Δεκέμβρης 1944 (17)

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Λένιν, ο Τσε και ο περισσός φασισμός των γιγάντων του πνεύματος για τους "Κομμουνιστές εκατομμυριούχους" – Μικροαστέ, μη γίνεσαι Χρυσαυγίτης για να δικαιολογήσεις τη μικρόνοιά σου. Είναι κρίμα. (Τρία κείμενα του Lenin Reloaded)


Ι.
(Το δεύτερο σκέλος του τίτλου είναι σχόλιο του Αντώνη στο ΙΙΙ)

Αρχική δημοσίευση Lenin Reloaded, 10 Ιούλη 2013.
Εσύ, που σμιλεύεις ένα άγαλμα του Λένιν
είκοσι μέτρα ψηλό, στο Μέγαρο των Συνδικάτων
Να μην ξεχνάς πως στο παπούτσι του
είχε μια τρύπα, σημάδι φτώχειας -- πολλοί το μαρτυρούν.
Ακούω βέβαια πως κοιτάζει
προς Δυσμάς, όπου ζουν πολλοί, που στην τρύπα απ' το παπούτσι του
θα αναγνωρίσουν τον Ίλιτς
ως έναν απ' αυτούς.
 

Μπέρτολτ Μπρεχτ, "Η τρύπα στα παπούτσια του Λένιν"

Θα μπορούσε να είναι ένα από τα γνωστά "σύντομα ανέκδοτα" ο τίτλος αυτής της ανάρτησης, αλλά δεν είναι.
Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι ο πολτοποιητικός μηχανισμός των πάσης φύσεως φασιζόντων παιδιών της Αυριανής τον έχει καταστήσει συνώνυμο των "συγκλονιστικών αποκαλύψεων."
Η λογική του φτάνει ως τη λεγόμενη (ο Θεός να την κάνει) "υψηλή διανόηση" της δύσμοιρης αυτής χώρας. Για κάθε "Hellenic Revenge" (ή δεκάδες άλλους γελοία ονομασμένους ιστότοπους που αναπαράγουν τα ίδια) λοιπόν
Το ΑΠΟΡΘΗΤΟ ΚΤΗΡΙΟ του ΚΚΕ στον Περισσό κατασκευάστηκε:
1. Με χρήματα της KGB που δόθηκαν στο ΚΚΕ μέσω του Μπόμπολα και του Κόκκαλη
2. Με χρήματα που δόθηκαν από την KGB, μέσω του Αγίου Όρους, με πρωτοστάτες το... "Ρωσικό Μοναστήρι"
...υπάρχει και κάποιος "υπεράνω υποψίας" για κοινή αμορφωσιά, μισαλλοδοξία και γελοιότητα Νάνος Βαλαωρίτης και κάποιο "αξιόπιστο" και "σοβαρό" Tvxs για να τον αβαντάρει:
Μπορείς για παράδειγμα, να αφαιρέσεις το έργο του Μαρξ από τη ζωή του; Η ζωή του ήταν και πολύ περίεργη. Ήταν πάμπτωχος, και παντρεύτηκε μία αριστοκράτισσα και είχε φίλο έναν πάμπλουτο βιομήχανο, τον Ένγκελς, ο οποίος τον συντηρούσε και του έλεγε κάθε τόσο: «Τέλειωσες επιτέλους το Κεφάλαιο;». Δεν είναι λοιπόν άσχετη η ζωή του, με όλα αυτά που έγραφε.
Μαζί με τον διαβολικό διανοούμενο-καθοδηγητή τρομοκρατικής ομάδας, ο "κομμουνιστής εκατομμυριούχος" αποτελεί το Τέρας του Λοχνές ή τον Μεγαλοπόδαρο της φαντασιακής ζωής του σύγχρονου μικροαστού: το ότι δεν έχει απαντήσει ποτέ ούτε ένα δείγμα του δεν αποτελεί αντένδειξη της πίστης στην ύπαρξή του.


Και ο νέος γραμματέας να δεις πώς το φυσάει...

