Δεκέμβρης 1944 (17)

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Ο θάνατος κοιτάζει με τα μάτια μας

Ο θάνατος κοιτάζει με τα μάτια μας


ΣκηνΗ ΠρΩτη (Αυτός. Mε την κοπέλα του σε κάποια στάση λεωφορείου. Κι άλλοι πολλοί. Περιμένουν το καμιόνι για τα κατεχόμενα).
Ετούτη η Άνοιξη δεν μπήκε σαν την Άνοιξη.
Άνθη αλλόκοτα στους μίσχους της. Το χρώμα της, καθώς τα χείλη σου αγγίζουνε τα χείλη της, έχει μια γεύση αλλιώτικη, και μιαν οσμή μελλοθανάτου.
Μου ’πες: Αυτή η Άνοιξη δεν μπήκε σαν την Άνοιξη. Μη φεύγεις. Μείνε μαζί μου λίγο ακόμα. Τα χέρια μου όταν σ’ αγγίζω παίρνουν της απουσίας σου το σχήμα. Τα χέρια σου, όταν μ’ αγγίζεις, μοιάζουν έρημα πουλιά στη μέση του χειμώνα.
Κι εγώ σε κοίταξα, ανεξιχνίαστη. Στα μάτια σου είχε πέσει συννεφιά, όμως κατάφερα να δω ότι καθρέφτιζαν τα ξέφτια της ζωής μας.
Ήθελα ν’ αρνηθώ, σου είπα. Το ξέρεις πως πονάω όταν μπαίνω μες στα σπίτια τους, όταν τους σπρώχνω με το όπλο να ξαπλώσουνε στο χώμα, όταν τους γδύνουμε, κι ύστερα ψάχνουμε στα βάθη της ψυχής τους. Ντρέπομαι όταν τα μάτια τους, πηγάδια απύθμενα, με παίρνουν στο βυθό τους.
Μα τι είναι αυτό που μας κινεί. Ποιος μας οπλίζει; Φοβάμαι. Φοβάμαι σαν παιδί αυτά τα εκτυφλωτικά σκοτάδια του μεσημεριού.

ΣκηνΗ δευτερη (Το κορίτσι. Έρχεται απ’ την αντίθετη κατεύθυνση).
Ένα λιγνό αεράκι πρόβαλε δειλά. Κι οι νέοι λεγεωνάριοι σπεύδουν να το γεμίσουν ενοχές. Ρίγησε κι έτρεξε τρομαγμένο να κρυφτεί μες στα μαλλιά της.
Μου ’πες: Έτούτη η Άνοιξη δεν μπήκε σαν την Άνοιξη. Μπήκε κυνηγημένη απ’ τις ερπύστριες, σαρώνοντας στο διάβα της τα ταραγμένα όνειρά μας. Μη φεύγεις. Πάρε με μαζί σου. Τα χέρια μου, κάθε φορά που σε κρατούν, χίλια κομμάτια παγωμένα. Τα χέρια σου στους ώμους μου ζαρκάδια πίσω από τους θάμνους.

(Μια λάμψη μια πνοή ένας λυγμός τίναξε στον αέρα τον ορίζοντα τη στάση τα κορμιά τους τα κορμιά μας.
Μετά το σώμα του απογεύματος διαμελισμένο μπρος στα μάτια μας, μικρό κορίτσι άγουρο, ζωσμένο στο κορμί κατάσαρκα τον πόθο και το πάθος.
Κι οι νέοι λεγεωνάριοι κρώζουν βραχνά. Τα λόγια τους  απλώνουν κάτι απαίσιες φτερούγες. Στο διάβα τους πέφτουν νεκρά τα περιστέρια.
Κι οι λέξεις μου, ξυπόλητα παιδιά στους σκοτωμένους δρόμους της Ραμάλας και της Γάζας).

ΣκηνΗ Τριτη (Εμείς μπροστά στην τηλεόραση. Ο θάνατος κοιτάζει με τα μάτια μας).
Και ναι, μπορούμε δική μας άλλωστε υπόθεση να κρύψουμε στις τσέπες μας το φονικό που μας παιδεύει. Μα είναι αδύνατο να κρύψουμε απ’ τα μάτια μας αυτούς τους άταφους νεκρούς. Που περιφέρονται όρθιοι. Και μαρτυράνε στη σιωπή τους πως πλήθυναν οι ζωντανοί ανάμεσά μας.