Δεκέμβρης 1944 (17)

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Πέθανε ο Γ. Χουρμουζιάδης. Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ για το θάνατό του και δυο συνεντεύξεις του για τη μαρξιστική θεώρηση της αρχαιολογίας


«Ο Παρθενώνας, από εξαιρετικό αρχιτεκτονικό και καλλιτεχνικό δείγμα της κλασικής εποχής, μετατράπηκε σε "αιχμή" της αστικής ιδεοληψίας για την αρχαιότητα»

*

«Ακόμη, όμως, διδάσκονται όροι όπως "προελληνικός", "πρωτοελληνικός" πολιτισμός. Φρικαλέο λάθος. Υπάρχει μια άρρηκτη συνέχεια, όχι ως εθνική, αλλά ως πολιτισμική συνέχεια. Αν τον πολιτισμό τον ορίσουμε όπως ο Μαρξ και ο Ενγκελς στη "Γερμανική ιδεολογία", ότι αλλαγή πολιτισμού έχουμε όταν έχουμε αλλαγή του τρόπου εκμετάλλευσης των παραγωγικών πηγών, τότε θα διαπιστώσουμε αυτή τη συνέχεια. Αυτό είναι το ελληνικό. Οχι η χλαμύδα, ο μαίανδρος και το αττικό κάλλος»


Το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση για το θάνατο του σ. Γιώργου Χουρμουζιάδη:
«Το ΚΚΕ με θλίψη ανακοινώνει τον θάνατο του συντρόφου Γιώργου Χουρμουζιάδη.
Ο σ. Γ. Χουρμουζιάδης, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1932, όπου και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Το 1981 έγινε μέλος του ΚΚΕ και στο 13ο Συνέδριο του Κόμματος, το 1991, εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής του Επιτροπής. Υπηρέτησε το Κόμμα και το λαό της Θεσσαλονίκης από διάφορες θέσεις και ως βουλευτής της Α’ Θεσσαλονίκης, όπου εκλέχθηκε στις εκλογές του 2000 και του 2004. Παρέμεινε μέλος του Κόμματος ως το τέλος της ζωής του.
Ο σ. Γ. Χουρμουζιάδης διακρίθηκε για το πλούσιο επαγγελματικό, ακαδημαϊκό και επιστημονικό του έργο, ιδιαίτερα στους κλάδους της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της μουσειολογίας. Δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση τα χρόνια 1961 – 1964 και το 1965 ορίστηκε Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας. Το 1973 έγινε Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, ενώ την περίοδο 1976 – 1978, ως υπότροφος της Alexander v. Humbolt στη Χαϊδελβέργη, μετεκπαιδεύτηκε στην Ευρωπαϊκή Ιστορία.
Το 1981 εκλέχθηκε καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κοσμήτορας το 1983. Το 1985 έγινε αντιπρύτανης στο ΑΠΘ. Ασχολήθηκε με την έρευνα της Νεολιθικής Περιόδου κάνοντας ανασκαφές σε προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, επίσης ασχολήθηκε συστηματικά με τη Μουσειολογία και οργάνωσε ειδικά φροντιστήρια στο ΑΠΘ.
Υπήρξε πρωτοπόρος στη διάδοση και στην Ελλάδα των θεωρητικών «κινημάτων» της Αρχαιολογίας, που αναπτύχθηκαν στην Αμερική και την Ευρώπη και εξέδωσε και διηύθυνε γι’ αυτό τον σκοπό τα περιοδικά «Ανθρωπολογικά» (1978 - 1982), «Γόρδων» (1991 - 1995) και «Ανάσκαμμα» (2008-2013). Συνέγραψε 5 βιβλία και ανέπτυξε πλούσια αρθρογραφία, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε μέλος πολλών Ευρωπαϊκών Αρχαιολογικών Ινστιτούτων.
Από το 1992 ο σ. Γ. Χουρμουζιάδης διηύθυνε τις ανασκαφές στον προϊστορικό λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς και υπήρξε, επίσης, επιστημονικός υπεύθυνος για το πρόγραμμα LIFE, για την οργάνωση στην περιοχή της λίμνης Καστοριάς του πρώτου Οικομουσείου, με βάση τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο Δισπηλιό.
Το ΚΚΕ εκφράζει τα θερμά του συλλυπητήρια στη σύζυγο και την οικογένειά του.
Η κηδεία του σ. Γ. Χουρμουζιάδη θα γίνει από τα Κοιμητήρια Αναστάσεως του Κυρίου, στη Θεσσαλονίκη την Πέμπτη 17 Οκτώβρη στις 4 μ.μ. και θα είναι πολιτική».
Ανακοίνωση για το θάνατο του σ. Γιώργου Χουρμουζιάδη εξέδωσε και το Γραφείο Τύπου της Κομματικής Οργάνωσης Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ. 
Ψήφισμα με το οποίο εκφράζουν «την οδύνη τους για το θάνατο του εκλεκτού και διακεκριμένου συναδέλφου», εξέδωσαν οι Πρυτανικές Αρχές του ΑΠΘ. Τα συλλυπητήριά τους εξέφρασαν επίσης ο Ευ. Βενιζέλος, ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, Π. Αβραμόπουλος και η Οργάνωση Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ.
***

