Δεκέμβρης 1944 (17)

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Νικηφόρος Βρεττάκος: Γράμμα στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ (Ανανέωση με 5 VIDEO - Ο ποιητής για το "Γράμμα" και η μελοποίηση του ποιήματος από τον Νίκο Καλλίτση)

Από ποια ρίζα να κρατηθώ;
Σε ποιο διάστημα να περπατήσω; [ ]
πού να κρύψω ό,τι πολύτιμο έχω!...
Ν. Β. (Κραυγή)

Δημοσίευση: 6/8/2014, 2:32 μ.μ.
Ανανέωση: 6/8/2014, 9:27 μ.μ.



Πρόλογος του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Απόσπασμα από την εκμπομπή της ΕΡΤ
"Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ειρήνη"
Μουσική Νίκος Καλλίτσης (1/6/1987)


Νίκος Καλλίτσης
«Γράμμα στον Ρόμπερτ Οπενχάϊμερ»
Ηρώδειο 2012



Μέρος 1/4



Μέρος 2/4




Μέρος 3/4




Μέρος 4/4







Ν Ι Κ Η Φ Ο Ρ Ο Σ   Β Ρ Ε Τ Τ Α Κ Ο Σ

Σ Τ Ο Ν   Ρ Ο Μ Π Ε Ρ Τ   Ο Π Ε Ν Χ Α Ϊ Μ Ε Ρ




...Δεν είναι η Μεγάλη Παρασκευή, είναι το βάρος μιας μεγάλης Παρασκευής που με βασανίζει σήμερα. Απομονώνομαι συνεχώς, αποκόπτομαι συνεχώς απ’ τους γύρω μου. Νοιώθω την ανάγκη να κάνω κάτι άλλο, ενώ, εντελώς αλλά είναι τα πράγματα που με περιμένουν. Έχω να κάνω μια επίσκεψη, να στήσω ένα δικαστήριο, να γράψω ένα γράμμα σε τούτο το πρόσωπο, που, τόσο επίμονα, μας κοιτάζει όλους μας τις μέρες αυτές από τις εφημερίδες. Το πρόσωπο μιας τραγωδίας δεν είναι ποτέ ένα πρόσωπο. Στο πρόσωπό του προβάλλονται τα χαρακτηριστικά μυριάδων ανθρώπων, που δεν μου είναι δυνατόν να τους αναγνωρίσω. Και τα πρόσωπα της σύγχρονης τραγωδίας, που την τροφοδοτούν το δράμα της συνείδησης και η ενοχή της εποχής μας, βρίσκω πως δεν μπορούν να κινηθούν άνετα μέσα σ’ αυτό που ως τα σήμερα εξακολουθούμε να ονομάζουμε  τ ρ α γ ω δ ί α.  Ίσως να είμαι αρκετά ταραγμένος και να ξεφεύγω, χωρίς να το καταλαβαίνω, σ’ έναν τόνο υπερβολής αυτή τη στιγμή. Ωστόσο έτσι αισθάνομαι: πως πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο, κάτι που δεν το φτάνω, δεν μπορώ να το αγκαλιάσω, δεν μπορώ να το ειπώ...
(«Η Τραγωδία της Αντιγόνης»)



Φίλε Οπενχάιμερ,


λάβαμε
τις τελευταίες ειδήσεις σας.
Φορτωμένα τις μέρες αυτές, τα ερτζιανά κι οι ασύρματοι
πάνε και φέρνουν, σ’ όλο τον κόσμο, τη σιωπή και τη θλίψη σας.
Και μεις, άνθρωποι απλοί, όπως κάνουμε πάντοτε,
γνωρίζοντας πως ο πόνος κατοικείται από το Θεό,
σηκωθήκαμε ορθοί και κρατήσαμε
σιγή πέντε λεπτών μπρος στη θλίψη σας,
με σκυμμένα τα πρόσωπα
και σταυρωμένα τα χέρια μας.


