Δεκέμβρης 1944 (17)

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Κλέφτης Ποδηλάτων (1948): Το αριστούργημα. Δείτε την ταινία εδώ


ΒΙΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ
Κλέφτης Ποδηλάτων
(Δείτε την ταινία εδώ)
Κριτική από την Τζία Γιοβάνη, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ,18/7/2013

Σε επανέκδοση προβάλλεται από σήμερα η γνωστότερη ανά την υφήλιο ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα «ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ» (1948), που καταχωρείται, μαζί με δυο επίσης σύγχρονά του αριστουργήματα, το «ΡΩΜΗ ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ» (1945) του Ροσελίνι και το «Η ΓΗ ΤΡΕΜΕΙ» (1948) του Βισκόντι, στα κορυφαία επιτεύγματα του ιταλικού νεορεαλισμού. Παρότι στο σενάριο της ταινίας - που γεννήθηκε από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Λουίτζι Μπαρτολίνι - συνωστίζονται διάφορα ονόματα, η όλη «δουλειά» πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά από τον Τσέζαρε Τζαβατίνι, σημαντικότατη φιγούρα του νεορεαλιστικού ρεύματος στον κινηματογράφο, αλλά και στον εργασιακό βίο του Ντε Σίκα, μαζί με τον οποίο δημιούργησε ένα, από τα πιο παραγωγικά δίδυμα στην ιστορία του σινεμά.

