Μετά 29 έτη
εξακολουθούμε να είμαστε πολλοί μόνοι μας,
αντί να έχουμε γίνει ένας μαζί.
με αφορμή την Πανελλαδική Απεργία
της 20 Φεβρουαρίου 2013
Το κείμενο που ακολουθεί πρωτοδημοσιεύτηκε στη συνδικαλιστική εφημερίδα «Ο ΠΑΛΜΟΣ», του Επιχειρησιακού Σωματείου Εργαζομένων της ESSO PAPPAS, τον Φεβρουάριο του 1984, με τον τίτλο «Ο Παλμός κι ο παλμός μας». (΄Ενα μήνα αργότερα, 6/3/84, η ESSO PAPPAS θα γίνει ΕΚΟ).
Ξαναδημοσιεύτηκε, με μικρές διορθώσεις, στον ΠΑΛΜΟ (σελ. 3), τον Δεκέμβριο του 2003, υπό τον τίτλο «Με την μπούργκα της σιωπής» (βρισκόμαστε στη δεύτερη εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ). Ο ΠΑΛΜΟΣ από εφημερίδα γίνεται ενημερωτικό δελτίο (με προσωπική μου ευθύνη και επιμέλεια). Από τον Μάιο του 2002 έως το Καλοκαίρι του 2005 κυκλοφορεί σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή μεγέθους Α4 (έχει μικρύνει φυσικά μαζί με τη ζωή μας), διανύοντας την τέταρτη και τελευταία του περίοδο, και θα μετρήσει 20 φύλλα.
Η τρίτη «κοινοποίηση» του κειμένου (σε ηλεκτρονική μορφή) με τον τίτλο Μποτίλια στον άνεμο (πολλοί μόνοι μας ή ένας μαζί;) και με την προσθήκη του υστερογράφου, έγινε τον Σεπτέμβριο του 2009, κατά την αποχώρησή μου από την –συμφερόντων Λάτση πλέον– ΕΚΟ, λόγω συνταξιοδότησης (κάποιοι σταθήκαμε τυχεροί στη ζωή μας). Είναι το αποχαιρετιστήριο προς τους συναδέλφους μου μετά από 35 χρόνια δουλειάς. Η κρίση έχει ήδη αρχίσει να χτυπάει την πόρτα μας.
Εδώ αναδημοσιεύεται από την τρίτη και τελευταία αποστολή του, χωρίς καμιά διόρθωση.
Μποτίλια στον άνεμο
(πολλοί μόνοι μας ή ένας μαζί;)
«στα γκωλ-ποστ παιδιά! στα γκωλ-ποστ
μην αρχινίσουνε να πέφτουνε
τα τέρματα βροχή και ηττηθούμε».
Νίκος Εγγονόπουλος
Και τι να πεις, και τι να γράψεις... Για τα χρόνια που πέρασαν; Για τα γεγονότα που μας καθόρισαν; Για τις υποσχέσεις που δεν κρατήθηκαν; Πώς να ταξινομήσεις τις στιγμές που μεσολάβησαν; Και πώς να ξαναδείς μέσα στα μάτια των παιδιών που υπήρξαμε κάποτε και μοιάζουν απόμακρα στο θολό τοπίο της μνήμης;
Τριάντα πέντε χρόνια με το θερμόμετρο σταματημένο σε ψυχρές υποδιαιρέσεις, ενώ γύρω μας η ατμόσφαιρα καίγεται.
Με αδέξια κείμενα και ακόμα πιο αδέξιες σκέψεις που δεν έφτασαν ποτέ να γίνουν γραμμένο χαρτί.
Η πορεία μας κοπιαστική. Κι ο αγώνας μας σ’ αυτό το χωράφι μουλιασμένος με πετρέλαιο. Και τώρα, ξανά μέσα στις χέρσες εκτάσεις. Διψασμένοι για μια στάλα δροσιά. Για έναν κόμπο ήλιο.
Με τις μεγάλες ή μικρές απουσίες μας. Με τον άνεμο να φέρνει στα μάτια μας σκόνη. Με τα πυρπολημένα μας χρόνια που περνούν βιαστικά στο βάθος του δρόμου. Που αποτιμώνται με 3% –το άλλο 97 ποιος θα βρεθεί να μας το ξεπληρώσει;
Άκου λοιπόν εσύ, φίλη, συνάδελφε, συντρόφισσα, Πέτρα και Χώμα και Νερό (όπως και να σε πω δεν έχει σημασία), κάπου θα νοιώσεις τον παλμό σου να χτυπάει βιαστικά, μετρώντας όλα τα άγονα οχτάωρα της δουλειάς, όλες τις μέρες τόσων χρόνων που διαλύθηκαν σε βιαστικά πενθήμερα και σε αβέβαιους μήνες.
