πάσας, ο ήλιος, έχει αποθέσει την παλάμη του στην κεφαλή μου. Η ευσεβεστέρα των καλογραιών, η νύχτα, έχει καλύψει με το πέπλο της τους ώμους μου. Ασπάζομαι το χιλιοσέλιδο Ευαγγέλιο του έρωτά μου.
Στον έρωτα ανυψώνω την οδυνηρή και ηχηρή δέησή μου,
η ψυχή μου
μιαν άλλην έλευση αναμένει,
ακούω,
γη, το
«Νυν απολύεις!» σου.


Στην κιβωτό της νύχτας,
καινούριος Νώε,
περιμένω,
το σκοτεινότριχο περιβλημένος κύμα,
ότι θα ’ρθούν
να με ζητήσουν,
ότι θα κόψει η αυγή με τις ρομφαίες της
τον γήινο λώρο.
Έρχεται!
Έφτασε!
Να την ξεδιπλωμένη.
Οι ακτίνες της παντού!
Αποκαθαίρουν
Οι βόστρυχοι των ακτίνων τραγουδούν
κι οι μέρες ήρεμα γλιστρούν εκεί
μ’ όλο το κέλυφος της ταραχής τους.

Α, ο ήλιος πάλι.

Καλεί τους λοχαγούς του της φωτιάς.
Η αυγή χτυπάει το τύμπανο.
Εμπρός,
ενάντια στην επίγεια τούτη λάσπη!
Ήλιε!
Θα λησμονήσεις
τον εξάγγελό σου;

Η   γ έ ν ν η σ η   τ ο υ   Μ α γ ι α κ ό β σ κ η

Οι  ηλίθιοι ιστορικοί, ενθαρρυμένοι από τους σύγχρονους, ας γράψουν αν θέλουν: «Αυτός ο αξιοσημείωτος ποιητής έζησε μιαν ανιαρή ζωή, χωρίς ενδιαφέρον.»
Ξέρω
πως οι αμαρτωλοί
βογκώντας μες στην κόλαση
δε θα επικαλεστούνε τ’ όνομά μου.
Στων ιερέων τα χειροκροτήματα
η αυλαία μου δε θα πέσει μπρος στο Γολγοθά.
Θα πάω απλά-απλά
να πάρω τον καφέ μου
στο Θερινό Κήπο.

Στον ουρανό της Βηθλεέμ μου
κανένα σήμα δεν έλαμψε.
Κανένας δεν εμπόδισε τους μάγους
με τα βοστρυχωτά κεφάλια
να κοιμηθούν
μέσα στον τάφο τους.
Η μέρα της καθόδου μου σ’ εσάς
ήταν απόλυτα
ως την απελπισία κατάομοια με τις άλλες.
Και κανένας
δε σκέφτηκε
να μεμφθεί τ’ άστρο το γειτονικό
για έλλειψη σεβασμού:
«Αστέρι
γιατί μια λάμψη τέτοιας οκνηρίας;
Εάν ενός άνθρωπου ή γέννηση
δικαίωμα στην τιμήν αυτή δεν έχει
μήπως
αστέρι την επιφυλάσσεις
για τον διάβολο;

Κρίνετε μόνοι:
Όταν στα δίχτυα πιάνουμε
ένα μικρό, ομιλητικό ψαράκι
τραγουδούμε
ανυμνούμε το ψαρίσιο
ολόχρυσο θαύμα.
Πώς εγώ να μη δοξάζω τον εαυτό μου
μια και ολάκερος
είμαι ένα απίστευτο θαύμα
μια και κάθε μου κίνηση
είναι ένα πελώριο
ανεξήγητο θαύμα;

Κοιτάχτε,
θαυμάστε από κάθε μεριά
αυτή την πενταπλή ακτινοβολία.
Αυτό ονομάζεται «τα χέρια».
Ένα ζευγάρι θεσπέσια χέρια!
Παρατηρήστε με καλά
πώς δύναμαι να τα κινώ απ’ τα δεξιά στ’ αριστερά
κι από τα’ αριστερά στα δεξιά.
Παρατηρήστε με καλά
πώς δύναμαι
να διαλέγω τον πιο όμορφο λαιμό
κι ολόγυρα του να τυλίγομαι.

Ανοίχτε το κιβώτιο του κρανίου μου,
θα δείτε να σπιθοβολά εκεί μέσα
το πιο πολύτιμο πνεύμα.
Υπάρχει κάτι
πού να ’ναι ακατόρθωτο για μένα;
Αν θέλετε
θα εφεύρω
ένα καινούργιο ζώο.
Θα ’χει
δυο ουρές
και τρία πόδια.
Όποιος με φίλησε
μπορεί να πει
αν υπάρχει
δροσιστικό γλυκύτερο απ’ το σάλιο μου.

