Δεκέμβρης 1944 (17)

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

«Δύο ημέρες, μια νύχτα» & «Φοίνικας»: Το ταξικό σινεμά των Αδελφών Νταρντέν και η ιδιαίτερη γραφή του Κρίστιαν Πέτσολντ ‒ Η Υπόσχεση, Ροζέτα, Η Σιωπή της Λόρνα: Κατάδυση στην καπιταλιστική κόλαση


«Δύο ημέρες, μια νύχτα»
Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, 2014
Των Ζαν Πιερ και Λικ Νταρντέν
Το σινεμά - αλήθεια των αδελφών Νταρντέν ‒Η υπόσχεση (1996), Ροζέτα (1999), Το Παιδί (2005), Η σιωπή της Λόρνα (2008), Το Παιδί με το Ποδήλατο (2011), βλ. πιο κάτω‒, ριζωμένο στο ρεαλισμό, βγάζει γι' ακόμα μια φορά την πραγματικότητα στο προσκήνιο, με αμείλικτη παρατήρηση στον κόσμο της εργασίας και με την εξαίρετη Μαριόν Κοτιγιάρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο της εργάτριας Σάντρα που αγωνίζεται να κρατήσει τη δουλειά της, την οποία κινδυνεύει να χάσει εξαιτίας των συναδέλφων της...
Η τελευταία ταινία τους αρχίζει εκεί όπου, είκοσι χρόνια πριν, είχαν «κλείσει»» τη δεύτερη, βραβευμένη τους «Ροζέτα», με το πρόσωπο της νεαρής, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, τσαλακωμένο ήδη από τους αγώνες που έμελλε να 'ρθουν. Και μοιάζει ανομολόγητο sequel εκείνης. Οι Νταρντέν παίρνουν τον κεντρικό χαρακτήρα της Σάντρα, που ταλαντεύεται μεταξύ αποφασιστικότητας και παραίτησης, για να τον ρίξουν στον κοινωνικό αγώνα. Σκηνοθετημένο σαν θρίλερ με ανθρώπους που αρνούνται να συνθλιβούν στην πρέσα της κοινωνικής συμπίεσης.

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 6/11/2014

Βλέπε στη συνέχεια: 

Η Υπόσχεση, Ροζέτα, Η Σιωπή της Λόρνα 

*

Δυο Ημέρες, Μια Νύχτα
Χρήστος Μήτσης
αθηνόραμα, 06/11/2014

Η Σαντρά έχει ένα σαββατοκύριακο να πείσει τους εργάτες συναδέλφους της να αλλάξουν γνώμη και να αποποιηθούν το μπόνους τους, όρο τον οποίο έχει θέσει η εργοδοσία ώστε να μη χάσει τη δουλειά της εκείνη.
Η συγκινητικότερη ταινία των Νταρντέν είναι ένα καίρια λιτό, ευθύβολο και απόλυτα επείγον κοινωνικό δράμα με μια αφοπλιστική Μαριόν Κοτιγιάρ.
Παρασκευή μεσημέρι κι ένα τηλεφώνημα σηκώνει την ξαπλωμένη στον καναπέ Σαντρά, γνωστο­ποιώντας της πως η εργοδοσία του εργοστασίου όπου δουλεύει αποφάσισε να κάνει περικοπές κι έχει θέσει τους 16 συναδέλφους της μπροστά στο εξής δίλημμα: για να μην απολυθεί η Σαντρά, η οποία κάνει χρήση της αναρρωτικής της άδειας λόγω ψυχολογικών προβλημάτων, θα πρέπει να αποποιηθούν όλοι το ετήσιο μπόνους τους. Όπως την πληροφορεί η φίλη της Ζιλιέτ, σε μια πρώτη ψηφοφορία 14 από τους 16 επέλεξαν να κρατήσουν τα 1.000 ευρώ που αντιστοιχούν στον καθέναν. Υπάρχει όμως η δυνατότητα για μια δεύτερη, τελική και μυστική ψηφοφορία το πρωί της Δευτέρας, η οποία μπορεί να αλλάξει το αποτέλεσμα. 

