Δεκέμβρης 1944 (17)

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

ΚΟΜΕΠ: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ – Τεύχος-όπλο στη μάχη των εκλογών του Μάη

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΚΟΜΕΠ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Τεύχος - όπλο στη μάχη των εκλογών του Μάη

ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2, 2014,
Προδημοσίευση ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ-Κυριακή, 9/3/2014, (σελ. 14-15)

Βρισκόμαστε δύο μήνες σχεδόν πριν από την τριπλή εκλογική μάχη του Μάη. Στη Διακήρυξη της ΚΕ για τις ευρωεκλογές αναδεικνύεται η ανάγκη ενίσχυσης του ΚΚΕ παντού ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας ισχυρής λαϊκής αντιπολίτευσης απέναντι στο κεφάλαιο, στην εξουσία του, στις κυβερνήσεις του, στις διακρατικές του συμμαχίες.
Η εργατική - λαϊκή αντιπολίτευση
Η θέση για ισχυρή λαϊκή αντιπολίτευση εδράζεται στη θέση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων μέσα στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία. Τα στρώματα αυτά βρίσκονται αντικειμενικά σε θέση αντιπολίτευσης απέναντι στην εξουσία της αστικής τάξης και τον κρατικό μηχανισμό ως εργαλείο επιβολής της.

Σε θέση αντιπολίτευσης βρίσκεται ο εργατοϋπάλληλος όταν μειώνεται ο μισθός του προς χάριν της κερδοφορίας του αφεντικού του, ο φτωχός αγρότης όταν απειλείται από την επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή, ο άνεργος ο οποίος παρόλο που μπορεί και θέλει να εργαστεί, δεν του το επιτρέπουν οι αναγκαιότητες της παραγωγής με κριτήριο το κέρδος. 
Ολοι αυτοί, λοιπόν, πρέπει να φέρουν σε αντιστοιχία την πολιτική τους συμπεριφορά με τη θέση τους στη σημερινή κοινωνία.
Φυσικά, η παραπάνω αναγκαιότητα δεν συνεπάγεται υποτίμηση της αντικειμενικής επίδρασης που ασκεί η εξουσία της αστικής τάξης στις λαϊκές συνειδήσεις. 

Είναι γεγονός ότι ως οικονομικά κυρίαρχη η αστική τάξη δεν μπορεί παρά να είναι και ιδεολογικά κυρίαρχη.

Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί το επιτακτικό καθήκον των κομμουνιστών, σήμερα, σε μη επαναστατικές συνθήκες, της διαμόρφωσης μίας μαχητικής εργατικής πρωτοπορίας, της ενίσχυσης της Λαϊκής Συμμαχίας της εργατικής τάξης και των αυτοαπασχολούμενων στην πόλη και την ύπαιθρο.
Ιδιο το κριτήριο σε όλες τις κάλπες
Σε αυτόν το στόχο υποτάσσει το ΚΚΕ τη μάχη των τριπλών εκλογών, όπως και όλες τις υπόλοιπες μάχες.
  • Και σε αυτή τη μάχη αναδεικνύει τις συνέπειες του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και του ευρωμονόδρομου για τα λαϊκά στρώματα, αλλά
  • και τις δυνατότητες του σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού δρόμου ανάπτυξης, ο οποίος βασίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό, στον εργατικό και λαϊκό έλεγχο που θα ξεκινάει από τον τόπο δουλειάς και θα δικτυώνεται μέχρι τα κεντρικά όργανα της εργατικής - λαϊκής εξουσίας.
Ταυτόχρονα, απευθύνεται και στους εργαζόμενους εκείνους που δεν έχουν πειστεί συνολικά για την παραπάνω πρόταση διεξόδου.  

Αναδεικνύει ότι η ψήφος στο ΚΚΕ είναι η μόνη η οποία στρέφεται ενάντια στα κόμματα που υπερασπίζονται την πολιτική που τσακίζει τα δικαιώματά τους, στην Ελλάδα και συνολικά στην ΕΕ. 