Υπάρχει ακόμη σ’ εμένα
μια γλώσσα θεσπέσια
κατακόκκινη.
Μπορεί πολύ ψηλά, πολύ ψηλά να
βγάλει την κραυγή:
«Ω ! Ω! Ω!»
και σάμπως σε κυνήγι το γεράκι του ποιητή
η φωνή μου
με τρυφερότητα τούς χαμηλούς φθόγγους νά φτάσει.
Δεν δύνασαι τα πάντα να μιλήσεις!
Τέλος
για να μπορώ
να μεταμορφώνω σε θέρος
τους χειμώνες
και το νερό σε κρασί
κάτω από το τρίχωμα του γιλέκου μου
πάλλει
μια εξαίσια μικρή σφαίρα.
Χτυπάει δεξιά; ‒ένας γάμος
Χτυπάει αριστερά; ‒ρίγη αντικατοπτρισμών.
Τι άλλο ακόμη
να στρώσω χάμω για τον έρωτα;
Ποιος θα ’ρθει να ξαπλώσει
μεθυσμένος,
φορώντας ένα προσωπείο νύχτας;

Ένα πλυντήριο.
Πλύστρες.
Είναι αναρίθμητες, ο αέρας είναι υγρός.
Τι το διασκεδαστικό έχουν οι σαπουνόφουσκες;
Κοιτάχτε:
Η λιπαρή σαρανταποδαρούσα χάνεται!
Ποιος είναι;
Οι κόρες τ’ ουρανού και της αυγής.
Ένα φουρνάρικο.
Ένας φούρναρης.
Ψήνει ψωμιά.
Τι ’ ναι ένας φούρναρης;
Ένα μηδέν αλευρωμένο.
Κι άξαφνα
τα πλεγμένα ψωμιά
σχηματίζουν ένα βιολί.
Το βιολί παίζει.
Όλα είναι ερωτευμένα με το φούρναρη.

Ένα τσαγκαράδικο.
Ένας τσαγκάρης.
Πανάθλιο κατακάθι.
Πρέπει
να μπαλώσει
μια ξηλωμένη μπότα.
Μα να:
Οι μίσχοι των υποδημάτων ανθίζουνε σε άρπες.
Φορεί κορώνα ο τσαγκάρης.
Είναι ένας πρίγκιπας
χαρωπός κι έπιδέξιος.
Είμαι εγώ
που ύψωσα την καρδιά μου σαν σημαία
ανήκουστο θαύμα του 20ού αιώνα.

Και να oι προσκυνητές παλιρροούν μακριά απ’ τον τάφο του Κυρίου.
Η αρχαία Μέκκα ερημώθη απ’ τους πιστούς της.

Η   ζ ω ή   τ ο υ   Μ α γ ι α κ ό β σ κ η

Η λυκοφωλιά των τραπεζιτών, των αφεντάδων και των δόγηδων
ταράχτηκε απ’ αυτό το βρυχηθμό.
Βγάζουν
τις επιχρυσωμένες
πανοπλίες.
«Αν η καρδιά είναι το πάν,
τότε γιατί,
γιατί λοιπόν
σ’ έχω μαζέψει, αγαπημένο χρήμα;
Πώς τολμούν να τραγουδούν κάτι τέτοιο;
Ποιος το δικαίωμα τους έχει δώσει;

Ποιος επέτρεψε στις μέρες να πάρουν ύφος Ιουλίου;
Κλείστε τον ουρανό στα τηλεγραφικά σύρματα!
Συστρέφτε σε δρόμους τη γη.
Αυτός καυχιέται
πως έχει χέρια.
Δώστε τα στο ντουφέκι!
Το χάδι, λέει, θερινών ήμερων;
Ας είναι
ολάκερος
αγκαθωτός σαν σκαντζόχοιρος.
Βρωμίστε του τη γλώσσα με μικρολογίες!»

Μαντρωμένος μες στο γήινο κοπάδι
σέρνω τον καθημερινό ζυγό μου.
Καβάλα
πάνω στο μυαλό μου
«Ο Νόμος» έχει θρονιαστεί.
Μια αλυσίδα κυκλώνει την καρδιά μου:
«Η Θρησκεία»

Πέρασε πια  η μισή ζωή, αδύνατο να το αποφύγεις.
Παντού οι φανοστάτες σε κατασκοπεύουν μ αναρίθμητα
  μάτια.
Είμαι φυλακισμένος.
Δε μπορεί τίποτα να μ απελευθερώσει.
Η γη η καταραμένη με κρατάει στα σίδερα της.
Όλους σας να σας λούσει ο έρωτας μου θάφτανε
όμως τα σπίτια περιφράζουν τον ωκεανό του.

Φωνάζω…
μα δεν είναι
παρά μονάχα των κλειδιών ο θόρυβος!
Ο μορφασμός του δεσμοφύλακα.
Μου πετάει
στην αιχμή μιας ακτίνας
ένα κομμάτι σάπιο κρέας.

Καγχάζουν
«Α! Α!»
κι εγώ πλανιέμαι
μέσα στο παραλήρημα, μέσα στον πυρετό.
Η γη, μια σιδερένια σφαίρα καταδίκου
βροντοχτυπάει
στο πόδι μου αλυσοδεμένη.

Μου ’χει τα μάτια μου κλειδώσει
το χρυσάφι.
Ποιος θα ’θελε να οδηγήσει έναν τυφλό;
Είμαι
κλεισμένος
για πάντα
σε μια περιπέτεια παράλογη.

Απ’ τους μεσημβρινούς αναπηδώντας
κι απ’ τους θόλους του Άτλαντα
αφρίζει
κι αντιλαλεί ο χρυσόδετος ανεμοστρόβιλος:
φράγκα
δολάρια
ρούβλια
κορώνες
γιέν
μάρκα.