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ
«Οι αρχαιότητες να γίνουν κτήμα του ελληνικού λαού»

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 1/4/2001
Λείψανα σπιτιού από τις ανασκαφές της Εγνατίας Οδού

Η αντίληψη του κράτους για την πολιτιστική κληρονομιά, πώς αυτή εκφράζεται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και η σχέση Αρχαιολογίας και κοινού, από τη μαρξιστική ματιά ενός μάχιμου εκπαιδευτικού και επιστήμονα
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, οι εντυπωσιακές υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας και ειδήσεις, όπως η καταστροφή των αγαλμάτων στο Αφγανιστάν, φέρνουν την Αρχαιολογία συχνά στο προσκήνιο από τα ΜΜΕ.
Ακόμη πιο συχνή και ισχυρή είναι η παρουσία της «αρχαιοκεντρικής» αντίληψης του παρελθόντος, η οποία έχει «διαχυθεί» στην κοινωνία μέσω της εκπαίδευσης και κυριαρχεί στην πολιτιστική πολιτική του κράτους σαν «μπούσουλας» της κυρίαρχης επιστημονικής έρευνας, αλλά και σαν ισχυρό «όπλο» στο ιδεολογικό «οπλοστάσιο» της εγχώριας αστικής τάξης, η οποία «ξαναγράφει» κατά το δοκούν την ιστορία.
Δεδομένου του γεγονότος ότι αυτή η αντίληψη θα μας παιδέψει για πολύ καιρό, κυρίως μέσω της ολυμπιακής προετοιμασίας, η ανάλυση του τρόπου που προσλαμβάνει το νεοελληνικό κράτος τον πολιτιστικό πλούτο της χώρας (τρόπος που καθορίζει και τη σχέση του με την επιστήμη της Αρχαιολογίας) από τη μια, και του τρόπου που η Αρχαιολογία, η αρχαιότητα και το αρχαίο αντικείμενο προσλαμβάνεται από το κοινό, παρουσιάζει νέο ενδιαφέρον. Για όλα αυτά μιλήσαμε με τον καθηγητή Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και βουλευτή του ΚΚΕ, Γιώργο Χουρμουζιάδη.
Ο συντηρητισμός της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας

Ο Παρθενώνας, από εξαιρετικό αρχιτεκτονικό και καλλιτεχνικό δείγμα της κλασικής εποχής, μετατράπηκε σε «αιχμή» της αστικής ιδεοληψίας για την αρχαιότητα
Η κουβέντα ξεκίνησε, μοιραία, από την Αρχαιολογική Υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού, αφού αυτή είναι ο φορέας άσκησης της αρχαιολογικής πολιτικής του κράτους.
«Η Αρχαιολογική Υπηρεσία του ΥΠΠΟ είναι, ίσως, η τελευταία συντηρητική υπηρεσία του ελληνικού κράτους, ως δομή και ως λειτουργία», σημειώνει ο Γ. Χουρμουζιάδης. «Το πώς σκέφτονται οι αρχαιολόγοι να αντιμετωπίσουν τον αρχαιολογικό πλούτο, το πώς ασκούν διοίκηση μέσα στις Εφορίες, το πώς οργανώνουν την ερευνητική και διοικητική δουλιά και τη σχέση τους με το κοινό, είναι στατική. Χρησιμοποιώ αυτόν το χαρακτηρισμό, για να τονίσω ακριβώς το μέγεθος της κατάστασης, χωρίς να σημαίνει ότι όλοι οι αρχαιολόγοι της υπηρεσίας είναι έτσι».
Παράδειγμα αυτού του συντηρητισμού για τον συνομιλητή μας είναι μια «μεταλλαγμένη» μορφή του «primae noctis jus» («πρίμε νόκτις γιους», το δίκαιο της πρώτης νύχτας).

Το δικαίωμα που είχαν οι άρχοντες να κοιμούνται με τις γυναίκες των υπηκόων τους την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, αυτό το δικαίωμα το έχει ...ο προϊστάμενος. 

«Για να δημοσιεύσει μια ανασκαφή οποιοσδήποτε κατώτερος, ιεραρχικά, αρχαιολόγος, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα που του εκχωρεί ο προϊστάμενος, άσχετα αν η ανασκαφή έχει γίνει από αυτόν που ανακοινώνει το εύρημα. Πρέπει να ευχαριστήσει τον /την έφορο που του έδωσε το δικαίωμα κι αυτό για μένα είναι μια δομή, που αποκαλύπτει το συντηρητισμό της διοικητικής λογικής».

