Δεκέμβρης 1944 (17)

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

"Τους πιάσανε! Τους πιάσανε! Θα γίνει της πουτάνας!"



Ο Γιωργάκης τής Βασίλως, της χήρας τού Μπάμπη τού Πριτσαπίδουλου, που είχε τινάξει τα πέταλα αντί για τα ψάρια για τα οποία προόριζε τον δυναμίτη που βάσταγε, κατέβαινε φωνάζοντας και τρέχοντας προς την πλατεία τού χωριού, με την σχολική του τσάντα δεμένη στην πλάτη. Μέσ' απ' τα φαρδιά κοντοβράκια, τα καλαμοπόδαρά του είχαν βγάλει φτερά και οι μύξες, που φράζανε σχεδόν μόνιμα το δεξί του ρουθούνι, δεν εμπόδιζαν τις φλέβες στον λαιμό του από το να φουσκώνουν καθώς έσκουζε.

"Τους πιάσανε! Τους πιάσανε! Θα γίνει της πουτάνας!"



Λίγο πρωτύτερα, καθώς ρουφούσε το γάλα του, χάζευε τον Θανάση, πού 'χε καθήσει από νωρίς μπροστά στην οθόνη του κουμπιούτερ. Ο Γιωργάκης θαύμαζε τον μεγάλο του αδερφό και τον κοιτούσε πάντοτε με γουρλωμένα μάτια όποτε τον έβλεπε (για την ακρίβεια, όποτε εκείνος του επέτρεπε να τον βλέπει) να παίζει με το κουμπιούτερ. Τέτοιες στιγμές ο Θανάσης ήταν συνήθως σιωπηλός, πράγμα που υποχρέωνε τον Γιωργάκη να στέκεται πιο ήσυχος απ' ό,τι στην εκκλησία. Όμως, εκείνο το πρωί, από τα χείλη τού μεγάλου αδερφού είχαν ξεφύγει δυο ολόκληρες φράσεις. Ο μικρός δεν κατάλαβε γρυ απ' αυτές τις φράσεις αλλά τις θεώρησε τόσο σημαντικές ώστε να τις διαδώσει σ' όλο το χωριό. Έτσι, φωνάζοντας και τρέχοντας, μπούκαρε στην πόρτα τού καφενέ, την ώρα που ο Μίστος ο καφετζής σερβίριζε τον γλυκύ βραστό τού μπαρμπα-Σάββα.

"Κυρ Μίστο, τους πιάσανε! Θα γίνει της πουτάνας!"

Στο δίπλα τραπέζι ο κυρ Νιόνιος με τον μαστρο-Βαγγέλη βάλανε τα γέλια. Ο καφετζής κοίταξε τον μικρό μισογελώντας. Τ' αγάπαγε τούτο το ορφανό. Το' βλεπε σαν εγγόνι του γιατί με τον μακαρίτη τον παππού του ήσαν κάτι παραπάνω από φίλοι, αδέρφια πες.

"Ποιούς πιάσανε, ρε σβίγγο;" Για την "πουτάνα" δεν είπε λέξη. Δεν ήθελε ν' ακούει τέτοια λόγια το παιδί.

"Τους πιάσανε, κυρ Μίστο!" επέμεινε ο μικρός, παίρνοντας βαθειές ανάσες για να συνέλθει από το τρεχαλητό. "Το είδε ο Θανάσης στο κουμπιούτερ".

Ο μπαρμπα-Σάββας, που είχε ήδη τραβήξει θορυβωδώς την πρώτη τζούρα από τον γλυκύ βραστό του, σκούπισε το παχύ μουστάκι του με την ανάστροφη της απαλάμης του, έβγαλε έναν άσσο σκέτο από το πακέττο του και, καθώς άναβε, γύρισε στον καφετζή.

"Βάλε, ρε Μίστο, την τηλεόραση να δούμε ποιους πιάσανε. Κάτι έμαθε ο Θανάσης. Μ' αυτό το μαραφέτι που έχει, μαθαίνει τα χαμπέρια πρώτος απ' όλους."