Οι μεγαλοφυΐες, oι πόρνες, τ’ άλογα και τα βιολιά
κι οι ελέφαντες
και τα μικροζητήματα της ζωής,
όλα εκεί μέσα πνίγονται.
Αυτός ο γλοιώδης θόρυβος
στουμπώνει το λαρύγγι
και τα ρουθούνια.
«Βοήθεια!»
Μήτε κι αυτός ο βόγγος δε μπορεί να βγει.
Κι εκεί, καταμεσής,
ένα μεγάλο, ακίνητο νησί
φτιαγμένο από ανθισμένους τάπητες.
Εκεί,
ζει
ο Άρχων του παντός,
ο αντίζηλός μου,
ο ακατανίκητος εχθρός μου.
Οι κάλτσες του απ’ το πιο λεπτό μετάξι.
Το παντελόνι του δανδίσιο, εξαίσια ριγωμένο,
η γραβάτα του
απαράμιλλα πολύχρωμη
έρπει από τον πελώριο του λαιμό
ως γύρω από τη σφαίρα της κοιλιάς του.

Ολόγυρα πεθαίνουν.
Όμως σαν δάσος προς τον ουρανό ανεβαίνει
προς τιμήν
του μεγαλείου σου:
Εύγε!
Ζήτω!
Ουρρά!
Ω!
Χοπ Χοπ!
Μπράβο!
Ωσαννά!

Τον κεραυνό αποδίδουνε στη δύναμη των προφητών.
'Ανοησία !
Αυτός διαβάζει
τον Λοκ!
Αυτό του αρέσει.
Επάνω στην κοιλιά του
το γέλιο
κάνει να κουδουνίζουν και ν’ αστράφτουν
ολάκερη στρατιά τα μπιχλιμπίδια της καδένας του.
Μένουμε
βουβοί
μπρος στων 'Ελλήνων το έργο.
Συλλογιόμαστε:
«Από ποιον,
πού,
πότε δημιουργήθηκε;»
Αλλά
είναι αυτός
που ’χε παραγγελιά στο μακαρίτη το Φειδία δοσμένη:
«Θέλω
χοντρές γυναίκες
από μάρμαρο.»

Τέσσερις η ώρα.
Πρόσχημα καλό:
«Σκλάβοι
θέλω να γευματίσω πάλι!»
Και θεός,
ο μάγειράς του πρόθυμος,
με άργιλο του ετοιμάζει
κρέας φασιανού.
Αυτός τεντώνεται
αφού χαϊδέψει κάποιο θηλυκό.
«Μήπως θέλεις
το πιο ανεκτίμητο από τούτον το σωρό των άστρων;»
Και στη στιγμή
ολάκερη λεγεώνα Γαλιλαίων
τον ουρανό ανασκάπτει με το μάτι των τηλεσκοπίων.

Τον χρυσό μόσχο των αυτοκρατοριών κλονίζουνε οι επαναστάσεις,
τ’ ανθρώπινο κοπάδι αλλάζει μακελάρη,
όμως εσένανε,
άρχοντα των καρδιών μη εστεμμένε
καμιά ανταρσία δεν σε αγγίζει.

Τ α   π ά θ η   τ ο υ   Μ α γ ι α κ ό β σ κ η

Ακούτε;
Ακούτε αυτό το χλιμίντρισμα των αλόγων;
Ακούτε;
Ακούτε τα ουρλιαχτά των αυτοκινήτων;
Είναι
οι πολίτες
που καταφτάνουν να λουστούν μέσα στην Αφθονία Του.
Ανθρώπινη πλημμύρα.
Με καταβροχθίζει
ανίσχυρον
κι αρπάζομαι από τα καπίστρια
απ’  τούς ποδόγυρους και τα φουστάνια.

Τι βλέπω;
Εσύ;
Το μάτι μου πιτσιλισμένο μ’ αίμα.
Φλογίζεται
καθώς το κόκκινο φανάρι των μπορντέλων.
Γιατί εσύ;
Σταμάτα!
Ξέρω γλυκύτερες χαρές!
Το δάσος το υπεροπτικό των βλεφαρίδων της δε σάλεψε.
Στάσου!
Εκείνη έχει περάσει κιόλας…
Κ εκείνος, να τονε δεσπόζοντας επάνω απ’ τα κεφάλια.

Γυαλίζει το κρανίο του
σάμπως παπούτσι
φαλακρό,
καλοβερνικωμένο.
Μόνο
στην τελευταία φάλαγγα
του παράμεσου,
δίπλα σε τρία μπριγιάντια,
υπάρχουν κάτι τόσες δα τρίχες ανορθωμένες.

Την βλέπω να πλησιάζει.
Σκύβει για ν’ ασπαστεί το χέρι του.
Τα χείλη της σιγανοψιθυρίζουν
ανάμεσα από ’κείνες τις ψευτότριχες
αποκαλώντας τες τη μια «φλαουτάκι μου»
την άλλη «συννεφάκι μου»
την τρίτη μ’ ένα διάσημο όνομα
πρωτάκουστο
που μόλις τώρα εγώ δημιούργησα.

Η   α ν ά λ η ψ η   τ ο υ   Μ α γ ι α κ ό β σ κ η

Εγώ είμαι ποιητής. Μαθαίνετε στα παιδιά: «Ο ήλιος υψώνεται πάνω από τούς αψίνθους της πεδιάδας». Το κεφάλι της αγαπημένης γυναίκας φαίνεται πάνω στο στρώμα του έρωτα, ανάμεσα σε τούτες τις ψευτότριχες.