Αναπαράσταση του νεολιθικού λιμναίου οικισμού στο Δισπηλιό Καστοριάς
«Ο συντηρητισμός αναπτύσσεται και στη σχέση των αρχαιολόγων από τους συναδέλφους της υπηρεσίας, οι οποίοι πιστεύουν ότι αυτή η υπηρεσία είναι "έξω" από τα "καθημερινά". Εχουν μία "αστυνομοκρατούμενη" άποψη για την προστασία των αρχαίων. Πιστεύουν ότι ο μόνος τρόπος να διατηρηθούν τα αρχαία είναι το κλείσιμό τους. Το συρματόπλεγμα, ο φύλακας, η ποινή, το δικαστήριο ...ο "αποκεφαλισμός". Οι πιο πολλοί δεν πιστεύουν ότι το αρχαίο πρέπει να γίνει κτήμα, ως γνώση, ως οπτική εντύπωση του ελληνικού λαού. Οτι πρέπει να υπάρχουν ωραίοι αρχαιολογικοί και ανασκαφικοί χώροι, που να μπορεί να μπει ο πολίτης, να δει την ανασκαφή την ώρα που αυτή γίνεται και να τον κάνεις "συνένοχο" τον ίδιο, να του λες, εμμέσως, "προστάτεψέ το κι εσύ". Τελικά, αυτό που κάνουν, και πραγματικά δουλεύουν και κουράζονται, το κρατάνε για τον εαυτό τους. Ενας αρχαιολόγος μπορεί να κάνει και δέκα χρόνια να δημοσιεύσει μια ανασκαφή. Οι αποθήκες είναι "φίσκα" από αρχαία που δε δημοσιεύονται».
«Ποτέ δεν ασχολήθηκε η Αρχαιολογική Υπηρεσία με το κοινό, που από πολλούς αρχαιολόγους θεωρείται ο εχθρός του αρχαίου. Όταν ήμουν στο μουσείο του Βόλου, οι φύλακες μου ζήτησαν να απαγορεύσω την είσοδο στα παιδιά, επειδή πειράζουν τα εκθέματα! Όταν κατάργησα τις προθήκες, δεν άγγιξε κανένας τίποτα.  

Η αμεσότητα του αρχαίου τρομάζει περισσότερο από κάθε καταστολή. Υπάρχει τρόπος να βρίσκεται το αρχαίο ακόμη και μέσα σε κατοικημένο χώρο χωρίς να φθείρεται. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει μια άλλη πολεοδομική πολιτική. Υπάρχει τρόπος να μην καταστρέφει η Εγνατία ό,τι βρίσκεται μπροστά της. Τα λεφτά που δίνουν ακόμη και οι εταιρίες των μεγάλων έργων για τις ανασκαφές, θα μπορούσαν να δοθούν για αλλαγές στα ίδια τα έργα, έτσι ώστε να δίνεται η δυνατότητα να ανασκαφεί και να μελετηθεί κανονικά αυτό που βρίσκεται. Θες να προστατέψεις τις αρχαιότητες, τον πολιτισμό; Ερεύνησέ τα. Χρηματοδότησε την έρευνα. Η έρευνα είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος προστασίας του πολιτισμού».

Οι «πηγές» της αρχαιοκαπηλίας
Η Αφροδίτη της Μήλου θα παραμείνει στο Μουσείο του Λούβρου, ως δείγμα της «γενναιόδωρης» Ελλάδας


- Η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει την υποδομή, για να κάνει ουσιαστικό έργο;
  • «Το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Βουλγαρίας είχε φθάσει να έχει 2.500 αρχαιολόγους. Αρα, οι περίπου 450 του ΥΠΠΟ είναι εφιαλτικά λίγοι. Παράλληλα, πρέπει να υπάρξει ένας προγραμματισμός των ερευνών. Οι ανασκαφές είναι τριών ειδών. Οι δοκιμαστικές, οι σωστικές και οι συστηματικές. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία συναντά πολλές δυσκολίες για να κάνει συστηματικές ανασκαφές και αυτό είναι αποτέλεσμα της έλλειψης πόρων, προσωπικού, αλλά και ερευνητικού οράματος».
- Τα κατασταλτικά μέτρα επαρκούν για την αντιμετώπιση της αρχαιοκαπηλίας;
  • «Με είχαν καλέσει κάποτε στην Ελασσόνα, να μιλήσω για την αρχαιοκαπηλία. Περίμεναν, βέβαια, να πω ότι τους αρχαιοκάπηλους πρέπει να τους "αποκεφαλίζουμε" και να τους ..."εξορίζουμε". Εγώ είπα ότι δύο είναι οι παράγοντες που οδηγούν στην αρχαιοκαπηλία: Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, που δεν αφήνει τον απλό άνθρωπο να αντιληφθεί ότι το αρχαίο που βρίσκει στο χωράφι του είναι δικό του, με την έννοια ότι ανήκει στον πολιτισμό του. Ενα δαχτυλίδι που θα βρει στο μπαούλο της γιαγιάς δε θα το πουλήσει, γιατί είναι κειμήλιο. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η φτώχεια. Αυτός που θα βρει ένα χρυσό σκουλαρίκι, θα πάει να το πουλήσει, αφού, ό,τι κυκλοφορεί στην κοινωνία μας, είναι αντικείμενο εμπορίας και τζόγου. Ανέβασε το λαό οικονομικά και πνευματικά, να δεις πώς αλλάζουν τα πράγματα που σχετίζονται με την αρχαιοκαπηλία».
- Ποιες είναι οι «πηγές» αυτών των αντιλήψεων της υπηρεσίας;
  • «Οι στάσιμες θεωρητικές αντιλήψεις των αρχαιολόγων. Πιστεύουν ότι το αρχαίο είναι ένα "εκλεκτό" αντικείμενο, που πρέπει να ασχοληθούν με αυτό οι "εκλεκτοί", ότι η Αρχαιολογία είναι μια επιστήμη της ελίτ, που ο απλός λαός δεν μπορεί να καταλάβει. Είναι αντίληψη του Βίνκελμαν, που από τον 17ο αιώνα έλεγε ότι κάποιος μπορεί να ανεβάσει το επίπεδό του μέσω της τέχνης - άποψη κατά βάση σωστή - ωστόσο, αναφερόταν στους άρχοντες και όχι στο λαό.
  • Αλλη πηγή - που με τη σειρά της πηγάζει και από αντικειμενικούς λόγους - είναι η μη απόδοση στον κόσμο, ως κοινωνικό αγαθό, αυτού που έρχεται στην επιφάνεια. Με την ανασκαφή στο Δισπηλιό, στον τέταρτο χρόνο της ανασκαφής, κάναμε ένα μικρό μουσείο. Με πίνακες, με κείμενα για τον κόσμο, με αναφορές στους λιμναίους οικισμούς της Ευρώπης, με μια ιστορία του οικισμού, με ένα χάρτη για συγκρίσεις για το τι γίνεται αλλού κλπ. Μπαίνει ο κόσμος και παίρνει μια πλήρη εικόνα, τι σημαίνει ένας λιμναίος οικισμός. Μου έλεγαν να τελειώσουμε πρώτα την ανασκαφή και μετά να προχωρήσουμε στο μουσείο. Για ποιο λόγο; Αυτή τη στιγμή, αυτή την άποψη έχουμε για το λιμναίο οικισμό. Αν ανατραπεί, θα την ανατρέψουμε. Ετσι, το μουσείο θα έχει μια δυναμική. Ο Πόπερ έλεγε "λατρεύω τις θεωρίες γιατί ανατρέπονται". Ο περίφημος Μπροντέλ, στην εισαγωγή του στη "Μεσόγειο", λέει: "υποπτεύομαι, ότι τα συμπεράσματά μου θα αμφισβητηθούν, θα συζητηθούν και ενδεχομένως θα ανατραπούν. Θα χαρώ γι' αυτό, γιατί έτσι προχωράει η επιστήμη". Ενώ οι δικοί μας πιστεύουν ότι θα πουν την τελευταία λέξη».

