Δεκέμβρης 1944 (17)

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Γιάννης Κοντός: Ένας Ηνίοχος της ποίησης (Αίγιο 1943 - Αθήνα 21 Ιαν. 2015)



Τι φθορά και αυτή η αιωνιότητα.
Τι σκουλήκι.
Γιάννης Κοντός

 


Μας ληστέψαν με το φως του ηλεκτρικού
Στις στάσεις των λεωφορείων
Δε μας βρήκαν τίποτα
Πάρεξ το εισιτήριο στη χούφτα
Και μια φωτογραφία ενός μικρού παιδιού
Να κατουράει ανέμελα μέσα σ' ένα κήπο

Βγάλαμε τη λευκή προκήρυξη από τα μαλλιά μας
Και τους την πετάξαμε στα μούτρα
Μαρμάρωσε η πόλη από τρόμο
Αυτοί, σαν να μην συνέβαινε τίποτα
Συνέχισαν την έρευνα μέσα στα σωθικά μας


                                                          Γιάννης Κοντός
Μουσική: Νίκος Καλλίτσης 


Μιχάλης Μανουσάκης. Από την ποιητηκή συλλογή Η υποτείνουσα της  σελήνης.

 

Η ιστορία ενός σπιτικού μαχαιριού


Λάμπει τη νύχτα στο νεροχύτη
Με τρίμματα τυριού στην κόψη του
‒φεγγαριού ήθελα να πω‒.
η κουζίνα το περιβάλλει με τρυφερότητα
σπάνια πηγαίνει σε άλλα δωμάτια.
Η λάμα του κόβει καθαρίζει και βυθίζεται
με μεγάλη επιδεξιότητα στα πορτοκάλια
και στα άλλα εσπεριδοειδή. Με αυτά
και άλλα φρούτα θυμάται την εξοχή,
όταν ήτανε ένα ανώνυμο μέταλλο
στο χώμα. Προτού γνωρίσει εργοστάσια
κα9ι επεξεργασίες. Όταν κόβει και μοιράζει
ψωμί, έχει μια θρησκευτικότητα, που δεν θέλει
να την αποκρύψει. Το κρέας το αποφεύγει,
του θυμίζει φόνο. Ακούει φωνές και οιμωγές.
Του κοκκινίζει τον ουρανό και ξεπλένεται
με τις ώρες. Ξέρει την αποστολή του,
δεν υποχωρεί, αλλά κάνει το αθώο.
Πολλαπλασιάζει το ένα, κόβοντας
τον χρόνο σε μικρά κομμάτια.
Κάθε μέρα ξεχωρίζει τα ώριμα
φρούτα από τους λειμώνες του ψυγείου.
Πλένεται και σκουπίζεται πολλές φορές
την ημέρα. Νιώθει συγγένεια
με τα κουτάλια, τα πιρούνια, τα πιάτα.
Σε αρχαίους τάφους μεταφέρει ιστορία,
χρήση, μπορεί καί φόνους. Μερικοί
τα αγαπάνε πολύ και τα παίρνουνε μαζί
στα ταξίδια τους. Μερικές φορές
με κόβει στα δάχτυλα για να μου
θυμίσει τα λάθη μου.
Έχει στιλ, φαντασία και ταμπεραμέντο.
Στα χέρια σου εξημερώνεται. Τότε
κόβει μόνο χόρτα, ή έτσι τα βλέπει.
Με το δέρμα σου χαϊδεύεται
και παίζει. Πράγμα περίεργο
για τόσο παγωμένο και επικίνδυνο
οικιακό σκεύος. Πάντα πρόθυμο
και καθαρό, λαγοκοιμάται στην κουζίνα
συμμετέχοντας στην καθημερινότητα
και στο όνειρο.