Αυτά τα μάτια εξακοντίζουν βέλη.
Κάνε να σβήσει τούτο το χαμόγελο.
Η καρδιά ρέπει προς το ρεβόλβερ.
Το λαρύγγι ονειρεύεται το ξυράφι.
Σ’ ένα ασυνάρτητο δαιμονιακό παραλήρημα
η νοσταλγία μου μεγαλώνει.

Μ’ ακολουθεί
με τραβάει προς τα νερά
ή προς της στέγης την κατηφοριά.
Τριγύρω χιόνι, χιόνι.
Έφοδος χιονιού
που όλο συστρέφεται κι όλο παγώνει
και στον πάγο πάνω
πέφτει
πάλι,
ακίνητο σμαράγδι.
Όλη η ψυχή ριγεί
από τους πάγους πολιορκημένη
χωρίς καμιά διαφυγή.
Κι έτσι
γητεμένος
στις προκυμαίες του Νέβα σεργιανάω.
Βαδίζω  μα να ’με ακόμα στο ίδιο μέρος.
Ζητώ να δραπετεύσω
όμως μάταια πάντα.
Ένα σπίτι αναπηδάει μπροστά στη μύτη μου.
Πίσω απ’ τα παγωμένα τζάμια ανακλαδίζεται
μια κοιλαρού αυγή.

Κει κάτω!

Μι α γάτα νιαουρίζει.
Mια καντήλα ξεψυχώντας
καπνίζει.
Χτυπώ το κουδούνι.
Φαρμακοποιέ!
Φαρμακοποιέ!
Κρέμομαι απ’ την άκρη των άκαμπτων σαν μπαστούνια ποδιών μου.

Οι σκέψεις μου όλο μεγαλώνουν
μπερδεύονται
σαν κέρατα
ταράνδων.
Τα δάκρυά μου ρυπαίνουν
το χώμα.
Φαρδύς - πλατύς πλαγιασμένος
εκλιπαρώ τον απωλεσμένο μου παράδεισο.

Φαρμακοποιέ!
Φαρμακοποιέ!
Πού λοιπόν
η καρδιά θα εξαντλήσει
τούτο τον πόνο;
Μες στις ασύνορες πεδιάδες τ’ ουρανού,
μέσα στο παραλήρημα της Σαχάρας,
μες στην τρελή ξηρασία της έρημου
υπάρχει τάχα καταφύγιο για τούς ζηλότυπους;
Τα φιαλίδιά σου κρύβουν τόσα μυστικά,
εσύ γνωρίζεις τις υπέρτατες δικαιοσύνες.
Φαρμακοποιέ,
κάνε μου τη χάρη
χωρίς οδύνη να προβάλω
την ψυχή μου
μέσα στο διάστημα.
Moυ δίνει ό,τι χρειάζεται.
Ένα κρανίο.
«Δηλητήριο».
Δυο σταυρωμένα κόκκαλα.

Αυτό, για μένα;
Μα εγώ είμαι αθάνατος,
δεν είμαι ένας πελάτης σαν τούς άλλους!
Τά μάτια μου τυφλά,
βουβή η φωνή μου,
το λογικό μου έχει κλείσει την πόρτα του.
Τι λοιπόν θα μπορούσε
να βασανίσει εντός μου
το δηλητήριο;

Ετούτος ο αγαθούλης δεν πολυκαταλαβαίνει.
Περίεργοι ξεμυτίζουν στα παράθυρα.
Οι τρίχες ανορθώνονται. Κι άξαφνα
εγώ άρχανε να κυματίζω ατάραχα μες στο κατάστημα.
Το ταβάνι ανοίγεται από μόνο του.

Κραυγές.
Θόρυβος.
«Είναι ’τος κιόλας πάνω από το σπίτι!»
Αυτό ακριβώς.

Μέσα στο ηλιοβασίλεμα
ο σταυρός μιας εκκλησίας σαν δαυλός.
Τον ξεπερνώ!
Οι κορφές ενός δάσους
κοάζουσες από κοράκια.
Τις ξεπερνώ κι αυτές!
Σπουδαστή!
Ό,τι γνωρίζουμε, ό,τι σου μαθαίνουν,
είναι μωρολογίες.
Η φυσική, η χημεία, η αστρονομία, φληναφήματα.
Αρκεί να θέλω
και πετώ
ανάμεσα στα σύννεφα.

Τώρα μπορώ να πάω παντού!
Παντού ας αναταράξουμε
την ποιητικήν από μπαλάντες λάσπη!
Και τώρα, τραγουδήστε, τραγουδήστε
τον νέο «Δαίμονα»
με αμερικάνικο σακάκι,
με κίτρινα μποτίνια καλογυαλισμένα.

Ο   Μ α γ ι α κ ό β σ κ η   σ τ ο ν   ο υ ρ α ν ό

Στοπ.
επάνω σ ένα σύννεφο ακουμπάω
το φορτίο
των αποσκευών μου
και του κουρασμένου σώματός μου.
Θαυμάσιος τόπος όπου φτάνω πρώτη μου φορά.
Κοιτάζω ολόγυρα.
Λοιπόν
ετούτη η επιφάνεια η καλοσυγυρισμένη
ο πολυύμνητος είναι ουρανός.
Θα δούμε!

Σπιθίσματα,
κάτι που στραφταλίζει
και γυαλίζει
σαν βόμβος μαλακός.
Είναι ένα σύννεφο
ή μάλλον οί άποσαρκωμένοι
που γλιστρούν απαλά.

«Φτερό στον άνεμο ή γυναίκα μοιάζει.»