Αλλά, φίλε Οπενχάιμερ, όχι

δεν προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας. Η πράξη σας
έμεινε πράξη. Η σελίδα σας έκλεισε.
Τα’ ανάλαφρο σαν αστέρι όνομά σας
έγινε στάχτη στη Χιροσίμα.
Σε τι θα ωφελούσε ν’ αφήσουμε τώρα
την καρδιά μας αδέσποτη κάτω απ’ τα δάκρυά σας;
Σε τι θα ωφελούσε να κάτσουμε δίπλα σας
αντίκρυ στο σύμπαν; Σας παραδίνουμε στη
μακροθυμία των αιώνων κι ευχόμαστε
ν’ αξιωθείτε τη χάρη της.


 
Τι να σας κάνουμε; Πού

να σας κρύψουμε; Όπου
κι αν σας βάλει κανείς
σαν πύργος πανύψηλος
θα κρύβετε πάντοτε
ένα μέρος του ήλιου.



Δεν είναι στο χέρι μας.
Δεν υπάρχει πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του.
Η στέγη του σύμπαντος δεν θα σας ήθελε.
Εμείς, άνθρωποι απλοί, που ο Θεός μας γυρίζει τα φύλλα
των ημερών,
που λογαριάζουμε τη ζωή μας με την ανατολή του ήλιου,
που υπογράφουμε στην καθαρή μας καρδιά
τα πεπραγμένα μας με τη δύση του,
που αγαπάμε το χώμα και το σύννεφο του ουρανού,
γιατί μαζί με τον άνεμο και την παρεμβολή του φωτός,
μεγαλώνουν τα στάχια στο μικρό μας ορίζοντα,
σας εγκαλούμε: Εν ονόματι
της χρυσής άμμου των ουρανών
και της πανσπερμίας του πλανήτη μας
σας εγκαλούμε: Ακούστε μας!
Δεν έτυχε, φίλε Οπενχάιμερ, ποτέ, να σκεφθείτε με πόσα
δάκρυα φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου;
Δεν είχατε δάχτυλα να μετρήσετε;
Δεν σας φτάναν οι αριθμοί για την εξίσωση της αλήθειας;
Ποτέ δεν σταθήκατε, μόνος προς μόνον, αντίκρυ στα μάτια μας
κι αντίκρυ στο θαύμα του χεριού τ’ αδερφού σας;


Πώς σας διέφυγε,
φίλε Οπενχάιμερ,
–ένα σύνολο από
μικρά και μεγάλα
θαύματα– ο άνθρωπος;


Από μας και για μας ξεκινούν οι οδοί και τα έργα
του σύμπαντος. Χωρίς εντολή
πώς τολμήσατε, φίλε Οπενχάιμερ;


Χωρίς συγκατάθεση
είσαστε όλοι παράνομοι
κάτω απ’ τον ήλιο...


Το ταγάρι σας ήταν βαρύ όταν μπαίνατε σε τούτο τον κόσμο
και τα χέρια μας άδεια.
Περιμέναμε στα παράθυρα να ιδούμε το λαμπαδηδρόμο
που θα ’βγαινε απ’ τον σκοτεινό διάδρομο του αιώνα μας,
βαστώντας στο χέρι του ένα φως σαν γαρούφαλο.


Για να σας κάνουμε σιωπή
πατούσαμε στα νύχια.


Ούτε ένα φύλλο καινούργιο λοιπόν στη χλωρίδα του κόσμου ;
Ούτε καν μια φλεβίτσα νερού στη μεγάλη σαν πεδιάδα
παλάμη σας;
Τ’ ακριβό κοίτασμά σας τι το κάνατε, φίλε Οπενχάιμερ;
Πώς χαθήκατε, φίλε Οπενχάιμερ;


Εμείς το γνωρίζαμε:
Χωρίς ένα δέκατο αγάπης
φυτεμένης σαν ένα τριαντάφυλλο
σε μια ποσότητα δύναμης,
χωρίς μια πνοή που να δίνει
φυσιογνωμία στη λάσπη,
ο ουρανός τούτος κάποτε
θα πεφτε πάνω μας.