Δεν αποτελεί τιμωρία κανενός η μετακίνηση ψηφοφόρων από το ένα κόμμα του συστήματος στο άλλο. Αυτή η μετακίνηση δυναμώνει συνολικά το σύστημα, του αφήνει χώρο για εφεδρείες, του δίνει τη δυνατότητα να κερδίζει χρόνο στις δύσκολες στιγμές. Αυτές τις πρακτικές, που συνήθως δικαιολογούνται στο όνομα του «μικρότερου κακού», τις έχει δοκιμάσει στο παρελθόν ο ελληνικός λαός. Εχουν αξιοποιηθεί επανειλημμένα από το καπιταλιστικό σύστημα για την απόσπαση της λαϊκής συναίνεσης.
Το κριτήριο της ψήφου πρέπει να είναι ενιαίο σε όλες τις εκλογές.
Οπως η αστική τάξη αξιοποιεί όλους τους θεσμούς της εξουσίας της (κυβέρνηση, τοπική διοίκηση, όργανα των διακρατικών συμμαχιών της, ακόμα και τα συνδικάτα), για την προώθηση του κεντρικού στόχου της ενίσχυσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας, έτσι και η εργατική τάξη πρέπει ενιαία να διδαχτεί από τον αντίπαλό της, να μάθει να αξιοποιεί κάθε πολιτική μάχη, και την εκλογική, προς όφελος της σύγκρουσης μαζί του.
Τα εργατικά - λαϊκά στρώματα πρέπει να μάθουν να αντιστέκονται στην πίεση να συνταχτούν πίσω από το ένα ή το άλλο τμήμα της αστικής τάξης, πίσω από τη μία ή την άλλη αστική ή οπορτουνιστική πολιτική δύναμη που παλεύει για τη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος.

Εδώ μετριέται και η ωριμότητα των κομμουνιστών, πώς δηλαδή σε συνθήκες που αντικειμενικά ευνοούν αυτή τη στοίχιση αναδεικνύουν στους εργάτες και το λαό την αναγκαιότητα αυτοτελούς πολιτικής δραστηριότητας ενάντια σε όλα τα τμήματα και τους πολιτικούς σχηματισμούς της αστικής τάξης.
Χωρίς φόβο και αυταπάτες απέναντι στις εξελίξεις
Χαρακτηριστικά είναι εδώ παραδείγματα της επικαιρότητας των τελευταίων βδομάδων.

Ας ξεκινήσουμε με το παράδειγμα των εξελίξεων στην Ουκρανία, όπου η όποια υπαρκτή λαϊκή αγανάκτηση σε φαινόμενα που συνδέονται με την 23χρονη πορεία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης αξιοποιήθηκε για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους διεθνείς συμμάχους τους. 

Και αυτό το παράδειγμα αποδεικνύει ότι όσο οι εργάτες και τα άλλα εκμεταλλευόμενα στρώματα δεν αναπτύσσουν τη δική τους αυτοτελή πολιτική δράση ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, θα γίνονται «κλοτσοσκούφι» στα συμφέροντα των αστών.