Εδώ,
στο διάστημα
ν’ ακούς τη μουσική του Βέρντι!
Απ’ τη χαραματιά ενός σύννεφου
κοιτάζω‒
οι άγγελοι τραγουδούν,
οι άγγελοι ζουν αξιοπρεπώς,
πολύ αξιοπρεπώς.
Ένας ξεκόβει
και διακόπτει ευγενικά
την υπναλέα του μουγκαμάρα:
«Το αιώνιο άπειρο,
Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς,
σας αρέσει;»
Κι εγώ εξ ίσου ευγενικά αποκρίνομαι:
«Τα’ άπειρο γοητευτικό, περίφημο!»

Αυτό στην αρχή σ’ εκνευρίζει:
μήτε μια γωνιά δική σου,
μήτε τσάι,
μήτε μια εφημερίδα να διαβάζεις σιγοπίνοντας.
Ωστόσο λίγο - λίγο παίρνεις τις συνήθειες τ’ ουρανού.
Πηγαίνω με τους άλλους νάϊδω
μη κι έφτασε κανείς καινούργιος.
«Α, εσύ!»
Καλημέρα, Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς!»
«Καλημέρα, Αβραάμ Βασίλιεβιτς!
Λοιπόν αυτός ο θάνατος
ήταν εντάξει
όπως έπρεπε!»

Χαριτωμένα αστεία, ε;

Αυτό με διασκέδασε.
Δεν ξεκολλούσα πια απ’ την είσοδο
κι αν τίποτα γνωστοί
παρουσιάζονταν, πεθαίνοντας,
τους συνόδευα
τους έδειχνα τη ράμπα των αστερισμών,
τον εξαίσιο διάκοσμο των κόσμων.

Ο κεντρικός ηλεκτρικός σταθμός όλων των γεγονότων
ένα χάος από κουμπιά, μοχλούς, βαλβίδες
άδω
‒ η οκνηρία τον κόσμο έχει παγώσει
εδώ
‒ όλο πιο δυνατά και πιο γοργά στριφογυρίζουνε.
«Κάντε, προστάζουν,
έτσι που ο κόσμος να πεθαίνει:
Υπάρχει δα ένας τρόπος
μ’ αίμα τη Γή να πλημμυρίσουμε.»
Εγώ γελώ με τον εκνευρισμό τους.
«Ας ποτίζουν!
Δεν σκοτίζουμαι».

Η βασική αποθήκη όλων των εφικτών ακτίνων.
Το μέρος όπου ρίχνουν τα καμένα αστέρια.
Ένα παμπάλαιο σχέδιο,
δεν ξέρεις τίνος,
το πρώτο, το αποτυχημένο, προσχέδιο της φάλαινας.

Εδώ ’ναι σοβαροί
και πολυάσχολοι.
Αυτοί σιδερώνουν τα σύννεφα,
άλλοι τροφοδοτούν το φούρνο του ήλιου.
Τα πάντα τρομερά διατεταγμένα,
γαληνιαία,
ιεραρχημένα.
Κανείς δεν διαγκωνίζεται.
Άλλωστε δεν χρειάζεται.

Στην αρχή μ’ αποπήρανε.
«Ετούτος χαζοσεργιανάει χωρίς να κάνει τίποτα!»
Όμως εμένα μοναχά η καρδιά μ’ ενδιαφέρει,
και  πού μαθές οι αποσαρκωμένοι να την έχουν;
Πρότεινα:
«Αν θέλετε
μπορώ
να γείρω το κορμί μου σ’ ένα σύγνεφο
και να παρατηρώ τον κόσμο.»

«Όχι, είπαν, δεν ταιριάζει κάτι τέτοιο.»
«Καλά, λοιπόν. Όπως νομίζετε. Μια ιδέα ήταν μονάχα.»
Τα φυσερά στενάζουνε στο σιδεράδικο του χρόνου.
Μια νέα
χρονιά
είναι έτοιμη.
Η τρομερή χιονοστιβάδα των ετών περνάει μουγκρίζοντας.

Δεν λογαριάζω τις βδομάδες.
Εμείς που είμαστε
κλεισμένοι μες στα πλαίσια του χρόνου
δεν μοιράζουμε τον έρωτα σε μέρες
δεν αλλάζουμε τ’ αγαπημένα ονόματα.

Απέραντη γαλήνη.
Μένω πλαγιασμένος
στα ρηχά μιας φεγγαροαχτίδας
χαυνώνοντας τη συγκίνησή μου με τα’ όνειρο
καθώς σε μιαν ακρογιαλιά του νότου.
Νιώθω μονάχα
κάπως περσότερο αποναρκωμένος.
Επάνω μου κυλούν,
λούζοντάς με με χάδια
οι θάλασσες της αιωνιότητας.

Η   ε π ι σ τ ρ ο φ ή   τ ο υ   Μ α γ ι α κ ό β σ κ η

1, 2, 3, 4, 8, 16 χρόνια, χιλιάδες, εκατομμύρια.
Όρθιος!
Αρκεί!
Κοίτα τον ήλιο!
Θα μείνεις για καιρό βουβός, μπρουμυτισμένος;
Ψελλίζω αγουροξυπνημένος:
«Ποιος μουγκρίζει;
ποιος τολμάει να κάνει εντός μου την καρδιά μου να βομβίζει;»

Είναι πρωί
ή βράδυ;
Το υπόλευκο φως τ’ ούρανού
είναι πάντοτε το ίδιο.