Αρχικά απρόθυμη και φοβισμένη, η Σαντρά πείθεται τελικά να επισκεφθεί τους συναδέλφους τους μέσα στο σαββατοκύριακο και να τους κάνει να αλλάξουν γνώμη.
Σε ένα δεκάλεπτο οι Νταρντέν μας έχουν συστήσει τη βασική ηρωίδα τους, μια καταθλιπτική εργαζόμενη­ μητέρα, και μας έχουν ρίξει κατευθείαν στα βαθιά, σε έναν απελπισμένο αγώνα ενάντια στο χρόνο­. Το βασικό σεναριακό δίλημμα μοιά­ζει σχεδόν απλοϊκό, αλλά το βελγικό σκηνοθετικό δίδυμο το μετατρέπει δεξιοτεχνικά σε δραματικό σημείο εκκίνησης ενός αγωνιώδους θρίλερ, το οποίο δεν ενδίδει ούτε στιγμή στους πειρασμούς του μελοδράματος και του καταγγελτικού διδακτισμού. Αφενός διότι προσεγγίζει το θεμελιακό οικονομικό/ψυχολογικό πρόβλημα με πολιτικό, καθαρά διαλεκτικό τρόπο, τοποθετώντας το στο επίπεδο των κοινωνικών δομών και των ταξικών αντιθέσεων, και αφετέρου διότι δεν αντιμετωπίζει τους εργάτες ως κοινωνιολογικά δείγματα ή δραματουργικά σχήματα, αλλά ως αληθινούς κινηματογραφικούς ήρωες με υπαρκτές ανάγκες, εσωτερικές αντιφάσεις και απρόβλεπτες, διαφορετικές συμπεριφορές.
Η πολιτική ματιά των Νταρντέν στον κόσμο της Σαντρά είναι σαφέστατη και ταυτόχρονα διακριτική. Κάθε νέα συνάντηση της ηρωίδας με έναν συνάδελφο δίνει και μια καινούργια προοπτική στο πρόβλημα, το οποίο από τη μία είναι ξεκάθαρο πως έχει μετατεθεί­ από τους «επάνω» στους «κάτω­» και από την άλλη διογκώνεται και γίνεται αδιέξοδο, διότι οι τελευταίοι, διασπασμένοι και φοβισμένοι, αδυνατούν να το διαχειριστούν συλλογικά. Εξίσου καθαρή και αποκαλυπτική είναι και η κινηματογραφική ματιά των δύο δημιουργών, που περιγράφουν τον αγώνα επιβίωσης της Σαντρά (την οποία πρωτοσυναντάμε κοιμισμένη) ως μια διαδρομή αφύπνισης και σταδιακής ανάκτησης της αξιο­πρέπειάς της. Γι’ αυτό και παράλληλα με την εξέλιξη της πλοκής η αφήγηση ολοένα σφίγγει κι επιταχύνεται, το σασπένς κορυφώνεται και η συγκίνηση αποκτά κατακλυσμιαίες διαστάσεις όταν στο τέλος, και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, η Σαντρά (μια αφοπλιστικά λιτή Μαριόν Κοτιγιάρ) καταλαβαίνει πως όσο ισχύει το «ο καθένας για τον εαυτό του» θα ισχύει και το «και ο θεός εναντίον όλων».

Γαλλία, Βέλγιο. 2014. Διάρκεια: 95΄. Διανομή: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
FILM, SEVEN FILMS

Δηλώσεις των αδελφών Νταρντέν και της Μαριόν Κοτιγιάρ
«Επί χρόνια σκεφτόμασταν να κάνουμε μια ταινία, για κάποιον που χάνει τη δουλειά του, εξαιτίας των συναδέλφων του. Το Δύο Ημέρες, Μία Νύχτα, γεννήθηκε όταν σκεφτήκαμε τη Σάντρα και το Μανού, ένα ζευγάρι ενωμένο απέναντι στις αντιξοότητες. Η ταινία δεν είναι η μάχη ενός κακόμοιρου κοριτσιού απέναντι σε κακούς. Δεν κρίνουμε τους χαρακτήρες τους, ο καθένας από τους συναδέλφους της Σάντρα,  έχει ένα καλό λόγο γιατην απάντηση που δίνει. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Δε μας ενδιαφέρει να βλέπουμε έτσι τον κόσμο».
Λυκ Νταρντέν
«Ήταν πολύ σημαντικό για εμάς, να παρουσιάσουμε έναν άνθρωπο, που περιθωριοποιήθηκε γιατί θεωρήθηκε αδύναμος. Η ταινία εξυμνεί το «μη αποδοτικό» χαρακτήρα, που βρίσκει τη δύναμη και το θάρρος να παλέψει μαζί με τον άνθρωπο του. Το γενικό πλαίσιο της ταινίας είναι η εμμονή με την αποδοτικότητα και ο βίαιος ανταγωνισμός μεταξύ συνεργατών, όχι μόνο στο Βέλγιο αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο».
Ζαν-Πιέρ Νταρντέν