Από τα γεγονότα στην Ουκρανία, όμως, απορρέει και ένα ακόμα συμπέρασμα: 
  • Η υποκρισία της ΕΕ, η οποία, ενώ θεωρητικά χαρακτηρίζει «ολοκληρωτισμό» οποιαδήποτε κυβερνητική αλλαγή δε βασίζεται στις αστικές εκλογές, όχι μόνο δεν ήταν αντίθετη, αλλά στήριξε ανοιχτά και με όλα τα μέσα το πέρασμα της διακυβέρνησης από το ένα τμήμα των αστών στο άλλο μέσω κινητοποιήσεων που είχαν και χαρακτηριστικά ένοπλης σύγκρουσης. 
  • Την ίδια στιγμή που διακηρύσσει ότι καταπολεμά τον «ολοκληρωτισμό απ' όπου κι αν προέρχεται», στηρίζει ανοιχτά τα ακραία εθνικιστικά, φασιστικά, αντικομμουνιστικά στοιχεία που δρουν ως μονάδες κρούσης. 
  • Επικροτεί ουσιαστικά τους νοσταλγούς του Χίτλερ, τις σβάστικες στους δρόμους του Κιέβου, τις ανατροπές των αγαλμάτων του Λένιν.
Τα παραπάνω αποτελούν άλλη μία απόδειξη ότι οι δυνάμεις της αστικής δημοκρατίας και του φασισμού αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, ότι ο φασισμός μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο στο βαθμό που καταπολεμείται ο καπιταλισμός.
Ενα άλλο παράδειγμα, πολύ διδακτικό για την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων, είναι αυτό των εξελίξεων του τελευταίου διαστήματος στον κλάδο της χαλυβουργίας. 

Απ' όλες τις πλευρές του αστικού πολιτικού συστήματος ακούστηκαν κραυγές αγωνίας για το «τέλος της βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα», κραυγές αγωνίας που αντικειμενικά λειτουργούσαν προς όφελος των καπιταλιστών βιομηχάνων των χαλυβουργικών επιχειρήσεων.
  • Είτε διατυπώνονταν ως συνέπεια των «μνημονιακών πολιτικών της ύφεσης, της κατάρρευσης της αγοράς και της ζήτησης» από την εφημερίδα «Αυγή»,
  • είτε ως συνέπεια των «μνημονιακών πολιτικών των αχρείων προδοτών Σαμαροβενιζέλων» από τη Χρυσή Αυγή,
  • είτε ως συνέπεια της «ακριβής ενέργειας», το πρακτικό συμπέρασμα είναι ένα:
Όλοι πίσω από τους καπιταλιστές για να διεκδικήσουμε φτηνή Ενέργεια για να ανακάμψουν τα κέρδη τους.
Αντίθετα, 
Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή ξεκαθάρισε ότι οι εργάτες δεν πρέπει να συρθούν πίσω από τα αιτήματα των αφεντικών τους, αλλά να διατυπώσουν δικό τους πλαίσιο πάλης, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι τα εργοστάσια δεν τα κλείνουν οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων, αλλά η επιδίωξη του κέρδους από τους καπιταλιστές - ιδιοκτήτες τους, ότι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας κινδυνεύουν να μείνουν αναξιοποίητες ακριβώς λόγω της κυριαρχίας του κριτηρίου του καπιταλιστικού κέρδους στην παραγωγή.
Προβάροντας τη «διακυβέρνηση»

Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ και σε αυτήν την περίπτωση αποτελεί συνέχεια της στάσης του σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις. 

Ενδεικτικά υπενθυμίζουμε 
  • Τόσο την παλιότερη (2008) στήριξη σύσσωμου του ΣΥΡΙΖΑ (και του λεγόμενου Αριστερού Ρεύματος μέσω του Λαφαζάνη) στις κινητοποιήσεις με βασικό αίτημα την παροχή δανείων στον βιομήχανο Λαναρά,
  • Όσο και τις δηλώσεις - υποσχέσεις που «πέφτουν βροχή» το τελευταίο διάστημα από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προς τους βιομήχανους:
  1. Τις υποσχέσεις Κουρουμπλή προς τους φαρμακοβιομήχανους
  2. Τις δηλώσεις Πετράκου (υπεύθυνου Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ) στο «Αλουμίνιον της Ελλάδας» περί έμπρακτης στήριξης από τον ΣΥΡΙΖΑ της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας,
  3. Τις αλλεπάλληλες προσεγγιστικές κινήσεις μεταξύ του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και του προέδρου του ΣΕΒ, με χαρακτηριστικότερη ίσως την ανταλλαγή φιλοφρονήσεων και τη σημειολογική κοινή παρουσία τους σε πρόσφατη εκδήλωση.
Όσο πιο κοντά νιώθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση, τόσο πιο πολύ εξαναγκάζεται εκ των πραγμάτων να αποκαλύπτει αυτό που πραγματικά είναι, ως δύναμη διαχείρισης του εκμεταλλευτικού συστήματος, ως δύναμη που φιλοδοξεί να διαχειριστεί τη δημιουργία των γενικών συνθηκών κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου στις σημερινές συνθήκες.