Ζυμώνατε, μέρες και νύχτες, ζυμώνατε
τον ουράνιο πηλό σας και μεις περιμέναμε,
αχτίνες ωραίες, παντοδύναμες, αστέρια και χρώματα
θα πεταχτούν απ’ τα χέρια σας.


                                                   Εμείς το γνωρίζαμε:
Τ’ ασήκωτο βάρος που υπάρχει σ’ ένα ψίχουλο άμμου,
θα μάκραινε
τα χέρια μας κάποτε. Τα χέρια μας κάποτε
θα γιόμιζαν όλον αυτόν τον ορίζοντα,
θ’ άρμεγαν όλες τις θηλές τ’ ουρανού. Εμείς το γνωρίζαμε, πως
βρισκόμαστε ακόμη στην πρώτη φωτιά, που δεν ξέρουμε ούτε
ποιες είναι οι διαστάσεις του προσώπου μας, ούτε
το βάθος της ρίζας μας. Πως σ’ ένα αιμοσφαίριο μέσα μπορεί
να υπάρχουν χιλιάδες τριαντάφυλλα άγνωστα.


Φίλε Οπενχάιμερ, βάζοντας τ’ αυτί σας στο χώμα,
στο βάρος, στο βάρος στο βάρος που υπάρχει σ’ ένα ψίχουλο
άμμου, θ’ ακούσατε
τη διπλή βοή. Μοιρασμένο το φως και το σκότος
στα βάθη του,
το καθένα τους χωριστά, περιμένουν. Το φως
περιμένει το χέρι μας. Το σκότος το λάθος μας.


«Προσέξετε! Φιλοι, Προσέξετε!»


Δεν ακούσατε, φίλε Οπενχάιμερ,
που σας φώναξε κάποιος; Δεν τον είχατε ακούσει ποτέ;
Δεν γνωρίζατε τη φωνή της αγάπης;
Κι έτσι γίνατε θάνατος! Κι έτσι γίνατε τρόμος!


Μάνα μας! Μάνα μας!


                                                   Θεέ μου,
τι την ήθελες πλάι στην καρδιά την προδοσία του Πνεύματος;



«Ρομπέρτ Οπενχάιμερ!»


Δεν έχετε ούτε τη δύναμη 
να φωνάξετε παρών;


Σήκω πάνω κατηγορούμενε!


Ρομπέρτ Οπενχάιμερ!
Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες.
Καταδικάστηκες τελεσίδικα:
Να κρίνεσαι πάντοτε, υπόδικος ως
το τελευταίο λυκόφως.
Ολόρθος απάνω
στη μοιραία σου πέτρα, έκπτωτε βασιλιά, στο μεγάλο
σταυροδρόμι του λάθους σου, κοίταξε: έχεις
δεξιά σου τον άνθρωπο, ζερβά σου τον ήλιο. Ενώπιος
ενωπίω, προς όλα τα σημεία της γης,
κοίταξέ με στα μάτια, μη σκύβεις το πρόσωπο. 
Θα μ’ ακούσετε, φίλε Οπενχάιμερ! Σφαλίστε
όσο θέλετε τ’ αυτιά σας, θα μ’ ακούσετε, τώρα
που δε μπορείτε να κρυφτείτε πια πίσω από τίποτα
που η ψυχή σας ακούει κάθε ανθρώπινο ψίθυρο.
Μην ξοδεύεστε άδικα, μην προσπαθείτε,
κρατείστε για λογαριασμό σας το πικρό μειδίαμα.
Μη νομίζετε, φίλε Οπενχάιμερ, όχι, δεν είμαι ποιητής!
Στον κόσμο τούτο ποιητές σήμερα δεν υπάρχουν .
Ο χώρος τριγύρω μας κατακλύστηκε ολόκληρος.