«Γνώρισα τους αδερφούς Νταρντέν στα γυρίσματα του «Σώμα με σώμα».  Ένιωσα δέος, τους θαύμαζα πολύ ανέκαθεν. Πίστευα ότι ήταν πέρα από τις δυνατότητες μου- δεν συνεργάζονται συχνά με ηθοποιούς σαν εμένα. Ήξερα ότι αν δούλευα στις ΗΠΑ, θα μου δινόταν η ευκαιρία να δουλέψω με περισσότερους σκηνοθέτες, αλλά οι Νταρντέν; Ήταν πραγματική έκπληξη και χαρά ταυτόχρονα.
Κάθε μία από τις ταινίες τους, παρατηρεί την πραγματικότητα στην κοινωνία, παίρνοντας κάθε φορα ένα κινηματογραφικό ρίσκο. Είναι πραγματικά πρωτοποριακοί σ’ αυτό που κάνουν και τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται, παγκόσμια.
Στη πρώτη μας συνάντηση, ήμουν σα μικρό παιδί, προσπαθούσα να το καταπιέσω, αλλά δε τα κατάφερνα. Τους είπα «είμαι τόσο χαρούμενη που δουλεύω μαζί σας, θα μπορούσα να κάνω τούμπες!» Έπρεπε να τους πω πως αισθάνομαι πριν αρχίσουμε τη σοβαρή δουλειά!
Η Σάντρα είναι μια πραγματική ηρωίδα, και ήταν μια ιδιαίτερη πρόκληση για μένα ο ρόλος αυτός. Μία γυναίκα που συναντά τους συναδέλφους της και προσπαθεί να τους πείσει να σκεφτούν την ψήφο τους- η συνεχής επανάληψη σήμαινε ότι έπρεπε να δουλέψω πολύ σε διαφορετικές χροιές και παραλλαγές. Πρόκειται για μια συνηθισμένη γυναίκα, που γνωρίζει το κόστος των πραγμάτων. Καταλαβαίνει γιατί κάποιοι από τους συναδέλφους της επιλέγουν να κρατήσουν τα χρήματα, αντί να σωθεί η δουλειά της. Κανείς δε γνωρίζει τι θα έκανε στη θέση της, και η ίδια η ταινία δεν κρίνει κανέναν. Αυτό την κάνει τόσο δυνατή». 
Μαριόν Κοτιγιάρ


ΖΑΝ-ΠΙΕΡ & ΛΥΚ ΝΤΑΡΝΤΕΝ
Ο Ζαν Πιέρ Νταρντέν γεννήθηκε στο Βέλγιο τον Απρίλιο του 1951, ενώ ο Λυκ το Μάρτιο του 1954.
Μαζί έχουν σκηνοθετήσει αμέτρητα ντοκιμαντέρ. Το 1975, ίδρυσαν την εταιρία παραγωγής  Dérives, η οποία έχει κάνει την παραγωγή σε περισσότερα από 80 ντοκιμαντέρ μέχρι σήμερα. Το 1994, ίδρυσαν την εταιρία παραγωγής  Les Films du Fleuve. 

Φιλμογραφία 
Deux Jours, Une Nuit - Δύο Ημέρες, Μία Νύχτα (2014)
Le Gamin au Velo - Το Παιδί με το Ποδήλατο (2011)
Le Silence de Lorna - Η Σιωπή της Λόρνα (2008)
L`Enfant - Το Παιδί (2005)
Le Fils - Ο Γιος (2002)
Rosetta - Ροζέτα (1999)
La Promesse - Η Υπόσχεση (1996)
Je Pense a Vous - Σας Σκέφτομαι (1992)
Falsch (1987) 
myfilm.gr

Ζαν-Πιέρ & Λικ Νταρντέν


«Η κοινωνική αλληλεγγύη συνολικά έχει χαθεί»

