Δεκέμβρης 1944 (17)

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Τάσος Λειβαδίτης: Αθήνα, 20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου 1988. 25 χρόνια από το θάνατό του (Μνήμη II)


Ένα τραγούδι και τρία ποιήματα

(Υπογραφή Β.Λ.)

*

 Ακούστε από εδώ:
«Η ώρα του μεγάλου ονειροπόλου…»
Μιχάλη Γρηγορίου
«Σκοτεινή Πράξη»-Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη
[Α' Διαδικτυακή Ακρόαση-Αποκλειστικότητα ΠΟΙΕΙΝ]
____

Σοπράνο: Σαβίνα ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ
Τενόρος: Μιχάλης ΧΡΙΣΤΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βαρύτονος: Τάσης ΧΡΙΣΤΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Αφήγηση: Τάσης Χριστογιαννόπουλος, Μιχάλης Γρηγορίου

Αφηγητής: Νύχτωσε. Ώρα που αναρωτιέται κανείς τι έπραξε στη ζωή του. Κι οι νεκροί πλάγιασαν και σταύρωσαν τα χέρια, σαν αυτό που ψάχναν, να το αγγίζουν, επιτέλους, μέσα τους.

Κάποτε το σπιτι ξεχειλίζει απ’ την απαντοχή και δεν έχουμε πού να σταθούμε, βγαίνουμε τότε έξω στον κόσμο όπως την πρώτη φοραά κλαίγοντας, ενω ο ορίζοντας περα, με την άκρα εγκατάλειψη μας κλείνει μες το μυστικό, ώσπου το βράδι μια άρπα ακούγεται σ’ενα σίιτι ακατοίκητο. Ειναι η ώρα του μεγάλου ονειροπόλου που εδω κι αιωνες (αμέτρητους) χωρίς ποτέ (ποτε) να χάνεται, πηγαίνει πάντα προς το χαμό…

Αφηγητης: Καποτε, γυρίζοντας στο σπιτι σου, θα βρεις τους θεούς φευγατους, ή αλλοτε, μες τον συνωστισμό, κάποιον αγγίζεις, κι εκεινος νοιώθει πως θα ’χατε πολλα να πείτε, όμως τη νυχτα, ξάγρυπνοι όπως η γυναικα στη μοναξιά του γάμου, πρέπει να μεινουμε, ενω η λαμψη του κεριου μολις μας φεγγει, εχοντας περάσει τοσο αγνωστο, και τότε τα χερια μας σαλεύουν χλωμα,φτιαχνοντας ταχα ενα σκαμνι, ή στρωνοντας, καποτε τα μαλλιά μας, που  αλλη πνοή τ’ αναδεψε… οπως με τις μητέρες ζήσαμε καιρό κατω απ’την ιδια στεγη, πολύ πριν κοιταξουν καν στα μάτια τον πατερα, ή όπως εκεινος που προχωράει κι’ ολο βυθίζεται στη νυχτα, μπορει να πει «να, το σπιτι μου», και να 'ναι αληθινά δικος του αυτός ο κόσμος…

[Μετρονόμος, τ. 49, Ιούλ.-Σεπ. 2013. Αφιέρωμα στο στιχουργικό έργο του Τάσου Λειβαδίτη. Παρουσίαση, ηλεκτρονικό περιοδικό ΠΟΙΕΙΝ]

_____________________________________________________________
(Σημ. Μποτίλιας: 1. ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΡΑΞΗ (χορικό), 1974, ΠΟΙΗΣΗ, Τόμος Δεύτερος.
2. Υπογραφή Β.Λ.: "Το σχέδιο του ποιητή έφτιαξε η Βασιλική Λειβαδίτη 
και το εξώφυλλο ο Δημήτρης Δαβίας". Αναφορά στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση του 1965, ΠΟΙΗΣΗ. Από την κόρη του ποιητή λοιπόν και οχι από τον Γιάννη Ρίτσο, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στο διαδίκτυο).
__________________
  
*

Ο Τάσος Λειβαδίτης με τον Γιάννη Ρίτσο
Άη Στράτης, 1951

 *

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Από τη συλλογή
Ο ΑΝΘΡΩΠΟς ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ, 1956
(Μακρόνησος 1950)


ΑΠΛΗ ΚΟΥΒΕΝΤΑ


Θάθελα να μιλήσω
απλά
όπως ξεκουμπώνει κανείς το πουκάμισό του
και δείχνει ένα παλιό σημάδι
όπως κρυώνει o αγκώνας σου
γυρίζεις
και βλέπεις ότι είναι τρύπιος
όπως κάθεται στην πέτρα ένας σύντροφος και μπαλώνει τη
φανέλα του.
Να μιλήσω αν μια μέρα ξαναγυρίσω
κουβαλώντας μια βρώμικη καραβάνα γεμάτη ξενιτειά
κουβαλώντας στις τσέπες μου δυο γροθιές σφιγμένες
να μιλήσω
απλά—
μονάχα μια στιγμή ν’ ακουμπήσω κάπου τα δεκανίκια μου.