Ο Βιτόριο Ντε Σίκα έκανε τα πρώτα του βήματα στον κινηματογράφο ήδη το 1917, όταν δεκαεξάχρονος υποδύθηκε τον νεαρό Κλεμανσό σε μια ταινία του Αλφρέντο Ντε Αντονίνι. Λίγο αργότερα πέρασε στις τάξεις του επαγγελματικού θεάτρου, κάνοντας καριέρα τόσο στο λαϊκό θέατρο όσο παράλληλα και καριέρα ηθοποιού στον κινηματογράφο. Το 1932 στην ταινία του Καμερίνι «Gliuominichemascalzoni», τραγουδά το περίφημο «Parlamid' amore Mari του C.A. Bixio, επιδεικνύοντας ευρεία και ευέλικτη ερμηνευτική γκάμα. Ο Ντε Σίκα σκέφτεται σοβαρά να επιστρέψει οριστικά στο θέατρο όταν, ανέλπιστα, του ανοίγονται διάπλατες οι πύλες της κινηματογραφικής σκηνοθεσίας.
Η επιλογή του Ντε Σίκα, αμέσως μετά τον πόλεμο, να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία ήταν τολμηρή, δεδομένου ότι την ίδια περίοδο ο ηθοποιός απολάμβανε την αναγνώριση του κοινού τόσο λόγω των κωμωδιών, όσο και των τραγουδιών που ερμήνευσε... Για τον νέο σκηνοθέτη αυτό που μετρούσε, ήταν η ανάγκη του να αφηγηθεί στο λαό πώς είχαν τα πράγματα εκείνη τη στιγμή που η Ιταλία έβγαινε από μια εικοσάχρονη φασιστική δικτατορία, μια πολύχρονη τραγωδία καταστροφής και τεράστιας φτώχειας, ενός καταστροφικού πολέμου και μιας εμφύλιας σύγκρουσης... Το κινηματογραφικό περιβάλλον είχε πρόσημο «ζαχαρούχο» και κάθε επιθυμία ανανέωσης μέσα από μια ρεαλιστική γλώσσα καταπιεζόταν, να περιγράψει τη δραματική φτώχεια που ζούσε η πλειοψηφία των Ιταλών και να ζωγραφίσει, με τα δυνατότερα ρεαλιστικά χρώματα την κατάσταση εκείνων που παλεύουν με τις δυσκολίες της ακραίας φτώχειας.
Η εμφάνιση του ιταλικού νεορεαλισμού οριοθετείται την περίοδο 1942 - 43 και προσωποποιείται με την ταινία του Λουκίνο Βισκόντι «OSSESSIONE». Ο κινηματογράφος ανέκαθεν αντιμετώπιζε σαν φυσιολογική την ανάγκη ύπαρξης μιας ιστορίας που, υφασμένη με την πραγματικότητα, γίνεται ενδιαφέρουσα και θεαματική «απόδραση» από την πραγματικότητα. Ο νεορεαλισμός, που αναπτύσσεται ανάμεσα στο 1945 και 1956, χαρακτηρίζεται από μια διαφορετική στάση απέναντι στην πραγματικότητα, με ανάλογες μορφικές επιλογές. Πεποίθηση του νεορεαλισμού είναι ότι η υποχρέωση να έχεις ένα «στόρι» είναι ένας μη ενσυνείδητος τρόπος να κρυφτεί η ανθρώπινη ήττα. Ο νεορεαλισμός ανακάλυψε ότι δεν είναι καθήκον του καλλιτέχνη να φορτίσει τους αποδέκτες με αγανάκτηση ή συγκίνηση με τη χρήση μεταφορών, αλλά να τους κάνει να σκέφτονται πάνω στις πράξεις τις δικές τους και των άλλων.
Η ταινία που πάντα υπήρξε υπαινικτικό και εξαρτώμενο από πρότυπα φαινόμενο, τώρα αναπτύσσεται προς την κατεύθυνση της ανάλυσης, ή μάλλον προς την κατεύθυνση της σύνθεσης στο πλαίσιο της ανάλυσης. Οι αρχές του νεορεαλισμού επιλέγουν τους ερασιτέχνες ηθοποιούς, την αναπαράσταση με αυθεντικό τρόπο, των δραμάτων των φτωχών ανθρώπων, την ντοκουμενταρίστικη μορφή με σαφή προσανατολισμό στην οξεία παρατήρηση των ανθρώπινων συναισθημάτων και την κοινωνική ρίζα των προβλημάτων. Τη συνειδητοποίηση των συλλογικών ζητημάτων της εποχής και το ευθέως κοινωνικό τους νόημα στην αναπαράσταση. Ως προς την ουσία, το χαρακτηριστικό της νεορεαλιστικής αισθητικής συνίσταται στον πλουραλισμό προσωπικής ποιητικής με αντιφασιστικό πρόσημο, ενώ, στο εσωτερικό αυτής της ποιητικής δεν λείπουν οι κοινοί τόποι, ειδικότερα οι κινηματογραφικοί, όπως η επικρατούσα επιλογή των φυσικών χώρων, τα πρόσωπα και τα περιστατικά που συνδέονται με συμφραζόμενα καθημερινότητας, η επιλογή ενός λόγου, μιας γλώσσας απλής, η χρήση των τοπικών διαλέκτων όπως και η άρνηση της μεταγλώττισης των ταινιών. Ολα αυτά σηματοδότησαν άνεμο πραγματικής ανανέωσης.
Στη μεταπολεμική Ρώμη - με γοητεία που δε διαθέτει πια - ζει ο άνεργος Αντόνιο Ρίτσι πνιγμένος σε μια σκληρή πραγματικότητα, κοινή για τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Καταφέρνει να βρει δουλειά αφισοκολλητή, με προϋπόθεση να διαθέτει ποδήλατο - το οποίο αποκτά με υπεράνθρωπη προσπάθεια. Από την πρώτη μέρα της δουλειάς όμως, του κλέβουν το πολύτιμο ποδήλατο. Ετσι αρχίζει η απελπισμένη οδύσσεια του Αντόνιο στις γωνιές της μεταπολεμικής Ρώμης όπου συνυπάρχει η φτώχεια και η χλιδή, η κακία και η γενναιοδωρία, τα έντιμα και τα κακοποιά στοιχεία, για να βρει το ποδήλατο - θεμελιώδες αφηγηματικό στοιχείο γύρω από το οποίο χτίζεται όλη η ιστορία της ταινίας. Αποστασιοποιημένος μάρτυρας η κάμερα, χώνεται στα σοκάκια της Ρώμης και με δραματική αυθεντικότητα εκφράζει τόσο την ταξική διάσταση στη σκηνή της ταβέρνας, την κοινωνική απόσταση που μαρκάρεται από το περιφρονητικό βλέμμα του πλούσιου αγοριού προς τον προλετάριο Μπρούνο, όσο και το δράμα ενός λαού που προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε τρόπο.
Ο «λαός» που δείχνουν ο Τζαβατίνι και ο Ντε Σίκα δεν είναι δείγμα ηρωικό από τις σελίδες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Είναι προϊόν της ιστορίας του, κάτι που ο ίδιος ο λαός με την ανοχή του επέλεξε. Είναι κακός, γιατί οι σπείρες κλέβουν τα ποδήλατα των μεροκαματιάρηδων να τα πουλήσουν στην αγορά μεταχειρισμένων ποδηλάτων. Είναι κακός γιατί «κλέβει» ο ένας τον άλλον, είτε νόμιμα, όπως το ενεχυροδανειστήριο και η εκκλησία με τις κάθε επιχειρηματικές της δραστηριότητες, κατήχησης από αστούς εθελοντές ευεργέτες και φοιτητές / κληρικούς απ' όλο τον κόσμο, είτε παράνομα όπως η επιχείρηση της μάντισσας... Είναι ο ίδιος λαός που μυαλό από την ιστορία του δεν βάζει και στις εκλογές της 18 Απρίλη 1948, ανασταίνει τη χριστιανοδημοκρατία... 

Παίζουν: Αννα Καρίνα, Αντρέ Λαμπάρτ, Ζεράρ Οφμάν, Σαντί Ρεμπότ.
Παραγωγή: Γαλλία (1962).

Η ταινία με αγγλικούς υπότιτλους





Οι αφίσες οι πρόσθετες παραπομπές
και η ενσωμάτωση της ταινίας
είναι προσφορά της Μποτίλιας

Το ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.