Η Αλέκα άλλωστε έχει ένα δυσθεώρητο και δυσαπάντητο στον πλανήτη μας i-phone και η κόρη της σπουδάζει αέναα σε κάποιο ιδιωτικό κολλέγιο –με μυθικού ύψους δίδακτρα, το δίχως άλλο– το οποίο ειδικεύεται στην μαζική παραγωγή κομμουνιστών Χάρι Πότερ, όπου μια κάστα των μυστικών εκλεκτών μαθαίνει τσιτάτα του Λένιν και του Μαρξ αντί για μαγικά ξόρκια.

Η ψυχανάλυση μας έχει μάθει να αναζητούμε την κρυφή λογική των παράλογων δοξασιών, αρχής γενομένης, πχ, από αυτή της πίστης στον γυναικείο φαλλό και της κατασκευής της γυναίκας ως ευνουχισμένου άνδρα. Τι θα έλεγε για την εξίσου αμετακίνητη πίστη στον "κομμουνιστή εκατομμυριούχο";
Θα έλεγε, νομίζω, πως υπάρχει κι εδώ μια ανομολόγητη λογική. Εξ αρχής, το εργατικό κίνημα απαιτούσε θυσίες. Απαιτούσε από το πιο στερημένο κομμάτι της κοινωνίας να ρισκάρει το ίδιο του το καθημερινό πιάτο φαϊ για την χειραφέτησή του: αυτό ήταν η απεργία, αυτό και η συνδικαλιστική οργάνωση με κίνδυνο απόλυσης.
Αλλά για τον μικροαστό, η ικανότητα της τάξης των πιο στερημένων να στερούνται ακόμα περισσότερο στο όνομα μιας ιδέας είναι κάτι αδιανόητο: δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που δεν έχει να πάρει παντελόνι ή φουστάνι να δίνει τα λιγοστά του χρήματα σε μια πολιτική οργάνωση. Είναι;
Γιάννη Κορδάτου, Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1977, σελίδα 84, υποσημείωση 2: 
Όταν ξαναβγήκε το Επί τα Πρόσω [σημ.: αναρχο-σοσιαλιστική εφημερίδα που πρωτοκυκλοφόρησε στην Πάτρα το 1896] οι εκδότες του είχαν μεγάλες απενταρίες. Γράψανε λοιπόν στον Πύργο και ζητούσαν ψιλά. Στην Πάτρα δυο αδελφές εργάτριες-ράφτρες, που παίρναν τη μέρα 1.20, δήλωσαν πως κάθε Σαββατόβραδο θα δίνανε για τη συντήρηση της εφημερίδας 3.50 η καθεμιά. Στον Πύργο πάλι ο Πάνος Γιαννόπουλος ή Μαχαιράς μαζί με τον Μπατούνα πήγαν σ' ένα αριστοκρατικό καφενείο και βγάλανε μαντίλι για μια φτωχειά οικογένεια. Έτσι μάζεψαν 35 δραχμές (σπουδαίο ποσό για την εποχή εκείνη) και τις στείλανε στη σύνταξη του Επί τα Πρόσω. Οι παραπάνω εργάτριες, ύστερα από ένα χρόνο, πέθαναν και οι δυο φθισικές, ωστόσο όμως ίσαμε τα τελευταία τους δείχνανε παραδειγματική αφοσίωση στην ιδέα τους και με την προπαγάνδα τους προσπαθούσαν να ξυπνήσουν και τις άλλες εργάτριες.
Αφού λοιπόν η εργατική ανιδιοτέλεια (που δεν είναι "ηθική" ανιδιοτέλεια αλλά αντικειμενική ανάγκη) είναι για τον μικροαστό μας αδιανόητη ως κινησιουργός δύναμη του εργατικού κινήματος, αφού σε έναν κόσμο που τον διαφεντεύει το χρήμα είναι αδύνατο να υπάρξει με την πρωτοβουλία και στέρηση των εργατών ένα κίνημα για την χειραφέτησή τους από την εκμετάλλευση, πρέπει να υπάρχουν σπόνσορες.