Ο πόνος ξεχείλισε!
Τα σκέπασεν όλα!
Οι μύθοι βουλιάξανε!
Τα πράγματα έχουν τη δική τους φωνή!
Οι ποιητές παραμίκρυναν.


                                                   Είμαι 
ένας δραπέτης απ’ όλα τα βασίλεια της γης .
Έχω μέσα μου την πατρίδα μου. Κι έχω μες στην καρδιά μου
τους ανθρώπους απ’ όλα τα έθνη της γης. Σας τους έφερα!
Εγώ σας τους έφερα, φίλε Οπενχάιμερ!
                                                                  Στριγκλίζοντας
οι φωνές τους γυρίζουνε πάνω απ’ τον ύπνο σας
και μέσα στον ύπνο σας, κρέμονται σαν
κλωστές κεραυνού στ’ απροστάτευτα τζάμια σας,
κόβονται απότομα σε σήματα μόρς και σκορπίζονται
στο στερέωμα
σπαθίζοντας μέσα στα μάτια σας το παράπονο του αδελφού σας.
Χτυπάμε την πόρτα σας και περνάμε ένας -ένας
και πάλι γυρίζουμε και πάλι χτυπάμε και πάλι και πάλι , ουρές
ατελείωτες,
μετρήστε μας, φίλε Οπενχάιμερ, μετρήστε, να ξέρετε πόσες
είναι περίπου οι στρατιές που προορίσατε για το θάνατο.


Προσέξτε με, όχι, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα ’χω ξεθάψει απ’ τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν’ ανοιγοκλείνει.
Τ’ άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο,
δε μπορεί πια να κλάψει, να γελάσει, να ’χει ένα όνομα.
Δε μπορεί πια, Ρομπέρτ! Κοιταξέ με καλύτερα.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρομπέρτ, δε με γνώρισες; Ο αδελφός σου
Ρομπέρτ! Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τα ’δωσα όλα,
που σας έχτισα τ’ αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.
Κι εσείς αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλλα κι απ’ τη Χάρυβδη,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες
συμπληγάδες,
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής
κι έκατσε δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες στα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε στο σκοτάδι.


Τι θέλετε, φίλε Οπενχάιμερ. Τι γυρεύετε τώρα; Δεν έχει!
Δεν έχει!
Τα μάθαμε όλα: πως φτιάξατε ένα κελί από τύψεις
και κλειστήκατε μέσα ,
πως περνάτε τις μέρες σας  κλαίγοντας.
Πως το κορμί σας ταράζεται τώρα, σαν ένας
μικρός χωματόλοφος σε ώρα σεισμού. Τα μάθαμε όλα.
Αδιάφορο. Εμείς ήρθαμε να χορέψουμε.
Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου.

...Στους πέντε
περιφέρεται δρόμους της γης όταν κλείνει
το μαγαζί του ο ήλιος.
Ν. Β. (Οι πέντε δρόμοι κι ο άνθρωπος)

Δεν σας μιλώ από ένα άλλο αστέρι,
σας φωνάζω απ’ το παράθυρο του αδελφού σας,
έχω μπει στην ψυχή σας και περπατώ πέρα-δώθε...
Τα σιδερένια παπούτσια μου βουλιάζουνε, τρίζουν
τα καρφιά τους στα νεύρα σας, ματώνουν, ενώ
ένα κοπάδι καρκίνοι με μαύρες δαγκάνες,
βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της.
Κάτω απ’ το φως του φεγγαριού με σηκωμένο
το τρίχωμά τους
ένα κοπάδι σκυλιά έχουν πέσει απάνω σας
και δεν είναι να τα διώξει κανείς. Δεν έχει! Δεν έχει!
Προς τα πού μπορείτε να φωνάξετε;
Ποιος άνεμος θα πάρει με τη θέλησή του τη φωνή σας;
Ποιο ζώο θα τολμήσει σε ώρα προσευχής να ριψοκινδυνεύσει
το όνομά σας; 


Ο ουρανός κι η καρδιά σάς απέκλεισαν. 