Φυσικά, αυτό δεν αναιρεί την οπορτουνιστική προσαρμογή της προπαγάνδας του, ακριβώς για να την καταστήσει πιο διεισδυτική σε λαϊκά στρώματα. 

Σε κάθε περίπτωση, όμως, και πέρα από κάθε φραστικό «περιτύλιγμα», οι πολιτικές που καλείται να ακολουθήσει κάθε κόμμα διαχείρισης του καπιταλισμού καθορίζονται από τις αναγκαιότητες της ίδιας της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι από τις όποιες υπαρκτές ή μη ιδεολογικές αναφορές του.

Πρόσφατα, ο πρόεδρος του ΣΕΒ δήλωσε χαρακτηριστικά και κυνικά:
  • «Δεν έχω πρόβλημα να συνεργαστώ με οποιονδήποτε σχηματίσει κυβέρνηση, επειδή ανεξάρτητα από τη ρητορική και τα ιδεογράμματα του κάθε κόμματος έχει και η σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα ορισμένα, ας πούμε, δόγματα. Ένα από αυτά λέει ότι (...) η προοπτική μίας νέας ανάπτυξης μπορεί να επέλθει σήμερα μόνο από τις δυνάμεις της παραγωγικής οικονομίας. Ποια κυβέρνηση μπορεί να το αγνοήσει αυτό και να επιτύχει;».
Ενδεικτικοί για την προετοιμασία του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα είναι και οι χειρισμοί του στο ζήτημα των υποψηφιοτήτων στις εκλογές για τα όργανα τοπικής διοίκησης.

Τόσο ο εξαναγκασμός σε υποχώρηση της υποψηφιότητας Καρυπίδη όσο και η σφοδρή επιμονή στην υποψηφιότητα του «μνημονιακού» Βουδούρη στην Πελοπόννησο αναδεικνύουν την πρόθεση προετοιμασίας ευρύτερων δυνάμεων για τα «ανοίγματα» εκείνα που θα εξασφαλίσουν την άνοδόο του στον κυβερνητικό θώκο. 

Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Νίκου Βούτση για την υποψηφιότητα Βουδούρη,
  • «θα έχουμε τέτοιους όλο και περισσότερους, από περισσότερους χώρους...», καθώς και η δήλωση του Αλ. Τσίπρα για συμμετοχή εξωκομματικών σε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα αυτά αναδεικνύουν τη στρατηγική σύγκλιση των δύο σημερινών βασικών πυλώνων του υπό διαμόρφωση νέου διπολισμού του αστικού πολιτικού συστήματος, τη σύμπλευση δηλαδή σε όλα εκείνα τα θεμελιώδη ζητήματα από τα οποία εξαρτώνται και όλα τα υπόλοιπα.

Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι
  • και τα δύο κόμματα προβάλλουν την καπιταλιστική ανάπτυξη ως σωτηρία για τα λαϊκά προβλήματα,
  • και τα δύο κόμματα διαχωρίζουν την καπιταλιστική δραστηριότητα σε «υγιή» και «παρασιτική», δηλώνοντας ταυτόχρονα την πρόθεσή τους να σταθούν στο πλευρό της πρώτης,
  • και τα δύο κόμματα αποδέχονται τον ευρωμονόδρομο, ενώ
  • και τα δύο κόμματα με κάθε ευκαιρία δηλώνουν την αγωνία τους για την κοινωνική συνοχή και την «εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα και τη δημοκρατία».
Την παραπάνω σύγκλιση προσπαθούν να κρύψουν με φραστικές αντιπαραθέσεις, που από τη μία αποτυπώνουν το μεταξύ τους ανταγωνισμό για το ποιος από τους δύο θα αποτελέσει τον πιο ικανό διαχειριστή του εκμεταλλευτικού συστήματος, ενώ από την άλλη είναι απαραίτητες για το στήσιμο του νέου δίπολου. 
Όμως, όπως ήδη σημειώσαμε, ο ελληνικός λαός έχει εμπειρία από αντίστοιχους δικομματικούς καβγάδες στο παρελθόν.
Αυτή η εμπειρία πρέπει να ληφθεί υπόψη για την αποτροπή της εμπλοκής του στα δίχτυα της νέας διπολικής αντιπαράθεσης.
Στρατηγική σύμπλευση