Η Αρχαιολογία ως ερμηνεία των πολιτισμών

- Ωστόσο, υπάρχει και μια συγκεκριμένη κρατική πολιτική που ασκείται.
  • «Δύο είναι τα επίπεδα, πάνω στα οποία μπορεί να αναζητήσει κανείς την άσκηση μιας συγκεκριμένης ερευνητικής πολιτικής στην περιοχή των αρχαιοτήτων. Το ένα πεδίο είναι η ιδεολογία, με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, τα σχολεία, τα ΜΜΕ κλπ., και το άλλο είναι η αγορά. Εκεί, που, τελικά, το αρχαίο για τον πολύ κόσμο έχει μια συγκεκριμένη αγοραστική αξία. Σε αυτό το πεδίο εντάσσονται και οι μεγάλες αρχαιολογικές συλλογές. Που όλες, τελικά, ανήκουν σε μεγαλοκεφαλαιούχους.
- Πώς λειτουργούν αυτά τα επίπεδα;
  • «Τα ΜΜΕ προβάλλουν το αρχαιοκαπηλικό γεγονός ως αστυνομικό ή ιστορία. Κάποια στιγμή θα σηκώσουν και το θέμα των Μαρμάρων και ύστερα θα το ξεχάσουν ως μη επίκαιρο και "πιασάρικο", όπως λένε οι δημοσιογράφοι. Το δε σχολείο δεν κάνει καμία προσπάθεια να δώσει τον αρχαιολογικό πλούτο σωστά. Στην Ελλάδα, όπου όποια πέτρα κι αν σηκώσεις βρίσκεις αρχαίο, στην εκπαίδευση, η Αρχαιολογία είναι απούσα. Τα βιβλία της Ιστορίας περιγράφουν επιγραμματικά, μεγαλοϊδεατίστικα, αρχαιοκεντρικά και επιλεκτικά τα μνημεία. Η Αρχαιολογία πρέπει να διδάσκεται όχι ως Ιστορία της Τέχνης, αλλά ως κοινωνική δράση. 
  • Να μάθει το παιδί Μουσειολογία, Ανασκαφική Τεχνική. Οχι μόνο τον Φειδία, τον Ερμή του Πραξιτέλη ...τα μπούτια της Αφροδίτης. Να μάθει την Αρχαιολογία σαν επάγγελμα, που σκοπό έχει να μελετήσει και να ερμηνεύσει τους πολιτισμούς. Συνηθίσαμε να προσλαμβάνουμε την Προϊστορία, π.χ., από τις ελλείψεις. Από το τι δεν είχαν οι προϊστορικοί άνθρωποι. Δε διδάσκεται, όμως, ότι αυτοί επινόησαν την Αρχιτεκτονική, την Κεραμική, έφτιαξαν τις πρώτες ιδεολογίες, τα πρώτα εργαλεία. Η αντίληψή μας για την Προϊστορία είναι επιπέδου καρτούν, όπου ο πρωτόγονος με το ρόπαλο σέρνει τη γυναίκα από τα μαλλιά. Αρα, μέσα στην εκπαίδευση, λείπει η Αρχαιολογία ως ιστορικό γίγνεσθαι. Ακόμη υπάρχει το κλασικό σχολείο, που έχει σαν πυρήνα τη Γραμματολογία. Ενώ, αν είχαμε μια εκπαίδευση αρχαιογνωσική, οπότε θα διδάσκονταν Ιστορία, Αρχαία Τέχνη, Αρχαίος Πολιτισμός, Αρχαία Οικονομία, θα ήταν αλλιώς. Οταν μιλάμε για εκλαϊκευμένη Αρχαιολογία, εννοούμε αυτό που έλεγε ο Λένιν: "ένα βήμα εμείς και δύο βήματα ο λαός". Ετσι ώστε να μην κατεβάζουμε το επίπεδο, αλλά κάπου να συναντηθούμε».