Προτιμώ την αγωνία της πόρνης, την αγωνία του ληστή,
την αγωνία των ιερόσυλων,
που ο Κύριος ασφαλώς θα τους περάσει στη βασιλεία
των ουρανών,
χωρίζοντας τα πρόβατα από τα ερίφια,
βάζοντάς σας στην πάντα,
στην κορυφή ενός κίτρινου λόφου από δεκανίκια
με τα μαλλιά στο μέτωπο σαν συννεφιά από μπρούντζο.


Τόσο ψηλά ανεβήκατε, φίλε Οπενχάιμερ,
και ποτέ σας δε στρέψατε πίσω; Δεν είδατε
το μακρύ δρόμο κάτω από το χρόνο
που ο πρόγονός σας διάσχισε παλεύοντας; Δεν είδατε
τους λύκους πλάι του; Πάνω του τις καταιγίδες;
Σε παραγκάκια, σε καλύβια, σε σπηλιές, απ’ τον καιρό
της φωτιάς,
σ’ εκατομμύρια εργαστήρια τα χέρια του ξεκοκκίζοντας
το σκοτάδι
περάσανε τη ρόδα του κόσμου από χίλιους σταθμούς,
την ξεκινήσανε απ’ τον πηλό , την ανεβάσανε στα ηλεκτρόνια, 
τη φέραν στα χέρια σας για την άλλη συνέχει και σεις,
σα να μην είμαστε, φίλε Οπενχάιμερ, παρά
λίγη άμμος στη φούχτα σας,
μας τα φέρατε ανάποδα όλα, τους πάγκους μας, τα λουριά μας,
τις χύτρες μας,
τον ιδρώτα μας, το αίμα μας, όλα. Δεν είδατε, φίλε
Οπενχάιμερ
το γέρο τεχνίτη των αιώνων που καθόταν εκεί
σε μια γωνιά λυπημένος; Δεν είδατε
τα σεβάσμια του που πήγαιναν κι έρχονταν τρέμοντας
όπως σήκωνε την ποδιά να σκουπίσει τα μάτια του;
Δεν είδατε το Δημόκριτο που κούνησε το κεφάλι του
σα να σάλεψε ένα αστέρι; Τους παραγιούς της σοφίας
που είχαν όλοι τους σκύψει περίλυποι γύρω
απ’ την πρώτη σας έκρηξη;


Καταλαβαίνετε, φίλε Οπενχάιμερ,
το νερό που διψάτε δεν υπάρχει πια εδώ.


Κι η μέρα σας, φίλε Οπενχάιμερ, τέλειωσαν έτσι .
Σας ζυμώσαμε το ψωμί και λυπόμαστε .
Μας κάνει κόπο το σάβανο που θα τυλίξουν το σώμα σας
να σας βάλουν στο χώμα.
Σας εγκαλούμε, χωρίς να μας χρειάζεται ο λόγος σας, ούτε
το δάκρυ σας, ούτε η σιωπή σας. Φίλε Οπενχάιμερ,
το πνεύμα σας
δεν έγινε αστέρι, αλλά νύχτα. Δεν φαίνεται πια.


Τι μας χρειάζονται οι αμαρτίες; Την έχουμε την απολογία σας.
Μας την είπατε την αλήθεια σας. Μας δείξατε
την αλήθεια σας.
Συννεφιές αναμμένες γυρίζουν από έρημο σε έρημο,
αναζητώντας ανθισμένες κερασιές, πόλεις αμέριμνες,
παιδιά που παίζουν στις αυλές, στα πάρκα και στα λιβάδια,
μητέρες που στολίζουνε το δέντρο των Χριστουγέννων.