Τα παραπάνω φυσικά δε σημαίνουν ότι τα δύο κόμματα είναι ίδια, όπως δεν ήταν ίδια ούτε το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ όταν για χρόνια συμμετείχαν σε μία κάλπικη οξυμένη αντιπαράθεση πριν καταλήξουν κυβερνητικοί συνέταιροι. 

Δύο απολύτως ίδια κόμματα θα ήταν άχρηστα στο αστικό πολιτικό σύστημα, δε θα δημιουργούσαν συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, εναλλακτικών επιλογών, αναχαίτισης του ταξικού ριζοσπαστισμού. Για να σταθεί γερά στα πόδια του ο καπιταλισμός χρειάζεται τουλάχιστον δύο στηρίγματα, τα οποία εξίσου απορροφούν τους κραδασμούς.
Στη βάση αυτής της στρατηγικής σύμπλευσης πριν λίγο καιρό έπεσε από αστικά μέσα ενημέρωσης στο τραπέζι και το ενδεχόμενο ενός μεγάλου συνασπισμού ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ, καθότι «δεν υπάρχουν περιθώρια περιττών αντιπαραθέσεων στις σημερινές συνθήκες».

Φυσικά, όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, τα σενάρια αυτά θα υποχωρούν, ωστόσο το ζήτημα όχι μόνο έχει τεθεί αλλά τροφοδοτήθηκε και από φωνές και των δύο πόλων (ενδεικτικά αναφέρουμε τις δηλώσεις Γεωργιάδη από πλευράς ΝΔ και Γλέζου, Βούτση από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ).

Όσο μακρινό κι αν φαίνεται στα μάτια της πλειοψηφίας του λαού ένα τέτοιο ενδεχόμενο, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι –όπως έχει δείξει και η Ιστορία– οι οποιεσδήποτε υπαρκτές ή μη διαφορές μπορούν να μπουν στην άκρη όταν υπάρχει σύμπλευση στο βασικό, στην υπεράσπιση του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.
Αυτό έγινε άλλωστε με την αξιοποίηση διαφόρων προσχημάτων σε όλες τις σχετικές ιστορικές περιπτώσεις, από το λεγόμενο ιστορικό συμβιβασμό του ευρωκομμουνιστικού Ιταλικού ΚΚ (το οποίο ο Τσίπρας στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Ιταλία χαρακτήρισε «εργαστήρι των εμπνευσμένων αναλύσεων και των τολμηρών πρωτοβουλιών») με τους Χριστιανοδημοκράτες, μέχρι τη συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ. 