Συνέντευξη
Από τον Χρήστο Μήτση
αθηνόραμα, 06/11/2014 


Τα τρομερά αδέρφια του ευρωπαϊκού σινεμά μιλούν στον Χρήστο Μήτση για την τελευταία τους ταινία «Δυο Ημέρες, Μια Νύχτα», η οποία έκανε πρεμιέρα στο ­Φεστιβάλ Κανών, για τη συνεργασία τους με τη Μαριόν Κοτιγιάρ και για την ­εργατική τάξη που… δεν πάει στον παράδεισο.
Πόσο ριψοκίνδυνη ήταν η πρωταγωνιστική επιλογή της Μαριόν Κοτιγιάρ, της μεγαλύτερης σύγχρονης Γαλλίδας σταρ;
Ζαν-Πιέρ Από τις πρώτες συζητήσεις που είχαμε με τη Μαριόν έγινε­ σαφές πως δεν επρόκειτο να αλλάξει κάτι στο στιλ μας, ούτε εμείς θέλαμε να τη μεταμορφώσουμε ερμηνευτικά. Πώς θα τα καταφέρναμε άλλωστε… Κάθε πρωταγωνιστής μας, από τον Ζερεμί Ρενιέ μέχρι την Άρτα Ντομπρόσι, σφραγίζει με την προσωπικότητά του την ταινία μας. έτσι έγινε και με τη Μαριόν­. Το βασικό ζητούμενο ήταν αυτό το οποίο επιδιώκουμε σε όλες τις ταινίες μας, να «εξαφανιστεί» ο ηθοποιός μέσα στο ρόλο. Η Κοτιγιάρ να γίνει η Σαντρά. 

Δουλέψατε κι εδώ με πολλές πρόβες όπως συνηθίζετε;
Ζαν-Πιέρ Βέβαια, διότι είναι κάτι που θεωρούμε απαραίτητο. Και πάντα σε φυσικούς χώρους. Έτσι βρίσκουμε το σωστό ρυθμό, το κατάλληλο πλάνο, διορθώνουμε λεπτομέρειες στη σκηνογραφία.
Λικ Στην περίπτωση της Μαριόν­ ­αυτό έγινε επιτακτικότερο, διότι­ η παρουσία της ήταν για μας μια καινούργια εμπειρία. Έπρεπε να τη φέρουμε στον κινηματογραφικό κόσμο μας, οπότε οφείλαμε να αναζητήσουμε μαζί τι κοινό και τι ­διαφορετικό έχουμε.
Στην ταινία κάποιοι εργάτες πρέπει να αποφασίσουν είτε να κρατήσουν το μπόνους τους, αλλά έτσι θα απολυθεί μια συνάδελφος, είτε να το θυσιάσουν για να παραμείνει εκείνη στη δουλειά. Από πού ξεκίνησε αυτή η σεναριακή ιδέα;
Λικ Είχαμε ακούσει πολλές παρόμοιες ιστορίες. Αποφασίσουμε να τα συνθέσουμε σε ένα μυθοπλαστικό σενάριο, διότι πιστεύουμε πως το θέμα αποτελεί το πιο επείγον σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα.
 

Μιλάτε για την ανεργία…
Λικ Για την ακρίβεια, για τον τρόπο με τον οποίο η ανεργία επηρεάζει τις σχέσεις των ανθρώπων. Ο κυνισμός των αφεντικών έχει γιγαντωθεί, είναι πλέον εκτός ελέγχου. Παλιά, σε μια ανάλογη κατάσταση με αυτήν της ταινίας, θα υπήρχε μια πειστικότερη δικαιολογία για τις περικοπές ή την απόλυση. Έστω θα κατασκευαζόταν… Τώρα η εργοδοσία βάζει τους εργαζόμενους να λύσουν μόνοι τους τα προβλήματα που δημιούργησε εκείνη. Και βρίσκει πρόσφορο έδαφος, μια και η εργατική αλληλεγγύη, η κοινωνική αλληλεγγύη συνολικά, έχει χαθεί.
Ζαν-Πιέρ Αυτό κάνει την οικονομική εξουσία να αποθρασύνεται όλο και περισσότερο. Τώρα πλέον δεν έχει κρυφή ατζέντα. Επιτίθεται ευθέως στα κοινωνικά και τα εργασιακά δικαιώματα και τα καταλύει.