Πόσοι,
πόσοι αιώνες
έχουν περάσει κιόλας
για να τριφτούν σε ψίχουλα στων ήμερών το μάκρος!
Κοιτάζοντας τους γαλαξίες
συλλογιέμαι
πως μπορεί να ’ναι το ριπίδι της σταχτιάς μου γενειάδας.

Τ’ αστέρια πέφτουν,
τ’ ακολουθεί η ματιά μου.
Εκείνο εκεί το γρήγορο
πηγαίνει
προς τη γη.

Ξυπνούν λησμονημένοι πόθοι στην καρδιά μου
και το μυαλό μου
άρρωστο
χίμαιρες χτίζει.
Τώρα
πάνω στη γη, το δίχως άλλο,
όλα καινούργια θα ’ναι.
Θα ’χουνε πάρει τα χωριά το βάρος τους από την άνοιξη αρωματισμένη.
Η κάθε πολιτεία το δίχως άλλο θα ’ναι φωταγωγημένη.
Τα πάντα θα ’ναι ένα τραγούδι μιας χαρούμενης φαμίλιας που τα μάγουλά της λάμπουν.

Η νοσταλγία μου μεγαλώνει,
όλο και πιο ζωηρή.
Αν κάποια ομίχλη επίσημα σηκώνεται,
αν ένα σύννεφο περνάει απόμακρα,
πάντα θαρρώ
πως είναι το πλησίασμα
της γήινης κατατομής.

Με τεντωμένο πνεύμα
αναζητώ
ανάμεσα στ’ άλλα σημεία
τη γη.
Να την!
Καρφώνω εκεί το βλέμμα μου.
Ξεχωρίζω τις θάλασσες
την κραυγή του αετού στα βουνά.
Εκεί δίπλα να κι ο πατέρας μου
πάντα ο ίδιος.
Μόνο πού βαριακούει λίγο πιότερο.
Και το σουρτούκο του του δασοφύλακα
λιγάκι πιο τριμμένο
στον αγκώνα.

Είναι κι εκείνος νευρικός.
Τα μάτια κι αυτουνού
είναι στη γη καρφωμένα.
Ποια έγνοια τυραγνάει το γέρο ακόμη;
Μουρμουρίζει:
«Στον Καύκασο,
άνοιξη θα ’ναι δίχως άλλο.»

Ξέσαρκο το κοπάδι
έχει κ εκείνο
τις μελαγχολίες του.
Αλλά η μανία του πλάνητα αντηχεί και πάλι.

Πατερούλη
βαριέμαι!
Βαριέμαι πατερούλη!
Τα ουράνια μαγνητίζουν τους ανόητους ποιητές μονάχα
με το σουβλάκι
των άστρων - παρασήμων τους.
Ήλιε!
Γιατί διαχέεσαι σε πάλλευκα άμφια;
Μη και θαρρείς πως είσαι καρδινάλιος;
Πάψε να γλείφεις πια τις υπναλέες ακτίνες σου!
Ακλούθα με!
Δίχως ποδάρια;
Λοιπόν δεν θα ’χεις να λερώσεις τίποτα.
Δεν χρειάζονται καθόλου μπότες μες στη γήινη λάσπη.

Αστέρια!
Σταματήστε
να πλέκετε
γύρω στη γη
το ακάνθινο στεφάνι!
Τ’ αστέρια λούζονται στην κοκκινίλα του λιογέρματος.
Ποιανού η φτερούγα
κει κάτω αστράφτει
κοντά στη γη;
Η αυγή;
Αλτ!
Αυτός είναι κι ο δρόμος ο δικός μου.

Πότε τεντώνομαι όλος σ’ ένα ουράνιο τόξο,
πότε συστρέφομαι σαν κόμη του κομήτη.
Γιατί λοιπόν ετούτο το παιχνίδι σε καμπύλα σχήματα
άραγε ποια αγωνία να κρύβεται στα κρόσσια του;

Επιδεικνύω
στους κόσμους
τα τεχνάσματα
μιας απίστευτης ταχύτητας.
Το πνεύμα
από καιρό περιπλανώμενο
δεν συλλογιέται παρά μόνο
τις αρχαίες ημέρες.
Βλέπω
τις παλάμες των γήινων ημισφαιρίων
γεμάτες πολιτείες.
Κάτι φωνές το αυτί μου ξεχωρίζει.

Πρόσω ολοταχώς.
«Καλημέρα, γιαγιάκα!»
Γλιστράω στην άσφαλτο.
Να ’μαι στα πόδια μου.
Το δίχως άλλο θα εκπλαγούν
απ’ αύτη την πρωτάκουστη δύναμη
του ουράνιου ταξιδιώτη.

Φωνές:
«Κοιτάχτε,
σίγουρα θα ’ναι
κάνας χτίστης
που γλίστρησε απ’ τη στέγη.
Τυχερός στάθηκε!
Τί δύσκολα πού βγαίνει το ψωμάκι.»
Και πάλι
ο κοσμάκης
απ’ τα λουριά δεμένος της δουλείας του
κυλάει την πολυθόρυβη μέρα του.