Μάρτυρας το άγριο τούτο πένθος, που επικάθεται
τις ώρες αυτές στον πλανήτη μας
που περνά στις αχτίνες του ήλιου και τις συννεφιάζει, 
που το σηκώνουμε και μας γονατίζει,
που αν δοκιμάσεις να το ειπείς σου σκίζει τη φωνή,
που αν δοκιμάσεις να το γράψεις σου σκορπίζει τα δάχτυλα
που πέφτει σαν μια τσεκουριά στους αιώνες: Η Αγία τράπεζα
της Επιστήμης σκεπασμένη κάτω από το μέλλον
μ’ ένα μακρύ κατάμαυρο πανί κι εσείς, πεσμένος,
με σωριασμένο πάνω της το πρόσωπό σας,
κλαίτε κι ονειρευόσαστε να μην είχατε γεννηθεί,
ενώ το στήθος σας φέγγει (μυριάδες κεριά,
του κάκου στο βάθος σας προσπαθούν να φωτίσουν
τις γωνιές της ψυχής σας , ανάμεσα απ’ τη θλίψη σας) .
Κλαίτε φίλε Οπενχάιμερ; Περιμένετε τίποτα; Όχι.
Όχι., φίλε Οπενχάιμερ, δε θα σας αφήσουμε
να ξαναβγείτε πια ποτέ μες απ’ αυτόν το νεκροθάλαμο.


Φίλε Οπενχάιμερ! Φίλε Οπενχάιμερ!
Μην κλείνετε τα παράθυρα.
Άτυχε Προμηθέα, που σου ’κλεψαν το φως από τα χέρια σου
και διάλεξες το βράχο μόνος σου! Ώρα να φύγουν όλοι,
ώρα ν’ αδειάσουνε τα πλήθη την καρδιά μου και να βαδίσουν
στα έθνη τους.
Βάλε μου μια καρέκλα δίπλα σου να βαστάξω το μέτωπό σου .
(Έξω είναι ο Μάης. Τι θα ’θελες να σου στείλω;)
Ρομπέρτ! Ρομπέρτ! Ρομπέρτ! Η Αλήθεια μας είναι
βαθύτερα.
Η αλήθεια μας δεν λέγεται με λόγια, αλλά με δάκρυα
που κι αυτά δεν τα’ αφήνουμε να φανούν.
Και μόνον όταν ανεβαίνει μέσα μας η στάθμη τους
ένα μεγάλο ξέσπασμα ειλικρίνειας μας προδίνει,
πότε στ’ αγαπημένα μας πρόσωπα, πότε στ’ αστέρια
της μοναξιάς μας, που ποτέ δε θα μας μαρτυρήσουν,
πότε στα δέντρα που ακουμπάμε για να μην πέσουμε, ενώ
μας κλαίει
του σύμπαντος ο αγέρας φορτωμένος από μυστικούς
σπινθήρες , από πράγματα,
που πέφτουν σαν μια φωτεινή βροχή μέσα μας και ξυπνούν
ωραίους αντίλαλους και κάνουν την καρδιά μας να χτυπά
και κάνουν την καρδιά μας να τινάζεται
σ’ εκατομμύρια αστέρια που πηγαίνουν χαμένα.

Και η Ελλάδα
τώρα, σαν ένα μακρινό φεγγάρι από κιμωλία,
φέγγει αμυδρά στης μνήμης το διάστημα.
Ν. Β. (Είχα)

Έχεις στα μάτια σου μια θλίψη κι ένα φως ζαρκαδιού.
Σα να ’χουμε συναντηθεί κάποτε, σ’ ένα τούνελ,
σ’ ένα κελί, σε μια πλαγιά που την τίναζε η θύελλα,
θέλω να μείνω δίπλα σου κρυφά απ’ όλους
(κοίταξα γύρω μου, δε με βλέπει κανείς)
να σε σκεπάσω και να φύγω στα νύχια,
να κάτσω απόξω από την πόρτα σου και να κλάψω,
φαρδαίνοντας τις παλάμες μου να χωρέσουν το πρόσωπό μου.