Ως παραγωγοί των ταινιών σας, βρίσκεστε κι εσείς κατά περίσταση στη θέση του εργοδότη. Πώς θα χειριζόσασταν ένα ανάλογο πρόβλημα; 

Λικ Πολύ απλά. Θα κρατούσαμε το μπόνους για τον εαυτό μας και θα το μοιραζόμασταν. (γέλια )
Ζαν-Πιέρ Ευτυχώς δεν μας έχει τύχει παρόμοιο πρόβλημα, γιατί δεν λειτουργούμε έτσι κι αλλιώς με τέτοια λογική. Έχουμε πάντοτε ένα μέτριο προϋπολογισμό, σεβόμαστε αυστηρά το πλάνο εργασίας, προσλαμβάνουμε τεχνικούς από την περιοχή στην οποία γυρίζουμε, ενώ δανειζόμαστε τον εξοπλισμό και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε στην ταινία –από αυτοκίνητα μέχρι λαμπατέρ– από φίλους. Κάνουμε τα πάντα για να μη βρεθούμε μπροστά σε ανεπιθύμητα οικονομικά διλήμματα και μέχρι στιγμής τα έχουμε καταφέρει μια χαρά.
Ως σκηνοθέτες, τώρα, δοκιμάσατε κάτι καινούργιο στο «Δυο Ημέρες, Μια Νύχτα»; Μοιάζει σαν να υιοθετείτε εδώ ένα πιο «γλυκό», πιο ήρεμο, πάντα ντοκιμαντερίστικο βέβαια αφηγηματικό ύφος.
Ζαν-Πιέρ Πράγματι, η ταινία έχει περισσότερα ανοιχτά πλάνα και το στιλ είναι λιγότερο άγριο, λιγότερο αιχμηρό. Αυτό έχει να κάνει πρωτίστως με τους χαρακτήρες, καθώς όταν συναντάμε τη Σαντρά εκείνη είναι ένας παθητικός, παραδομένος χαρακτήρας. Η Ροζέτα ή ο Ολιβιέ στον «Γιο» είναι οργισμένοι άνθρωποι και η κάμερα «μεταφράζει» ακριβώς αυτό το τραχύ συναίσθημα. Η κάμερα, άρα και το σκηνοθετικό στιλ, πρέπει κάθε φορά να ακολουθεί το χαρακτήρα και την ιστορία του, όχι να του επιβάλλει προ-αποφασισμένες ιδέες.

Οι συνεργάτες σας δηλώνουν πως δεν σας έχουν δει ποτέ να τσακώνεστε. Είναι δυνατό να συμφωνείτε σε όλα ή απλώς το κάνετε όταν είστε μόνοι;
Λικ Λειτουργούμε συμπληρωματικά, βάζοντας ο καθένας στο τραπέζι διαφορετικά πράγματα. Η βάση όμως είναι κοινή. Υπάρχει επίσης απεριόριστη εμπιστοσύνη, έτσι αν ο Ζαν-Πιέρ ζητήσει κάτι να γίνει οπωσδήποτε, εγώ του δίνω το χώρο του και αυτό γίνεται. Ακριβώς το ίδιο θα συμβεί αν ζητήσω κάτι εγώ, γεγονός που θεωρώ απαραίτητο. Εκείνος δεν θα βάλει βέτο, ούτε θα χάσουμε χρόνο κι ενέργεια συζητώντας το διεξοδικά. Voila. Είναι ένας υγιής ανταγωνισμός δοκιμασμένος χρόνια… 

*

3 ακόμη ταινίες των
ΖΑΝ ΠΙΕΡ και ΛΙΚ ΝΤΑΡΝΤΕΝ


Η υπόσχεση (1996) - Ροζέτα (1999) - Η σιωπή της Λόρνα (2008)

Από την Τζία Τιοβάνη 

Το πολιτικό και ταξικό σινεμά των Βέλγων αδελφών Νταρντέν, με τον καιρό, γίνεται όλο και πιο «δυνατό.
Οι Νταρντέν αφηγούνται τον κόσμο με την υπευθυνότητα και την ακρίβεια της οπτικής τους. Αντιμετωπίζουν χειρουργικά τα κοινωνικά θέματα και διαθέτουν την κινηματογραφική εξυπνάδα και τη λακωνική κομψότητα να αναδεικνύουν αυτό που θέλουν να πουν μέσα από μια μορφική αυστηρότητα που αρνείται την εύκολη γοητεία της εμπάθειας, ώστε το μήνυμά τους να περνάει ατόφιο, να φθάνει με αμεσότητα στο θεατή. Ο σύγχρονος κινηματογράφος στην καλύτερή του έκδοση.