Ας μην ξεχνάμε άλλωστε τις επαφές και
  • Τη διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ του Π. Καμμένου (πρώην στελέχους και υφυπουργού της κυβέρνησης ΝΔ),
  • Τα κοινά ψηφοδέλτια των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ με δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ σε μια σειρά συνδικάτα και ομοσπονδίες,
  • Τις εκθειαστικές σχεδόν δηλώσεις Τσίπρα για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή,
  • Τη στήριξη μαζί με ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑ.Ο.Σ. κοινού υποψηφίου στην Ικαρία έναντι του κομμουνιστή υποψηφίου στις προηγούμενες εκλογές για την Τοπική Διοίκηση κ.λπ.
Τα παραπάνω είναι λίγα μόνο από αυτά που αποδεικνύουν ότι, όπως οι δυνάμεις της συγκυβέρνησης, έτσι και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι απόλυτα δοκιμασμένες:
  • Είναι δοκιμασμένες στο εργατικό κίνημα όπου καλλιεργούν τη γραμμή της ταξικής συνεργασίας,
  • Είναι δοκιμασμένες στα όργανα της Τοπικής Διοίκησης, όπου πρωτοστατούν στο πέρασμα αντιλαϊκών πολιτικών (στήριξαν τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης, στηρίζουν την ίδρυση των λεγόμενων Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων, προτείνουν το άνοιγμα των μαγαζιών τις Κυριακές κ.λπ.),
  • Είναι δοκιμασμένες ως αντιπολίτευση που κινείται εντός των καπιταλιστικών «τειχών», προτείνουν ως πρότυπες, μάλιστα, πολιτικές αναπαραγωγής της μαζικής φτώχειας, αντίστοιχες αυτής του Ομπάμα στις ΗΠΑ κ.λπ. 
Ο λαός πρέπει να ξεπεράσει τους σκοπέλους που θα αυξηθούν όσο πλησιάζουμε στις εκλογές.
Δεν πρέπει να αφήσει το κριτήριό του να θολώσει, αντίθετα πρέπει να σκεφτεί ψύχραιμα ποια ταξικά συμφέροντα εξυπηρετεί η πολιτική κάθε κόμματος.

Πρέπει να τιμωρηθούν όλα τα κόμματα του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και του ευρωμονόδρομου, είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, όλοι όσοι καλλιεργούν από οποιοδήποτε στασίδι το μύθο των φιλολαϊκών εξελίξεων εντός αυτών των «τειχών».

Δε συνιστά τιμωρία κανενός η μετακίνηση μεταξύ των κομμάτων του καπιταλισμού και της ΕΕ, όπως δε συνιστούσε τιμωρία και παλαιότερα η συνεχής μετάγγιση ψήφων από τη ΝΔ στο ΠΑΣΟΚ και τούμπαλιν.

Τα άρθρα του τεύχους

Για τον ευρωσκεπτικισμό
Το άρθρο με τίτλο «Για τον "ευρωσκεπτικισμό" και το Σχέδιο Β΄» αναδεικνύει τον ταξικό χαρακτήρα των «ευρωσκεπτικιστικών» τάσεων και τις αιτίες ενδυνάμωσής του στα βασικά πολιτικά ρεύματα της ΕΕ.

Γι' αυτό το σκοπό διερευνά τις οικονομικές εξελίξεις, στο έδαφος των οποίων ενισχύθηκαν αυτές οι τάσεις, αναδεικνύοντας την αλλαγή συσχετισμού μεταξύ ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της ΕΕ, αλλά και τμημάτων του κεφαλαίου στο εσωτερικό του κάθε κράτους - μέλους.

Επιχειρεί μια πρώτη συνοπτική παρουσίαση των πολιτικών ρευμάτων στα οποία εκφράζονται τέτοιες απόψεις, τόσο στα κράτη - μέλη του σκληρού πυρήνα της ΕΕ όσο και στην Ελλάδα, με πιο χαρακτηριστική «ευρωσκεπτικιστική» πρόταση αυτή του Σχεδίου Β΄.

Στον αντίποδα αυτών των προτάσεων, οι οποίες κινούνται εντός των πλαισίων του καπιταλισμού, βρίσκεται η πρόταση του ΚΚΕ για «αποδέσμευση από την ΕΕ και διαγραφή του χρέους με εργατική εξουσία», η οποία αποτελεί συμβολή στην κλιμάκωση του οικονομικού και πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης, προφυλάσσοντάς τον ταυτόχρονα από τις μυλόπετρες των ενδοϊμπεριαλιστικών και ενδοαστικών αντιθέσεων.
Για το ΚΕΑ
Το άρθρο με τίτλο «Ο οπορτουνισμός στις θέσεις του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς» παρουσιάζει τη στάση, τις θέσεις και την οργανωτική συγκρότηση του οπορτουνιστικού ρεύματος στην Ευρώπη, ξεκινώντας από το ρόλο του στην αντεπανάσταση μέχρι τη σημερινή συγκρότησή του στο ΚΕΑ. 