Η εκπαιδευτική αντίληψη του παρελθόντος

Τμήμα των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο

 - Πώς εκφράζεται, πιο συγκεκριμένα, αυτή η «αρχαιοκεντρική» αντίληψη στην εκπαίδευση;
  • Από τον 19ο αιώνα παλεύουν μεταξύ τους δύο ιδεολογίες: Η αρχαιοκεντρική, αρχαιολατρική και η χριστιανοορθόδοξη ή χριστιανοαρχαιολογική. Κάποια στιγμή, αυτές οι ιδεολογίες ενώθηκαν και προέκυψε το εκπαιδευτικό σύστημα, η πολιτική μας για τον πολιτισμό, η άποψή μας για την αρχαία Ελλάδα. Τα παιδιά μαθαίνουν ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός αρχίζει από τον 6ο αιώνα και μετά. Τα τελευταία 20 χρόνια, έχει μπει στην εκπαίδευση και ο μυκηναϊκός πολιτισμός, μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β`.
  • Ακόμη, όμως, διδάσκονται όροι όπως "προελληνικός", "πρωτοελληνικός" πολιτισμός. Φρικαλέο λάθος. Υπάρχει μια άρρηκτη συνέχεια, όχι ως εθνική, αλλά ως πολιτισμική συνέχεια. Αν τον πολιτισμό τον ορίσουμε όπως ο Μαρξ και ο Ενγκελς στη "Γερμανική ιδεολογία", ότι αλλαγή πολιτισμού έχουμε όταν έχουμε αλλαγή του τρόπου εκμετάλλευσης των παραγωγικών πηγών, τότε θα διαπιστώσουμε αυτή τη συνέχεια. Αυτό είναι το ελληνικό. Οχι η χλαμύδα, ο μαίανδρος και το αττικό κάλλος».
- Η ίδια αντίληψη υπάρχει και στις πανεπιστημιακές σχολές;
  • «Σήμερα οι αρχαιολογικές σχολές, αναλογικά, είναι πιο πίσω από πριν. Αν ζούσε σήμερα ο Κακριδής, θα ήταν ένας προοδευτικός φιλελεύθερος. Στην εποχή του, ήταν επαναστάτης. Σήμερα, οι καθηγητές της Φιλοσοφικής δε λένε κουβέντα για να κοντραριστούν με την εξουσία. Αν τους μεταφέρεις στην εποχή του Κακριδή, θα ήταν και αυτοί επαναστάτες, αλλά σήμερα δεν είναι. Ο Κακριδής έλεγε πως εμείς δε βγάζουμε καθηγητές, αλλά φιλολόγους. Αυτό είναι το σπέρμα της αντίληψης του διαχωρισμού πτυχίου - επαγγέλματος. Σήμερα αυτό επαληθεύεται από το υπουργείο Παιδείας.

«Ο πολιτισμός δεν έχει σύνορα»