Ω, αν υπήρχε
ένα λαρύγγι
που να μπορεί να μουγκρίζει δυνατότερα
απ’ όσο η πολιτεία
στο βρυχηθμό της.
Ποιος θα συλλάβει τη συγκοπάτη ορμή των δρόμων;

Ποιος μπορεί να ξεμπλέξει το υπόγειο κουβάρι των τούνελ;
Ποιος θα τους σταματήσει εκείνους
που το αεροπλάνο τους
τρυπανίζει τη συνέχεια
που φορτίζει τον αέρα;

Στο μάκρος του Ισημερινού
απ’ τα Σικάγα
ως τα Ταμπόβ
κυλούν τα ρούβλια.
Με το λαιμό τεντωμένο
όλοι τα κυνηγούν
ποδοπατώντας
όρη,
θάλασσες,
λεωφόρους.

Και πάντα το ίδιο κείνο φαλακρό υποκείμενο
αόρατο, τους οδηγεί,
ο μέγας του επιγείου κανκάν χοροδιδάσκαλος,
άλλοτε κάτω από τη μορφή κάποιας ιδέας,
άλλοτε διάβολος,
άλλοτε θεός λαμποκοπώντας πίσω από τα νέφη του.

«Σιωπή!» οι φιλόσοφοι.
Ξέρω καλά
‒μη συζητάτε‒
γιατί τους δόθηκε ή ζωή.
Για να τραβάνε
κι υστέρα να πετάνε
τα φύλλα του ημερολογίου.

Θα ’πρεπε να τους λυπηθείς;
Μήπως αυτοί λυπήθηκαν εμένανε;
Τα βουλεβάρτα,
οι κήποι,
τα προάστια
μ’ έχουν καταβροχθίσει!
Πέστε μου
που βρίσκεται ένα παλαιοπωλείο;
Αγοράζω ένα μαχαίρι.

Είναι όμορφο να νιώθεις
πως η εκδίκηση
πλησιάζει.

Ο   Μ α γ ι α κ ό β σ κ η   σ τ ο υ ς   α ι ώ ν ε ς

Που πάω;
Γιατί;
Τρέχω προς όλα τα σημεία
ανάμεσα στ’ ανθρώπινο σμήνος
που βομβίζει.

Τα μάτια μου διατρέχουν τα παράθυρα-κυψέλες.
Επίπονος τούς είναι ο Ιούλιος
ξένος,
απεχθής.

Η πολιτεία σβήνει τις βιτρίνες της
και τα παράθυρά της.

Κατάκοπος και με γερτό κεφάλι.

Και τότε μόνο
το λιόγερμα, ματόβρεχτος χασάπης,
ξεκοιλιάζει το πτώμα των σύγνεφων.

Σέρνομαι.
Μια γέφυρα φαντασμαγορική.
Εκεί ανεβαίνω
κι απ’ το ύψος της παρατηρώ παράξενα συγκινημένος.

Ήμουν εκεί όρθιος, θυμάμαι.
Ήταν η ίδια ετούτη ακτινοβόλα λάμψη.
Το ίδιο και τότε
αυτό λεγόταν Νέβας.

Υπήρχε εδώ μια πολιτεία
μια πολιτεία παράφρονη
χαμένη σ’ ένα καπνοφόρο δάσος καμινάδων.
Και να, σ’ αυτή την πολιτεία
θ’ αρχίσουνε σε λίγο
οι νύχτες
γυάλινες,
πελιδνές.

Νεκρός από Ιούλιο.

Πυρακτωμένος, στερημένος από νύχτα.
Το παραλήρημα του σ ένα φευγαλέο μουρμούρισμα διαφεύγει.
Σε λίγο περνάει ο σταυρός ενός νοσοκομειακού αυτοκινήτου,
σε λίγο ακούγεται ένας πυροβολισμός.

Ύστερα πάλι
σιωπή.
Ξέρω
πως φτάνει κάτι ελάχιστο
για να πυρακτώσει
ανθρώπους σαν και μένα.
Ωστόσο είναι τρομαχτικό
ετούτες οι χιλιάδες τα φανάρια
να ’ναι πρόσωπα.
Μα πού λοιπόν έχω δει αυτό το τικ;

Επάνω από ’να σπίτι
μες στους κινδύνους της γερτής σκεπής
σε βλέπω να βαδίζεις ανάμεσα στις ακτίνες
συνάζοντάς τες σε ανθοδέσμες.
Τείνομαι ακέριος προς εσένα
μα εσύ έχεις φύγει κιόλας σαν ομίχλη κάτω από τη μύτη μου.
Και πάλι, να ’μαι,
βουβός και πετρωμένος.
Οι βραδινοί περπατητές σκορπίσανε

Εκείνη διέφυγε,
από δεσμούς αγέρινους ξεγλίστρησε.
Πιότερο ακόμη
έχει διαλυθεί
σε μια πομπή.
Η αναστημένη μου καρδιά, βαριά αναπήδησε.
Και πάλι
Ζήτω
η τρέλα μου!

Έτσι ακριβώς ήταν οι φανοστάτες,
φυτεμένοι στη μέση των δρόμων.
Τα σπίτια ήταν κατάομοια έτσι.
Υπήρχε ακόμη
και τούτη η ανάγλυφη
αλογοκεφαλή.

«Ε! διαβάτη, η οδός Ζουκόβσκη;»
Με κοιτάζει
καθώς ένα παιδί κοιτά ένα σκελετό:
ανοίγει διάπλατα τα μάτια
και θέλει να το σκάσει.

«Εδώ και χίλια χρόνια πια ονομάζεται οδός Μαγιακόβσκη,
εκείνος είχε αυτοκτονήσει μπρος στην πόρτα της αγαπημένης του».
Ποιός;
εγώ; έχω αυτοκτονήσει;
βρε, βρε, τι παραμύθια σού σκαρώνουν!
Σμίλευε τη χαρά, καρδιά μου.
Πετώ προς το παράθυρο.
Ουράνια συνήθεια.