Οι Νταρντέν δεν κάνουν καμιά παραχώρηση ή έκπτωση στην αντίληψή τους για την αποσύνθεση που πνίγει τη δυτική καπιταλιστική κοινωνία, φιλμάρουν χωρίς φιοριτούρες και φραμπαλάδες, ωμά, αυστηρά αλλά όχι νατουραλιστικά, ακολουθώντας κατά πόδας την οργή, συχνά, με την κάμερα στον ώμο... Το σινεμά τους δραματοποιεί τις μεταφορές, ερευνά την ίδια τη «βιολογική» βία και εμπλέκει το είναι του θεατή στη διαδικασία της ταινίας...

«Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ» (1996)
Αναμφισβήτητα η 3η μεγάλου μήκους ταινία τους, χωρίς να είναι το πιο δυνατό τους φιλμ, συνιστά το θεμέλιο λίθο και τη μαγιά του μετέπειτα έργου τους. 

Στην ταινία αυτή που οι Νταρντέν αναζητούν ακόμα το στιλ τους, εγκαθίσταται ήδη το σύνολο των χαρακτηριστικών σταθερών του κοινωνικού τους κινηματογράφου.

Μπορεί η σκηνοθεσία να υποφέρει από κάποιες αγκυλώσεις και η ψυχολογική επεξεργασία των χαρακτήρων να χωλαίνει κατά τι.

Πίσω όμως από την κοινωνική ιστορία της σχέσης του πατέρα Ροζέ, που εκμεταλλεύεται και κερδοσκοπεί από τους παράνομους μετανάστες, και του δεκαπεντάχρονου γιου του Ιγκορ, επαναστατημένου αφενός έφηβου αλλά και υποταγμένου αφετέρου στην «εξουσία», κρύβεται ένα καθαρό και σκληρό δράμα κινηματογραφημένο με έναν καταθλιπτικό ρεαλισμό στην ατμόσφαιρα, από τα πιο αυθεντικά, που αφηγούνται την τύχη των παράνομων μεταναστών στο Βέλγιο αλλά και αυτών που τους εκμεταλλεύονται.

*
«ΡΟΖΕΤΑ» (1999)
Μετά την άγρια ψυχανάλυση του νεαρού Ιγκορ, που αναγκάζεται να «σκοτώσει» τον πατέρα του για να ανδρωθεί, η ΡΟΖΕΤΑ είναι μια νέα βουτιά στο ασυνείδητο ενός άλλου παιδιού που ζει σε τροχόσπιτο με την αλκοολική μητέρα της και πολύ γρήγορα έρχεται αντιμέτωπη με την απόλυση, την ανεργία και τη φτώχεια, δομικά στοιχεία του σάπιου κόσμου που ζει.
Ένα μεγάλο, σιωπηλό φιλμ που σωστά επιλέγει τη σιωπή από την ακατάσχετη φλυαρία που κατακλύζει το σινεμά.
Η ταινία είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλης δουλειάς που δεν αφήνει κανένα χώρο στον αυτοσχεδιασμό. Το παράδοξο είναι η ομορφιά που κρύβεται στην αίσθηση της αλήθειας παρότι όλα είναι σχεδιασμένα, γραμμένα, και με πρόβες πριν.
Η «ΡΟΖΕΤΑ» εντυπωσιάζει με την ασυνήθιστη ταχύτητα στο πλαίσιο ενός ρεαλιστικού φιλμ, που ανησυχεί περισσότερο να στήσει ένα «σύμπαν», από το να δώσει λεπτομερή ζωή σε αυτό το σύμπαν.
Το ταλέντο των Νταρντέν συνίσταται στο ότι γνωρίζουν πώς να προσεγγίζουν ένα χαρακτήρα από πολύ κοντά και, μέσα από αυτόν, μια εύθραυστη κοινωνική κατάσταση, χωρίς να καταφεύγουν σε ηδονοβλεπτικές πρακτικές, σε μεροληψία ή στείρο διδακτισμό.


