Η ΑΓΕΛΑΔΑ ΠΟΥ ΜΑΣ... ΑΡΜΕΓΕΙ ΚΑΙ ΠΩΣ
ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΕΚΛΕΨΑΝ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΣΟΥΒΛΕΣ ΜΕΙΝΑΜΕ ΑΟΜΜΑΤΟΙ
Η Αρπαγή της Ευρώπης (Tiziano, 1477-1576)
Ζούσε κάποτε μια κόρη εκπάγλου καλλονής. Μια μέρα καθόταν σ' ένα όμορφο λιβάδι και διηγιόταν στις φιλενάδες της ένα παράξενο όνειρο που είχε δει την προηγούμενη νύχτα.
Ήταν, λέει, στη μέση του πουθενά, όταν ήρθαν, λέει, δυο γυναίκες, μια άσκημη ξερακιανή και μια ομορφούλα στρουμπουλή, την έβαλαν στη μέση, και τσακώνονταν σε πια απ' τις δυο ανήκε (άκου να δεις!). Τη μια τη στρουμπουλή την έλεγαν Ασία. Την άλλη, την ξερακιανή, δεν ξέρει πως την έλεγαν, λέει.
Και τότε σταματάει να λέει γιατί βλέπει έναν πανέμορφο ταύρο να τρώει χόρτα στη λιακάδα, και επειδή ο Έρως... ζώα δεν κοιτά, πάει κοντά και τον αρχίζει στα χάδια.
Έλα όμως που ο Ταύρος δεν είναι όποιος κι όποιος, αλλά... ο Δίας, ο οποίος του είχε γυαλίσει η κόρη και κάνει αυτά που ξέρει να κάνει. Α, ξέχασα. Το μωρό το λέγανε... Ευρώπη!
Για να μην τα πολυλογούμε, ανεβαίνει λοιπόν στην πλάτη του Ταύρου, κι αυτός, για να μην το μάθει η γυναίκα του, την πάει στην Κρήτη, μπορεί κατά Ελούντα μεριά.
Εκεί καλά πέρασαν, αλλά, έχουν γνώση οι φύλακες, τους βρίσκει η κ. Ήρα, και μην την είδατε τη νεαρά... Μοίρα κακιά της φυλάει. Την στέλνει πεσκέσι σε μια άσκημη ξερακιανή Μοίρα απ' τη συνοδεία της (νάτο το όνειρο!) που από τότε, αφού έκανε την κόρη δούλα της, πήρε και το όνομά της. Και να τη η Ευρώπη πώς μας πρόκυψε!
Ο Δίας όμως λυπήθηκε τη μικρά και μεταμορφώνει την ξερακιανή σε αγελάδα, που από τότε περιπλανιέται σε Ολλανδία, Βέλγιο και αλλαχού.
Καλύτερα για το μωρό -δε λέω- αλλά για μας χειρότερα, αφού από τότε η ξερακιανή, επειδή δεν είναι η τυχούσα αγελάδα, για να συντηρηθεί μας αρμέγει δέκα φορές τη μέρα. Κι ως εδώ καλά. Έλα όμως που επειδή είναι και άπληστη δεν μας άφησε ούτε σούβλα για κοντοσούβλι!
Τώρα πού κολλάνε οι σουβλες με την ξερακιανή, θα σας τα πω εν τάχει.
Δεν της έφτανε λοιπόν το άρμεγμα της άνυδρης, τρελάθηκε κι όλας, και καθότι Ευρώπη (ερύς, και ώψ, όπως οφθαλμός και πρόσωπο και όψη), δηλαδή ανοιχτομάτα η κυρία -με μια κεφάλα να!- απαιτεί να της πληρώνουμε και φόρους, επειδή ο Δίας -ο πολιτισμός πάει να πει- ήταν δικός μας!
Κι έτσι, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι -ποιος να τα βάλει με μια τρελή γελάδα- εκεί κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα, για να ανταπεξέλθουν, άδραξαν έξι (6) μικρές σιδερένιες σουβλίτσες (οβελούς ή οβολούς ή όβολα -πως λέμε... πεντόβολα), όσες χώραγαν στη χούφτα τους, στη δράκα τους δηλαδή, κι ετοίμασαν ένα νόμιμο μέσο συναλλαγής, το πρώτο νόμισμα, και το είπανε δραχμή (από το δραξ).
Κι η αφυδατωμένη κυρία απόχτησε με τα χρόνια υπηρέτες, ανοιχτομάτηδες κομισάριους, κι αυτοί, για να αρμέγουν πιο εύκολα, χωρίς συναλλαγματικές διαφορές, μας έκλεψαν τις σούβλες και τα όβολα, αφήνοντάς μας μ' άδεια χέρια -όχι μόνο εμάς, αλλά και τις άλλες χώρες που αρμέγουν. Κι έκαναν ένα δικό τους νόμισμα, για να μην μπερδεύονται, όταν εμείς πληρώνουμε τα αρμεχτικά.
Κι επειδή η πρώτη αγάπη είναι πάντα κι η τελευταία, οι κομισάριοι βάφτισαν το νόμισμα ΕΥΡΩ. Και πλέμε σε πελάγη ευτυχίας, για την τιμή, λέει, που μας έκαναν.
Αλλά, αυτό δεν είναι τιμή. Μια κολακεία είναι. Ένα τίποτα. Όπως ένα τίποτα είναι και το ΕΥΡΩ.
Γιατί ΕΥΡΩ χωρίς το ωψ, χωρίς πρόσωπο πάει να πει, είναι ένα νόμισμα α-πρόσ-ωπο. Και γι' αυτό ανύπαρκτο.
Κι εμείς αόμματοι στον Άδη.
|
Για ναυαγούς που θέλουν να κολυμπήσουν. Το σημείωμα άλλοτε βιαστικό και ταραγμένο, άλλοτε φλύαρο ή λακωνικό, ακατάληπτο κι ερμητικό, κακογραμμένο κι αδέξιο, ευδιάκριτο ή ξεθωριασμένο. Μπουκαλάκια, φιαλίδια, φιάλες αερίου. Μποτίλιες, μποτίλιες, μποτίλιες... Με καθορισμένο, πάντοτε, στίγμα. Καλή στεριά, συνταξιδιώτες... Ή καλή θάλασσα.
Δεκέμβρης 1944 (17)
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.