Σε αυτήν την πορεία αναδεικνύεται η προσπάθεια των κομμάτων του ΚΕΑ να «ντύσουν» τον καπιταλιστικό μονόδρομο με ψευδεπίγραφες ριζοσπαστικές αναφορές. 

Η προσήλωση ωστόσο στον καπιταλισμό και στην ιμπεριαλιστική ΕΕ, πέρα από τη στάση των κομμάτων - μελών του ΚΕΑ στις χώρες τους, αποτυπώνεται στους όρκους πίστης του ΚΕΑ στην ΕΕ, αλλά και στην υποψηφιότητα Τσίπρα για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενός από τους πιο αντιδραστικούς μηχανισμούς της ΕΕ.

Αποκαλυπτική είναι, βέβαια, και η στάση των κομμάτων - μελών του ΚΕΑ που έχουν συμμετάσχει σε κάποιου είδους «κυβερνήσεις της αριστεράς» ανά την Ευρώπη.

Στο άρθρο αναδεικνύονται επίσης οι συγχύσεις τμημάτων του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στον οπορτουνισμό ως στοιχείο της βαθιάς κρίσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. 

Ακόμα και σήμερα κάποια τμήματά του, βασιζόμενα σε λαθεμένα κριτήρια, τον προσεγγίζουν ως εν δυνάμει σύμμαχο, ως όμορο πολιτικά χώρο, αφήνοντάς του άπλετο χώρο για τη διαβρωτική του δουλειά. 

Τέλος, το άρθρο αναφέρεται στις προσπάθειες του ΚΚΕ την τελευταία 20ετία να ενισχυθεί το ιδεολογικοπολιτικό μέτωπο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στον οπορτουνισμό.


Για την ΚΑΠ

Το παράδειγμα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) είναι αποκαλυπτικό για το χαρακτήρα της ΕΕ, ζήτημα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο με τίτλο «Η νέα ΚΑΠ 2014-2020».

Η ΚΑΠ, ως η πιο παλιά κοινοτική πολιτική, προσφέρεται για την εξαγωγή πλούσιων συμπερασμάτων.

Μέσα από το άρθρο, το οποίο δημοσιεύεται λίγες μέρες μετά τις μαζικές αγωνιστικές κινητοποιήσεις των μικρομεσαίων αγροτών, αναδεικνύονται οι στοχεύσεις της ΕΕ για την αγροτική παραγωγή. 

Οι αναδιαρθρώσεις στην αγροτική πολιτική εξυπηρετούν την ταχύτερη προσαρμογή της αγροτικής παραγωγής στους νόμους μιας περιφερειακά διευρυμένης καπιταλιστικής αγοράς κι επομένως στην ταχύτερη συγκεντροποίησή της.

Αν και ο στόχος αυτός διαπερνά σαν κόκκινη κλωστή τις πολιτικές της ΕΕ σε όλους τους κλάδους, ωστόσο στην αγροτική παραγωγή –και ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα– αποκτά ιδιαίτερη σημασία δεδομένου του ακόμα μεγάλου αριθμού των μικρομεσαίων αγροτών. 

Τόσο μέσα από τη μελέτη των συνεπειών της ΚΑΠ στα 33 χρόνια που εφαρμόζεται στη χώρα μας όσο και μέσα από την παρουσίαση των βασικών σημείων της νέας ΚΑΠ για την περίοδο 2014-2020 αναδεικνύονται οι συνέπειες του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης στη γεωργία και την κτηνοτροφία από τη σκοπιά των λαϊκών διατροφικών αναγκών. 