Οι σπόνσορες αυτοί πρέπει να είναι "υπεράνω χρήματος" όχι με την έννοια που είναι αδιανόητη από την σκοπιά της αυτοσυντήρησης της συνοχής της αστικής ιδεολογίας --όχι επειδή δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους-- αλλά με την συμμετρικά αντίθετη έννοια: πρέπει να έχουν πάρα πολλά χρήματα.

Η ικανότητα άρσης πάνω από τη δουλεία του "μεροδούλι-μεροφάι" λοιπόν, της οποίας υπάρχουν άπλετα δείγματα αλλά η οποία παραμένει αδιανόητη στα πλαίσια του σεβασμού στο χρήμα που τρέφει το μικροαστικό μυαλό, μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνο με την τεθλασμένη, "λογοκριμένη" μορφή της αδιαφορίας για το χρήμα αυτού που έχει πάρα πολλά. Και ιδού η βασική λογική της γέννεσης του "κομμουνιστή εκατομμυριούχου."

Στην αρχική του, προ-Οκτωβριανή μορφή, ο "κομμουνιστής εκατομμυριούχος" είναι ένα είδος φιλανθρώπου, αριστοκρατικής καταγωγής, εχθρικού για τον λόγο αυτό προς την αστική τάξη, και με αγαπημένο χόμπι τις επαναστάσεις.
Έτσι φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον Ένγκελς ο πνευματικός μας γίγαντας Νάνος.
Ο φιλάνθρωπος αυτός χρηματοδοτεί μαρξιστικές μελέτες και εργατικές οργανώσεις όπως οι άλλοι φιλάνθρωποι χρηματοδοτούν ορφανοτροφεία.

Αλλά αυτό πάντοτε άφηνε ένα πρόβλημα αναπάντητο: αν τα ορφανοτροφεία δεν απειλούν την περιουσία του φιλανθρώπου αλλά την περιβάλλουν με την αίγλη της "κοινωνικής προσφοράς", ο μαρξισμός και το εργατικό κίνημα, σύμφωνα με όλα τα φαινόμενα, είναι διαφορετική και πολύ λιγότερο ευγνώμων προς τους χρηματοδότες της υπόθεση.
Αποσκοπούν σε έναν κόσμο χωρίς κεφαλαιοκράτες και χωρίς αριστοκράτες, ούτε καν φιλανθρώπους. Η επανάσταση του 1917 βεβαιώνει ότι τα πράγματα είναι ακριβώς έτσι. Γιατί τότε να τα χρηματοδοτήσει κανείς, έστω κι αν απεχθάνεται τους αστούς αισθητικά ή πολιτιστικά;

Στην μετεπαναστατική περίοδο, κάτω απ' τη σκιά του Οκτώβρη, το μυαλό του μικροαστού μας μπαίνει σε φρενήρη σκέψη:

Ο κομμουνιστής εκατομμυριούχος δεν μπορεί τελικά να είναι φιλάνθρωπος-χομπίστας όπως φαντάζεται κάπως παλιομοδίτικα τον Ένγκελς ο Νάνος. Έχει κάποια μυστική στόχευση κατά νου.
Πιθανώς, την χειραγώγηση των ηλιθίων εργατών ώστε να χτυπήσει τους ανταγωνιστές του με απεργίες, κλπ, και να κατακτήσει ευκολότερα την μονοπωλιακή μερίδα (ο σεβασμός του μικροαστού για το χρήμα περιλαμβάνει την πίστη ότι είναι ικανό για την πιο διαβολική επινόηση που χωρά ο νους).
Πιθανώς, την καταστροφή ενός ολόκληρου πολιτισμού στο όνομα ενός άλλου (δεν είναι εβραϊκή συνωμοσία ο μαρξισμός;)
Πιθανώς, τις φιλοδοξίες ενός κράτους για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας σε ένα άλλο, τον επεκτατισμό.