- Με αφορμή την πρόσφατη κλοπή αρχαιοελληνικού γλυπτού στο Βρετανικό Μουσείο, ο Ε. Βενιζέλος επανέφερε το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, λέγοντας, παράλληλα, πως η Ελλάδα εστιάζει σε αυτά και όχι στον άλλο αρχαιοελληνικό πλούτο της, που βρίσκεται σε ξένα μουσεία, σαν δείγμα της γενναιοδωρίας της. Πώς σχολιάζετε αυτή την οπτική;
  •  «Είναι σφάλμα το αίτημα για επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα, με τον "αποκλειστικό" τρόπο που προωθείται και αναδείχνεται ως εθνική διεκδίκηση. Έχει εστιαστεί όλη αυτή η προσπάθεια στο Βρετανικό Μουσείο. Δεν υπάρχει μουσείο της Ευρώπης, που να μην έχει αριστουργήματα της αρχαιότητας. Αυτά που έχουν κατασκευαστεί στην αρχαιότητα ανήκουν στην ανθρωπότητα. Είτε είναι σε ένα μουσείο της Αθήνας, είτε σε ένα μουσείο της Κολομβίας, επιτελούν αυτό για το οποίο έγιναν. Από τη στιγμή που θα πάψει να υφίσταται η κοινωνία που τα κατασκεύασε, όπου κι αν είναι, λειτουργούν. Στην περίπτωση των Μαρμάρων, αυτά θα μεταφερθούν απλώς από εκεί εδώ. Ποιο θα είναι το εθνικό κέρδος που θα προκύψει;».
- Το κέρδος ίσως να βρίσκεται στο επίπεδο του συμβολικού.
  •  «Μα, ο συμβολισμός δεν έχει εθνικά σύνορα. Αυτά συμβολίζουν έναν πολιτισμό μιας συγκεκριμένης εποχής, είτε είναι εδώ είτε όχι. Αυτός ο συμβολισμός δεν αίρεται ακόμη κι αν βρίσκονταν στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Μόνο γεωγραφικός συσχετισμός θα προκύψει από το να έρθουν δίπλα στον Παρθενώνα. Ετσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να επανατοποθετηθούν στον Παρθενώνα, αλλά θα πάνε πάλι σε μουσείο».
- Δε θα πρόκειται ούτε για αποκατάσταση μιας αδικίας;
  •  «Άρα, δικαιώνεται η Ελλάδα στο επίπεδο της πράξης του Ελγίνου, όχι στο επίπεδο του πολιτισμού. Απλά, τιμωρούμε αναδρομικά μια πράξη. Ο πολιτισμός, όμως, έχει δικαιωθεί, γιατί τα αρχαία δεν καταστράφηκαν. Αν η Βουλή των Λόρδων αποφάσιζε να τα καταστρέψει, αυτό είναι άλλο πράγμα. Αλλά ας το πάρουμε κι από την άλλη πλευρά. Γιατί να μην έρθει και η Νίκη της Σαμοθράκης; Η Αφροδίτη της Μήλου, τα περίφημα ανάγλυφα των Φαρσάλων; Όταν πήγα στο Μουσείο της Καρλσρούης, είδα δυο βιτρίνες γεμάτες με ελληνικές προϊστορικές αρχαιότητες. Τελικά, αυτή η ευαισθησία από την πλευρά της πολιτείας είναι εθνικιστική και όχι εθνική. Το έργο του πολιτισμού, της τέχνης, δεν έχει σύνορα».


***

Αρχαιολογική έρευνα και μαρξιστική μεθοδολογία
Συζήτηση με τον καθηγητή του ΑΠΘ Γιώργο Χουρμουζιάδη

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 6/12/1998
Ο λιμναίος προϊστορικός οικισμός του Δισπηλιού Καστοριάς

Τελικά, η Αρχαιολογία δεν είναι μια ιστορία της τέχνης. Δεν είναι η αισθητική αποτίμηση των αντικειμένων. Δεν είναι καν μία συλλογή ευρημάτων, αν και αυτό αποτελεί συστατικό της στοιχείο. Η Αρχαιολογία είναι η ιστορία του απλού ανθρώπου, οι πράξεις του, για να τραφεί, να πιει νερό, να καλλιεργήσει, να κατοικήσει, να ζήσει και αργότερα να ζήσει όμορφα.
Ο καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ, Γιώργος Χουρμουζιάδης,το γνωρίζει αυτό καλά.
Η μαρξιστική του σκέψη και μέθοδος, όσον αφορά στην άσκηση της επιστήμης του, σε συνδυασμό και με το προϊστορικό εύρημα, που είναι κατασκεύασμα ανάγκης και μόνο και συνεπώς "ακατέργαστο", και απαλλαγμένο από οποιαδήποτε καλλιτεχνική λογική, μάλλον δίνουν μία άλλη διάσταση στην αρχαιολογική έρευνα.
Μια διάσταση, που, ίσως, θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση του ιστορικού Φερνάντ Μπροντέλ, την οποία ο Γιώργος Χουρμουζιάδης αναφέρει στο βιβλίο του για το Δισπηλιό της Καστοριάς: "Ξέρω εκ των προτέρων ότι τα συμπεράσματά μου θα συζητηθούν, θα αναθεωρηθούν, θα αντικατασταθούν από άλλα και το εύχομαι. Έτσι βαδίζει και έτσι οφείλει να βαδίζει η ιστορία".
Μαρξισμός και Αρχαιολογία
Τι είναι, λοιπόν, η αρχαιολογική έρευνα; Πώς αρχίζει και ως πού μπορεί να φτάσει; Ποια είναι η μεθοδολογία της και ποια η σημασία του ευρήματος; Πότε αρχίζει η τέχνη και οι καλλιτεχνικές αποτιμήσεις;
Ο Γ. Χουρμουζιάδης λέει: "Εκεί που τελειώνει η χρήση αρχίζει η τέχνη. Και ό,τι εξυπηρετεί τη χρήση δεν μπορεί να είναι τέχνη. Οι δύο λαβές στο αγγείο υπάρχουν για να το κρατάμε. Οταν αυτές οι λαβές αποκτήσουν στοιχεία διακοσμητικά, τότε μιλάμε για διάθεση εξωραϊσμού, για καλλιτεχνική διάθεση. Πρόκειται για μία πρώιμη μορφή της τέχνης.
Κάποιος θα πει ότι και η τέχνη χρησιμοποιείται. Όμως, άλλο είναι η χρήση της τέχνης και άλλο η χρήση του αντικειμένου".
"Στην προκειμένη περίπτωση, οι θεωρίες περί αναζήτησης του νοήματος των πραγμάτων είναι επικίνδυνες. Εκείνες, δηλαδή, οι θεωρίες που λένε ότι τα αντικείμενα είναι συμβολικά, ότι πρώτα συλλαμβάνει κανείς το νόημα του πράγματος και έπειτα το κατασκευάζει και το χρησιμοποιεί.
Το οποιοδήποτε πράγμα πρέπει να το αναγάγεις στη χρήση του και στη διαδικασία της παραγωγής του και των παραγωγικών σχέσεων που δημιουργούνται". "Θεωρώ ότι αυτή η σχολή παίζει με τον Μαρξ, με έναν τρόπο περίεργο. Ενώ τα αναγάγει όλα στην οικονομία, το μόνο που κάνει είναι να ανατρέψει τη μαρξιστική σκέψη".
"Στην πραγματικότητα, όμως, η μαρξιστική σκέψη δεν ανατρέπεται, εφ' όσον δεν ανατρέπεται ούτε η εργασία, ούτε η παραγωγική διαδικασία, ούτε οι παραγωγικές σχέσεις.
Ο μαρξισμός και η μαρξιστική σκέψη, άλλωστε, είναι κατ' αρχήν ένα μεθοδολογικό εργαλείο και ως τέτοιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην αρχαιολογική έρευνα".