Ξεκόβοντας από τους δικαστές ας επωφεληθώ την ώρα τούτη
να κριθώ μαζί σου.
Όχι, λοιπόν! Όχι, Ρομπέρτ, όχι, ποιος είμαι εγώ
που έρχομαι ν’ αντιπροσωπεύσω εμπρός στο βράχο σου το θείο
μίσος των συνανθρώπων μου;  Χρειάζεται ένας αθώος!
Κι εγώ δεν έχω το δικαίωμα να μιλώ, γιατί ενώ ήξερα
να πεθάνω υπάρχω ακόμα.
Και πώς μπορεί να ζει κανείς σήμερα τόσα χρόνια,
σαράντα τόσα χρόνια ολόκληρα, Ρομπέρτ,
όταν πεθαίνουν απ’ τη δίψα οι ρίζες μες στο χώμα
και κινδυνεύει να μείνει χωρίς άνθη ο καιρός;
Έφερνα μέσα μου πολλά σεντόνια τρυφερότητας ,
τόσα που αρκούσαν να παρασταθώ σε όλες τις αποκαθηλώσεις
να κατεβάζω από τα ύψη του το γίγαντα αδελφό
με τα χέρια του κρεμασμένα σαν δυο μεγάλες φτερούγες,
με πεσμένο στον ώμο μου το ματωμένο του πρόσωπο
να τον ξαπλώνω στα μπράτσα μου και να τον περπατώ
πέρα-δώθε
κάτω απ’ τον ήλιο που θα βασίλευε,
σα να ’μουν η στοργή της γης προς τα γλυκύτατα τέκνα της.
Να στρώνω τα μαλλιά του και να ψιθυρίζω στ’ αυτί,
λόγια που δεν μπορεί κανείς σε καμιά γλώσσα να τα μιλήσει
αν δεν τα δώσει, όπως είναι μέσα του, μαζί μ’ όλη του
την ψυχή.  
Δεν ανηφόρισα ως τον τόπο του Κρανίου, Ρομπέρτ,
δεν έκαμα τίποτα για κανέναν, δεν σύντριψα,
στον κόσμο τούτο, ακόμη, το πήλινό μου εγώ,
που κομματιάζει την ενότητα, σκοτώνει την αγάπη.


Τι θέλω, πώς μπήκα στο κελί σου λοιπόν;
Γιατί δε με διώχνεις Ρομπέρτ;


Όχι, δεν έχω το δικαίωμα να μιλώ,
γιατί πιο μάταια χέρια δεν υπάρχουν από τα δικά μου,
καταδικασμένα σ’ έναν ανιαρό θάνατο, άχρηστα
ν’ ανθίσουν ένα έργο να δέσουν τον ήλιο που τα φέγγει
σ’ έναν κόμπο ζωής,
όπως τα χέρια των χτιστών ή τα χέρια της μάνας μου
που ζύμωνε το στάρινο ψωμί
και κοίταζε περήφανα το σύμπαν, με τα χέρια στη μέση της.


Φίλε Οπενχάιμερ, όχι πια, δε θα σε βασανίσω περισσότερο.
Αν μπορείς να κοιμηθείς , κοιμήσου .
Αν μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο, κοίταξέ τον.
Αν σου δροσίζουνε τα’ αστέρια την ψυχή,
δεν είμαι αυτός που θα σταθεί μπροστά τους.
(Κι αυτή η φωνή μου θα χαθεί. Κανένας δεν ξέρει).