Όλα τα πιο πάνω σενάρια αποτελούν δοκιμασμένες και ευρέως διαδεδομένες "λύσεις" στο επινοημένο αίνιγμα του "κομμουνιστή εκατομμυριούχου" –αν και πρέπει να σημειωθεί πως στις μέρες μας, η κυρίαρχη μετά τον Οκτώβρη του 17 "λύση" των πακτωλών χρηματοδότησης των "ξενόδουλων" κομμουνιστών από άλλο κράτος που επιδιώκει δικά του επεκτατικά συμφέροντα δεν μπορεί να σταθεί πια.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, αποτελούν λύσεις ενός πολύ διαφορετικού χαρακτήρα. Επιλύουν μια αντίφαση που, όσο υφίσταται, βασανίζει το μικροαστικό μυαλό μέχρι ζαλάδας: αν οι κομμουνιστές εργάτες είναι υλιστές, αν είναι αυτοί που βάζουν πρώτα από όλα τις υλικές και τις οικονομικές συνθήκες της ζωής ως κριτήριο του πώς διαβάζουν την κοινωνία, τότε πώς είναι δυνατόν να μην είναι επίσης δούλοι της ύλης, δούλοι της ανάγκης για επιβίωση όπως όλοι οι υπόλοιποι, που στο κάτω-κάτω έχουν αποδεδειγμένα και περισσότερα υλικά αγαθά από τους εργάτες;
  • Πώς είναι δυνατόν σε έναν κόσμο τον οποίο σύσσωμη η φιλοσοφική οντολογία και όλες οι θρησκείες φαντάζονται ως υλικό προϊόν ενός (ανώτερου) πνεύματος, να υπάρχει η δυνατότητα για την προσήλωση στην ύλη να γεννήσει ...πνεύμα;
  • Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι μέσα στη ζωή, εφόσον η ζωή είναι καθαρή εμμένεια –σάρκα, αίμα, οστά, φθορά, αλλαγή, θάνατος– που να υπερβαίνει τους βιολογικούς στόχους της ζωής, να ανυψώνεται πάνω από τους βιολογικούς αυτούς στόχους;
  • Και πώς είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοιο μονοπάτι και να το έχουν περπατήσει πρώτοι... οι σύγχρονοι δούλοι, όταν ο αρχαίος κόσμος θεωρούσε τους δούλους του τους τελευταίους που θα μπορούσαν να αναχθούν ποτέ στην απαραίτητα υλικά εξασφαλισμένη σφαίρα του βίου ως ανθρώπινου πλεονάσματος επί της ζωής;

Αυτά τα ερωτήματα φέρνουν σύγχυση μεγαλύτερη από όση οι λογαριασμοί των εξόδων του μήνα. Απειλούν να ανοίξουν πόρτες που οδηγούν έξω από τα όρια του κόσμου που έχει υποτίθεται "μάθει" απ' την "καλή και την ανάποδη" ο εξαπατημένος κυνικός μας.
Απέναντι στο επικίνδυνο ρεύμα που μπαίνει από κει στο νοητικό διαμέρισμα-ταμπουρωμένο πύργο του μόνιμα φοβισμένου και πάντα πρακτικά ανυπεράσπιστου ήρωά μας, ο "κομμουνιστής εκατομμυριούχος" είναι οπωσδήποτε μια κάποια λύσις.
 
ΙΙ.