Είναι ψηλά.
Ανεβαίνω
πάτωμα το πάτωμα.
Το παράθυρο κλεισμένο με κουρτίνα.
Πίσω απ’ το μετάξι βλέπω
πως η κάμαρα
είναι πάντα ίδια.

Έχεις διασχίσει χίλια χρόνια κι είσαι πάντα το ίδιο νέα.
Είσαι πλαγιασμένη
με τα μαλλιά γαλαζωμένα από μια φεγγαρίσια λάμψη.
Μια στιγμή...
Μα τα φεγγάρι
είναι ή ρόδινη φαλάκρα του.

Να τον επιτέλους!

Ας κοιμηθούν ακόμη!
Το χέρι μου
σφίγγει την αιχμή του μαχαιριού.
Γλιστράω
ρίχνω μια ματιά
και πάλι ξαναρχίζει η ίδια ιστορία:
ο έρωτας,
ο έρωτας κι η συμπόνια.

Καλημέρα!

Ανάβουνε τα ηλεκτρικά.
Δυο μάτια γουρλωμένα.
«Ποιος είσθε;»
Είμαι ο Νικολάγιεβ,
μηχανικός.
Είναι το διαμέρισμά μου.
Κι εσείς ποιος είσθε;
Γιατί ενοχλείτε τη γυναίκα μου;

Είναι σε μια άλλη κάμαρα
όπου ή αυγή ριγεί.
Η γωνιά των χειλιών ταραγμένη,
μια ξένη γυναίκα είναι ’κει
ολότελα γυμνή.

Του δίνω δρόμο.

Ίσκιος βασανισμένος,
μέγας,
τριχωτός,
κατεβαίνω το μάκρος του τοίχου
λουσμένος με φεγγάρι.
Οι ένοικοι αναπηδούν ταράζοντας τις νυχτικιές τους.
Χτυπώ με γδούπο στο πλακόστρωτο.
Ο θυρωρός με στριμώχνει στη γωνία.
«Εκείνην του σαράντα-δύο
πού την έχουνε κλεισμένη;
Υπάρχει κάποιος θρύλος:
πως ρίχτηκε στην αγκαλιά του
απ’ το παράθυρο.
Κείτονταν
με τα κορμιά τους σταυρωτά.»
Πού να τραβήξεις τώρα;
Στην τύχη.
Στην εξοχή;
Αν θέλετε!
Τρά-λα-λά τζιν ντζά
Τρά-λα-λά τζιντζά
Τρά-λα-λά-λα-λά!

Με το λαιμό πιασμένο στη θηλιά των ακτίνων
θα συρθώ ανάμεσα στο φλεγόμενο θέρος.
Αιώνες έρωτα
σα χειροπέδες
κουδουνίζουν στα χέρια μου…

Τα πάντα θα χαθούνε,
θα εκμηδενιστούνε
κ εκείνος
που κινεί ζωή
θα χρησιμοποιήσει την ύστατη ακτίνα
του ύστατου ήλιου
ενάντια στο σκοτάδι των πλανητών
κι απομένει μοναχός
ο πόνος μου
ο πιο οξύς.
Ζωσμένος φλόγες
μένω
πάνω στην άσβεστη πυρά
του ακατόρθωτου έρωτα.

Τ έ λ ο ς

Απεραντοσύνη
δέξου και πάλι
μες στον κόρφο σου
τον πλάνητα!
Όμως τώρα σε ποιόν ουρανό,
Σε ποιό άστρο να οδεύσω;
Κάτω μου
ο κόσμος
κι οι χιλιάδες εκκλησίες του
έχουν αρχίσει
την νεκρώσιμον ακολουθία.

1916 - 1917

ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Πρόλογος και Απόδοση
ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ
 (ΚΕΔΡΟΣ, 1970, σελ. 55-82)



*

Η ΚΥΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΗΤΗΣ



Η Κυρία και ο Αλήτης, 885 μ. Βουβή (35΄)
Στούντιο NEPTUNE
Σενάριο ‒από την Καρδιά του Ντ’ Αμίτσις: Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκη
Σκηνοθεσία & Φωτογραφία: Γιεβγκένι Σλαβίνσκυ
Σκηνογραφία: Βλαντιμίρ Γιεγκόροβ
Νέα Μουσική: Κέβιν Μακ Λέοντ

Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκη - Λάβα
Αλεξάντρα Ρεμπίκοβα - Δασκάλα
Φεντόρ Ντάνουμπ - Διευθυντής
Γιαν Νεβίνσκυ - Συμμαθητής

*

ΤΟΥΣ ΠΡΟΒΟΛΕΙΣ ΣΤΗΣΕ




Τους προβολείς στήσε
άπλετο φως στη ράμπα να πέφτει
η δράση να κυλάει
να παρασέρνεται στη δίνη.
Η τέχνη δεν πρέπει ν' αντανακλά
σαν τον καθρέφτη,
μα σαν φακός να μεγεθύνει.


Στίχοι: Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκη
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
Πρώτη εκτέλεση: Θάνος Μικρούτσικος
Από το δίσκο: "Ο Θάνος Μικρούτσικος τραγουδά Θάνο Μικρούτσικο", 1998
Εικόνες βίντεο: Francis Bacon (1909-1992)


*



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.