Όταν δεν θα ’μαστε πια παρά σκόνη στις ρίζες των λωτών
κι ανθάκια στις πορτοκαλιές της Καλιφόρνιας
και της Σπάρτης
ίσως άλλα πουλιά να κελαϊδήσουν και για μας φθόγγους
συγγνώμης
ίσως να μη βαρύνουν μ’ ασήκωτες πέτρες.
Αν σας έμεινε χώρος ν’ αναπαυθείτε, ξαπλώστε. 
Αν μπορείτε να δέχεσθε τον αγέρα χωρίς να ’χετε τίποτα
δώσει σε τούτη τη γη,
ανοίχτε το παράθυρό σας ν’ ανασάνετε.
Ανάφτε την πίπα σας και καθίστε.
Μόνος σας, πρόσωπο με πρόσωπο, κριθείτε με το σύμπαν.
Όσο χτυπά η καρδιά σας, μείνετε, μείνετε έτσι ακόμα,
κλαίγοντας και κοιτάζοντας απάνω σας αυτούς
τους θεαματικούς ορίζοντες που άλλοι θα τους ανέβουν,
σε κάθε σκαλοπάτι δίνοντας το χέρι τους και στους άλλους,
έτσι που ν’ ανεβαίνουν ανεβάζοντας,
χτενίζοντας τα στάχυα με λαμπερές αχτίνες,
σ’ έναν κόσμο γιομάτον από τραγούδια κι αστροφεγγιές.



Φίλε Οπενχάιμερ, όχι πια. Δεν μπορώ άλλο. Πονεί
η καρδιά μου.
Έχει στα βάθη μου ωριμάσει μια τραγική βροχή.
Σ’ αφήνω πίσω απ’ τα βουνά κι από την ιστορία.
Πηγαίνω να κουλουριαστώ πάλι στο πατρικό μου χώμα,
πού ’ναι σπαρμένο από κόκκαλα και διαθήκες. Βαδίζοντας,
δε μπορώ απόψε να διακρίνω τα’ αστέρια της νύχτας.
Ο αγέρας μου φυσά στη μασχάλη τα μουσκεμένα χειρόγραφα,
τα βήματά μου μπερδεύονται. Δεν ξέρω πού πάω.


Ελπίζω ακόμη ωστόσο σ’ αυτό που μου μένει.
Να πάρω ανάμεσα στα χέρια μου το κεφάλι
του συνανθρώπου μας
να βρέξουνε τα μάτια μου, όλη τους τη βροχή,
στο πρόσωπό του,
να βγάλω αυτή τη βιολετιά μαντήλα της ψυχής μου,
να του διπλώσω τ’ άγιο σώμα του πάνω στα γόνατά μου,
(ω, δε θα σας κατηγορήσω άλλο πια!)
Φίλε Οπενχάιμερ, όλοι


έχουμε ανάγκη από τη συγγνώμη του.


[Μεταγραφή του ποιήματος και η αναπαραγωγή των εικόνων έγινε από την Μποτίλια].
 
Το ποίημα πρωτοκυκλοφόρησε σαν αυτόνομη συλλογή το 1954 και περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ (ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1929-1957, σελ. 175-191, ενότητα ποιημάτων 1952-1957), Αθήνα 1972, εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ, του ποιητή Κώστα Κουλουφάκου.
Η ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ εκτείνεται σε τρεις τόμους: Α' 1929-1957, Β' 1958-1967, Γ' 1967-1970.
Το κόσμημα των εξωφύλλων και τρία χαρακτικά -ένα για κάθε τόμο- ανήκουν στη Βάσω (Κατράκη) και συνοδεύονται -δική της, μάλλον, επιλογή και πηγή έμπνευσης- στην αντικριστή τους σελίδα από στίχους του Ν.Β.
Αυτά επιλέξαμε για την παρούσα αναδημοσίευση, με τα αντίστοιχα μότο υπό μορφή λεζαντών.
Από αυτή την έκδοση προέρχεται η παρούσα μεταγραφή και η αναπαραγωγή των εικόνων.

*

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος για τον Οπενχάιμερ και
το ποίημά του μελοποιημένο -από τη συναυλία που πραγματοποιήθηκε προς τιμήν τού ποιητή- προέρχονται από: Νίκος Καλλίτσης

*

Για Χιροσίμα-Ναγκασάκι βλέπε από Μποτίλια:
     _________

    Επιμέλεια (επιλογή ποιημάτων, φωτό, βίντεο) Μπ.Σ.Α. 

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.