"Κομμουνιστής εκατομμυριούχος" ΙΙ: Για την προσωπική ζωή του Λένιν


Απ' το 1919 ως το 1923, έζησε σε τέσσερα λιτά δωμάτια στον τρίτο όροφο του κτιρίου της Συγκλήτου. 
Τα λιτά έπιπλα και υπάρχοντά του αποκαλύπτουν τον αυστηρό και μελετηρό τρόπο ζωής του.
Από το Jay. B. Sorenson, The Life and Death of Trade-Unionism in the USSR, σελ. 140:
Στην προσωπική του ζωή, ο Λένιν πίστευε στην εργασία και την πειθαρχία. Ο ίδιος δούλευε σκληρά και ζούσε απλά και λιτά. Τα έπιπλά του, όταν ήταν στην εξορία και όταν ζούσε στο Πέτρογκραντ και τη Μόσχα, ήταν απίστευτα λιτά, σχεδόν μοναστικά. Είχε εξαιρετική δύναμη αυτοπειθαρχίας, όπως δείχνει η ιστορία των κρίσεων που αντιμετώπισε και ξεπέρασε. [...] Τα γούστα και οι συνήθειές του ήταν αυστηρά, η αντίληψη που είχε για τη ζωή ξεκάθαρα ασκητική.
Είχα τη χαρά και μεγάλη τιμή να δουλέψω με τον Λένιν στην πρώτη Σοβιετική κυβέρνηση ως Λαϊκή Κομμισάριος Κρατικής Πρόνοιας.
Κατά τις πρώτες εβδομάδες της ύπαρξής του, Το Συμβούλιο των Λαϊκών Κομμισαρίων συναντιόνταν στο Σμόλνι, στο δεύτερο όροφο, στο γωνιακό δωμάτιο που ήταν γνωστό ως "γραφείο μελέτης του Λένιν."
 Οι συνθήκες διαβίωσης υπό τις οποίες συνέρχονταν το Λαϊκό Κομμισαριάτο ήταν εξαιρετικά σπαρτιάτικες, κι έτσι ήταν δύσκολο να εργαστούμε. Το γραφείο του Λένιν είχε μετακινηθεί ώστε να ακουμπά τον τοίχο και από πάνω κρεμόταν ένας λαμπτήρας. [...]
Ομολογώ πως ένιωσα χαρούμενη που μπορούσα να προσφέρω λίγο τυρί [δώρο ολλανδών αντιπροσώπων] στον Βλαδιμίρ Ίλιτς. Ο ηγέτης της κυβέρνησης σιτιζόταν όσο ανεπαρκώς σιτιζόμασταν και εμείς. Το πρώτο του μέλημα ήταν να πάρουμε όλοι το μερίδιό μας.
 "Να το μοιραστείτε όλοι. Και μην ξεχάσεις τον Γκορμπούνοφ. Φρόντισέ το σε παρακαλώ."
 Ο Λένιν πήγε στο γραφείο του, κι εγώ άπλωσα την εφημερίδα στο τραπέζει του διπλανού δωματίου, βρήκα ένα μαχαίρι και έκοψα το τυρί για να δώσω στους συντρόφους να φάνε.
 Όμως με χρειαζόντουσαν στην συνέλευση του Λαϊκού Κομμισαριάτου. Πήγα, και άφησα το μαχαίρι και το τυρί στο τραπέζει. Όπως ήταν συνηθισμένο τότε, η συνέλευση τράβηξε ως αργά τη νύχτα, και το ξέχασα το τυρί. Όταν επέστρεψα, είχε εξαφανιστεί. Το μαχαίρι και η εφημερίδα ήταν ακόμα στο τραπέζι, αλλά από τυρί ούτε ψίχουλο....Ο φύλακας στην πόρτα είχε αλλάξει πολλές φορές κατά τη διάρκεια της μέρας. Οι μερίδες απ' το τυρί είχαν παρθεί από τους φύλακες που ήταν σε υπηρεσία ως μέρος των μερίδων τους, και ήταν αναμενόμενο ότι στη διάρκεια της μέρας, το τυρί είχε μοιραστεί ανάμεσα στους συντρόφους τους.
 Πήγα στο γραφείο του Λένιν, όπου αυτός και ο Γκορμπούνοφ ήλεγχαν τα πρακτικά (αυτή ήταν ρουτίνα για τον Λένιν, και κάθε μέρα μαθαίναμε να είμαστε πιο επιμελείς και ακριβείς στη δουλειά μας).
 "Τι έγινε;" ρώτησε ο Λένιν. Του είπα τι έγινε, και έσκασε στα γέλια.
 "Ε, ήταν καλό το τυρί;" ρώτησε με ένα γνήσιο χαμόγελο. "Δεν έφαγες; Κρίμα. Αλλά δεν πειράζει. Αφού δεν το φάγαμε εμείς, το έφαγαν άλλοι."
 Τα μάτια του έλαμπαν με ένα ζεστό, τρυφερό χαμόγελο, μια αξέχαστη έκφραση που έμοιαζε να λέει: Ε, αν οι Λαϊκοί Κομμισάριοι δεν έφαγαν τυρί για βραδυνό, έφαγαν τουλάχιστον οι εργάτες και οι φαντάροι - και καλά έκαναν!
 Κι ο Λένιν επέστρεψε στη διόρθωση των πρακτικών, στην δουλειά του ως Προέδρου του Συμβουλίου των Λαϊκών Κομμισαρίων.