Η γήρανση του πληθυσμού
σε σχέση με τη συνταξιοδότηση

Τι ανηφόρες πού έχει ή ζωή.
Μετά κάτι σαν τέρμα ή στάση
και μετά κανό. Πολλοί θέλουν
νά πετάξουν, αλλά μένουν βιδωμένοι στη γη.
Κάνουν διάφορα επαγγέλματα
με ομοιόμορφες κινήσεις. Κάνουν παιδιά
και σπίτια. Πολλοί λίγοι ‒ελάχιστοι‒
παραμένουν παιδιά. Κρύβουν
τα παιχνίδια τους στην ντουλάπα.
Τα βράδια τα δείχνουν στον δαίμονα
που τους ακολουθεί. Γελά αυτός
με αγαθότητα, αποκαλύπτοντας μια σειρά
άσπρα δόντια. Καθώς περνούν τα χρόνια,
σπέρνουν μουσικές στο χωράφι τους
κρυφοκοιτώντας τη μαρκίζα του
ουρανού, όπου ό Θεός δημιουργούσε
κρεμαστούς κήπους, ανάλογα το κέφι του.
Χωρίς αιδώ κλείνουν οι πόρτες των ασφαλιστικών ταμείων
‒γιατί ό χρόνος δεν μετριέται με τίποτα‒.
Ένα μαύρο σύννεφο σκεπάζει την πόλη.
Τα φώτα χαμηλώνουν, οι σκιές πυκνώνουν.
Τα ρολόγια μετράνε λάθος.
Και το μυαλό μου είναι σκαλωμένο
σε σένα, σχηματίζοντας ορθή γωνία
με το παρελθόν.



Κυριακή χωρίς αιτία

Φυσούσε ένας αέρας ξεχασιάρης.
Σκοτωμένος αέρας ήτανε.
Ερχότανε ατό τούνελ μαζί με σκοτάδι.
Έφερνε μαζί του: αλουμίνιο,
ψάθες και εφημερίδες. Όλα ήτανε
σαν κατακάθι του καφέ,
αυτόν πού πίνεις πικραμένος
με αφόρητη ζέστη.

Mια ομορφιά πετάχτηκε από
τον τοίχο ή έσπασε ό σοβάς;
Πάλι παραισθήσεις βλέπω.
Πάλι κόβω σε μικρά κομμάτια
τον χρόνο και τον βάζω στο ψυγείο,
για να έχω κάτι για το πρωινό
της Δευτέρας.


 

Δευτέρα (5.30’ το πρωί)


Γονατιστός καπνίζει
Ένας εργάτης στην οικοδομή
Λες και πρόκειται να τον εκτελέσουν.

(Η υποτείνουσα της σελήνης, Κέδρος 2002


*

 

Στα μισοσκότεινα

Γυμνό το σπίτι, χωρίς πουλιά κι έπιπλα.
Αθόρυβες Κυριακές με σβησμένα τσιγάρα
και ξερούς καφέδες στο πάτωμα ‒έρωτα στο πάτωμα
ή στο ταβάνι, σαν τις μύγες‒
Γυμνό το μυαλό μου. Μόνο δυο τρία καρφιά
στον τοίχο με μυτερούς ίσκιους κι ένα χαλάκι
κόκκινο, μαθημένο να ξεφτάει στα πόδια σου.

Θα στρίψω το αίμα, να μην πηγαίνει
στον εγκέφαλο, να μην σκέφτεται έτσι.
 

 

Κι η κρεατομηχανή δουλεύει.



(Φωτοτυπίες, Κέδρος 1977)


*

 

Τι φθορά και αυτή η αιωνιότητα.
Τι σκουλήκι.


Μια γραμμούλα είναι ο ορίζοντας.
Μετά, τι γκρεμός, Θεέ μου!


Ο αέρας, ο αέρας τα πήρε όλα
και άφησε ένα κατακάθι μνήμης,
μια λάσπη στο μυαλό.


Τι μου φταίει το ποίημα,
εάν το ποτάμι δεν περνάει
μέσα από το σπίτι μου.


Έπεσες σε κενό ανθρώπου.
Προσδέσου.


(Δευτερόλεπτα του Φόβου, Κέδρος 2006)


Επιμέλεια Μπ.Σ.Α.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.