*deal: συμφωνία (για αγοραπωλησία κτλ.), δοσοληψία, συναλλαγή, «δουλειά». Μοιράζω την τράπουλα, καταφέρω (πλήγμα) • New Deal (Νιου Ντηλ): Έτσι ονομάστηκε η Νέα Κοινωνικοοικονομική Πολιτική επί Ρούσβελτ, το 1933 • dealer: μεταπράτης, μεταπωλητής, διακινητής ναρκωτικών ή κλοπιμαίων, κλεπταποδόχος • wheeler-dealer: κομπιναδόρος • double-dealer: απατεώνας, διπρόσωπος, «πούστης» • double-deal: απάτη, κομπίνα, πουστιά • call it a deal: κλείνω συμφωνία • underhand dealing: βρομοδουλειά, ύποπτη δοσοληψία, συναλλαγή κάτω απ’ το τραπέζι.
|
Για ναυαγούς που θέλουν να κολυμπήσουν. Το σημείωμα άλλοτε βιαστικό και ταραγμένο, άλλοτε φλύαρο ή λακωνικό, ακατάληπτο κι ερμητικό, κακογραμμένο κι αδέξιο, ευδιάκριτο ή ξεθωριασμένο. Μπουκαλάκια, φιαλίδια, φιάλες αερίου. Μποτίλιες, μποτίλιες, μποτίλιες... Με καθορισμένο, πάντοτε, στίγμα. Καλή στεριά, συνταξιδιώτες... Ή καλή θάλασσα.
Δεκέμβρης 1944 (17)
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.