*
«Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΛΟΡΝΑ» (2008)
Η τρίτη και πιο πρόσφατη ταινία των Νταρντέν.
Με μια πολυχρωμία που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ωμότητα των καταστάσεων.
Με απόλυτη υφολογική ακρίβεια (ένα πλάνο των Νταρντέν αναγνωρίζεται μέσα σε 2 δευτερόλεπτα για την ένταση και τη δυναμική του) οι κινηματογραφιστές δεν σκηνοθετούν ποτέ για να ικανοποιήσουν το δικό τους «εγώ».
Η ταινία είναι μια διακριτικά οδυνηρή τραγωδία της άθλιας καπιταλιστικής καθημερινότητας, μια εμβληματική ταινία του ανθρωπιστικού, αλλά χωρίς πάθος σινεμά των προοδευτικών Βέλγων κινηματογραφιστών για τη νεαρή Αλβανή Λόρνα που ζει στο Βέλγιο, που είναι ερωτευμένη με τον Σόκολ και που ονειρεύεται να κάνει μια δική της δουλειά, ένα σνακ μπαρ.
Η Λόρνα για να βρει το κεφάλαιο που χρειάζεται, υποκύπτει και μπλέκεται ανεπανόρθωτα στις βρωμοδουλειές και τα εγκλήματα του μαφιόζου Φάμπιο.
Ένα αιχμηρό φιλμ που φθάνει στην καρδιά της πραγματικής ζωής.



ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 13/6/2013
 
***

ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΠΕΤΣΟΛΝΤ
Το τραγούδι του φοίνικα
Δυο χρόνια μετά από την εξαιρετική «Μπάρμπαρα» (2012), ο Γερμανός σκηνοθέτης Κρίστιαν Πέτσολντ επιστρέφει με «Το τραγούδι του φοίνικα», εμπνευσμένο από το αστυνομικό μυθιστόρημα του Hubert Montheilet, από το οποίο όμως διατηρεί μόνο την κεντρική ιδέα. Η ταινία, ερωτική ιστορία και ταυτόχρονα φιλμ νουάρ, πραγματεύεται το θέμα της γερμανικής ταυτότητας και τα φαντάσματα που συνωστίζονται στη συνείδησή της σε αντιπαράθεση με την πιο σκοτεινή σελίδα στην ιστορία της χώρας, με δυναμικές που ισορροπούν με ιδιαίτερη χάρη σε τεντωμένο σκοινί. Την ταινία διασχίζει μια ειρωνεία που δεν άπτεται μόνο της ιστορίας του ζευγαριού, αλλά κι ενός ολόκληρου έθνους την περίοδο του ναζισμού. Και σ' αυτήν του την ταινία ο Πέτσολντ επέλεξε την ηθοποιό φετίχ του, Νίνα Χος, για το γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο «μοτέρ», καθώς επίσης και τον Ρόναλντ Ζέρφελντ για το ρόλο του Τζόνι.
Η Εβραία Νέλι Λεντζ συνελήφθη και στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από τους χιτλερικούς. Τώρα, ένα - δυο μήνες μετά από την απελευθέρωση το 1945, η Νέλι, που επέζησε του Ολοκαυτώματος, επιστρέφει στο κατεχόμενο από τους Αμερικανούς Δυτικό Βερολίνο, με την παλιά καλή φίλη Λένι, υπάλληλο του ιουδαϊκού πρακτορείου, που φρόντισε για τις πλαστικές εγχειρήσεις στο καμένο πρόσωπο της Νέλι, η οποία, παρότι της προτείνουν ένα καινούργιο πρόσωπο, επιμένει να μην αλλάξει το δικό της, γιατί δε σκέφτεται άλλο από το να ξανασμίξει με τον άντρα της, Τζόνι, που όλο αυτόν τον καιρό δεν εγκατέλειψε το γάμο τους... Και τον βρίσκει... Κρίμα που αυτός την βλέπει, αλλά δεν την αναγνωρίζει... Σαστίζει αρχικά από την έντονη ομοιότητα, αλλά δεν πιστεύει ούτε στιγμή ότι πρόκειται για τη γυναίκα του που θεωρεί πεθαμένη.
Ωστόσο, για να επωφεληθεί της περιουσίας της, ο Τζόνι προτείνει στη Νέλι να υιοθετήσει την ταυτότητα της γυναίκας του. Εκείνη συμφωνεί. Γίνεται σωσίας, καθρέφτης του ίδιου της του εαυτού. Γίνεται ο Φοίνικας που ξαναγεννιέται από τις στάχτες του και θέλει να ανακαλύψει αν ο Τζόνι την αγάπησε πραγματικά... Όμως εκείνος την φαντάζεται νεκρή και προσβλέπει στην περιουσία της. Είναι άραγε αργυρώνητος; Η Νέλι αποφασίζει να το μάθει και κάνει τα πάντα. Αλλά το ότι ο Τζόνι δεν την αναγνώρισε, το ότι δοκιμάζει να της ξαναμάθει να είναι αυτή, δεν είναι ο πιο διακριτικός τρόπος για να μας πει ο σκηνοθέτης ότι δεν την αγάπησε ποτέ; Τα τραύματα της Νέλι της επιτρέπουν να εμφανίζεται σαν μια άλλη. Ο Τζόνι την αναγνώρισε; Ποιος τελικά υποκρίνεται σε αυτό το ζευγάρι που φτιάχτηκε πάνω στο δέλεαρ και αυτό που δε λέγεται;
Η αφήγηση του Πέτσολντ, διακριτική και κομψή, κινείται στο ντεκόρ του κατεστραμμένου Βερολίνου, με χαλάσματα σε τουρκουάζ αποχρώσεις. Αλλά και στους τόνους του φλογερού κόκκινου, του καμπαρέ «Φοίνικας»... Ο Πέτσολντ θέτει σε δοκιμασία τις ενοχές και τη σιωπή των συμπατριωτών του: «Ήμαστε φοβισμένοι, τι θα μπορούσαμε να κάναμε όταν τους συλλάμβαναν;», ή φορτίζει τις μαρτυρίες με υστεροβουλία και συμφέρον: «Οι γείτονες θα την κατήγγειλαν σίγουρα... Είχαν βάλει στο μάτι το διαμέρισμά μας»... Κανένας Γερμανός δεν ήθελε να ξέρει τι συνέβη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και κανείς τους δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τη συλλογική ευθύνη γι' αυτό που επέτρεψε να γίνει. Μέσα από μια αφήγηση γραμμική και ξεκάθαρη για μια χώρα που κανείς δεν αναρωτιέται και κανείς δε θέλει να ακούει, δεν μπορούν να μπουν βάσεις αναγέννησης...
Ο Πέτσολντ αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν οι Εβραίοι που επέστρεψαν από τα κρεματόρια να συγχωρούν και να «συμφιλιώνονται». Μόνο η Νέλι θέλει να είναι αυτή που ήταν πριν, μόνο η δική της ταυτότητα επέζησε ατόφια. Μόνο αυτή ψάχνει να καθαρίσει από τις στάχτες του ναζισμού απομεινάρια και θύμησες. Η Νέλι θυμίζει σε όλους ότι το αύριο είναι ήδη εδώ, βάζοντας τον καθένα απέναντι στις ευθύνες του, προσωπικές και ιστορικές.
Καταπληκτικό σινεμά αυτό το δυνατό μελαγχολικό μελόδραμα, το δομημένο σαν παγωμένο θρίλερ, για έναν τρελό έρωτα, μια χαμένη ταυτότητα, προδοσία, αλλά και ελπίδα, που κορυφώνεται στο τελευταίο κεφάλαιο, εκείνο της οδυνηρής αναγνώρισης. Ο αριθμός στο μπράτσο που ξέφυγε από το σηκωμένο μανίκι και κυρίως το σπαρακτικό μουρμούρισμα του σκοπού της εποχής «Speak low», με τη Νίνα Χος σε ερμηνευτικά ύψη.

Πρόκειται όντως για μία από τις πιο αξιόλογες, δυνατές και οδυνηρές απολήξεις που προσθέτει αναδρομικά υπεραξία σε αυτήν την εξαιρετική ταινία.

Με τους: Νίνα Χος, Ρόναλντ Ζέρφελντ, Νίνα Κούντζερντορφ κ.ά.
Παραγωγή: «Phoenix», Γερμανία (2014).


ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 6/11/2014. Προσθήκες, 19/3/2015

*

Από Μποτίλια 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.