Από το Robert Service, Lenin: A Biography, σελ. 346-47:
Το Κρεμλίνο όμως είχε τα χάλια του. Είχε παραμεληθεί από την πτώση της μοναρχίας τον Φλεβάρη του 1917 και υπήρξαν αψιμαχίες μεταξύ Κόκκινων Φρουρών και μοναρχιστών αξιωματικών στο τέλος του έτους. Η σκηνή που είδαν ο Λένιν και ο Μπονς-Μπρουέβιτς ήταν απογοητευτική. Το κτίριο της Συγκλήτου, όπου είχε προταθεί να στεγαστεί η Sovnarkom [Συμβούλιο Λαϊκών Κομμισαρίων] και να βρεθεί ένα διαμέρισμα για τον Λένιν, ήταν σε άθλια κατάσταση. Η κοπριά των αλόγων γέμιζε τον τόπο. Υπήρχε άχυρο, βρώμικες γάζες, σπασμένο οδόστρωμα και –όταν ήρθε η άνοιξη– λάσπη, λάσπη, λάσπη. Ο Λένιν, ο Τρότσκι και άλλοι ηγέτες των Μπολσεβίκων τοποθετήθηκαν προσωρινά στον χώρο για το ιππικό του μεγάλου παλατιού του Κρεμλίνου. Κάποιοι από τους υπηρέτες του Τσάρου Νικολάου του Δευτέρου είχαν παραμείνει στις δουλειές τους. Ένας γηραιός σερβιτόρος, ονόματι Στουπίσιν, τηρούσε με αυστηρότητα τους παραδοσιακούς κανόνες σαβουάρ-βιβρ. Όταν έτρωγαν το βράδι ο Λένιν και ο Τρότσκι, ο Στουπίσιν τους σέρβιρε σε αυτοκρατορικό σερβίτσιο. Δεν τους επέτρεπε να αρχίσουν να τρώνε μέχρι να βεβαιωθεί ότι το έμβλημα του δικέφαλου αετού στα πιάτα "έβλεπε" προς τους καθήμενους στο τραπέζι. Ο Λένιν υπέμενε την όλη υπόθεση με χιούμορ. Στην πραγματικότητα, το γεύμα δεν ήταν πάντα αντάξιο τσάρου. Ορισμένες φορές, το μόνο που είχαν να φάνε οι συνδαιτυμόνες ήταν χυλός από βρώμη και νερόβραστη σούπα λαχανικών.
 [...]
Το κτίριο της Συγκλήτου έγινε το σπίτι του [Λένιν]. Είχε περιπλανηθεί τόσο στη ζωή του που παραμένει αμφίβολο κατά πόσο ένιωθε στο σπίτι του οπουδήποτε το 1918. Το γεγονός ότι ζούσε στο χώρο εργασίας του δεν είναι πιθανό να δημιούργησε σπιτική θαλπωρή. Επιπλέον, τόσο η Νάντια όσο και η Μαρία [η σύζυγος και η αδελφή του] είχαν σχεδόν όση πολιτική δουλειά να κάνουν όσο και ο ίδιος. Και οι τρεις τους ζούσαν τρέχοντας διαρκώς, τρώγοντας ή παίρνοντας έναν ύπνο όταν και όπου μπορούσαν. Τα λεφτά δεν τους ενδιέφεραν στο παραμικρό, και ο Λένιν επέπληξε επίσημα τον Μπονς-Mπρουέβιτς για το γεγονός ότι του έδωσε αύξηση ως προέδρου της Sovnarkom χωρίς την άδειά του. Αυτό που ήθελε ο Λένιν ήταν ένα καθαρό και ήσυχο διαμέρισμα και ένα γραφείο με πολλά βιβλία.