Κάποτε ονειρευόμαστε να γίνουμε μεγάλοι ποιητές
μιλούσαμε για τον ήλιο.
Τώρα μας τρυπάει ή καρδιά
σαν μια πρόκα στην αρβύλα μας.
Εκεί πού άλλοτε λέγαμε: ουρανός, τώρα λέμε: κουράγιο.
Δεν είμαστε πια ποιητές παρά μονάχα σύντροφοι
με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα.

Ο άνεμος πού φωνάζει έξω απ' τ' αντίσκηνο
το συρματόπλεγμα καρφωμένο στην κοιλιά της νύχτας
μια λάμπα σπασμένη
το πετρέλαιο στάζει
το μούτρο του Θωμά κάτω οπ’ τις γάζες
θάναι κόκκινο και πρησμένο απ’ τις κοντακιές
μια μυρουδιά καπνού και ποδαρίλας
ο 'Ηλίας λέει: θ' αλλάξει ο καιρός
ο Δημήτρης σωπαίνει
κι ο Νικόλας
παλεύει να βουλώσει τις τρύπες της σκηνής
μ' ένα κομμάτι βραστή πατάτα.
Κάποιος βήχει. Κρυώνουμε.
Ακούγονται τα βήματα της σκοπιάς.

Απόψε λέμε να σου γράψουμε, μάνα
μήπως ακούσουμε τη βροχή
να περπατάει με τα λιωμένα σου τσόκαρα
μήπως δούμε τ& χαμόγελό σου
να κρέμεται σαν παγούρι πάνω απ’ τή δίψα μας.
Μας ταΐζουν σάπιες πατάτες: μην ανησυχείς
μας βρίζουν και μας χτυπάνε: να μας αγαπάς
ίσως να μη γυρίσουμε –εσύ ν’ ανάψεις τη λάμπα, μάνα
θάρθουν άλλοι.

Τώρα θα μαζεύεις απ' το σκοινί τ' ασπρόρουχα της ξενιτειάς
θα ράβεις στις κάλτσες μας το μπάλωμα της έγνοιας σου
ξέρεις, τα γάντια, μάνα, που μας έπλεξες δε θα τα φορέσουμε
τα δώσαμε α έναν σύντροφο πούφευγε για στρατοδικείο
του δώσαμε ακόμα μια κονσέρβα κι' ένα κομμάτι απ’ την παλάμη μας
έδεσε στην άκρη το τσουβάλι μ’ ένα σπάγκο
έριξε το τσουβάλι στον ώμο
και τον είδαμε ν’ ανηφορίζει       
με τ' αχαμνά του σκέλια ψαλιδίζοντας κομμάτια
απ’ τον αντικρινό ουρανό.

Κάθε πρωί μας μετράνε
κάθε βράδυ μετράμε τα πιάτα μας και περισσεύουν
περισσεύει ή πίκρα στα μάτια μας
την ώρα πού ή βροχή παίζει ζάρια με τούς χωροφύλακες
καθώς νυχτώνει και γουργουρίζουν οι σφυρίχτρες.

Τώρα λέμε να βάλουμε τα χέρια στις μασκάλες
να κοιτάξουμε αν είναι καν’ αστέρι στον ουρανό
να θυμηθούμε κείνο το πρόσωπο
ακουμπισμένο στο κούφωμα της πόρτας
μα δε μπορούμε να θυμηθούμε
δεν έχουμε καιρό να θυμηθούμε
δεν έχουμε καιρό παρά να σταθούμε όρθιοι
και να πεθάνουμε.

Αγαπημένη
μπορεί να κρυώνω όταν βρέχει
μπορεί να χαϊδεύω στις τσέπες μου τα ψίχουλα της ανάμνησης
ακόμα καίνε οι παλάμες μου πού κάποτε σαι κράτησαν
μα δεν μπορώ να γυρίσω.

Πώς ν' αρνηθώ το ξεροκόμματο πού μοιράσαμε είκοσι άνθρωποι
πώς ν' αρνηθώ τη μητέρα μου πού καρτεράει μια κούπα φασκόμηλο
πώς ν' αρνηθώ το παιδί μας πού του τάξαμε ένα χωνάκι ουρανό
πώς ν’ αρνηθώ το Νικόλα—
τραγουδούσε μάθαμε καθώς τον πυροβολούσαν.

Αν γυρίσω δεν θάχουμε λάμπα, δε θάχουμε πού
ν’ ακουμπήσουμε τ’ όνειρό μας.
Θα καθόμαστε αμίλητοι.
Κι όταν θα θέλω να σε κοιτάξω
σαν ένα σύννεφο θα σκεπάζει τα μάτια μου
η τρύπια αρβύλα του συντρόφου που αρνήθηκα.
Να μ' αγαπάς.
Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω
βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου
θα καθίσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.
Δε σ' αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια —θα πω.
Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.
Εν’  άστρο θα κουδουνίσει στο βρεγμένο ουρανό.
Μπορεί
και να κλάψω.