Αφουγκράσου, λοιπόν. Και κάπου μέσα σου θα βρεις εκείνο το μικρό κλειδωμένο συρτάρι. Που εν τέλει σου ανήκει, και παραμένει ζωντανό. Αν το θελήσεις μοναχά. Αν νοιώσεις πόσο απέραντη η μοναξιά (κι η δύναμη) που κουβαλάμε.
Και τότε αναρωτήσου. Πόσο κοστίζουν η πίκρα, η ερημιά, η απομόνωση, τα αποθέματα και τα ελλείμματα, τα ασθματικά βυτιοφόρα που οδηγείς, των πλήκτρων σου ο βουβός απόηχος. Και δες κατά που γέρνουν οι ισολογισμοί κι οι απολογισμοί σου...
Κι έλα να βγάλουμε την μπούργκα της σιωπής.
Και ν’ αποθέσουμε μαζί σε τούτη εδώ την άγραφη ζωή τα όνειρά μας.
Μπ. Ζαφειράτος, Σεπτέμβριος 2009
Υ.Γ.
Αυτό το σημείωμα ταξιδεύει (σήμερα) για τρίτη φορά. Στις δυο προηγούμενες εμφιαλώσεις του –με μικρές διαφορές μεταξύ τους– πετάχτηκε στον άνεμο απ’ τη σχεδία του Παλμού (Φεβ. 1984 και Δεκ. 2003).
Στο παρόν, τελευταίο sea–mail ταξίδι του –μετά από πολλές διορθώσεις– έχει μείνει μισό, μα στον πυρήνα του είναι (θέλω να πιστεύω) ακέραιο. Κι ίσως κρατάει κάτι απ’ τον πρώτο παλμό του... Ίσως και γι’ αυτό να το διάλεξα, προτιμώντας το από έναν τυπικό αποχαιρετισμό, αφού κάτι τέτοιο δεν είναι του τύπου μου (κι άλλωστε, με τους τύπους δεν τα πήγαινα ποτέ καλά).
Αν τώρα το πολυκαιρισμένο «χαρτί» του προδίδει ακόμα μια μικρή αγωνία για το μακρινό μας «σήμερα», τότε μπορεί να διακρίνεται και η αχνή ελπίδα του για το κοντινό μας «αύριο». Μα αν το χαρτί είναι φθαρμένο και το μελάνι ξεθώριασε, αν «δεν λέει τίποτα» πια, αν το «μικρό κλειδωμένο συρτάρι» παραμένει κλειστό, τότε αγνοήστε το μήνυμα. Δείτε μόνο το «σήμερα» πώς πλησιάζει επικίνδυνο, και πώς το «αύριο» ξεμακραίνει αδιάφορα.
Μποτίλια στον άνεμο. Έτσι κι αλλιώς, την καταθέτω σαν μηνιαίο γραμμάτιο ενός χρέους που κάθε φορά νοιώθω να γίνεται μεγαλύτερο αντί να λιγοστεύει. Ενός χρέους που μας βαραίνει αδιάκοπα, αφού είμαστε πολλοί μόνοι μας και πρέπει να γίνουμε ένας μαζί.
Για να μη ρυθμίζει τη ζωή μας ο δημοτικός σύμβουλος της ενορίας μας, ο κομματάρχης της περιφερείας μας, το golden boy κι ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας μας.
Για να πάρουμε την ζωή μας –και την εργασία μας, άρα– στα δικά μας χέρια.
Να είστε πάντα καλά. Με παλμό. Να προσέχετε το Σωματείο σας. Καλή (ανα)σύνταξη σε όλους. Θα μαθαίνω τα νέα σας, παιδιά...
|
Για ναυαγούς που θέλουν να κολυμπήσουν. Το σημείωμα άλλοτε βιαστικό και ταραγμένο, άλλοτε φλύαρο ή λακωνικό, ακατάληπτο κι ερμητικό, κακογραμμένο κι αδέξιο, ευδιάκριτο ή ξεθωριασμένο. Μπουκαλάκια, φιαλίδια, φιάλες αερίου. Μποτίλιες, μποτίλιες, μποτίλιες... Με καθορισμένο, πάντοτε, στίγμα. Καλή στεριά, συνταξιδιώτες... Ή καλή θάλασσα.
Δεκέμβρης 1944 (17)
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.