Όσον αφορά το μέλλον των μικρομεσαίων αγροτών, διαφαίνονται όλο και πιο καθαρά οι δύο δρόμοι που ανοίγονται μπροστά τους:
  • Ο ένας είναι ο δρόμος του μόνιμου άγχους, του ξεκληρίσματος και της ανεργίας για την πλειοψηφία τους και
  • ο άλλος είναι η ένταξή τους είτε στη μεγάλη μηχανοποιημένη κρατική αγροτική παραγωγή είτε στον παραγωγικό αγροτικό συνεταιρισμό σε συνθήκες εργατικής εξουσίας και μετατροπής των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και της γης σε κοινωνική ιδιοκτησία.
ΕΕ και περιβάλλον

Πολλές από τις αναδιαρθρώσεις στην αγροτική παραγωγή γίνονται στο όνομα της «πράσινης οικονομίας».

Γενικά το περιβάλλον έχει αξιοποιηθεί πολλές φορές και με διάφορα προσχήματα προς όφελος της καπιταλιστικής κερδοφορίας. 

Λογικό είναι λοιπόν μία διακρατική ένωση καπιταλιστικών κρατών, όπως η ΕΕ, να ανοίγει με τις πολιτικές της δρόμους σε αυτήν την αξιοποίηση.

Αυτό ακριβώς εξετάζεται στο άρθρο «Ευρωπαϊκή Ενωση και περιβάλλον».

Σε αυτό αναδεικνύεται η «πράσινη οικονομία» ως πρόταση διαχείρισης και αξιοποίησης των προβλημάτων του περιβάλλοντος προς όφελος των στρατηγικών συμφερόντων του κεφαλαίου.
ΕΕ και γυναίκες


Πέρα από το περιβάλλον, η ΕΕ χρησιμοποιεί για το πέρασμα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων προσχήματα που σχετίζονται και με το γυναικείο ζήτημα.

Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των πρόσφατων συνταξιοδοτικών ανατροπών στο όνομα της «ισότητας αντρών και γυναικών».

Το άρθρο με τίτλο «Κριτική της πολιτικής της ΕΕ για τις γυναίκες» παρουσιάζει τη διαχρονική εξέλιξη των λεγόμενων πολιτικών της ΕΕ για την ισότητα μεταξύ γυναικών και αντρών.

Κεντρικός στόχος αυτών των πολιτικών είναι η διαχείριση, προς όφελος της καπιταλιστικής κερδοφορίας, της αντίφασης μεταξύ 
  • του κατά μέσο όρο υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου των γυναικών από τη μία
  • και της χαμηλότερης συμμετοχής τους τόσο σε στελεχικές θέσεις των επιχειρήσεων όσο και γενικότερα στα λεγόμενα κέντρα λήψης αποφάσεων.

Ιστορικό ντοκουμέντο

Τέλος, στο παρόν τεύχος δημοσιεύονται επιλεγμένες τοποθετήσεις από τη συζήτηση που έγινε στην ελληνική Βουλή το Γενάρη του 1962 για τη συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ. 

Υπενθυμίζουμε ότι η συμφωνία υπερψηφίστηκε απ' όλα τα κόμματα πλην της ΕΔΑ, μέσα από την οποία δρούσαν οι κομμουνιστές, το παράνομο ΚΚΕ. 

Στις παρεμβάσεις των αστικών κομμάτων αποτυπώνεται η εκτίμησή τους ότι η συμφωνία σύνδεσης θα λειτουργούσε προς όφελος της ελληνικής αστικής τάξης, αλλά ταυτόχρονα διατυπώνονται και ανησυχίες της για πιθανές αρνητικές επιπτώσεις από αυτήν για κάποια τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης.

Από την άλλη μεριά, η ΕΔΑ αποτέλεσε με την αρνητική της ψήφο φωτεινή εξαίρεση, παρά ορισμένα μεθοδολογικά προβλήματα που είχε η επιχειρηματολογία αιτιολόγησης αυτής της ψήφου, ζητήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία της πορείας ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.