Ο καφετζής άνοιξε την τηλεόραση και τέσσερα ζευγάρια μάτια καρφωθήκανε στον ρεπόρτερ, ο οποίος ανακοίνωνε πως η αστυνομία συνέλαβε πρωί-πρωί τον Μιχαλολιάκο και τον Κασιδιάρη, πως ψάχνουν τον Παναγιώταρο, τον Λαγό, τον Παππά και άλλους βουλευτές τής Χρυσής Αυγής , πως έχουν εκδοθεί καμμιά τριανταριά εντάλματα και πως ήδη έχουν συλληφθεί καμμιά δεκαριά πρωτοπαλλήκαρα χρυσαυγήτες. Ο Γιωργάκης αισθάνθηκε περήφανος για την νεκρική σιγή που κατάφερε να επιβάλει με την αναγγελία του.

"Δίκιο έχει ο μικρός", πετάχτηκε ο μαστρο-Βαγγέλης κάποια στιγμή. "Θα γίνει της πουτάνας", συμπλήρωσε, πριν δεχτεί το σκούντημα στον ώμο και την οργισμένη ματιά τού καφετζή.

"Πώς τα βλέπετε τα πράγματα;" ακούστηκε από την πόρτα ο κυρ Σπύρος ο δάσκαλος, που πάντοτε τέτοια ώρα περνούσε από τον καφενέ για να σφίξει ένα κονιακάκι πριν ανοίξει το σχολείο. "Μάλλον πάμε για εκτροπή."

"Για τί πάμε, κυρ-δάσκαλε;" έκανε έκπληκτος ο κυρ Νιόνιος, που δεν κατάλαβε την λέξη εκτροπή.

"Για φασαρίες, κυρ Νιόνιο", διευκρίνησε ο δάσκαλος. "Όπως και να το κάνουμε, εκλεγμένοι βουλευτές είναι. Δεν μπορείς να τους συλλαμβάνεις δίχως να έχει αρθεί η ασυλία τους από την βουλή."

"Κάνεις λάθος, κυρ δάσκαλε", πετάχτηκε ο καφετζής. "Τώρα δα είπανε ότι αφού τους χαρακτηρίσανε τρομοκράτες, έχει δικαίωμα η αστυνομία να τους συλλάβει κι ας έχουν ασυλία".

"Βλακείες λένε", επέμεινε ο δάσκαλος, προσπαθώντας να κρύψει την άγνοιά του. "Πού ακούστηκε να συλλαμβάνονται βουλευτές; Ποιοί είναι οι φασίστες τώρα; Πέσανε οι μάσκες."

Ο καφετζής ένοιωσε την πίεσή του να ανεβαίνει αλλά δαγκώθηκε. Έβαλε γρήγορα μια μεζούρα κονιάκ στο ρακοπότηρο και γύρισε με μάτι αγριεμένο.

"Έλα, δάσκαλε, σφύρα το κι άιντε ν' ανοίξεις το σχολειό. Πέρασε η ώρα."

"Μα τί νομίζουνε, δηλαδή;" συνέχισε τον χαβά του ο δάσκαλος, παίρνοντας το ρακοπότηρο. "Ότι οι άλλοι θα κάτσουνε με σταυρωμένα χέρια; Θα γίνει χαμός."

Ο μπαρμπα-Σάββας έβγαλε άλλον έναν άσσο σκέτο από το πακέττο και άναψε σιωπηλά. "Θα μας κλάσουνε τ' αρχίδια", είπε τελικά, φυσώντας τον καπνό.

"Έλα, Γιωργάκη", πετάχτηκε προς την πόρτα ο καφετζής, σπρώχνοντας απαλά τον μικρό, που παρακολουθούσε δίχως να καταλαβαίνει χριστό. "Άιντε, αγόρι μου, να μάθεις δυο αράδες γράμματα, νά 'ρθεις να μας τα μάθεις κι εμάς που μείναμε κούτσουρα."

"Γεια σου κυρ Μίστο", φώναξε ο μικρός και ξεχύθηκε κατά το σχολείο. Ο δάσκαλος καλημέρισε τους θαμώνες και τον ακολούθησε. Ο καφετζής γύρισε στον μπαρμπα-Σάββα, ακόμη φουρκισμένος από την βρισιά που πέταξε μπροστά στο παιδί.

"Θα μας τα κλάνανε έτσι κι αλλοιώς, μπαρμπα-Σάββα. Δεν χρειαζόταν να στήσουνε ολόκληρη παράτα για νά 'χουνε να λένε τα κωλοκάναλα", είπε και χώθηκε πίσω από τον πάγκο του.
(...)


[Παραδοσιακό λαϊκό διήγημα, προσαρμοσμένο στην επικαιρότητα]

Από το σπουδαίο ιστολόγιο: Cogito ergo sum
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.