Σήμερα ανοίξαμε τη μέρα μας
σαν ένα σακί ξεχασμένο από χρόνια.
Ψάχναμε να βρούμε τις κάλτσες που φορούσες σύντροφε
τα χέρια σου
την σταματημένη ζωή σου.
Η πίκρα έριχνε στα μάτια μας
μια χούφτα καρφιά.
Ύστερα πλύναμε τα μαγειρεία
ανάψαμε τη φωτιά
και μοιράσαμε ένα τσιγάρο στα δυο
κάτω απ' τα κουρελιασμένα σύννεφα.

Εδώ που ή ζωή μας ήταν ένα τσόφλι αβγού κάτω απ’ τα πόδια τους
με το θάνατο πιο κοντά
κι από ένα μπάλωμα στον τρύπιο αγκώνα σου
με τα’ όνομα του νεκρού συντρόφου
σαν ένα πιρούνι καρφωμένο στη γλώσσα σου
πώς να τραγουδήσεις;
Μας φτάνει να μιλήσουμε
απλά
όπως πεινάει κανείς απλά
όπως αγαπάει
όπως πεθαίνουμε
απλά.


*

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλας
στεκόμαστε στα γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κ' εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες πού ξανακλείνουνε
ό λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
ή φωνή του μες απ' τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας - ένας
ακούει τ' όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
πού σε λίγο θα τα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλιστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει —αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.
Ξεκινάνε τα φορτηγά.

Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση για να πεθάνεις.

Θά κουβαλήσουμε κι απόψε το σακί της νύχτας
θα κολλήσουμε τα’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ' ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάμε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.

Ελάτε, λοιπόν όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα πού ή λάμπα μας έσβησε
πού νυστάζει ή σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.

Μας ήρθε μ' ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά-καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομμένο σαν ψιχαλίσματος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες πασαλειμμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα, ξαφνικά, και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
ή πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελο του μη του το πάρουν.

Μη με λες, λοιπόν, σύντροφο
έχω έναν σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τα’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.

Μη με λες, λοιπόν, σύντροφο.
Την ώρα πού οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα πού εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.

Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.

Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τούς στίχους τούς γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα —όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί πού κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.

Η ασετιλίνη πού σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Ή σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ό άνεμος.
—Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ό Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα-ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.

Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό πού μπαίνει
μ' ένα φύσημα παγωμένου αγέρα. Το σαγόνι του
θα τρέμει πίσω απ' το χακί κασκόλ.

Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
ή σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
— Καληνύχτα, Θωμά. Καλά Χριστούγεννα.

Κι ή καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.


*

ΜΗ ΣΗΜΑΔΕΨΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ


Αδερφέ μου, σκοπέ
αδερφέ μου, σκοπέ
σ’ ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι
σ’ ακούω πού βήχεις μες στην παγωνιά
σε γνωρίζω, αδελφέ μου
και με γνωρίζεις.
Στοιχηματίζω ότι έχεις μια κοριτσίστικη φωτογραφία στην τσέπη σου.
Στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πώς έχεις μια καρδιά.
Θυμάσαι;
Είχες κάποτε ένα τετράδιο ζωγραφισμένο χελιδόνια
είχα κάποτε ονειρευτεί να περπατήσουμε κοντά-κοντά
στα κούτελό σου ένα μικρό σημάδι απ' την σφεντόνα μου
στο μαντήλι μου φυλάω διπλωμένα τα δάκρυά σου
στην άκρη της αυλής μας έχουν ξεμείνει τα σκολιανά παπούτσια σου
στον τοίχο του παλιού σπιτιού φέγγουν ακόμα
με κιμωλία γραμμένα τα παιδικά μας όνειρα.
Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των υπουργείων
το βράδυ σταματάει στη γωνιά
κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ’ το καρότσι του πατέρα μου κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε
την ώρα πού εσύ γεμίζεις τα’ όπλο σου
κ' ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.

Βασίλεψαν τα πρωινά σου μάτια πίσω από ένα κράνος
άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μ' ένα σκληρό ντουφέκι
πεινάμε κ’ οι δυο για ένα χαμόγελο
και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο.

Ακούω τώρα τις αρβύλες σου στο χιόνι
σε λίγο θα πας να κοιμηθεί
καληνύχτα, λυπημένε αδερφέ μου
αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι πού θα σε συλλογίζομαι
καθώς θ' ακουμπήσεις τ’ όπλο σου στη γωνιά θα ξαναγίνεις ένα σπουργίτι.

Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με άλλου
μη σημαδέψεις την καρδιά μου.
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θάθελα να το λαβώσεις.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.