Εύρημα και ευρηματολογία
Προσπαθώντας να εφαρμόσει τη μαρξιστική θεώρηση σε πλευρές της αρχαιολογικής έρευνας, ο Γ. Χουρμουζιάδης μιλάει για το εύρημα και ό,τι υπάρχει πίσω από αυτό.
"Υπάρχει, πράγματι, ο προβληματισμός τι θα γίνει με το υλικό που αποκαλύπτεται στη διάρκεια μιας ανασκαφής. Δεν μπορεί επ' άπειρον ο μόνος τρόπος επικοινωνίας και δημοσιοποίησης να είναι η αρχαιολογική δημοσίευση. Κι ακόμα, με εντυπωσιάζει αρνητικά, όταν το ενδιαφέρον εστιάζεται μόνο στο εύρημα, αν και αποτελεί μόνο ένα μέρος της έρευνας. Το θέμα είναι να προχωρήσεις μετά το εύρημα, πίσω από αυτό. Να δεις την πληροφορία που σου παρέχει.
Τι σημαίνει, δηλαδή, αυτό που λένε ότι "η προϊστορία δεν έχει εντυπωσιακά ευρήματα"; Προφανώς, εννοούν το αισθητικώς εντυπωσιακό. Αλλά το να βρίσκεις σε ανασκαφή κόκαλα ζώου και να μαθαίνεις ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν κυνηγοί, δεν είναι εντυπωσιακή η πληροφορία; Πρέπει, επιτέλους, να περάσουμε από την ευρηματολογία στη μεταευρηματολογία".
"Παράλληλα, με άλλες αντιλήψεις, γίνεται ακριβώς το αντίθετο. Για παράδειγμα, ξέρουμε ότι ο ναός της Αρτέμιδος στη Δημητριάδα κάποια στιγμή άλλαξε και έγινε ιερό της Ίσιδος. Το σημαντικό σε αυτή την περίπτωση δεν είναι το άγαλμα που βρέθηκε και δηλώνει την αλλαγή της λατρείας, αλλά το γεγονός ότι οι αιτίες αυτής της μεταβολής σχετίζονται με ιστορικές, κοινωνικές, ή οικονομικές αλλαγές".
"Προφανώς, άλλαξε η κοινωνία για να αλλάξουν και οι θεότητές της. Την Αφροδίτη, την ξέρουμε ως θεά της ομορφιάς. Η Δήμητρα είναι προστάτιδα του νεκροταφείου, δηλαδή χθόνια θεότητα. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό;
Γιατί όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής ίδρυσε τη Δημητριάδα, η μεγαλύτερη βιοτεχνία της πόλης ήταν αυτή που έφτιαχνε τις επιτύμβιες στήλες.
Για να μπορούν, όμως, να ελέγχονται και να αναπτύσσονται τα εργαστήρια, θα έπρεπε να έχουν την πρόφαση του θεού. Γι' αυτό και ένα ιερό στη Δημητριάδα έχει όλες αυτές τις θεότητες.
Μην ξεχνάμε, η θρησκεία είτε έχει ιερά είτε έχει εκκλησίες, σχετιζόταν και σχετίζεται πάντα με τα παγκάρια".
Όσο για την εξέλιξη της αρχαιολογικής έρευνας και ιδιαίτερα της προϊστορικής, δε διστάζει να πει ότι:
"Οι εθνικές ιδεολογίες της Ορθοδοξίας και του ελληνοκεντρισμού, όπως αυτές διαμορφώθηκαν κάτω από την επίδραση της εκκλησίας, οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί προσανατολισμένοι ανελαστικά στα συμβατικά ιδεώδη του κλασικισμού, τα ΜΜΕ τα παγιδευμένα στη χυδαία έννοια του εθνικισμού και η παραδοσιακή αντίληψη για το "ελληνικό", η οποία θεμελιώθηκε σε φορμαλιστικά κριτήρια νομιμοποιημένα κυρίως από την κλασική αρχαιολογία, δημιούργησαν απαγορευτικές συνθήκες για την ανάπτυξη των προϊστορικών ερευνών στην Ελλάδα. Δημιούργησαν, ακόμα, μία κοινή γνώμη, που δεν ενδιαφερόταν για την περίοδο της προϊστορίας, αφού θεωρούσε ότι αυτή η περίοδος δε χαρακτηριζόταν από τα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού".
"Γι' αυτό το λόγο, οι ανασκαφές προϊστορικών θέσεων πραγματοποιήθηκαν μέσα σε στάσιμες συνθήκες θεωρητικών και μεθοδολογικών προβληματισμών, οι οποίοι δε βοηθούσαν στη διατύπωση ενός σύνθετου ερμηνευτικού συμπεράσματος. Πολλές φορές τροφοδοτούσαν κι αυτές ατελείωτες συζητήσεις τυπολογικού, χρονολογικού και καμιά φορά και αισθητικού χαρακτήρα. Συζητήσεις, με άλλα λόγια, που μετέτρεπαν το εύρημα σε αυτόνομη κατηγορία".