[...]
Ανέβασε ένα πορτραίτο του Καρλ Μαρξ στον τοίχο, και αργότερα πρόσθεσε ένα ογκώδες πορτραίτο του λαϊκιστή τρομοκράτη Στεπάν Καλτούριν. 
Καθώς επέστρεφε στο αυτοκίνητό του από το προαύλιο του εργοστασίου Mikhelson, προσέγγισαν τον Λένιν δυο γυναίκες που παραπονιόντουσαν για τα στρατιωτικά αποσπάσματα που εμπόδιζαν τους αγρότες να έρθουν στη Μόσχα και να πουλήσουν το σιτάρι τους. Συμφώνησε μαζί τους ότι τα αποσπάσματα δε λειτουργούσαν όπως έπρεπε. Ο Τζιλ ξεκίνησε τη μηχανή για να ξεκινήσουν το ταξίδι πίσω στο Κρεμλίνο. Ο Λένιν είχε φτάσει τρία βήματα από το αυτοκίνητο όταν ακούστηκαν αρκετοί πυροβολισμοί. Ο στόχος ήταν ο ίδιος. Και στην περίπτωση αυτή, οι δολοφόνοι είχαν μεγαλύτερη ακρίβεια βολής από τους προκατόχους τους τον Γενάρη του 1918. Ο Λένιν χτυπήθηκε από δυο σφαίρες και άρχισε να αιμορραγεί ακατάσχετα.
[...]
Όταν ο Λένιν άρχισε να ρωτάει τον Τζιλ τι συνέβαινε, ο Τζιλ του είπε απότομα να σωπάσει και πήρε τον έλεγχο. Αποφάσισε να μην τον πάει στο νοσοκομείο, σε περίπτωση που κι άλλοι φονιάδες ενέδρευαν στο δρόμο, αλλά να κατευθυνθεί απευθείας στο Κρεμλίνο.
 [...]
Όταν έφτασαν στο Κρεμλίνο, ο Λένιν έδρασε με απόλυτη αδιαφορία για την κοινή λογική. Είχε χτυπηθεί από δύο σφαίρες. Η μία του είχε τρυπήσει τον αριστερό ώμο και είχε φτάσει κοντά στο στέρνο. Η άλλη είχε σφηνωθεί αριστερά, κοντά στη βάση του λαιμού του. Αν και το αίμα του έτρεχε, ο Λένιν απέρριψε την πρόταση του Τζιλ να τον κουβαλήσει πάνω, στο διαμέρισμά του. Ανέβηκε κουτσαίνοντας τις σκάλες, έφτασε στην κρεβατοκάμαρα και σωριάστηκε στην πολυθρόνα. Η Μαρία σηκώθηκε να δει τι συμβαίνει και τρομοκρατήθηκε. Δεν υπήρχε χειρούργος.
[...]
Η Μαρία αναζήτησε φαγητό για τον Λένιν καθώς τον εξέταζαν ο Μπονς-Γκρουέβιτς και η Κρεστίνσκαγια. Δεν υπήρχε φαγητό στο διαμέρισμα
 [...]
Στο μεταξύ, η Μαρία ήθελε να στείλει κάποιον στον πλησιέστερο μπακάλη να πάρει ένα λεμόνι. Αλλά σταμάτησε όταν σκέφτηκε ότι και ο μπακάλης θα μπορούσε να είναι συνεργάτης των δολοφόνων και να συνωμοτεί για να δηλητηριάσει το Κρεμλίνο. Οι τέσσερις γυναίκες που φρόντισαν τον Λένιν –η Μαρία, η Νάντια και οι δύο Βέρες– περιορίστηκαν στο να στείλουν κάποιον στο φαρμακείο να πάρει φάρμακα.