Αρχαιολογία και εθνικισμός
Να σημειώσουμε ότι ο Γιώργος Χουρμουζιάδης είναι ο επιστήμονας που ξεκίνησε την πρώτη συστηματική προϊστορική ανασκαφή στη Μακεδονία και συγκεκριμένα στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης. Για το γεγονός αυτό, ο ίδιος μας είπε:
"Όταν, κάποια στιγμή, διαπίστωσα ότι η Τούμπα έχει μπει σε ένα δρόμο, αναζήτησα μία ανασκαφή σε προϊστορικό οικισμό στη Δράμα, στο Αρκαδικό. Οταν επρόκειτο να γίνουν εκεί οι εργατικές κατοικίες, είχα ειδοποιηθεί για αυτοψία και πρότεινα να δοθεί η άδεια, αλλά να μείνουν δέκα στρέμματα στο κέντρο για να σκάψουμε. Αυτή η ανασκαφή, βέβαια, δεν κράτησε πολύ. Παράλληλα, όμως, άρχισαν να ανοίγουν νέες ανασκαφές".
"Αυτή τη στιγμή, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κάνει τις ανασκαφές στο Δισπηλιό, στην Τούμπα, στο Αρχοντικό Γιαννιτσών και στη Μάκρη, με ευρήματα που χρονολογικά ξεκινούν από τα Νεολιθικά Χρόνια και φτάνουν μέχρι τη Μέση Χαλκοκρατία. Καμιά φορά βρίσκουμε και ευρήματα της εποχής του Σιδήρου, δηλαδή από την 7η χιλιετία ως τη 2η χιλιετία".
Αναφερόμενος στις πληροφορίες που δίνουν αυτές οι ανασκαφές, μας λέει:
"Κατ' αρχήν πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο προϊστορικός πολιτισμός είναι οικουμενικός. Σιγά - σιγά βέβαια, δημιουργούνται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε κάθε περιοχή, μέχρι να φτάσουμε στις εθνικές κουλτούρες. Γι' αυτό το λόγο, δεν μπορούμε να πούμε ότι τα στοιχεία που βρίσκουμε είναι ντόπια ή βουλγαρικά, λόγου χάρη. Έχουν ομοιότητες βασικές, αλλά δε θα μπορούσα να πω ότι εδώ αποδεικνύεται, ας πούμε, η ελληνικότητα της Μακεδονίας. Πρέπει, όμως, να τονίσω ότι κάθε ανασκαφή έχει μία ιδιαιτερότητα, τη δική της προσωπικότητα, που σου δίνει και την ευκαιρία να αλλάξεις κατεύθυνση σε ορισμένα από τα μέχρι τώρα συμπεράσματα. Από αυτό ξεκίνησε και η ιδέα του διεθνούς συνεδρίου, που, σαν Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, οργανώσαμε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη και την Καστοριά, με την έννοια ότι η ανασκαφή δεν είναι μόνο μία συλλογή ευρημάτων, αλλά δίνει την αφορμή για να σκεφθεί κανείς λίγο πιο βαθιά".
Γενικότερα, για την αρχαιολογική έρευνα στη Μακεδονία, ο Γ. Χουρμουζιάδης πιστεύει ότι
"Kυρίως εστιάστηκε γύρω από τις ανασκαφές στη Βεργίνα, αν και διεξάγονται έρευνες και σε άλλες περιοχές, όπως στην Αμφίπολη, στα Σέρβια, στη Θράκη. Ωστόσο, αυτές οι ανασκαφές δεν κατάφεραν να αποσπάσουν την προσοχή, τόσο της κοινής γνώμης, όσο και της πολιτείας. Βέβαια, οι ανασκαφές και οι αποκαλύψεις στη Βεργίνα έγιναν και αντικείμενο εκμετάλλευσης, αρχής γενομένης από τον Καραμανλή, αφού προσδόθηκε σ' αυτές, όχι απλά εθνικός, αλλά εθνικιστικός χαρακτήρας. Αν και ο Μανώλης Ανδρόνικος δεν παγιδεύτηκε σε αυτό, πρέπει να πούμε ότι παγιδεύτηκαν οι ανασκαφές, το μέλλον τους και η ανάδειξη των ευρημάτων, καθώς η ανάδειξή τους πήρε ένα χαρακτήρα εντυπωσιακό".
Δήμητρα ΜΥΡΙΛΛΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.