ΙΙΙ.

"Κομμουνιστής εκατομμυριούχος" ΙΙΙ: Ο "πάμπλουτος βιομήχανος" Φρίντριχ Ένγκελς


[Ο Μαρξ] ήταν πάμπτωχος, και παντρεύτηκε μία αριστοκράτισσα και είχε φίλο έναν πάμπλουτο βιομήχανο, τον Ένγκελς, ο οποίος τον συντηρούσε [...]
Νάνος Βαλαωρίτης, TVXS
Ο Φρίντριχ Ένγκελς ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός επιτυχημένου βαμβακοβιομηχάνου της Πρωσίας. Οι σχέσεις του με τον πατέρα του ήλθαν από νωρίς σε κρίση λόγω της αθεϊας του υιού.
Στα 17 του, ο Ένγκελς παράτησε το σχολείο λόγω οικογενειακών προβλημάτων. Την επόμενη χρονιά, όταν ήταν 18 χρονών, ο πατέρας του τον έστειλε στη δουλειά ως λογιστή σε μια εμπορική επιχείρηση τρίτων στη Βρέμη. Εκεί, ο Ένγκελς ανακάλυψε τον Χέγκελ.
21 ετών κατατάγηκε στο στρατό. Μετατέθηκε απ' την υπηρεσία του στο Βερολίνο, όπου γνωρίστηκε με τους νέους Εγελιανούς. Άρχισε να γράφει για την Rheinische Zeitung που εξέδιδε ο Καρλ Μαρξ.
Την επόμενη χρονιά, στα 1842, 22 χρονών, ο πατέρας του τον στέλνει στο Μάντσεστερ, για να εργαστεί στο "Ermen and Engels' Victoria Mill". Μέχρι τα τέλη περίπου του 1843, είχε γράψει το Outline of a Critique of Political Economy (23ων ετών). 24 ετών γράφει την Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία. Συνδέεται με τις εργατικές και χαρτιστικές οργανώσεις της Αγγλίας στην ίδια περίοδο.
Το 1844-45 εντάχθηκε στην Ένωση των Δικαίων στο Παρίσι –μια μυστική επαναστατική ένωση– μαζί με τον Μαρξ. Φεύγει από εκεί για να αποφύγει τη σύλληψη. Ο Μαρξ απελαύνεται.
Επιστρέφει στη Γερμανία, όπου αρχίζει να δικτυώνεται με γερμανούς σοσιαλιστές. Μετακομίζει στις Βρυξέλλες. Μπαίνει στην Γερμανική Κομμουνιστική Ένωση. Με το ξέσπασμα της επανάστασης του 1848 στη Γαλλία, γυρίζει στη Γερμανία εκδίδοντας, μαζί με τον Μαρξ, την Neue Rheinische Zeitung. Εμπλέκεται στην εξέγερση του 1848 στην Κολωνία και ξανά στην εξέγερση στο Baden την επόμενη χρονιά. Κρύβεται στις Βρυξέλλες στο μεσοδιάστημα. Μετά την συντριβή της εξέγερσης του 1849 διαφεύγει --απ' τους τελευταίους εμπλεκόμενους-- στην Ελβετία. Τη διασχίζει ως πρόσφυγας για να φτάσει στην Αγλλία. Την ίδια χρονιά εκδίδεται ένταλμα σύλληψής του απ' την Πρωσσία.
Όταν επιστρέφει στην Αγγλία, δέχεται να ξαναδουλέψει στην εταιρία στο Μάντσεστερ (όπου ο πατέρας του είχε μέρος των μετοχών) για να βοηθήσει τον Μαρξ οικονομικά με ένα νέο εκδοτικό εγχείρημα, την Neue Rheinsche Zeitung Politischkonomische Revue. Παρακολουθείται από την αστυνομία. Καταστρέφει πάνω από 1.500 επιστολές της αλληλογραφίας του με τον Μαρξ.
Στο Μάντσεστερ, απασχολείται ως λογιστής. Το 1864, γίνεται τελικά συνεταίρος. Πέντε χρόνια μετά τα παρατάει για να αφιερωθεί περισσότερο στη μελέτη. Και την επόμενη χρονιά μετακομίζει στο Λονδίνο όπου και ζει μέχρι το θάνατο του Μαρξ, βοηθώντας τον όπως μπορούσε να γράψει το Κεφάλαιο, επιμελoύμενος εκδόσεις των έργων του μετά τον θάνατό του, και συνεχίζοντας την συγγραφή και τη δουλειά της πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης διεθνώς.
Αυτή είναι η ζωή του "πάμπλουτου βιομήχανου" Φρίντριχ Ένγκελς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.